Εκτύπωση του άρθρου

Διακριτική χρήση του ποιητικού υλικού          

Κριτική: Γιώργος Βέης

              Νίκος Σπανός, Χρονολογία, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 44, 2005

      Ο Ν. Σπανός, τόσο με την Ώχρα, την οποία εξέδωσε «Το Ροδακιό», το 2000, όσο και με την παρούσα συλλογή, φαίνεται ότι αποβλέπει στην καλλιέργεια ενός ευάγωγου, πνευματικά φορτισμένου στίχου, όπου ο στοχασμός οφείλει να εκφράζεται συνοπτικά και το κυριότερο μουσικά. Εκ πεποιθήσεως ολιγογράφος, αρκετά ενημερωμένος για τους δρόμους, τους οποίους ακολουθεί σήμερα στον τόπο μας η δημιουργική γραφή, έχει επιτύχει έως τώρα, στις καλύτερες εννοείται στιγμές του, να αποδώσει στιγμιότυπα της παιδικής εμπειρίας, διακεκριμένα τμήματα ερωτικών τοπίων και άλλα περιστατικά από τη ζωή κάποιων αδιέξοδων ενηλίκων. Η εσώτερη, ασύνειδη ροή βεβαίως τον αφορά.
       Η «Απόλυτη απλότητα απουσίας» (βλ. «Νυχτωδία», σελ.37) χρειάζεται καλώς ασκημένη προσοχή και εξειδικευμένη πείρα για να χαρτογραφηθεί επαρκώς. Φαίνεται ότι προς τα εκεί έχει αρχίσει ήδη να κατευθύνεται το ρήμα. Στον «Μηχανισμό της νύχτας» ( βλ. Ώχρα, σελ. 14) είχε πιστοποιηθεί άλλωστε η ευχέρεια του λόγου να προβάλει δια της ποιητικής απόσταξης τα άξια μνείας. Εξ ου και παραθέτω:
                                      
                                        « Τρίζει στο περιβόλι το βράδυ το καρπούζι
                                         ψηλώνει το αρμονικό κάγκελο της αχλαδιάς
                                         σέρνεται ο ποντικός μες στα χαμόκλαδα
                                         με το τυράκι του φόβου του στο στόμα
                                         μαλακό κόκκινο καταπίνει το σύκο

                                         πληθαίνει το τυφλό πράσινο.»

     Στην Χρονολογία, όπου εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά ορατοί ο Ν. Εγγονόπουλος, ο Κ. Καρυωτάκης,  η Κ. Δημουλά, αλλά κι ο Ν. Καρούζος, ο οποίος πρωταγωνιστούσε μάλιστα στο ομώνυμο ποίημα της Ώχρας( βλ. σελ. 28), ο λόγος επικεντρώνεται σε δίσημα κυρίως του βίου κεφάλαια. Οι δε ορισμοί, οι μετρημένες διδακτικές αποστροφές και οι συναφείς επεξηγήσεις διατηρούν κι εδώ κατά κανόνα το πλεονέκτημα των σημασιολογικών αναβαθμίσεων και ορισμένων παρεπόμενων εννοιολογικών ανατροπών. Περισσότερο ως επιμελείς και έντιμες ασκήσεις παρά ως σοβαροφανείς, δήθεν κρυπτικές καταθέσεις, τα ποιήματα αυτά διακρίνονται στο σύνολό τους από μια χαμηλόφωνη, σκοπίμως ήπια στις εξωτερικεύσεις της, πειστική πάντως αλήθεια συναρμογών: «Κόκκινα βαμμένα χείλη / που υμνούν την ύλη», (βλ. «Ακούω», σελ. 33) ή « Άθραυστο αυγό στο σκοτάδι / φωτεινό διάλειμμα κι απουσία εν ζωή / η παιδική ηλικία.», ( βλ. «Ανταύγειες», σελ. 23) κι ακόμη  « Το βουνό ήταν πάντα / ένας άχρηστος σωρός σκληρότητας / μια ιδιοτελής μάζα ακινησίας. /  Το βουνό είναι ψεύτικη προσευχή. / Ένα πρόχειρο σκαλοπάτι / προς τον Θεό», (βλ. «Βουνό ή θάλασσα;»,σελ. 21).
    Καθορίζοντας με ομολογούμενη σαφήνεια το ειδικότερο συναισθηματικό υπόστρωμα, τον ηθικό περίγυρο, αλλά και τις αφορμές των αυτοελεγχόμενων λεκτικών εκδιπλώσεων, οι στροφές δεν σπεύδουν να τα πουν όλα. Τα μισά τουλάχιστον υπολανθάνουν ή απορρίπτονται: έτσι κι αλλιώς ο κόσμος δεν ελέγχεται πλήρως γλωσσικά – γιατί να ματαιοπονεί ο βιογράφος του; Έτσι αποφεύγονται, μεταξύ άλλων, οι κοινοτυπίες, οι βάρβαροι σολοικισμοί και οι ανιαρές υπερβολές.
      Οι δείκτες  των θεματικών προαιρέσεων  κατά τα άλλα παραπέμπουν εμμέσως πλην σταθερώς σε εμμονές και παρατεταμένα άλγη. Ο ουδέποτε συν - ομιλών Παντοδύναμος, καθόλα υπαρκτός όμως και οικείος, λες και ανήκει στους πλησιέστερους των συγγενών του ποιητικού υποκειμένου (βλ. ενδεικτικά την «Έγκλειστη», σελ. 29), ο αιμάσσων Προμηθέας Δεσμώτης, ως έμβλημα στοχαστικής θυσίας, ( βλ. «Επίγραμμα», σελ. 17), ο Χριστός, ως  η αμεσότερη, λαϊκότερη εκδοχή της αρετής ( βλ. «Αναστάσιμο», σελ. 38), ο αναπόφευκτος, περιώνυμος «φόβος των Ιουδαίων» (ό. π.) και ο απαραίτητος, ανώνυμος άγιος στο «Σκεύος εκλογής» (βλ. σελ. 36) συνιστούν τους πλέον εμφανείς πόλους της ποιητικής αναφοράς, η οποία δεν θέλει να υποτιμήσει την θεολογική της έξη. Χωρίς να επιβαρύνουν λεκτικά ή νοηματικά το τελικό προϊόν, οι κοινοί αυτοί τόποι της εξομολογητικής ποίησης χρησιμεύουν περισσότερο ως χαρακτηριστικές εστίες εκπομπής του συγκεκριμένου μηνύματος, παρά ως  απλά, διακοσμητικά στοιχεία του όλου κειμενικού υφαντού.
                       

  ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ


Ημ/νία δημοσίευσης: 2 Νοεμβρίου 2006