Εκτύπωση του άρθρου

 

GIOCONDA BELLI

 

Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΤΖΙΟΚΟΝΤΑ ΜΠΕΛΙ

Εισαγωγή, επιλογή, μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

 

Από τις ανώτερες σφαίρες και τα δυσθεώρητα ύψη του ερωτικού βιώματος ώς το οδυνηρό αγκύλωμα της απουσίας και το πικρό αμετάκλητο τού για πάντα χαμένου, η ποίηση της Μπέλι ανοίγει τις πύλες της στον αναγνώστη και του επιτρέπει να νιώσει κατάσαρκα τους στίχους που διαβάζει. Ποίηση ζωντανή, γεμάτη ένταση κι εικόνες, θυμίζει καρδιά που σφύζει πάνω στο χέρι του. Στίχοι αισθησιακοί, σε καμία όμως περίπτωση συναισθηματικοί, αποτυπώνουν τη σχέση αγάπης/έρωτα ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, αφενός δίχως υποκριτική σεμνοτυφία και «καθωσπρεπισμό», αφετέρου με αντίληψη, σκέψη και εμπειρία κατασταλαγμένες. Έτσι, ο αναγνώστης απολαμβάνει μιαν αίσθηση βάθους και άφιξης στην ουσία των πραγμάτων και του αισθήματος, κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδανική γεφύρωση ανθρώπινου και θείου. Η Μπέλι περιγράφει τον έρωτα όπως τον ζούμε κι όπως θα θέλαμε να τον ζούμε, όχι ωστόσο μέσω εξιδανίκευσης, αντιθέτως, ακριβώς μέσω μιας «εκλογικευμένης αισιοδοξίας» όπως θα την ονόμαζα. Είναι αυτό το «παρά ταύτα» που συνιστά ουσία της ζωής και νόημά της. Είναι η υπερνίκηση των εμποδίων και η στάση μας μετά την αναγνώριση μιας μη ιδανικής κατάστασης ως τέτοιας, που δίνουν αξία στο βίωμα και την πράξη μας. Η αγάπη που περιγράφει η Μπέλι είναι η αγάπη που «δεν θυμάται λόγια για μπράτσα πλαδαρά», είτε τα λόγια έχουν ειπωθεί είτε όχι, ενώ πάντως τα «πλαδαρά μπράτσα» υπάρχουν.

Πέρα απ’ το εγώ και το εσύ, τη γυναίκα και τον άντρα, η ποίηση της Μπέλι (και η ερωτική δεν αποτελεί εξαίρεση) είναι ποίηση γήινη, με τη φύση κυρίαρχη. Σ’ αυτήν συναντά κανείς σχεδόν πάντοτε τον κεραυνό, τη βροχή, τη ευωδιά της νοτισμένης γης, μα και πλήθος πουλιών (κολίβρια, χελιδόνια, γλάροι) και δέντρων, μ’ έκδηλη βέβαια προτίμηση στην ερυθρίνα. Στην ποίητρια Μπέλι βρίσκουμε ακόμη τη γυναίκα που αγαπά τον τόπο της, τη Νικαράγουα, και ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, αλλά και την αντάρτισσα (υπενθυμίζω ότι υπήρξε αγωνίστρια κατά τη Νικαραγουανή Επανάσταση εναντίον του Σομόζα), αφού και σ’ ένα ερωτικό ακόμη ποίημα δεν παραλείπει ν’ αναφερθεί στα αναχώματα. Εκεί θα πρέπει να την περιμένει «ο άντρας που θα την αγαπά» και εκεί, μαζί οι δυο τους, θα πρέπει ν’ αγωνίζονται. Πρόκειται για μια ποίηση γεμάτη ζωή, καθόλου παράξενο για μια ποιήτρια με την πεποίθηση πως «για να μπορείς να γράφεις, πρέπει πρώτα να ζεις»!

________________________________

Η Τζιοκόντα Μπέλι (1948) είναι Νικαραγουανή ποιήτρια, μυθιστοριογράφος και πολιτική ακτιβίστρια, ιταλικής καταγωγής. Συμμετείχε στη Νικαραγουανή Επανάσταση σε νεαρή ηλικία και κατείχε σημαντικά αξιώματα στο επαναστατικό κόμμα των Σαντινίστας, απ’ το οποίο όμως απεχώρησε το 1993 λόγω διαφωνίας με τον χαρακτήρα που αυτό είχε αποκτήσει, μα και για ν’ αφιερωθεί στη συγγραφή. Η ποίηση και τα μυθιστορήματά της έχουν βραβευθεί επανειλημμένα, και η ίδια θεωρείται απ’ τους σημαντικότερους συγγραφείς της κεντρικής Αμερικής. Είναι παντρεμένη κι έχει τέσσερα παιδιά.


1. Διατρέχοντάς σε (Recorriéndote)

Θέλω τη σάρκα σου να δαγκώνω,
σάρκα αλμυρή και όλο ρώμη,
ξεκινώντας απ´τα όμορφα τα μπράτσα σου,
ίδια με κλαδιά ερυθρίνας,
να συνεχίζω προς το στήθος αυτό που τα όνειρά μου τ’ ονειρεύονται
αυτό το στήθος-σπηλιά όπου το πρόσωπό μου κρύβω
ανασκαλεύοντας την τρυφεράδα,
αυτό το στήθος που τύμπανα αντηχεί και ζωή συνεχή.
Εκεί για κάμποσο να μένω
μπλέκοντας τα χέρια μου
στο δασάκι αυτό από θάμνους που βλασταίνουν,
απαλό και μαύρο κάτω απ’ το γυμνό μου δέρμα,
να συνεχίζω ύστερα στον αφαλό
προς το κέντρο εκείνο απ’ όπου ξεκινάς να γαργαλιέσαι,
και ολοένα να σε δαγκώνω, να σε φιλώ,
ώσπου εκεί να φτάνω,
στο μικρό εκείνο μέρος
-κρυφό και μυστικό-
που χαίρεται στην παρουσία μου
που προχωρά για να μ’ υποδεχτεί
και προς εμένα προελαύνει
με όλην του τη δύναμη την πυρωμένη, ανδρική.
Ύστερα στα πόδια σου να κατεβαίνω
στέρεα σαν τις πεποιθήσεις σου τις αντάρτισσες,
τα πόδια αυτά που το ανάστημά σου ορθώνουν
που σε φέρνουνε σε μένα
και εμένα συγκρατούν,
που τα πλέκεις τη νύχτα στα δικά μου
τα απαλά και θηλυκά.
Τα πέλματά σου να φιλώ, έρωτά μου,
που τόσο, δίχως μου, τους μένει να διαβούν
και πάλι πίσω ν’ ανεβαίνω, σκαλί το σκαλί,
ώσπου τα χείλη να πιέζω στα δικά σου,
ώσπου όλη να γεμίζω απ’ το σάλιο, την ανάσα τη δική σου,
ώσπου μέσα μου να εισβάλλεις
με τη δύναμη του ιλίγγου
και με το πήγαινε να με κατακλύζεις και το έλα σου
σαν θάλασσα ανήμερη,
ώσπου ν’ απομένουμε οι δυο μας ιδρωμένοι τεντωμένοι
στων σεντονιών πάνω την άμμο.


2. Σαν γάτα (Como gata boca arriba)


Σαν γάτα, σε θέλω, ανάσκελη
με κοιλιά αναθρώσκουσα σε θέλω,
νιαουρίζοντας μέσα απ’ τη ματιά σου,
μέσα από τούτον τον έρωτα-κλουβί
τον βίαιο
τον γεμάτο γρατζουνίσματα
σαν σε νύχτα με φεγγάρι
σαν δυο γατιά ερωτευμένα
που τον έρωτά τους ομιλούν στις στέγες
ζευγαρώνοντας με λυγμούς και με κραυγές
μ’ αισχρόλογα, χαμόγελα και δάκρυα
(από εκείνα που κάνουν το κορμί ν’ αναρριγά από χαρά)

Σαν γάτα, σε θέλω, ανάσκελη
κι απ’ τη φυγή με υπερασπίζω,
τη λιποταξία απ’ τη μάχη,
από αδιέξοδα και νύχτες δίχως να μιλούμε,
αυτόν τον έρωτα που με ζαλίζει,
που γύρη με γεμίζει,
γονιμότητα
και πισώπλατα τη μέρα μ’ ακολουθεί
προκαλώντας μου ρίγη.

Δεν φεύγω, να φύγω δεν θέλω, να σ’ αφήσω,
στα κρυφά σε ψάχνω
γουργουρίζοντας,
σε ψάχνω ξεμυτίζοντας πίσω απ’ τον καναπέ,
πηδώντας πάνω στο στρώμα σου,
λυκνίζοντας την ουρά μου στα μάτια σου μπροστά,
σε ψάχνω με τα τεντώματά μου πάνω στο χαλί,
φορώντας τα γυαλιά για να διαβάσω
βιβλία οικιακής οικονομίας
να μην γυρνώ αλλοπαρμένη και το σπίτι να ξέρω να διοικώ,
φαγητό να μαγειρεύω
και τα δωμάτια να συγυρίζω
ώστε δίχως σκόνη ν’ αγαπιόμαστε και δίχως αταξία,
ν’ αγαπιόμαστε τακτοποιημένα,
τάξη βάζοντας σε τούτο το χάος
επανάστασης, δουλειάς και έρωτα,
σε κατάλληλο χρόνο κι ακατάλληλο,
τη νύχτα, τα χαράματα,
στο μπάνιο,
γελώντας εμείς, ίδιοι γατιά εξημερωμένα,
γλείφοντας τις μουσούδες μας σαν γατιά υπερήλικα, κουρασμένα
απ’ το διάβασμα της εφημερίδας στα πόδια του καναπέ.

Σαν γάτα, σε θέλω, ευγνωμονούσα,
παχειά απ’ την προσοχή και τα χάδια τα πολλά,
σαν γάτα, σε θέλω, ισχνή
καταδιωκόμενη, κλαψιάρα,
σαν γάτα σε θέλω, έρωτά μου,
σαν γάτα, Τζιοκόντα,
σαν γυναίκα,
σε θέλω.


3. Σύντομες παραδόσεις ερωτισμού (Pequeñas lecciones de erotismo)

I

Να διατρέχεις ένα κορμί
σε όλην του την έκταση την αιολική
θα πει το γύρο να κάνεις του κόσμου
και δίχως πυξίδα στα τέσσερα του ορίζοντα σημεία να περιδιαβαίνεις
νήσους κόλπους χερσονήσους φράγματα υδάτων μανισμένων
Υπόθεση εύκολη δεν είναι –παρότι ηδονική–
Μην θαρρείς πως μια μέρα, μόνο, ή νύχτα σε σεντόνια στρωμένα
για τούτο θα σου φτάσει
Οι πόροι μέσα κρύβουν μυστικά, πολλά φεγγάρια να γεμίσουν


II

Το κορμί, χάρτης αστρικός σε κώδικα μυστικό
Έν’ άστρο θ’ απαντήσεις κι ίσως θα πρέπει ν’ αρχινήσεις
τη ρότα σου να διορθώνεις όταν σύννεφο, τυφώνας ή κάποιο ουρλιαχτό βαθύ
ρίγη σε γεμίσουν
Μια χούφτα που ούτε καν την είχες υποψιαστεί


III

Φορές πολλές το ίδιο σημείο να επιμεληθείς
Συνάντησε τη λίμνη με τα νούφαρα
Χάιδεψε με την άγκυρά σου του κρίνου την καρδιά
Βυθίσου μέσα να πνιγείς κι απλώσου
Μην απαρνηθείς τη μυρωδιά τη ζάχαρη το αλάτι
τους ανέμους τους βαθείς το πλήθος τα φωτοστέφανα των πνευμόνων
Ομίχλη στο νου
και στα πόδια ρίγος
Θαλασσοχαλασμός γλαρωμένος τα φιλιά


IV

Δίχως φόβο στον χούμο να βαλθείς στη φθορά την αβίαστη
Μην ποθείς στην κορφή να αποφτάσεις
Καθυστέρησε στου παράδεισου την πύλη όσο μπορείς
Νανούρισε τον έκπτωτο άγγελό σου ανακατεύοντάς του τα πυκνά μαλλιά
με το ξίφος φωτιάς ασφετέριστης
Δάγκωσε το μήλο


V

Μύρισε
Πόνεσε
Αντάλλαξε βλέμματα σάλιο μουσκέψου
Κυλήσου εντύπωσε λυγμούς σάρκα που στάζει
Εύρημα το πόδι στο τελείωμα του άκρου
Καταδίωξέ το ψάξε μυστικό του βήματος μορφή της φτέρνας
Τόξο του βηματισμού που γεννά κολπίσκους βάδισμα τοξωτό
Απόλαυσέ τα


VI
Άκουσε εσύ κοχύλι της ακοής
πώς η υγρασία στενάζει
Λωβός που στα χείλη σιμώνει ήχος της ανάσας
Πόροι που φουσκώνουν και όρη μικροσκοπικά γεννούν
Αίσθηση σπασμού σάρκας επαναστατημένης στο ρυθμό
Πηγή απαλή του αυχένα που στη θάλασσα του στήθους ξεχύνεται
Παλίρροια της καρδιάς ψιθύρισέ του
Εντόπισε των νερών τη σπηλιά

VII

Διαπέρασε τη γη του πυρός την πίστη την καλή
και τρελός διάπλευσε το σμίξιμο των ωκεάνειων υδάτων
Διάσχισε τα φύκια και κοράλλια αρματώσου βόγκηξε στέναξε
Αναδύσου με κλάδον ελαίας κλάψε υπονομεύοντας χάδια κρυμμένα
Ξεγύμνωσε ματιές της έκπληξης
Γκρέμισε τον εξάντα από τα ύψη πάνω του ματόκλαδου
Τόξωσε τα φρύδια κι άνοιξε τα παράθυρα της μύτης


VIII

Ανάσανε στέναξε
Πέθανε λιγάκι
Γλυκά αργά πέθανε
Πάλεψε κόντρα στου ματιού την κόρη
Την ηδονή παράτεινε
Όρθωσε το κατάρτι κι άνοιξε πανιά
Βάλε ρότα και πλώρη προς την Αφροδίτη
το άστρο της πρωίας
–η θάλασσα ίδια με κρύσταλλο αδειανό υδραργυρικό–
κι αποκοιμήσου
ναυαγός.

**************************

4. Από το ημερολόγιο της Αριάδνης (Del diario de Ariadna)

Μ’ έριξαν στης Κρήτης το λαβύρινθο
γνωρίζοντας τον έρωτά μου για το Μινώταυρο
και βρίσκομαι παγιδευμένη σε μια γωνιά
σε μια χαραμάδα όπου εκείνος να με δει δεν το μπορεί.

Τόσο κοντά μου βρίσκεται
που ως και την ανάσα του ακούω.
Δεν ψάχνει να με βρει, γνωρίζοντάς με δέσμια
του προσεχτικού του γρίφου που εξύφανε για να με πιάσει.
Τον γνωρίζω και συνάμα δεν τον κατανοώ,
τον αγαπώ και ταυτοχρόνως τον απεχθάνομαι:
άγρυπνη τις νύχτες με κρατά η θύελλα των ήχων του.

Βλέπω το φως στην είσοδο·
αχ να μπορούσα να βγω,
να σου έδειχνα, Θησέα, το τρωτό σημείο,
μα τρέμω, προσμένω
– εδώ σ’ αυτό το σπήλαιο του χρόνου,
αόρατη και διάφανη,
υπολογίζοντας υποψιασμένη
πώς να τον γλιτώσω απ’ τα χέρια σου, Θησέα –
να με φωνάξεις: Αριάδνη! Αριάδνη!
για να σου παραδώσω τον μίτο τον λαμπρό
που μ’ αυτόν για πάντα θα τον βγάλεις
από τούτον τον λαβύρινθο της ζωής μου.

5. Ο προορισμός ετούτων των ποιημάτων (Del qué hacer con estos poemas)

Σκέφτομαι, τα ποιήματά μου να συγκεντρώσω,
στοιχισμένα στη σειρά σαν μια γραμμή τυφώνες
και σε βιβλίο να τα εκδώσω, ωραίο και ασύγκριτο, για χάρη σου.
Ένα βιβλίο όπου οι δυο μας θα ’μαστε ευτυχείς
ή ατίθασοι σαν δυο συνδιαλεγόμενα γατιά,
ένα βιβλίο που στου χρόνου σου το χρόνο θα αιωρείται
και που στα εγγόνια σου εσύ θα επιδεικνύεις
λέγοντάς τους
με το καμάρι λατρεμένου αρσενικού:

«Για κοιτάξτε πόσο μ’ αγάπησε ετούτη η γυναίκα.»


6. Εγώ που σ’ αγαπώ (Yo, la que te quiere)

Εγώ είμαι η αδάμαστη γαζέλα σου,
ο κεραυνός που σχίζει το φως στο στήθος σου
Εγώ είμαι ο άνεμος ο ανήμερος στο βουνό
και η κάψα η πυκνωμένη της φωτιάς του πεύκου.
Εγώ τις νύχτες σου θερμαίνω,
ανάβοντας ηφαίστεια στα δυο μου χέρια,
μουσκεύοντας τα μάτια σου με τον καπνό των κρατήρων μου.
Εγώ ήρθα σε σένα ντυμένη την βροχή και την μνήμη,
γελώντας το γέλιο το αναλοίωτο των χρόνων.
Εγώ ο δρόμος ο ανεξερεύνητος,
το φως που διαλύει τα σκοτάδια.
Εγώ αστέρια αποθέτω ανάμεσα στη σάρκα τη δική σου και δική μου
και σε διατρέχω ολόκληρο,
δρομάκι το δρομάκι,
με την αγάπη μου ανυπόδητη,
και το φόβο μου ανένδυτο.
Εγώ είμαι ένα όνομα που τραγουδά και το ερωτεύεσαι
από την άλλη την πλευρά του φεγγαριού,
είμαι η προέκταση του χαμόγελου και του κορμιού σου όλου.
Εγώ είμαι κάτι που αυξάνει,
κάτι που γελάει και κλαίει.
Εγώ,
που σ’ αγαπώ.

7. Μια καθημερινότητα διακριτική (Discreta cotidianidad)

Α! ποιος θα φανταζόταν βλέποντάς μας σήμερα
καθώς καταπιανόμαστε με τούτα και με κείνα
καθώς κουμπώνεις το πουκάμισο εμπρός απ’ τον καθρέφτη
κι εγώ στρώνω το κρεβάτι
χώνοντας την άκρη του σεντονιού κάτω απ’ το στρώμα
πως πάνω του χθες τη νύχτα κυλιόμασταν γυμνοί
δίχως ίχνος της ευπρέπειας που μ’ αυτήν μας βλέπει
ο κόσμος.
Ποιος θα ’λεγε πως αναμαλλιαζόμαστε πάνω στο μαξιλάρι
πως στενάζουμε και τυλιγόμαστε σαν φίδια
με δόντια λερωμένα απ’ το μήλο του Δέντρου της Ζωής.

Μιλάς για όσα έχεις να κάνεις,
για τις υποχρεώσεις σου που σε καλούν στην πόλη.
Εγώ σηκώνω το ρούχο και τελειώνω με το ντύσιμο.
Το κρεβάτι ήδη στρωμένο. Το κάλυμμα στη θέση του. Τα μαξιλάρια.

Οι κουρτίνες τραβηγμένες, ο ήλιος.
Μυστική κρατούμε τη λαγνεία μας
όπως άλλωστε όλοι.
Κι εγώ, μια ακόμη από εκείνες που σήμερα θα γράψουν στα γραφεία τους,
θα φροντίσουν τα παιδιά τους ή θα παραδώσουν μάθημα,
διερωτώμενες αν είναι ακόμη αυτές οι ίδιες
που με τον ερχομό της νύχτας
παραδόθηκαν στην παραφορά.

 

8. Τα πάντα χάριν της αγάπης (Todo sea por el amor)

Πράγματα τόσα έχω κάνει για χάρη σου
που πρέπει ειδικά να προσέξω
μην και η ιστόρησή τους στ’ αφτιά σου ως παράπονο ηχήσει·
γιατί τα πάντα έχουν γίνει από αγάπη —
και αυτές ακόμη οι αστραπές και οι κυκλώνες που ελευθέρωσα
απ’ της Πανδώρας το κουτί
που ο ίδιος μια μέρα μου έβαλες στα χέρια,
ναι, αληθεύει πως πόνεσαν πολύ,
πως πολλές φορές τη σάρκα μου την ξέσκισαν απ’ τη ρίζα
και μένα μ’ έβαλαν να ψάχνω την καρδιά μου
με το φόβο μην δεν ακούσω το στρατιώτη βηματισμό της,
τα πάντα απόφαση δική μου και νηφάλια,
δική μου απώλεια κι απόλαυση δική μου,
και μέσα τους μ’ αντίκρισα πιότερο ακόμη γυναίκα
ικανή γι’ αναρριχήσεις κι ακροβασίες,
μ’ επιμονή όνου πεισμωμένου,
και που μ’ αυτά πορεύτηκα σε μονοπάτια άγνωστα,
συνεπαρμένη απ’ την οσμή την εγγύτατη της ευτυχίας,
ψάχνοντάς σε πίσω από χειρονομίες, πόρτες κλειστές
κι απ’ τον τρόπο που άφηνες τα ρούχα σου
κι όταν σε βρήκα
διάπλατα σου ανοίχτηκα
σαν κλουβί γεμάτο αηδόνια
γνωρίζοντας επίσης πώς είναι
ένα άστρο να έχεις εκτυφλωτικό στα σωθικά σου.

Λοιπόν, με παράπονα να σφάλλω δεν θέλω—
υπεύθυνη με κρίνω για τον ήλιο και τη σκιά,
όμως, αχ αγάπη μου, πόσο με πονά
που -όντας εγώ στον ουρανό σου
σαν αστέρι περιπλανώμενο,
άσπλαχνα αναρτημένο στο σύμπαν σου-,
τη λάμψη μου δεν ανακάλυψες,
ούτε με κατοίκησες
το φως μου κατακτώντας,
παρά τόλμησες μονάχα
να με ψηλαφήσεις —
σαν τον τυφλό
μες στα σκοτάδια.

 

9. Σαν κανάτι (Como tinaja)

Τις ημέρες τις καλές,
της βροχής,
τις ημέρες που αγαπηθήκαμε
ολοκληρωτικά,
που ολοένα ανοίγαμε
ο ένας στον άλλον
σαν σπήλαια μυστικά,
τις ημέρες εκείνες, αγάπη μου,
το κορμί μου σαν κανάτι
όλο το ύδωρ το απαλό συγκέντρωσε
που πάνω του έσταξες∙
και τώρα
σε τούτες τις ημέρες της ξηρασίας
που η απουσία σου πονά
και τη σάρκα σκίζει,
ύδωρ ξεπηδά απ’ τα μάτια μου
γεμάτο απ’ την ανάμνησή σου
για να ζωογονήσει την ξέρα του κορμιού μου
τόσο άδειου, και τόσο γεμάτου από σένα.

 

10. Η πένθιμη μοναξιά της Κυριακής (En la doliente soledad del domingo)

Είμαι εδώ —
γυμνή,
πάνω στα μοναχικά σεντόνια
τούτης της κλίνης όπου σε ποθώ.

Το κορμί μου κοιτάζω,
ροδαλό και λείο στον καθρέφτη,
το σώμα μου
που υπήρξε η ακόρεστη γη των φιλιών σου,
αυτό το σώμα το γεμάτο αναμνήσεις
απ’ το ανήμερο πάθος σου,
που πάνω του πάλεψες μάχες όλο ιδρώτα
σε ατέλειωτες νύχτες στεναγμών και γέλιων
και αχών σπηλαίων μου εσωτάτων.

Τα στήθη μου κοιτάζω
που χαμογελώντας τα συνταίριαζες
στην παλάμη του χεριού σου,
και που σαν μικρά πουλιά τα πίεζες
στα κλουβιά σου από πέντε σιδερόβεργες,
ενώ ένα λουλούδι εκρηγνυόταν
προσκρούοντας με την στεφάνη του
στη γλυκειά σου σάρκα.

Τα πόδια μου κοιτάζω,
απαλούς κι ατέρμονους ειδήμονες των χαδιών σου,
που νευρικά και γρήγορα στις κλειδώσεις σου τυλίγονταν
για να σ’ ανοίξουνε τους δρόμους της απωλείας
προς το ίδιο κέντρο το δικό μου
και την χλοερή βλάστηση του όρους
όπου εξύφανες μάχες βουβές
εστεμμένες ηδονή,
προανηγγειλμένες από εκπυρσοκροτήσεις
και πρωτόγονους κεραυνούς.

Με κοιτάζω, μα δε με βλέπω,
καθρέφτης δικός σου είναι αυτός που πένθιμα ξαπλώνει
πάνω σ’ αυτήν τη μοναξιά της Κυριακής,
ένας καθρέφτης ροδαλός,
εκμαγείο κενό που αναζητά το άλλο του ημισφαίριο.

Βρέχει  — αλύπητα βρέχει
στο πρόσωπό μου
και σκέφτομαι μονάχα τη μακρινή αγάπη σου
καθώς σκεπάζω
με τις δυνάμεις μου όλες
την ελπίδα.

 

11. Η επιστροφή (El retorno)

Στο ημερολόγιο...
η απουσία.
Παράθυρα λευκά
απ’ όπου ξεγλιστρά
η μορφή σου.
Με ανακουφίζει η μοναξιά.
Τεντώνει το δέρμα μου.
Τους ήχους ξαναβρίσκω
της εσώτερης ζωής,
που τα λόγια σου τους είχαν σιγήσει.
Οι μέρες απορροφούν την πικρία.
Έξω πέφτουν οι πρώτες βροχές.
Η μοναξιά μου μυρίζει νοτισμένη γη.
Ανέμους γεμίζει η κοιλιά μου.
Λίγες ημέρες ακόμη και θα σβήσουν
οι γραμμές οι ακριβείς του προσώπου σου.
Και τότε απ’ την αρχή θα σε ποθώ
ξανά.
Θ’ αποκλείσω λήθη και οργή.
Η νοσταλγία θα με μουσκεύει
και εγώ η ίδια υγρασία θ’ αναδίνω.
Απ’ τα λευκά παράθυρα
τα μάτια σου θα με θωρούν τα πρότερα,
εκείνα της αγάπης.
Φθαρμένη θα προσμένω
την ανάσταση της σάρκας
αυτού που υπήρξαμε.
Η ψυχή μου θ’ αποσύρει τις βιτρίνες
της αισιοδοξίας.
Στα παράθυρα καναβούρι θα σκορπίσω
και θα προσμένω το σκληρό σου ράμφισμα,
το βλέμμα σου, βλέμμα πουλιού.
Σκιρτώντας.

 

12. Εμμονή (Permanencia)

Δύσκολο να πεις:
Σ’ αγαπώ,
κοίτα πόσο χρόνο, απόσταση και προσποίηση
επένδυσα εμπρός στον τρόμο της λέξης ετούτης,
ετούτης της λέξης σαν φίδι
που πλησιάζει αθόρυβα, παραμονεύει
και που αρνείσαι μια, δυο, τρεις, πολλές φορές,
διώχνοντάς την σαν σκέψη κακή,
αδυναμία
και παράπτωμα,
σαν κάτι που το λέμε ανεπίτρεπτο

 —αυτό το ρίγος το πρωταρχικό
που στου κόσμου τις απαρχές μάς πλησιάζει,
στο λεξιλόγιο το βασικό της ψαύσης και της επαφής,
στο σκοτάδι της σπηλιάς,
στον άντρα και τη γυναίκα
που διώχνουν γλείφοντας τον φόβο του σαματά—

Ν’ αναγνωρίζεις
εμπρός στον καθρέφτη
το ίχνος,
την απουσία κορμιών που συνομιλούν πλεγμένα.
Να νιώθεις πως υπάρχει
μια άγρια αγάπη
έγκλειστη για λόγους λογικής,
καταδικασμένη εις θάνατον από εξάντληση,
δίχως να δοθεί σε άλλον κανέναν
παρά κυριευμένη από ένα μόνο πρόσωπο αναπόφευκτο.

Μέρες να διαβαίνεις σηκώνοντας το χέρι,
σημαίνοντας την επόμενη συνάντηση,
μόνο και μόνο για να το μετανιώσεις.
Να μην αντέχεις το φόβο,
τη δειλία,
τον τρόμο στον ήχο της φωνής.
Να δραπετεύεις σαν ελάφι, τρομαγμένο απ’ την ίδια του την καρδιά,
κραυγάζοντας ένα και μόνο όνομα στη σιωπή
κι έτσι να κάνεις θόρυβο,
να γεμίζεις με φωνές άλλες,
μόνο και μόνο για να συνεχίσεις να διαλύεσαι
και να αυξάνεις τον τρόμο
που προκαλεί ένας παντοτινά χαμένος ουρανός.

 

13. Απλές επιθυμίες (Sencillos deseos)


Σήμερα θα ’θελα τα δάχτυλά σου ιστορίες να γράφουν στα μαλλιά μου
θα ’θελα στον ώμο φιλιά
χουχούλιασμα
τις αλήθειες τις πιο μεγάλες να ξεστομίζεις
ή τα πιο μεγάλα ψέματα—
να μου ’λεγες ας πούμε
πως είμαι η γυναίκα η πιο ωραία του κόσμου
πως πολύ μ’ αγαπάς
και άλλα τέτοια,
τόσο απλά,
έτσι χιλιοειπωμένα,
τις γραμμές του προσώπου μου να διαγράφεις
και στα μάτια άχρονα να με κοιτάζεις,
λες κι η ζωή σου ακέρια απ’ το χαμόγελό τους να εξαρτιόταν
όλους τους γλάρους αναστατώνοντας στον αφρό.
Πράγματα τέτοια θα ’θελα, όπως το κορμί μου να περιδιαβαίνεις,
δρόμο δεντροστοιχισμένο και μυρωδικό,
το πρωτοβρόχι να ’σουν του χειμώνα,
αφήνοντάς σε να πέσεις πρώτα αργά
κι ύστερα κατακλυσμιαία.
Πράγματα τέτοια θα ’θελα, όπως ένα κύμα τρυφεράδας τρανό
που τα μέλη μου θα ’λυνε,
έναν κοχυλιού αχό
ένα κοπάδι ψαριών στο στόμα
κάτι τέτοιο
εύθραυστο και γυμνό
σαν ένα άνθος έτοιμο στο πρώτο φως του πρωινού να ενδώσει
ή ένα σπόρο απλώς ή δέντρο
λίγα χορταράκια
ένα χάδι που θα μ’ έκανε να λησμονήσω
και πέρασμα του χρόνου
και πόλεμο
αλλά κι αυτούς ακόμη τους κινδύνους του θανάτου.
 


14. Οι κανόνες του παιχνιδιού για τους άντρες που θα ’θέλαν ν’ αγαπούν γυναίκες... Γυναίκες (Reglas del juego para los hombres que quieran amar a mujeres mujeres)


I
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
θα ξέρει να διατρέχει του δέρματος τις πτυχώσεις,
το βάθος να συναντά των ματιών μου
και αυτό που μέσα μου φωλιάζει να γνωρίζει:
το διάφανο χελιδόνι της στοργής.


II

Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
να με κατέχει δεν θα θέλει σαν πραμάτεια,
ούτε σαν τρόπαιο να μ’ εκθέτει κυνηγιού,
θα ξέρει να ’ναι στο πλευρό μου
με την ίδια αγάπη
που εγώ θα είμαι στο πλάι του.

 

III

Η αγάπη του άντρα που θα μ’ αγαπά
θα ’ναι δυνατή σαν τον κορμό ερυθρίνας,
προστατευτική και στέρεη σαν εκείνην,
και καθάρια σαν Δεκέμβριου πρωί.


IV
 
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
δεν θ’ αμφιβάλλει για το χαμόγελό μου
ούτε απ’ τον όγκο θα τρομάζει των μαλλιών μου,
θα σέβεται τυ λύπη και σιωπή μου
και με χάδια θα μ’ αγγίζει στην κοιλιά σαν μια κιθάρα,
μουσική να ξεπηδάει και χαρά
από τα βάθη μέσα του κορμιού μου.

 

V
 
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
σε μένα θα βρίσκει
την αιώρα ν’ αποθέτει
τον βαρύ σωρό των ανησυχιών του,
τη φίλη που μαζί της θα μοιράζεται τα μυστικά τα πιο κρυφά του,
τη λίμνη όπου θα επιπλέει
δίχως το φόβο μήπως η άγκυρα του συμβιβασμού
την πτήση τού απαγορεύσει σαν θελήσει να γίνει πουλί.


VI

Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
ποίηση θα κάνει τη ζωή του,
φτιάχνοντας την κάθε μέρα
με το βλέμμα του στραμμένο στο μέλλον.


VII

Μα πάνω απ’ όλα τούτα,
ο άντρας που θα μ’ αγαπά
την Πόλη πρέπει ν’ αγαπά,
όχι ως ιδέα αφηρημένη
βγαλμένη απ’ το μανίκι,
μα σαν κάτι συγκεκριμένο και απτό,
ενώπιον του οποίου θ’ αποδίδει έμπρακτα τιμές
και θα προσφέρει τη ζωή του αν χρειαστεί.


VIII

Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
το πρόσωπό μου θ’ αναγνωρίζει μες στο ανάχωμα,
θα μ’ αγαπά γονατιστός στη γη
καθώς μαζί οι δυο θα βάλλουμε
κατά του εχθρού.


IX

Η αγάπη του δικού μου άντρα
θα αγνοεί το φόβο του δοσίματος,
ούτε θα τρέμει μην βρεθεί μες στη μαγία του έρωτα
σε μια πλατεία κατάμεστη απ’ τα πλήθη.
Θα μπορεί να φωνάζει «σ’ αγαπώ»
ή ψηλά στα κτίρια να το γράφει
υπερασπίζοντας το δικαίωμά του να νιώθει
το πιο όμορφο κι ανθρώπινο απ’ τα αισθήματα.


X

Η αγάπη του δικού μου άντρα
δεν θα του ξεγλιστρά στις κατσαρόλες
ή στις πάνες του μωρού,
θα ’ναι δροσερό αεράκι
διαπερνώντας σύννεφα ονείρων και περασμένων ημερών,
αδυναμίες που, αιώνες τώρα, μας κρατούσαν χωρισμένους
σαν όντα άλλου αναστήματος το καθένα.

 

XI

Η αγάπη του δικού μου άντρα
δεν θα μου κολλάει ετικέτες και ταμπέλες,
αέρα θα μου αφήνει ελεύθερο και χώρο,
τροφή ν’ αναπτυχθώ και καλύτερη να γίνω,
σαν μια Επανάσταση
που την κάθε μέρα κάνει
αρχή για μια νέα νίκη.

 

15. Κοιμάσαι (Te duermes)


Κοιμάσαι πλάι μου.
Σιωπηλά βυθίζεσαι σ’ εκείνον τον κόσμο
όπου εγώ μια οποιαδήποτε γνωστή σου μακρινή μπορώ να είμαι,
η παρέα σου στο παγκάκι του πάρκου ή η ερωμένη
που μόλις άφησες για να καταφύγεις σ’ εκείνη τη χώρα, όπου, αμοιβαία, στερούμαστε τις λέξεις.

Με συγκινεί να σε βλέπω να κοιμάσαι, βυθισμένον στα σεντόνια
παραδομένον στον ύπνο, αινιγματικά
κλεισμένον στο κορμί σου.
Θα κοιμηθώ κι εγώ και τότε ίσως ξυπνήσεις
κι ό,τι τώρα σκέφτομαι, σκεφτείς, ίσως
τυλιγμένη να με φανταστείς σε κάποιο δέντρο όλο κλώνια
απ’ αυτά που ξέρεις πως πολύ με συναρπάζουν και με πλησιάσεις αγγίζοντάς με,
αποτραβώντας με από τη σιωπή αυτής της στάσης
σαν ραδιόφωνο σβηστό, φέρνοντάς με ξανά προς το μέρος σου
προς τον έρωτα που ο ύπνος μας χάρισε.

 

16. Δέηση (Petición)

Την αγάπη να ντυθώ
που είμαι γυμνή —
που μοιάζω πολιτεία
ακατοίκητη,
από ήχους βουβή,
κι από τριγμούς τερετίζω,
φύλλο ξεραμένο, αναιμικό του Μάρτη.

Την ηδονή να τυλιχτώ
αφού στον κόσμο αυτό δεν ήρθα για τη λύπη
που φαρδιά μου πέφτει
σαν ρούχο ξένο.

Ξανά θέλω να νιώσω τη φλόγα,
την αλμύρα να ξεχάσω των δακρύων
–τις τρύπες στους κρίνους
και το χελιδόνι το νεκρό στο μπαλκόνι–.

Ξανά να με δροσίσει του χαμόγελου η αύρα,
κύμα όλο καμπύλες
θάλασσα πάνω στους βράχους της παιδικότητάς μου,
άστρο μες στα χέρια,
δάδα αιώνια του δρόμου προς τον καθρέφτη
όπου ξανά θα κοιταχτώ
ολόκληρη επάνω ως κάτω,
προστατευμένη
κρατημένη απ’ το χέρι,
απ’ το φως,
από χορτάρι καταπράσινο και υφαίστεια —
γεμάτα κολίβρια τα μαλλιά μου,
δάχτυλα, που βγαίνουν απ’ το κουκούλι πεταλούδες,
ο αέρας μπλεγμένος στα δόντια μου,
επιστρέφοντας στην τάξη του,
ένα σύμπαν κατοικημένο από κενταύρους.

Την αγάπη να ντυθώ
που ’μαι γυμνή.



17. Αυτό θα πει αγάπη (Esto es amor)

"Αυτό θα πει αγάπη− όποιος το ζει, το ξέρει"
(Lope de Vega)


Ο νους αρνείται τα όμορφα να ξεχάσει,
αρπάζεται απ’ αυτά και κάθε πόνο παραβλέπει,
με τρόπο μαγικό παραδομένος στο ωραίο.

Λόγια δε θυμάμαι για μπράτσα πλαδαρά,
παρά τη δική σου πάντα λεπτή μέση∙
θυμάμαι την απαλή, ακριβή, καθάρια διαφάνεια των χεριών σου,
τις λέξεις σου σε ένα χαρτί που βρίσκω παραπέρα,
την αίσθηση της γλύκας το πρωί.

Ωραίο γίνεται και το πεζό,
άμα η αγάπη το ακουμπήσει με του Φοίνικα τα φτερά,
στάχτη απ’ το τσιγάρο μου που είναι ο καπνός
μετά τον έρωτα,
ή ο κοινός καπνός,
ο αφαιρεμένος απαλά απ’ το στόμα δίχως λέξη,
γνωρίζοντας βαθειά πως ό,τι ο ένας, αυτό κι ο άλλος
όταν οι δυο σ’ αλλήλους ανήκουν.

Δεν σε καταλαβαίνω και θα ’θελα να σε μισώ,
θα ’θελα να μη νιώθω όπως τώρα
την κάψα των δακρύων μου στα μάτια
για όλον αυτόν τον χρόνο προς το κενό,
προς τον κόρο ασήμαντων ημερών,
που αθάνατες επιστρέφουν στην ηχώ μέσα του γέλιου σου,
και σ’ αγαπώ, τέρας αποκαλυπτικό της βίβλου των ημερών μου
και σε κλαίω, ποθώντας να μισήσω
κάθε τι που κάποτε μ’ έκανε να νιώσω
άνθος σπάνιο σε παράδεισο ανακτημένο,
όπου κάθε ευτυχία θα ήταν δυνατή,
και με πονάς στο σώμα το ευαίσθητο και ξηρό από χάδια,
εγκαταλειμένο ήδη μήνες στον ήχο των φιλιών,
λέξεων ψιθυριστών ή γέλιων την ώρα του μπάνιου.

Σε ποθώ με την αγριότητα του κάκτου μες στην έρημο
και ξέρω πως δεν θα ’ρθεις
ποτέ σου δεν θα ’ρθείς
και πως αν έρθεις, αδύναμη θα δειχτώ όπως δεν πρέπει,
κι αντιστέκομαι, μη γίνω βράχος,
Ταρπήιος,
ή Σπαρτιάτισσα που την ανήμπορη αγάπη της ρίχνει, να μη ζήσει,
και σε κρύβω και σε φυλώ μες στο σκοτάδι
και ανάμεσα στα γράμματα τα μαύρα των γραπτών μου,
γυρτά σαν λάβας ποταμό στις μπλε πάνω γραμμές του τετραδίου
που μου θυμίζουν πως η γραμμή είναι ευθεία,
αν και ο κόσμος καμπύλος
σαν των γοφών μου την γραμμή.

Σ’ αγαπώ και σ’ το φωνάζω όπου και να ’σαι,
κι ας μην ακούς
τη μόνη λέξη που μπορεί να σε σώσει απ’ την κόλαση
που κατεργάζεσαι, σαν τυφλός καταστροφέας
της πιο δικής σου, καταπιεσμένης τρυφεράδας
που εγώ γνωρίζω και που απ’ τη γνώση της
ποτέ πια δεν θα μπορέσεις να ξεφύγεις.

Και ξέρω πως η δίψα μου μονάχα με το ύδωρ το δικό σου ξεδιψά
και πως άλλος κανένας να μου δώσει να πιω δεν μπορεί,
ούτε αγάπη, ούτε έρωτα, ούτε κλαδί ανθισμένο
δίχως εγώ να τον μισήσω στην προσπάθειά του να σου μοιάσει,
και γι’ άλλες φωνές να ξέρω δεν θέλω
κι ας με πονά η νοσταλγία της στοργής
και της συζήτησης, βαθειάς και διεξοδικής, μεταξύ των δυο,
γιατί μονάχα εσύ κατέχεις τον κώδικα τον μυστικό
για το κλειδί των λέξεών μου
και μόνο εσύ μοιάζει να κατέχεις
τον ήλιο, το φεγγάρι, το σύμπαν της χαράς μου,
και για τούτο θα ’θελα να σε μισώ όπως δεν μπορώ,
όπως ξέρω πως ποτέ δεν θα μπορέσω
αφού με μάγεψες με τη δισάκι σου γεμάτο με βοτάνια
και νοσταλγίες και σπίθα αναμμένη
και μακρόσυρτες σιωπές
και όμηρο θα με κρατάς των ηράκλειων χεριών σου
κι εγώ θα εξαϋλωθώ, Αφροδίτη θα γίνω σε μια θύελλα δαφνόφυλλων,
και το όζον στην ατμόσφαιρα, που νιώθει τον ερχομό της βροχής,
θα ξέρει πως πια δεν υπάρχουν σύννεφα,
ούτε εξάτμιση,
ούτε ποτάμια,
ότι ο κόσμος αποξηράθηκε
και πως ποτέ πια δεν θα βρέξει,
ούτε χιόνι θα υπάρξει ούτε κρύο ούτε παράδεισος
όπου κάποιο πουλί να σπάσει θα μπορέσει
του θρήνου τη σιωπή.


18. Θα παντρευτούμε χειμώνα (Nos casaremos en invierno)

Τώρα θα παντρευτούμε που βρέχει κατακλυσμιαία.
Εσύ κι εγώ και η γη, μαζί θα γιορτάσουμε
το χλωρό των κορμιών,
το φύλο των ανθών,
τη γύρη του γέλιου
κι όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού
που μπερδεμένα καταφτάνουν
στη στάλα μέσα της βροχής.
Χειμώνες θα σπείρουμε στην αγάπη
για να τη δούμε να βλασταίνει
στο ρυθμό των φυτών.
Τα σύννεφα θα σμίξουμε,
να γεννηθεί ο κεραυνός,
και η γης με το νερό ένα να γίνουν.
Θα παντρευτούμε με ουρανό συννεφιαστό,
ενώ βροντούνε οι οροφές
σαν πολυβόλα
και των βατράχων το τραγούδι
από τον κήπο αντηχεί
μαζί μ’ ακολουθία ιπτάμενων μυρμηγκιών.
Χωρίς σκιές, αγάπη μου, θα παντρευτούμε,
με το κεφάλι ακάλυπτο
σε μιαν αυλή υγρή
που γη μυρίζει,
δίχως άλλη δίψα
παρά την εδική γι’ αλλήλους,
με βρεγμένα ρούχα,
ενώνοντας των δυο τις υποχρεώσεις,
για να ’ρθεί η καταιγίδα
που όλα θα τα πλύνει,
σαν τη βροχή, αγάπη μου, καθώς θα παντρευτούμε. 

 

Εισαγωγή, επιλογή, μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, Απρίλιος 2013

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 23 Απριλίου 2013