Εκτύπωση του άρθρου

 Ανθολογεί η Άννα Γρίβα

 

 

Δημήτρης Αγγελής, Η πόλη Μαρία, Πόλις, 2023

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Σ’ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟΤΕΡΟ ΘΕΜΑ

Αυτό το ποίημα είναι ο αέρας που σε τυλίγει, Μαρία,
όταν βγαίνεις το πρωί βιαστική, προσπαθώντας να συμμαζέψεις στην τσάντα 
     το αλουμινόχαρτο με τα βατόμουρα και να καλέσεις ταξί
–κανένα δεν σταματάει, καταριέσαι την ατυχία σου, το ξυπνητήρι που δεν χτύπησε, 
     τα κλειδιά που δεν σου φανερώθηκαν εγκαίρως,
στην πραγματικότητα όμως φταίει η μοναξιά, δεν το ξέρεις;   

Αυτό το ποίημα είναι ο αέρας που σε διατρέχει Μαρία,
γιατί είσαι μια πόλη σκοτεινή και με χάσματα, μια πόλη στοιχειωμένη
     απ’ τους παλιούς της ενοίκους –όλοι περαστικοί, έμειναν μόνο
οι χιλιάδες διακηρύξεις της αιώνιας αφοσίωσής τους σκορπισμένες στους δρόμους,  
     τα σπασμένα τζάμια 
κι ένα φωτοστέφανο λευκών περιστεριών που σε περιβάλλει τ’ απόγευμα, εσύ
αποδιώχνεις το θαύμα –πράξεις μόνο απαιτείς 
και δεν έχεις.   

Αυτός ο αέρας που σε τυλίγει, Μαρία, άλλοτε ψυχρός κι άλλοτε ζεστός, 
     κατακίτρινος
αέρας παγωτομηχανής, ψημένων καλαμποκιών και γιασεμιών,  
αυτός ο αέρας που σφύριζε τότε που χορεύαμε μες στα ηλιοτρόπια και 
     μας έκλεβε τα πηλήκια
είμαι εγώ, τα μάτια μου που σε λεηλατούν κάθε λεπτό –αν σε χάσω, 
θα πρέπει να βρω καινούργιο νόημα στη ζωή 

και δεν έχω.

ΧΑΛΚΙΝΟ

Πεύκα καχεκτικά, κυρτωμένα απ’ τον άνεμο και την προσευχή, συριστικό χορτάρι∙ στο βάθος η χειμωνιάτικη θάλασσα. Ξέρω πως δεν είναι καρτ-ποστάλ γιατί κάπου παραδίπλα στέκεσαι κι εσύ, κοντά σε μιαν ανάμνηση μαρμάρινης σκάλας που εκβάλλει σε κήπο. Ατενίζουμε μαζί ένα ξεθωριασμένο ηλιοβασίλεμα, αληθινά θυμωμένοι που δεν θα το δούμε ξανά, αν και μόλις του συστηθήκαμε.

Ατέλεια του χρόνου είναι που γερνάμε. Όχι δική μας. 


Άγγελος Αρόρα, στη χαρά παραδομένο το κομμάτι αυτό, Εκδόσεις Εκάτη 2023

θυρωρός σκοτεινών παραμυθιών

θέλω να μάθω τις ιστορίες
όλων των ανθρώπων

εκεί που ο πάγος λαξεύει εγκαύματα
κι η φωτιά ασελγεί στο κορμάκι της πέτρας

όταν η ξηρότητα εκθέτει το δέρμα
το φορτώνει με αμυχές

κι οργανισμοί απορρυθμίζονται
ανώριμα αγωνιούν

σε μέρη που ηφαίστεια κοιλοπονούν,
ξερνάνε φλέβες λάβας

και λιθοξόοι κρατιούνται όμηροι
αιχμάλωτοι θεωνυμιών π’ ανθίζουν

πελαγώνω τρελά
κάποιος σαδιστής με βασανίζει και γελά – για πάντα!

θέλω να μάθω τις ιστορίες
όλων των ανθρώπων

θυρωρός σκοτεινών παραμυθιών
ακούω καρδιοχτύπια

κι ανάσες
να λιγοστεύουν–

αγάπη, πότε θα αρχίσει η ίνδικτός σου

στα μαύρα δάση της Προβηγκίας

ξεπρόβαλε, κυρά μου,
απ’ τα μαύρα δάση
τα μαύρα δάση της Προβηγκίας

το μέλισμά μου να σου πω
για τον κατάλευκο λαιμό σου
αφού από καημό ερωτικό
φλέγομαι, ερωμένη μου εσύ

κι όταν το τραγούδι αρχίσει
στα μαύρη δάση της Προβηγκίας
θ’ ακουστεί, μην το διακόψεις
σε γλώσσα δική μου οξιτανικά μιλώντας

θα σε καλέσω–
σ’ άλλη γλώσσα να δώσεις
το ιερό δισκοπότηρό σου


Ελένη Βελέντζα, Εποχή ζευγαρώματος, ΕΚΑΤΗ, 2023


I

Όταν τα ζώα στις αυλές 
εντείνουν με κραυγές 
τη μεταξύ τους απόσταση 
πριν γίνουν
ένα, 

δεν υπάρχουν σπίτια. 

Ακόμα και οι μέσα άνθρωποι 
γίνονται πλάσματα. 
Οι κόρες των ματιών 
αστραποβολημένες 
σχίζουν τα προσωπεία τους, 
κι απ’ τη σχισμή εκείνη 
δραπετεύουν εαυτοί, 
τριχωτοί κι ανεξέλεγκτοι. 

Στρέφει το σύμπαν την άχνα του 
προς το δίπολο κέντρο 
του θαύματος – 

επικείμενο, 
αγωνιώδες, 
μαγνητικό.


ΙΙ 

Έχετε δει τον λύγκα 
ή το λιοντάρι 
ριπή 
πάνω στη λέαινα –

 θέλω να υμνήσω 
με λέξεις άξιες σωμάτων 
τούτο το βίαια ανθρώπινο 
της ζωικότητας. 

Να προφέρω 
ό,τι πιο ιερό 
ποτέ μοιραστήκαμε· 

την ορμή. 

Να την υμνήσω 
επιτρεπτή, 
πιο πολύ απ’ αναπότρεπτη. 

Ζωοδόχο, 
πιο πολύ 
από ζωοδότρα.


Νίκος Γεωργόπουλος, Σπασμένο βέλος, ΑΩ, 2023

ΛΑΘΡΑΙΟΙ ΤΗΣ ΤΑΓΓΕΡΗΣ 

Σε μια προβλήτα άδεια σκοτεινή 
με ξέμπαρκα βουβά στοιχειά και ναύτες 
σαν άστρα τρεμοσβήνουνε οι καύτρες 
προσμένοντας μια πλώρη να φανεί. 

Κι ο γέρος Μαροκάνος τραγουδά 
τους έρωτες και τους κυνηγημένους 
στη μοίρα τους επάνω χαραγμένους 
στου Γιβραλτάρ χαμένους τα Στενά. 

Χωρίς φεγγάρι σέρνεται η νυχτιά 
στη μπάρα τα κορίτσια στολισμένα 
κάνουν χασίς και όνειρα κλεμμένα 

και τις ζωές τους παίζουν στα χαρτιά. 
Απ’ την Ταγγέρη στο Καντίζ λαθραία 
χωρίς Ιθάκη, Τροία κι Οδυσσέα.


ΦΥΛΑΚΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ 

Αναρωτιέμαι όταν μονάχος μου βρεθώ 
κι ακολουθώ τα ίχνη που είχα αφήσει 
αν με τον ίσκιο μου ξανά συναντηθώ 
μέσ’ τη σκιά του αν θα μ’ αναγνωρίσει. 
Κι αν απ’ το χέρι πάλι με κρατήσει 
να επιστρέψουμε μαζί στα πίσω χρόνια 
να βρούμε τη φωλιά που το είχα κρύψει 
τ’ όνειρό μου να φυλάνε τα τελώνια. 

Κι όταν αφήνομαι στις σκέψεις να χαθώ 
τ’ ανείπωτα ουρλιάζουν στο μυαλό μου 
αναρωτιέμαι αν με ρωτήσουν τι θα πω 
χαμένος σα βρεθώ στον εαυτό μου. 
Επιστροφές στην τσάντα ταχυδρόμου 
που οι παραλήπτες χάθηκαν στα χιόνια 
μα εγώ θα βρω στην άκρια του δρόμου 
τ’ όνειρό μου να φυλάνε τα τελώνια. 

Κι όταν στ’ απόκρυφα του νου μου αφεθώ 
να ταξιδέψω στις πιο μύχιες μου τις σκέψεις 
σε ένα ξέφωτο της μνήμης θα σταθώ 
να βρεις τον δρόμο να έρθεις να με κλέψεις. 
Τα μάγια μου να λύσεις με τις λέξεις 
και να κινήσεις στην σκακιέρα μας τα πιόνια 
και τότε θα σε κάνω να πιστέψεις 
στ’ όνειρό μου που φυλάνε τα τελώνια. 

Ω σκιά μου εσύ του νου φυλακισμένη 
που μου κρατάς τα γκέμια απ’ τα δαιμόνια 
απάντησέ μου και μη μένεις φοβισμένη 
φυλάνε τ’ όνειρό μου τα τελώνια;


Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Ο θάνατος πλένει το πρόσωπό του στα νερά που κυλάνε απ’ το σώμα σου, εκδ. Πόλις, 2023

ΒΙΤΡΙΝΕΣ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

Τις αργίες, που κανείς δεν έρχεται
να κατεβάσει τις τέντες
ή να χαμηλώσει τα στόρια,
πώς λάμπουν στην 5η Λεωφόρο
κάτω απ' τον ήλιο του πρωινού

οι κούκλες στις βιτρίνες των καταστημάτων
με τα φλοράλ φορεματάκια τους
και τα ψηλά σανδάλια τους
στα πόδια φορεμένα.

Έτσι έρχεται η άνοιξη.   


ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΛΑΜΠΑ ΝΑ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙ ΤΟΥΣ

Οι ποιητές που αγαπώ λένε τα πιο σύντομα ανέκδοτα,
δίνουν τα πιο ωραία ονόματα στις γάτες τους,
τα πιο παράξενα passwords
στις εφαρμογές που χρησιμοποιούν.

Πίνουν πράσινο τσάι σε ήσυχες καφετέριες,
με μια μικρή λάμπα να φωτίζει το τραπεζάκι τους,
και διαβάζουν τα δοκίμια της Τζόαν Ντίντιον
και τα ποιήματα της Βισουάβα Σιμπόρσκα.

Γυμνάζονται τακτικά και προσπαθούν ν' αποφεύγουν
το κόκκινο κρέας, αλλ' όχι το κρασί,
και αναζητούν την ομορφιά και ερωτεύονται
και σπάνε τα μούτρα τους, όπως όλοι μας.

Οι περισσότεροι ζουν μόνιμα στη Νέα Υόρκη,
μερικοί στο Άμστερνταμ ή στο Παρίσι
ή σε κάποια άλλη πρωτεύουσα του δυτικού κόσμου
 
και αγαπάνε τον Μότσαρτ και τη φύση,
ιδίως όταν έχει περιποιημένα παρτέρια με λουλούδια
και απόμερα ξύλινα παγκάκια για να κάθονται και να γράφουν
ή να φιλιούνται με το κορίτσι που αγαπούν.

Αναστασία Γκίτση, Ό,τι λύπει συναρμολογείται, Τοπιο_ραφίες, Σαιξπηρικόν, 2023


ήσουν ό,τι είπα
ήσουν κι εσύ
που πριν αρχίσει το γαλλικό έργο 
κάπνιζες τις λέξεις
με accent
και τις σιωπές
με Umlaut 
δεν ήξερα αν από Παρίσι βαστάς 
ή από Νυρεμβέργη
 
αναμμένη κάφτρα θα σε πω 
τον έρωτα να μην πολυζαλίζω 

ο πατέρας δεν θα φύγει ποτέ 
εδώ και τρεις ώρες 
γρατζουνάει τον τοίχο 

του λέω αίμα να γίνεις 
δεν μπορείς 

βγάζει τα δόντια
μασάει το καρφί του κάδρου 

ούτε μνήμη 
του λέω 

έχεις πεθάνει
άλλο μη σπαρταράς 


Σπύρος Καρέλας, Πέντε ιστορίες, Eκδόσεις Συρτάρι, 2023

Ο οικοδεσπότης, μετά την αποχώρηση των ωχρών 
και μαυροντυμένων φίλων του
(απόσπασμα)

Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι
Καρυωτάκης, Gala


Άστρο περιφραγμένο, μελανό,  στον Παράδεισο,
ορατό από όλους,
στους νεκρούς προσιτό μόνο
– σε μερικούς απ’ αυτούς –
προκαλείς τον φθόνο του ήλιου,
των ζωντανών την αδημονία˙
δεν μετανιώνει ο Θεός που σου άνοιξε – ας τολμούσε! –
εγώ που τους λέω για σένα.
Κι όμως, τόσα πράγματα μένουν ακόμα στο φως
που δεν έχεις καλύψει. Μας απογοητεύεις.
Εξακολουθώ ωστόσο να σ’ ατενίζω με δέος
όταν κλείνω τα μάτια,
και να προσδοκώ πως λιγότερη φωτεινότητα
θα είμαι σε θέση να αντιληφθώ
όταν έρθω κοντά σου.

Όταν έρθω κοντά σου (αν έρθω ποτέ)
θα σου πω:
- Πού λούζεσαι κι αστράφτεις, μελανό άστρο;
Θα καώ αν σ’ αγγίξω ή θα παγώσω;
Ενδέχεται να μην αισθανθώ τίποτα;
Μακάρι να μην αισθανθώ τίποτα.
Η σάρκα είναι πολύ φωτεινή
και πολύ φως έχω δει μέχρι τώρα.

Γι’ αυτό, όση επίδραση έχεις,
άσκησέ τηνε πάνω μου,
όσο το δυνατόν γρηγορότερα
νά ’ρθω κοντά σου.

Πρόσταξε τους αγγέλους
που σίγουρα τριγυρίζουνε γύρω σου
και σε υμνούνε, 
την ατμόσφαιρα να πατάξουν
με τα φτερά τους
και να έρθουν στη γη.

Τα υπόλοιπα τα αφήνω σε αυτούς
(κάπως θα με τυλίξουν 
 και θα με υψώσουν).

Και καθώς κατακόρυφα θ’ ανεβαίνω
τα μόρια που το σχήμα μου συγκρατούν
θ’ αραιώνουν –
δε θ’ αναπνέω καλά.

Όταν φτάσω,
θα ’χω γίνει η τελευταία μου ανάσα, 
και σ’ αυτή την κατάσταση
θα περάσω ανάμεσα απ’ το κιγκλίδωμα.

Θα σε δω τότε μπρος μου, μετέωρο,
να δονείσαι αδιόρατα,
αύταρκες, ισχυρό,
και θα σε θαυμάσω.

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 25 Φεβρουαρίου 2024