Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει ο Ι.Ν. Περυσινάκης

 

 

 

ΧΡΥΣΑ ΕΥΣΤ. ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

Τῆς γραφῆς (Ἀθήνα, Περισπωμένη, 2023)

 

 

Κάθε ποίηση απαιτεί ανάλυση, στην ανά χείρας αρχίζεις από τον τίτλο, τί ακριβώς σημαίνει. Η γενική είναι στη θέση δοτικής, ως αντικείμενο, στο εννοούμενο ρήμα «ανατίθεται, αφιερώνεται» (για την ποίηση· όπως του σπιτιού, του Χριστού) ή δηλώνει αναφορά (περί της γραφής), τέλος μπορεί να είναι γενική κτητική κατηγορηματική ή της ιδιότητας. Ένας ποιητής/ποιήτρια ευγνωμονεί την γραφή και τα μέσα της για τη δύναμη που του δίδει, και την υμνεί. Όταν επινοήθηκε η γραφή και διαδόθηκε, ο αρχαίος ποιητής αισθάνθηκε τη δύναμή της, και συνδύασε την ποιήσή του με την ἀ-λήθεια και το ἄφθιτον κλέος που παρέχει σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Ο Ησίοδος στα Ἔργα υπόσχεται στον Πέρση ότι θα πει ἐτήτυμα (10), την πραγματικότητα. Τα Ομηρικά έπη είναι ἔργ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε τά τε κλείουσιν ἀοιδοί (Ὀδ. 1.338), και είναι «χρέος του ποιητή», μέρος της ποιητικής του, να υμνεί τον αθλητή νικητή, όπως συμβαίνει με τον Πίνδαρο ή τον Βακχυλίδη. Το κλέος ἄφθιτον που θα αποκτήσει ο Αχιλλέας (Ιλ. 9.410-16) είναι αυτοαναφορά του ποιητή και λογοτεχνική αυτοκριτική του ίδιου του Ομήρου. Ο Ηρόδοτος έγραψε την Ἱστορίη για να μη λησμονηθούν έργα ανθρώπων και για να μη μείνουν χωρίς κλέος θαυμαστά κατορθώματα Ελλήνων και βαρβάρων. Η Ἱστορίη είναι έκθεση, διήγηση μετά την εύρεση της αἰτίης. Η ποιήτρια επαινεί την γραφή για τα δώρα που της προσφέρει στην εκτέλεση του έργου της, στη σύνθεση των ποιημάτων. Αυτοαναφορές είναι διάχυτες στη συλλογή. Και είναι νεωτερικό και επίπονο μια ολόκληρη συλλογή να έχει συντεθεί με αυτό το θέμα.

Η συλλογή αποτελείται από δύο ενότητες: τῆς Γραφῆς, και Λόγου Σημεῖα. Και η δεύτερη υποδιαιρείται στα Σημεῖα στίξης, Τόνοι καὶ Πνεύματα, και Σχήματα Λόγου. Στο πρώτο ποίημα υμνείται η μνήμη που «σε λευκά σεντόνια ξαπλώνει τα γεννήματά της», που «ψάχνουν τὴ λέξη-ἔνδυμα… τῆς σιωπῆς τὸ κρύσταλλο νὰ θρυμματίσουν». Αίτημα ποιητικής είναι να κλείσουν αρμονικά οι αρμοί της μνήμης (11). Οι Μούσες είναι κόρες της Μνημοσύνης. Ο Όμηρος επικαλείται τις Μούσες γιατί πάρεστέ τε ἴστέ τε πάντα (Ιλ. 2.485). Η συνέχεια στο δεύτερο ποίημα: Με τις αναμνήσεις «Κέντημα ξεκινᾶς ἀστάμπωτο μὲ νῆμα πορφυρό». Άλλο αίτημα της ποιητικής είναι: «Ἕνα τὸ Χρέος, νὰ νηστεύεις τὴν εὔκολη χαρὰ ποὺ μόνο νὰ προδίδει ξέρει» (12). Και η θέση της λογοτεχνικής κριτικής: «Ἄλλοι θὰ ποῦν ἂν βρῆκες φωνὴ ὰλλότροπη, δική σου, κι ἔκανες, ὅσα εἶπες, διαφορετικὰ νὰ ἀντηχοῦν» (14). Λοιπόν, ναι, έτσι νομίζουμε! «Μὴν τὶς καρφώνεις τὶς λέξεις». Παλλόμενες «θὰ ὑπερβαίνουν τὰ μέτρα τους, θὰ μεγαλώνουν τὴν ἀπόσταση ἀπὸ σένα, θὰ κυκλοφοροῦν αὐτόνομα ὡραῖες» (15), που ανακαλεί τα ἔπεα πτερόεντα της προφορικής Ομηρικής  ποίησης. Το ποίημα είναι στο δεύτερο πρόσωπο που δίδει συμβουλές. Ο λόγος είναι ελεύθερος και δεν υποτάσσεται. Άλλο ένα ποίημα ποιητικής. Ανάμεσα στα σύνεργα, μολύβια, πλήκτρα και χαρτιά, «συναρμολογεῖ μὲ ἐπιμονὴ ὁ ποιητὴς τὴν μοναξιά, γιὰ νὰ τὴν ἀποικίσουν τὰ γραπτά του» (16), μία τρυφερή μεταφορά σε οξύμωρο. Και αυτό που το «εἴπαμε ποίημα βρίσκει τὸν ἑαυτό του τότε ποὺ ὁ Λόγος ἀδειάζει κάθε κόγχη ἀπὸ σκοτάδι». Το ποίημα είναι λόγος, γνώση και φως. Το ποίημα τότε «δὲν γνωρίζει προορισμό, τοῦ ἀρκεῖ ἡ ἀφετηρία», αποκτά υπόσταση στους αναγνώστες του (18). «Στὰ ποιήματα βρίσκουν κατάλυμα οἱ ἀπόντες, κυρίως οἱ ἀθῶοι». «Ξαπλώνουν ἀνάμεσα στοὺς στίχους, στὶς σιωπές» και εξασφαλίζουν την ύπαρξή τους. Στα ποιήματα «πάντα ὑπάρχει ὁ χῶρος τῆς ἀόρατης ὁρατότητας» (20), άλλο ένα οξύμωρο για τη λειτουργία της ποιητικής ύλης. Το τελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας περιγράφει τα θέματα ή τα χαρακτηριστικά της ποίησης (η τρίτη σημασία «τῆς γραφῆς» παραπάνω). Έξι στροφές ποιητικής έντασης: Είναι θέμα ή ίδιον «τῆς γραφῆς» «οἱ ψίθυροι χυμῶν τὶς νύχτες ποὺ μεστώνουν τὰ μπουμπούκια κι ἀρώματα διεκδικούν», «ἡ πτήση τοῦ ζεϊμπέκικου», «τὸ σῶμα, ὅταν τὰ ὅριά του ἀρνεῖται», «οἱ διεσταλμένες κόρες τότε ποὺ ψάχνουν λέξεις-ὅπλα νὰ τρώσουν καίρια τὸ μηδέν», «οἱ κόρες τῆς ἐνοχῆς ποὺ τὶς βάφτισαν τύψεις», «ὅλες οἱ τεταμένες μας ἀναμονές» (22-3).

Όλα τα ποιήματα της πρώτης ενότητας με εύγλωττες μεταφορές οξύμωρα συνθέτουν την ποιητική της ποιήτριας, τις προϋποθέσεις της ποίησης και την εκπλήρωσή τους. Αισθάνεται δικαιωμένη ότι η ποίησή της ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις που θέτει. Το πρώτο μέρος είναι ο λόγος, το περιεχόμενο. Το δεύτερο αναφέρεται στην λέξιν, στον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται ο λόγος. Το πρώτο ποίημα (29) επιγράφεται Α´, το τελευταίο Ω´ (60). Στο πρώτο ποίημα εισάγονται τα πολύτροπα, ωσάν τον Οδυσσέα, σημεία της στίξης: «Ὅρια κεντοῦν καὶ διακοπές,| δίνουν φωνὴ στὴ σιωπή,| στὸν δισταγμὸ ἐλπίδα,| τὸ πάθος τὸ ἀνέκφραστο| ὁρίζουν». Στο τελευταίο ποίημα, που συνομιλεί με ανάλογο ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, ζητεί από τον Ασκληπιό να «στέρξει στὴ μόνιμη| παράκλησή μου, νὰ μοῦ ἁρμόζει| γλώσσα γενναία μὲ νόημα ἀνθηρὸ| σὲ πλήρη ἐνσάρκωση τοῦ ἄυλου». Είναι η επίκληση της ποιήτριας προς τη Μούσα για το περιεχόμενο της ποίησης και την έκφρασή της, να αρμόζει γλώσσα γενναία με λέξεις ολοζώντανες και υψηλά νοήματα που «ενσαρκώνουν το άϋλο», με άλλο ένα οξύμωρο. Είναι επίσης η ποιητική της σε μία περιεκτική αυτοαναφορά. Η φράση ανακαλεί τα λόγια του Αισχύλου στους Βατράχους του Αριστοφάνη ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ ῥήματα τίκτειν (1058-59).

Όλα τα ποιήματα της δεύτερης ενότητας είναι ποιητική γραμματική των «κανόνων» χρήσεως των σημείων στίξεως, των τόνων και των πνευμάτων, και της συντακτικής χρήσης και σημασίας ορισμένων (επτά) σχημάτων λόγου. Αυτό είναι μοναδικό γιατί οι περιπτώσεις χρήσης κάθε σημείου στίξεως και κάθε σχήματος λόγου είναι θέμα και περιεχόμενο του ποιήματος. Πότε και πώς χρησιμοποιείται το καθένα. Και αυτό δεν είναι παιγνίδι. Η τελεία στιγμή ορίζει τη σχετικότητα: το απόλυτο που το νοήσαμε διαφορετικά, το ακέραιο που έμεινε κενό, το πλήρες που ποτέ δεν κατακτήσαμε. Το κόμμα κουβαλά το θάρρος που κρύβει η διακοπή ή ένα «Ὄχι ἄκαμπτο»· πίσω από τη διπλή τελεία συνωστίζονται η απαρίθμηση ψόγων ή και επαίνων και η ερμηνεία τους, η άνω τελεία εκφράζει την ατολμία που αρνείται τη μικρή παύση του κόμματος και το γενναίο τέλος της τελείας. «Μὲς στὴν ἠχὼ φόβων, παθῶν», «Μὲς στὴν ἐντύπωση χαρᾶς», «Μὲς στὴν κλαγγὴ συγκρούσεων», «Στέκει ἀγέρωχο ἕνα θαυμαστικὸ τὴν ψυχὴ ἀθόρυβα νὰ ὑπομνηματίζει» (34). Τρεις περιπτώσεις με λεπτές διατυπώσεις ορίζουν τη χρήση των ἀποσιωπητικῶν (35-6): «Δὲν ἔχεις τὸν καιρὸ νὰ πλέξεις λόγο», «τῆς ἀλήθειας τὴν εἰκόνα περιφέρεις, ψάχοντας εἰκονοστάσι ἀπρόσβλητο ἀπὸ τὶς εἰκασίες», «Κι ὅταν πιστέψεις ὅτι κατέληξες κι ἀρχίζεις νὰ τακτοποιεῖς τὸν στοχασμὸ μὲ λέξεις, πάλι δὲν ξέρεις τὸ σωστὸ πῶς λέγεται, τὸ λάθος ποὺ ξενοδοχεῖται»: «Τότε συντρέχουν τὰ ἀποσιωπητικά». Όταν δεν μπορείς να διαφύγεις τους αιώνιους νόμους, ούτε με μουσική ούτε με λόγο «τότε καλεῖς τὸ ἐρωτηματικὸ νὰ δώσει ἔκταση στὴν ἀπορία» (37). Όταν οι τοίχοι του γραφείου αντανακλούν την ερημία, και προσπαθείς να καλλωπίσεις την αδυναμία, τότε «παίρνει ὑπόσταση ἡ ἔκφραση πίσω ἀπ᾽τὴν ὁριζόντια ἀλύγιστη μεσαία παύλα ποὺ ἀνέλαβε τὰ πρόσωπά σου –μήπως τὰ προσωπεῖα;- νὰ βάλει στὴ σειρά», επινοώντας έξυπνα φράση μέσα στις δύο παύλες (38). Σε στιγμές υπέρτατης λύπης αλλά και στη δίνη της χαράς, «λόγια ἀναδεύουμε ἀποτρεπτικά», «Λόγια προστατευμένα ἀμπφίπλευρα μὲ τὸν διπλὸ φραγμὸ τῶν εἰσαγωγικῶν, γιὰ νὰ μὴ δραπετεύσει ἡ δύναμη καὶ μείνουμε ἀνυπεράσπιστοι» (40). Τα εἰσαγωγικὰ κρατούν τη δύναμη της παροιμίας και τη βεβαιότητα των γνωμικών μέσα στην καταιγίδα. Ανόμοια πράγματα «βολεύονται ὅλα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπανάληψη ποὺ δείχνουν τὰ ὁμοιωματικά». Πασχίζουν να μας πείσουν για συμφωνίες ή και για οικονομία έκφρασης ίδιων πραγμάτων, «γιατὶ δὲν ξέρουν ὅτι ποτὲ καὶ πουθενὰ τίποτα δὲν εἶναι ὅμοιο» (41).

Τόνοι και πνεύματα «ἀκυρώνουν μὲ τὸν τρόπο τους τὴν πλήξη τῆς ἀπουσίας» (47). «Τόνοι καὶ πνεύματα δῶρο στὸν νοῦ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ τὴν ἐλευθερία τοῦ πολύτροπου καὶ τὸν παραδομένο ἦχο τῆς περισπωμένης» είναι το ποίημα για την περισπωμένη (50). Ταυτόχρονα είναι ένας υπαινιγμός στις ομώνυμες εκδόσεις και στο έργο τους.

Τί είναι και πότε χρησιμοποιείται η υπερβολή. «Ὅταν θὰ δεῖς τὰ κρίνα τῆς ἐρημίας ἀπρόσιτα στὸ φρύδι τοῦ γκρεμοῦ, τότε θὰ συλλαβίσεις τὸ νόημά της… Κι ὅταν τὸ ἄγγιγμά της σὲ προφθάσει, θυμήσου νὰ ἀρνηθεῖς τὴ διόγκωση τῆς ὑπερβολῆς» (53), όπως κάνουν τα ποιήματα της συλλογής, πάντοτε με λόγο που καταφάσκει και ήρεμο. Με μία σειρά οξύμωρων ορίζεται το ὀξύμωρον (57).

Η συλλογή των ποιημάτων υλοποιεί περίτεχνα μία τολμηρή ιδέα της ποιήτριας. Το πρώτο μέρος είναι ποιήματα για την ποίηση, ένα είδος μετα-ποίησης, ποιήματα ποιητικής, που περιγράφουν θέματα της ποίησης ή ποιητικής, με περιεκτικές μεταφορές και εννοούμενες αυτοαναφορές στην ποίησή της, με υπερρεαλιστικές εκπλήξεις στη συνάφεια των λέξεων. Το δεύτερο μέρος είναι ποίηση με θέματα γραμματικής, τους «κανόνες» χρήσης των σημείων στίξεως, και συντακτικού, χρήση και σημασία ορισμένων σχημάτων λόγου. Το περιεχόμενο κάθε ποιήματος από αυτά είναι λόγος ποιητικός που χρειάζεται το σημείο στίξης ή το σχήμα λόγου που περιγράφει. Στην πραγματικότητα η συλλογή είναι λόγος αυτοαναφορικός και ποιητικής για τα θέματα της ποίησης και την έκφρασή τους. Η συλλογή βρήκε στις εκδόσεις τόπο κατάλληλο να αποικίσει τα γραπτά της.

                                                                                                                                          (25.3.2024)

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 29 Μαρτίου 2024