Εκτύπωση του άρθρου

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ:
«Ν’ αναπαυθή η πληγή ψυχή στον ποταμό των ήχων»

  «…και την ακόλουθην ημέρα τα κύματα έβγαλαν εις τ’ ακρογιάλι του Κάστρου ένα απομεινάρι από το σώμα. Το πραγματικό αυτό συμβεβηκός είναι η υπόθεσις τούτου του ποιήματος, του οποίου δεν σώζεται ειμή εις ένα χειρόγραφο το πρώτο άμορφο σχεδίασμα». 
                              (Ιάκωβος Πολυλάς, «Σημειώσεις στον Πόρφυρα»
                                                             – Ηλίας Λάγιος, Πράξη υποταγής)

Ο θάνατος του Ηλία Λάγιου μας αναγκάζει να σκεφτούμε την ποίηση χωρίς τον ποιητή. Να αντικρίσουμε το πρόσωπο του θανόντος, για πρώτη φορά, μες στη σκληρή απάθεια του έργου που έγινε ο ίδιος. Πρόκειται για τη μεταμόρφωση του πραγματικού ποιητή Ηλία Λάγιου στη διανοητική αφαίρεση των στίχων του: Για να γίνη η ημερολογιακή εγκοπή τόπος ζωής και η φτωχή ημέρα μέλος του φανταστικού, του ηδονικού σώματος της Λογοτεχνίας (Πράξη υποταγής, σ. 32). Για να γίνει η εγκοπή του ποιήματος τόπος ζωής χρειάζεται η στιγμή του θανάτου που εξωθεί τη φτωχή ημέρα του πραγματικού βίου στο ψυχρό άδυτο του Φανταστικού. Ο Λάγιος έχει επίγνωση του κινδύνου που διασπά τη συνοχή του προσώπου και διαλύει τη γλώσσα του ποιήματος: Το πρόσωπό μου: ανυπόφορα φτωχό, ανυπόφορα λίγο – η έλλειψή του.[…] Για να γίνη η φτωχή μου ημέρα… μέλος του φανταστικού… του ηδονικού… σώματος… της Λογοτεχνίας… (σ. 38). Ρωτά διαρκώς για τη σκοπιμότητα του εγχειρήματος και απαντά ως εάν το ερώτημα να μην έχει νόημα. Από αυτή την καλά μελετημένη στάση του πηγάζει ο ακραίος αυτοσαρκασμός και το δέος που αισθάνεται απέναντι στη γυμνότητα: Δυό τετράστιχα (τεθλιμμένα) ας είναι η στεγνή, η βαθειά, η ψευδής προσευχή σου (σ. 21). Η στοχαστική αποδοχή της αδυναμίας των λέξεων να υποκαταστήσουν το πραγματικό πρόσωπο του ποιητή μετασχηματίζεται σε μία διαρκώς ενεργή διάθεση αυτοϋπονόμευσης: ω, πλέον δεινό, δειλό μου θανατάκι: / Ηλίας Λάγιος… (σ. 22) φτωχό μου σώμα, υλικόν κατεδαφίσεως (σ. 79) – μες στα σκατά βουλιάζω ολόχρυσο κανθάρι («Ω γλυκύ μου έαρ», Ανθοδέσμη, σ. 66). Ο αυτοσαρκασμός του Λάγιου δεν αποτελεί μία τυχαία στιγμή στη θεματολογία του έργου του· αποτελεί την ιδρυτική στιγμή της ποίησής του, τον θεμέλιο λίθο επάνω στον οποίο χτίζεται το οικοδόμημα, η γραμματική που δεν μένει ποτέ σταθερή και ακίνητη, με τις λέξεις και τα πράγματα διαρκώς να ολισθαίνουν και να υποκαθιστούν το ένα το άλλο: Δεν λέω, μήτε ζώο ή φυτό, μήτε αγαθό ή κακό ήταν,/ μια λέξη απλώς, ένα πέτρωμα, η αγαπημένη μου, κάποιο τυχαίο συμβάν (Περί ζώου, σ. 12). Κοιτάζοντας το σύνολο του έργου καταλαβαίνουμε ότι η διάθεση αυτοϋπονόμευσης συνιστά ενοποιητική αρχή, η οποία διαμορφώνει τελικά τη σοβαρότητα της ποιητικής και από την οποία υπαγορεύεται η αυστηρή ηθική του ποιητή απέναντι στη γλώσσα: γλώσσα που κανείς δεν μιλησάκουσε, δεν ονειρεύτηκε ποτέ του (Το εικοσιτετράωρο της Δηούς, σ. 21).
   Ο σεβασμός του Λάγιου απέναντι στη γλώσσα που δεν θα ακούσει και δεν θα μιλήσει ποτέ κανείς, η ακραία και ταυτόχρονα ευλαβική μεταχείριση των λέξεων, η άρνησή του να συγκροτήσει μία γλώσσα που θα ένωνε τα θραύσματα της εμπειρίας, και εντούτοις η δημιουργία ενός καλειδοσκοπικού και γοητευτικά πλούσιου γλωσσικού σύμπαντος με την επιμονή ενός γερού τεχνίτη είναι το προσωπικό του αποταμίευμα στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας μετά τον μοντερνισμό. Πρόκειται για ένα παιχνίδι φανερώματος και απόκρυψης, ένα υψηλό σημείο έντασης που αφήνει ασαφές το πεδίο αναφοράς, σαν να προσδοκά την επιστροφή στην αλαλία: τα τάματα, τα-τα, θα πανηγυριστούν, τα-τα, αιτία να ευφρανθή ς’ τα εσώψυχα (Η αρπαγή της κούτας, σ. 20).  Γιατί ο Λάγιος αρνείται «να βρει τη δική του φωνή» οριστικά και τελεσίδικα, γι’ αυτό και δεν παύει να βρίσκεται διαρκώς σε αναζήτηση της φωνής του.Eκείνο που τελικά αναγνωρίζει κανείς ως «γλώσσα του ποιητή» συγκροτείται μέσα από μία διαδικασία ανανέωσης, για την οποία ηδημιουργική εκμετάλλευση του ύφους παλαιότερων ποιητών δεν αποτελεί ανώδυνο παιχνίδι παρωδίας ή σάτιρας, αλλά πράξη γλωσσικής αυτογνωσίας·γνωρίζοντας ότι η οργανική ενότητα της προσωπικής ποιητικής γλώσσας είναι ένας μύθος, ο Λάγιος επιλέγει να κρατήσει στάση «αντιποιητική», αγγίζοντας έτσι το νευραλγικό σημείο της εποχής: την ιστορία της Ιστορίας θα ξαναπώ, με κόλπα της διαλέκτου μου (Φεβρουάριος 2001, σ. 14). Ο σκληρός λυρισμός του Λάγιου και ο θρυμματισμός της ηρωικής εικόνας του ποιητή μάς αναγκάζουν να ξανασκεφτούμε την εποχή και μας αφήνουν εκτεθειμένους στην προστακτική μίας όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ειλικρίνειας.
   Φανταζόμαστε τους μελλοντικούς μελετητές του έργου του Ηλία Λάγιου να σκύβουν επάνω από τις λέξεις του, να φτάνουν στο παράθυρο όπου δεν βγάζει πουθενά… κι ίσως εκεί, ίσως λέω, ν’ ανταμώσουν κάτι σαν ποίημα ή σαν αλήθεια (σ. 42). Για τους ποιητές όμως που ανήκαν στον στενό κύκλο των θαυμαστών του η σκέψη του ποιήματος χωρίς τον ποιητή θα είναι δύσκολη·όπως και για εκείνους που αναπόφευκτα θα αναμετρηθούν με το καινούριο πεδίο που άνοιξε η ποίησή του. Λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Ηλία τρεις νέοι ποιητές έσπευσαν να ομολογήσουν τον σεβασμό και την οφειλή τους. Ο Δ. Αγγελής με τη δημοσίευση ενός ποιήματος, ο Χ. Ψαρράς με κείμενό του στο αφιέρωμα της Αυγής και ο Γ. Λίλλης με ένα κείμενο επίσης, το οποίο κλείνει με έναν στίχο που θα κατευθύνει για κάποιους τη δημιουργική συνομιλία με το έργο του: Είναι πια αργά για να μεταλάβω και να ζήσω μέσα στο θαύμα, αλλά πιστεύω, πιστεύω αληθινά, ότι μπορώ ακόμη να το κατανοήσω (σ. 46). Η τριπλή αυτή κίνηση δεν υπαγορεύεται από συναδελφικό καθήκον αλλά καλύπτει μία πραγματική ανάγκη·φιλοδοξεί να ξεπεράσει την ένδεια, το αίσθημα ερήμωσης και μοναξιάς που αφήνει η απουσία ενός δασκάλου. Με τον καιρό, αναπόφευκτα, ο ποιητής θα λάβει τη μακρινή λάμψη των προσώπων που κατοικούν τις θαυμάσιες θανατογραφίες του: Άρχοντά μου, σβησμένη σάρκα, μάτια χωρίς τα μάτια σου,/ σβώλε από χώμα, αχερουσία, μεσάνυχτα του κανενός («Του Χρήστου…») – Δεν θα ξανασυναντηθούμε. Ποτέ, πουθενά. Δεν σε θυμάμαι συνεχώς, μ’ όλο που θα το ’θελα. Δεν κλαίω πια για σένα. Δεν καλοθυμάμαι τα λόγια σου («Σταμάτης Μιχαηλίδης») – Ιδού, η ψυχή Σου τον Εαυτόν Της κατοπτρίζει./ Ω, νέα ψυχή! σαν πρόσφορο, σαν γάμου ρύζι,/ το ρήμα Σου, την νύχτα μ' άστρα θεμελιώνει.(«Μανόλης Αναγνωστάκης»). Ωστόσο, ακόμη και τώρα, μπορούμε να θυμηθούμε, ξανά και για τελευταία φορά, το ζωντανό πρόσωπο του ποιητή, έτσι όπως υπήρξε και ευλογήθηκε να διαβή τους νυχτωμένους δρόμους της Αθήνας, / άκουσεν τον βρουχισμό του φοβερού λέοντος, το σύρσιμο της ερμίνας./ Ο χρόνος, ιδίαις χερσίν, του εφόρσε, μαρμάρινος, στεφάνι./ Έζησεν τόσον καιρό πλήρης ακατανόητης χαράς, πλήρης αγάπης,/ επειδή είναι Πανάγαθος ο Τριαδικός Θεός μας./ Το τίμημα ναν τονε τυραγνή ο πόνος, του παραμυθιού ο αράπης,/ μα είναι κι αυτό θεολογικός μακαρισμός, να λειτουργάται τ’ όνειρό μας…/ Ας αναλογιστούμε διδαχτικά τον νου της Ιστορίας,/ ας θυμηθούμε, ας κλάψουμε, μα πια ας μην πούμε λέξη (Τα κατά Αλέξιον και Μαρίαν, σ. 28).

Δημήτρης Ελευθεράκης


Ημ/νία δημοσίευσης: 18 Φεβρουαρίου 2006