Εκτύπωση του άρθρου

Αιχμάλωτη ακρόαση [Audience captive] (1988) *

Ένα όνειρο με τον Czeslaw Milosz

Στην πιο απόμακρη αίθουσα του Πύργου
όπου δεν ήταν εύκολο να εισέλθω
γιατί ενόσω προχωρούσα, συνειδητά έκανα όλο και πιο πίσω
για να μπορώ επιτέλους να βλέπω το τοπίο ολόκληρο
και το σφρίγος των δέντρων εμποδίζοντάς το να γλιστρήσει
πίσω από τον αυχένα μου όπως
ο εν εγρηγόρσει μυς ενός βραχίονος απομεμονωμένου
που απλωνόταν
για ν’ αγκαλιάσει ό,τι το μάτι ήταν ολόγυρα ικανό να διακρίνει
αίφνης έναν γέροντα είδα μπροστά μου
                 να σκύβει επάνω σε βιβλίο ανοικτό
λες κι ήταν σαρκώδες φυτό που ζει στην επιφάνεια του νερού

Το βλέμμα βυθιζόταν μέσ’ στ’ ανοικτό βιβλίο
πλησιάζοντας είδα
πάνω από τους ακίνητους ώμους
τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο βάθος του βιβλίου
τα γράμματα σε διάταξη σπειροειδή έπεφταν απ’ το ένα
σκαλί στο άλλο
μέσ’ στη χοάνη του αδειανού αμφιθεάτρου

Καρτερικά με περίμενε ο γηραιός αναγνώστης
τα λόγια μου κύλησαν χωρίς να ’χω νιώσει
ουδεμία ανάγκη να μιλήσω:
«Με λίγα εφόδια θα μπορούσε και να ζει κανείς
εντός του δικού σου βιβλίου
χωρίς ποτέ ν’ αναδυθεί και πάλιν
εκ του εσβησμένου ετούτου ηφαιστείου».


Τα άσπρα παπούτσια

Μ’ αρέσουν οι περίπατοι σε ζεστές χώρες (η κάθε χώρα ανατέλλει έτσι στον
ορίζοντα). Οι πόρτες των σπιτιών μένουν ορθάνοιχτες κι ο φωτογράφος ώρες-ώρες
ξεσπαθώνει ενάντια στην υπερβολική μαλθακότητα των περιγραμμάτων. Μ’ αρέσουν
οι περίπατοι σε ζεστές χώρες, εκεί που απουσιάζει ο κανόνας των τριών ενοτήτων.
Οι οροφές σηκώνονται να χαιρετίσουν την καινούρια χρονιά κι έπειτα μένουν όρθιες,
αρνούμενες να κατεβούν στη θέση τους. Κάθε φορά με την αυγή νιώθω την
επικείμενη κόπωση, αλλά την πιάνω από το χέρι και τα βράδια γίνεται φωσφορισμός
του βάλτου.
Η ζέση των σωμάτων έχει συγκεντρωθεί στα γόνατα και στους αγκώνες. Γι’ αυτό
λοιπόν οι κάτοικοι αυτής της χώρας, ενώ περιφέρονται ολόγυμνοι, κρύβουν
επιμελώς τα μέρη εκείνα που τους καίνε, κάτω από έγχρωμα κουρέλια από γιούτα.
Κι όταν σιμώνει η ώρα η μυστική, αποκαλύπτουν τους αγκώνες ή τα γόνατά τους,
ποτέ όμως εξ ολοκλήρου, αφού απ’ τις διάπυρες ενίοτε πληγές τους επαπειλείται
ανάφλεξη των πλησιέστατα ισταμένων πυραμίδων από άσπρα παπούτσια.


Πάγινη άνθηση

Αυτό που άρχισε τέλος δεν έχει. Και παρά ταύτα η πλάση βρίσκει τρόπους να
παραγάγει θαύματα αναλώσιμα. Από πού να ’ρχονται αυτές οι λέξεις, τι έπαρση να
εκτρέφουν άραγε ;
Από το βλέμμα μικροσκοπικού παιδιού που το τρομάζουν της ισορροπίας τα
παράθυρα, εκείνα που σχεδόν ποτέ δεν άνοιξαν προς κάποια χώρα του χιονιά. Άνθη
ναι, άνθη πιο εύθραυστα κι από το καθημερινό φουαγκρά, παγιωμένα στα
διαλείμματα αναπνοής, πρώτο σημάδι της εκλογής μου από το τέρας του ψύχους,
προσκομίζω εδώ το τεκμήριο της ανέφικτης λήθης.


Κρυπτόλυκοι

Όχι το προσωπείο της εφηβείας, ούτε οι κάρτες ρετρό, που πίσω τους η μάνα
αιωνίως στέφεται βασίλισσα μιας χοροεσπερίδας την οποίαν αποφεύγει, αλλά η
πρώτη ένοχη χειρονομία αφορούσα τους λύκους που με περικυκλώνουν.
Έχει ήδη στολιστεί με τη νυχτικιά της γιαγιάς κι έχει κουρνιάσει στο κρεβάτι της. Ο
δε μπαμπάς μου συνιστά θερμά να ξεπεράσω την απέχθειά μου και να διαβάσω το εν
λόγω παραμύθι μέσ’ από το βιβλίο με τις έγχρωμες εικόνες.
Η αφήγησή του, στα γίντις [1], για το θάρρος των ούγγρων, και την ίδια στιγμή,
σχεδόν ακαριαία, μια παροιμία: κεφάλι που σκύβει σπαθί δεν το κόβει.
Εγώ αντιδρώ πετώντας το βιβλίο πίσω απ’ την πιο βαριά ντουλάπα του σπιτιού, απ’
όπου πια κανείς δεν πρόκειται να το ανασύρει. Τι τόση φασαρία για έναν ψωρολύκο,
που κρύβεται πίσω απ’ την όψη του γαλήνιου γήρατος ;Γερόντια καλοσυνάτα,
γερόντια χαμογελαστά και τέλεια, ρουφώντας το τσαγάκι τους γουλιά-γουλιά μέσ’
στο πιατάκι, γνωρίζοντας γραφή, καταλαβαίνοντας τα πάντα, κρύβοντας μέχρις
ύστατης στιγμής τις κτηνώδεις ορέξεις τους, προσποιούμενα πως το ’χουν πάρει πια
απόφαση, πως έθαψαν για πάντα σ’ ένα βαθύ συρτάρι τα λυκίσια τους παράσημα, τα
πηλίκια, τις τραγιάσκες κι οπωσδήποτε τις κόκκινες σκουφίτσες τους.

Εισαγωγή και μετάφραση: Βίκτωρ Ιβάνοβιτς
* Το πρωτότυπο στα γαλλικά.
[1] Γίντις [Yiddish]: γερμανο-εβραϊκή διάλεκτος.


Ημ/νία δημοσίευσης: 3 Μαΐου 2006