Εκτύπωση του άρθρου
Γράφει η Άννα Γρίβα
 
 
 
 
 
Ξάνθος Μαϊντάς, Αφανών Γυναικών, Γαβριηλίδης, 2019
 
 
Στην έκτη κατά σειράν ποιητική συλλογή του, ο Ξάνθος Μαϊντάς θέτει στο επίκεντρο των ποιημάτων του το θήλυ, είτε αυτό ενσαρκώνεται μέσα από τις γυναίκες των οποίων καταγράφει τους βίους, είτε αφορά τις μεγάλες θεές και τις δαιμόνισσες, τα δέντρα και τα άψυχα που ως μαγεμένα λαμβάνουν ψυχή και μιλούν. Οι «αφανείς» θηλυκές οντότητες, βέβαια, κάθε άλλο παρά ασήμαντες είναι: η «αφάνειά» τους συνίσταται στο γεγονός ότι δρουν ως υπόγειες δυνάμεις που συνέχουν τον κόσμο: σμίγουν με τη φύση, επιβάλλουν την ύπαρξή τους και γητεύουν. Έτσι, τα λόγια της αγαπημένης γυναίκας πριν φεύγει ενώνονται μαγικά με τις κινήσεις του πλάτανου και μένουν άφθαρτα (Πήλιο ’87), η κληματαριά-γυναίκα παράγει έναν μυστηριώδη χυμό που όσοι ξέρουν τον ονομάζουν δάκρυ (Το δάκρυ της κληματαριάς), η ραπτομηχανή γίνεται η πιστή και ξεχασμένη υπηρέτρια του παρελθόντος, που ιστορεί τα ξεχασμένα νήματα της ιστορία του οίκου (Η παλιά υπηρέτρια), το άγαλμα μιας αρχαίας Ταναγραίας, καθώς βλέπει ξανά το φως, αναμιγνύεται με τα πάθη του παρόντος (Η Τρίτη Ταναγραία), η Αφροδίτη και η Παρθένος Μαρία στέκονται γαλήνιες πάνω από τις καμπές των καιρών, ως μεγάλες θεές που εποπτεύουν και άρχουν στο επίπεδο της πραγματικής, της εσώτερης αρμονίας του κόσμου.
 
Οι γυναίκες του βιβλίου ενσαρκώνουν την ομορφιά και την αρετή, αλλά και τον πόνο, την αγωνία, τη βαθύτατη θλίψη για τους βάναυσους δρόμους της ιστορίας. Μια τέτοια ανάμεικτη εικόνα δίνει η Λένη στο ποίημα Μπεράτι, η οποία, μετά το πλήθος των βασάνων της, στον γάμο του μεγάλου της γιου στάθηκε απέναντι στα όργανα/ και παρήγγειλε:/ Μπεράτι, ανέτρεψε, δηλαδή, την παράδοση που λέει να είναι άντρας που σέρνει τέτοιον χορό κι ένιωσε την εσωτερική δόνηση αυτού του ξεσπάσματος από τα νύχια των ποδιών μέχρι τις τρίχες της κεφαλής.
Ακόμη, όμως, κι όταν οι ηρωίδες φαντάζουν ως λησμονημένες, αδικημένες ή δυστυχείς, λανθάνει η δύναμη, η επιμονή, η γνώση της ανθρώπινης μοίρας, η διαρκής παρουσία τους στη συνείδηση των άλλων ανθρώπων. Έτσι, την κακότυχη Χαρίκλεια, την ηρωίδα του ομώνυμου ποιήματος, τη βλέπαμε κάθε πρωί/ στο άγαλμα της άγνωστης νύμφης/ στην αποθήκη του σχολείου: η γυναίκα αυτή έγινε στα αθώα μάτια των παιδιών μια νέα τραγική νύμφη, κοντά στις τόσες που ιστορεί η μυθολογία, μια στοιχειωμένη στους ίδιους αρχαίους δρόμους της Φαϋττού, που υπενθυμίζει ότι η πορεία του ανθρώπου είναι κοινή και θα πορευτούμε χωρίς τη δυνατότητα της λήθης μπροστά στα τραύματα της ιστορίας. 
 
Οι «αφανείς» γυναίκες του Ξάνθου Μαϊντά είναι μάγισσες και μαγεμένες, Βάκχες και Δαναΐδες, εφήμερες και αιώνιες. Όπως, η έφηβη που αυτοκτονεί λόγω ενός απαγορευμένου έρωτα, δηλώνοντας με την παραίτησή της από τη ζωή την ίδια της την ανταρσία (Στα δεκαεφτά). Ή όπως η γυναίκα στο ποίημα Απόγευμα Κυριακής Γ΄, την οποία συναντά η ποιητική φωνή μέσα στο μετρό μετά από χρόνια κι έχει την ίδια εκείνη διονυσιακή ομορφιά, όπως τότε που κορίτσι ανεβασμένη στη σβάρνα τ’ αλωνισμού, ανυπόδητη και περιστρέφεται, τη θυμάμαι. Τα πόδια της ματωμένα, το φόρεμά της κολυμπάει πάνω της και ανεμίζει. 
 
Πολλές φορές οι ιστορίες των γυναικών λέγονται πάνω από μία φορά, οι όψεις των ίδιων γεγονότων συμπληρώνονται, δημιουργούνται κάτοπτρα που φωτίζουν τελικά συνολικά και με διαύγεια τον βίο, αφήνοντας όμως πάντοτε κάτι μυστικό, κρυφό και ανεξερεύνητο: έτσι η ηλικιωμένη γυναίκα του ποιήματος Η πρώτη γυναίκα μαθαίνουμε ότι μπόρεσε να κοιμηθεί/ τη νύχτα που έχασε/ τον μεγάλο της γιό, αλλά μένει αναπάντητο το πώς, ένας τρόπος μετέωρος, που τελικά φωτίζεται στο αμέσως επόμενο ποίημα, μέσα από την αποστροφή σε δεύτερο πρόσωπο στον ίδιο τον νεκρό γιό (Η πρώτη γυναίκα Β΄): την ώρα που έφευγες εσύ/ την συνεπήρε ύπνος σκοτεινός. Ο ύπνος υπονοείται σε αυτό το ποίημα ως του θανάτου αδερφός, ως μια δύναμη ανεξέλεγκτη, η μόνη που μπορεί να οδηγήσει τη μάνα στον σκοτεινό δρόμο του Άδη, εκεί όπου βρίσκεται πια ο πρωτότοκός της. 
 
Από τους προαναφερθέντες στίχους και τίτλους των ποιημάτων φάνηκε ότι ο γενέθλιος τόπος –η θεσσαλική γη της μαγείας των Κενταύρων και της λιτότητας στον βίο– είναι έντονα παρών. Και ίσως αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο: είναι ο τόπος που κάνει τις γυναίκες αυτές φορείς της ελληνικής κατάστασης, που ισορροπεί ανάμεσα στον Διόνυσο και στον Απόλλωνα, ανάμεσα στο απέραντο χάος της ανθρώπινης ψυχής και στο καθαρό φως της.
 
Άννα Γρίβα
 

Ημ/νία δημοσίευσης: 9 Μαΐου 2020