Εκτύπωση του άρθρου
 
 
Ανθολόγηση από πρόσφατα βιβλία (2)
Ανθολογεί η Άννα Γρίβα
 
 
 
Μαρία Ζαγκλαρά, Τοπιογραφία της νοσταλγίας,
ΑΩ, 2022
 
 
ΤΑ ΡOΛΟΓΙΑ
 
Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο
            να σταματήσουμε το χρόνο, είπες         
Άρχισα να σπάω ρολόγια     
Μάταιο:
για κάθε τσακισμένο ρολόι,
ο χρόνος γεννούσε άλλη μιαν ώρα    
Δε σταματά, τι να κάνω; φώναζα 
Τικ τακ τίποτα 
Τώρα
μ’ άδεια χέρια τη ζωή μου την άδεια κοιτάζω                                              
Δεν είσ’ εδώ
Χούφτες γεμάτες ραγίσματα
γυαλιά και λεπτά μπηγμένα κατάσαρκα          
κι ο χρόνος στραγγίζει στο πάτωμα                
Δεν κατάφερα να τον σταματήσω                               
όσο ήμασταν μαζί 
Μόνο το μαζί κατάφερα να 
Και τότε
 
σταμάτησε κι ο χρόνος 
 
 
ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΞΗΣ 
 
Ξορκίζω το κενό γράφοντας ποιήματα φρικτά    
Τα κάνω ύστερα βαρκούλες,
να πεθάνουν τα στέλνω
(ποτέ δεν πεθαίνουν)                
Mε κοιτάζουν σιωπηλά
καθώς γλιστράνε τη μεγάλη κατηφόρα
και σκάνε με κρότο στον πρώτο άγραφο τοίχο 
(έπαψα να βάζω τόνους στις λέξεις,          
τίποτα δε θέλω να μου θυμίζει 
μόνο κόμματα βάζω ανάμεσά τους     
να ξέρω
πού να πάρω ανάσα
και πού να την κρατήσω) 
 
 
Αυγή Λίλλη, Στην άκρη μια ουρά,
Θράκα, 2021
 
 
Ανάμεσα στα πόδια μου
 
Ανάμεσα στα πόδια μου γεννιέται ο κόσμος όλος·
ποτάμια, δάση, θρίαμβοι, ρομφαίες και στιλέτα
αγάπη, μίσος, δόρατα, κοντάρια, μια φαλτσέτα
με κάθε α και κάθε ω στο δέλτα και στο μέλος
με σκίζει, ρίχνει στον βωμό τραγούδι ποθημένο 
αργά να το αιμορραγώ αιώνια να ανασταίνω
αἰδώς, αἰδώς, ἀείδομαι ὀδύνῃ ᾠδὴν αἰδοῖαν
 
 
Ζούγκλα 
 
Αλύπητα στης ζούγκλας το υγρό κρεβάτι
θα σε ρίξω. Σε δάσος τροπικό με ορμή
ή σε σαβάνα θα σε πάρω. Θα ’σαι κάτι
σαν στολίδι και λάφυρο: δικό μου κορμί.
Σαν ορχιδέα θα ’μαι ανοιχτή, θα στάζω
σε ιδρωμένα δάχτυλα∙ γδέρνω, δαγκώνω
σαν φυτό σαρκοφάγο. Ασημένιο μου βάζο,
θα σε γυαλίζω με τη γλώσσα ώς τον πόνο
τον ήδιστο ν’ αγαπηθούμε. Θα φωλιάσει 
στον κόλπο μου το πιο μεγάλο πουλί και  
ψηλά θ’ ανέβουμε μακριά απ’ τη χάση
της ζωής που δεν ζούμε, ωραίε μου λύκε.
Εγώ το λιοντάρι, στα πόδια σου η μερίδα
δικιά μου τροφή, ο μόνος κόσμος που είδα.
 
 
Κωνσταντίνος Μπασούρης, Θλιμμένα ηλιοτρόπια,
Εκδόσεις Κούρος, 2022
 
 
Κραυγή
 
Για τις στιγμές που πέρασαν
ανεπιστρεπτί.
Για τις εξηγήσεις που όφειλαν τα λόγια,
αλλά παρεξηγήσεις τις έκανε η σιωπή.
 
Για τα λάθη που δεν έγιναν μαθήματα,
αλλά επαναλήφθηκαν.
Για τις ευκαιρίες που τα χέρια δεν γράπωσαν,
αλλά πίσω τραβήχτηκαν.
 
Για τα πρώτα εκείνα βήματα
που μετέωρα παρέμειναν.
Για όλα εκείνα τα όνειρα
που όνειρα, απλώς, έμειναν.
 
Για τα «θέλω» που μπροστά στα «πρέπει»
βουβάθηκαν και σίγησαν.
Για τους δρόμους που ξεκίνησαν για αλλού
κι αλλού, στο τέλος, μας οδήγησαν.
 
Για τα σταυροδρόμια εκείνα
που έφεραν διλήμματα
και άλλαξαν πορείες
σε κοινά, ως τότε, βήματα.
 
Για κάθε μία λέξη
που δεν τόλμησε να βγει.
Για όλες εκείνες τις σιωπές
που θα ’χαν σπάσει, 
θα είχαν διαλυθεί, 
αν έβρισκε διέξοδο εκείνη, 
η εσώτερη κραυγή.
 
 
Καθρέφτης
 
Στέκομαι αμίλητος κι απόψε
μπροστά απ’ τον καθρέφτη.
Κάνει κρότο η σιωπή 
στο πάτωμα σαν πέφτει.
 
Δεν είν’ καθρέφτης μαγικός,
μισεί τα παραμύθια.
Σαν τη φωτιά είναι καυτός,
δεν κρύβει την αλήθεια.
 
Η όψη είναι αλλιώτικη,
μα πάντα εμένα δείχνει
και στην πραγματικότητα
απότομα με ρίχνει.
 
Τι κι αν πονά καμιά φορά,
τον πόνο τον εκτρέπω,
αν ό, τι ήθελα να δω,
δεν είναι αυτό που βλέπω.
 
Μέσα στα μάτια τον κοιτώ,
στα μάτια με κοιτάζει
κι είναι το βλέμμα καθαρό,
το μέσα δεν αλλάζει.
 
Πολλοί τον εφοβότανε,
δεν ήταν φόβοι νόθοι.
Για σκέψου να φαινότανε
ό, τι ο καθένας νιώθει.
 
 
Κωνσταντίνος Νικολάου, Βιογραφία ενός χεριού,
Περισπωμένη, 2022
 

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΣΤΟΧΑΣΤΗ
 
Αν πάρετε τη θέση μου πάνω στην πέτρα,
ακόμα και για λίγα λεπτά
θα συμφωνήσετε πως ο Ροντέν 
μου έδωσε μια άβολη στάση.
Η επιρροή του Μικελάντζελο είναι αισθητή.
Είμαι μπρούτζινος, γυμνός
και παρόλο που κάθομαι
όλοι μου οι μύες είναι σφιγμένοι.
Ο δεξιός αγκώνας είναι παραδόξως
ακουμπισμένος στον αριστερό μηρό,
ενώ τα δάχτυλα του δεξιού χεριού 
στηρίζουν το κεφάλι μου
συμπιέζοντας το στόμα.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά,
ο καρπός, λυγισμένος απ’ το βάρος,
μου προκαλεί τόσο πόνο,
ώστε είναι πρακτικά αδύνατον 
να κάνω οποιαδήποτε σκέψη.
Η ειρωνεία είναι 
πως παριστάνω τον σκεπτόμενο.
 
 
ΕΡΩΤΙΚΟ
 
Μη φοβάσαι!
Δεν θα καταφύγω σε εξαντλημένες παρομοιώσεις
για τα μάτια και τα χείλη σου,
ούτε θα χρησιμοποιήσω για φόντο
την προβλέψιμη εικόνα ενός δειλινού.
 
Θα σβήσω το μονότονο μουρμουρητό της θάλασσας
και το θρόισμα των φύλλων,
ώστε ν’ ακούγεται μόνο η ρυθμική ανάσα σου.
Λέω ν’ ανοίξω το ποίημα
με τη μυρωδιά του δέρματός σου
και τον τρόπο που τα δάχτυλά μου
εξερευνούν επίμονα κάθε του πτυχή
και θα το κλείσω
έτσι όπως θέλεις:
ανάμεσα στα πόδια σου.
 
 
Ειρήνη Πυλαρινού, Τελάρο,
Εκδόσεις Έναστρον, 2022          
 
 
Όταν οι ποιητές δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν
 
Ο Σεργκέι Γεσένιν έγραψε μια μέρα:
Σ' αυτή τη ζωή το να πεθάνεις
δεν είναι καινούριο αλλά και να ζεις δεν είναι νεότερο
Κι ύστερα πέρασε  μια θηλειά στον λαιμό του.
 
Ο Μαγιακόφσκι όλο φλόγα απάντησε:
 
Μόνο με στίχους μπορείς να πολεμήσεις τέτοιους στίχους
ν΄αποτρέψεις να οδηγήσουν στη θηλειά ή στο ρεβόλβερ
Σ΄αυτή τη ζωή δύσκολο δεν είναι να πεθάνεις
να φτιάξεις τη ζωή είναι πολύ δυσκολότερο
 
Κι ύστερα φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι του.
 
 
Η βουτιά
 
Το είχε από καιρό αποφασίσει
έτσι κι αλλιώς θα φύγει κάποτε
γιατί όχι τώρα; Τι αλλάζει;
 
Φόρεσε τα καλά του.
 
Κι αν ματωθούν λιγάκι τι πειράζει;
Κανείς δεν θα σκεφτεί τα ρούχα του
όλοι θα εστιάσουν στο συμβάν
 
Το έβλεπαν, το συζητούσαν
ο κύριος Χ έχει κατάθλιψη
δεν θ' απορήσουνε καθόλου
άργησε κιόλας
από μέσα τους θα πούνε
 
Βγήκε στο βορινό μπαλκόνι
ανέβηκε στα κάγκελα
βούτηξε με τα πόδια του
κρατώντας το κεφάλι
 
Το ουρλιαχτό που ακούστηκε
δεν ήτανε δικό του
αυτοί του τρίτου ήταν
που ξεφώνιζαν
 
Πιάστε τον, πιάστε τον, βοήθεια
 
Λες κι ήταν κλέφτης.
 
 
Λίλια Τσούβα, Εγκέφαλος Ψάρι,
Βακχικόν, 2022
 
 
Η Μιχαέλα και η Φλοράνς
 
Η Μιχαέλα και η Φλοράνς  
φυσούν μια πικραλίδα.
Καθώς διαλύεται, 
τα τριανταφυλλένια τους φορέματα
σπόρους γεμίζουν. 
Από το κίτρινο κεφάλι πετ-
       άγονται ρόδες ποδηλάτου.
–Το ταξίδι αρχίζει.
Με χνούδια αγριολούλουδων τρέφονται
στο έγχυμα των φύλλων ξεδιψούν. 
Τα μάγουλά τους ανθισμένη κερασιά.
 
Δεν παρατήρησαν ποτέ
τον μαύρο του τρένου καπνό.
Περνώντας κάθε βράδυ
από την κρεμαστή γέφυρα 
μπλεκόταν στα μαλλιά. 
Τους τ’ αποτέφρωνε.
 
 
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΓΟΥΛΦ
 
Ο κύριος Γουλφ 
είναι ταραγμένος. 
Το αυγό που έχει για κεφάλι 
ποθεί να εκραγεί. 
Μ’ αυτό ίσως καταστρέψει
 το μπλε κουστούμι
 τη γραβάτα με τους ρόμβους
 το λευκό πουκάμισο. 
Απ’ το παράθυρο του πεντηκοστού ορόφου
 στον ουρανοξύστη όπου εργάζεται
 εισβάλλουν σύννεφα. 
Φέρουν μορφή λύκου. 
Κι ο άνεμος βουίζει. 
Ακούγονται ουρλιαχτά. 
Ο κύριος Γουλφ
σαν φύλλο τρέμει. 
Εδώ και αιώνες
έχει απομακρυνθεί
από το δάσος που γεννήθηκε. 
Και τελευταία, αυγά 
ανατινάζονται συνέχεια
στα κτίρια χλωμά.

Ημ/νία δημοσίευσης: 28 Ιανουαρίου 2023