Εκτύπωση του άρθρου
  Ανθολογεί η Άννα Γρίβα
 
 
 
 
Ζ. Δ. Αϊναλής, Ένα κάτι πιο αργά (Υποκείμενο, 2021)
 
Ένα ποίημα για μια πόλη που δεν υπάρχει
 
Αθήνα είσαι μια ήπειρος.
Επάνω στο πικρό κορμί σου
υπάρχουν αχαρτογράφητες περιοχές
που γλείφω με τη γλώσσα.
Τρυπώνω στα παπούτσια μου 
και σέρνομαι βαθιά στις αρτηρίες σου
σα χαλασμένο αίμα.
 
Τις Μεγάλες Παρασκευές του μυαλού μου
ντύνομαι Επιτάφιος
και περιφέρομαι άσκοπα στους αποσυνάγωγους
δρόμους της μοναξιάς σου
μέσα στις φλέβες σου πολιτεία κυκλώπεια
ατενίζοντας με το μέσα μου μάτι τη σύφιλη 
που σέρνεται στις σκοτεινές γωνιές σου.   
 
Είμαι σαν ταξιτζής με δίχως κούρσα 
που καίω ντίζελ τζάμπα 
οργώνοντας Συγγρού, Αχαρνών και Κηφισίας
σταματώ στα φανάρια κι ανάβω τσιγάρο
κοιτώ τα παιδιά, τους γέρους, τους ανέργους
κρυμμένος στον καθρέφτη μου 
μετρώ τα ζάκια, τις πόρνες, τους αστέγους.
Αράζω στα λιμάνια σου χαράματα
μετρώντας πρόσφυγες στα δευτερόλεπτα της ώρας,
τα τσακισμένα σώματα
τα βουλιαγμένα μάτια. 
 
Χώνομαι στο μετρό σαν ίωση 
και περιφέρομαι άσκοπα μες στις υπόγειες φλέβες σου 
παρατηρώντας πυρετώδικα όλα τα πολυπράγμονα αιμοσφαίρια
που περιάγουν χαλασμένα τη μιζέρια τους
βαρυγκωμώντας βαρυσήμαντα
πολλές οργιές κάτω απ’ τον κάτω κόσμο σου.
 
Μπαίνω στα λεωφορεία σου σαρώνοντας τα πρόσωπα
σαν ελεγκτής λεγεωνάριος φρουρώντας τις εξόδους
βρίσκω κι εγώ τη θέση μου
συσκευασμένος κάθετα 
νεκρός
μέσα στο τόσο πλήθος.
 
Περιπλανιέμαι στις οδούς σου μέχρι την τελική συνέπεια
κρύβοντας ένοχα τη νύχτα μου
κάτω απ’ τα μυστικά σου.
 
Το μέλλον δεν γράφτηκε ακόμα
 
Το μέλλον δεν γράφτηκε ακόμα.
 
Γράφεται κάθε μέρα με το αίμα της μέρας 
στα καντόνια της εγκατάλειψης
παίζοντας σαν ντελιβεράς κορώνα-γράμματα 
το κεφάλι στην άσφαλτο
εκεί όπου φυτρώνουν οι φόβοι και τ’ άγχη
μες στα συντρίμμια και στις σιωπές.
 
Ανοίγω τα μάτια, ανοίγω τις φλέβες.
Το μέλλον δεν γράφτηκε ακόμα.
Γράφεται κάθε μέρα με το φως σβηστό
στα σκοτάδια.
 
Ανοίγω τα μάτια
 
Κοιτάζω πίσω απ’ τα σπασμένα χαμόγελα
τις ατελείωτες ώρες της θλίψης.
Βλέπω παντού τις ρωγμές.
 
Από παιδί σιχαινόμουν τους νικητές.
 
Μετράω τις ώρες
εκτοπλασματικές αγωνίες.
 
Έχω δυο κόρες και μια τρύπια καρδιά.
 
Είμαι μια ανοιχτή πληγή
κανείς δεν ξέρει γιατί.
Γράφω για την πληγή
μέσα σ’ ένα κουτί.
Ασύγγνωστα χέρια με χαρίζουν
από δω κι από κει.
Φανοστάτες σβηστοί.
 
Κανένας δεν ξέρει.
Ο άνεμος μεταφέρει 
μηνύματα στο μυαλό μου 
μιλάνε άλλες φωνές.
 
Το μέλλον δεν γράφτηκε ακόμα.
Γράφεται κάθε μέρα μες στ’ αποκαΐδια της μέρας.
Ψάχνω σ’ εγκαταλελειμμένα εργοστάσια
κι άδειες οικοδομές
υλικά για γενναίες ψυχές.
 
Στην αποικία υπάρχουν χαμένοι και νικητές.
 
Μετράω τις ώρες
στους φάρους των ασθενοφόρων τις νύχτες 
στην άσφαλτο που λιώνει τα καλοκαίρια 
στα λιμάνια που επιπλέουν των πνιγμένων τα κουφάρια.
 
Τα γέλια των παιδιών λιγοστεύουν στον δρόμο.
 
Θα είμαι πάντα εκεί όπου χάνεται η ζωή.
 
Γυρίζω μια-μια τις σελίδες
πονάω
σε κάθε χαρακτήρα που χτυπάω.
Το μέλλον δεν γράφτηκε ακόμα.
 
 
 
Γιώργος Βέης,  Καταυλισμός, ύψιλον, 2023             
 
ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ
 
Η θερισμένη στην ώρα της σίκαλη
το άγριο κανναβούρι
μια βελανιδιά στην άκρη του θέρους   
ή μήπως από μουσική όλα
ένα νεκρομαντείο στη στροφή δεξιά
η γερακίνα έτοιμη να σ΄ αρπάξει για τα καλά
ενώ το πορφυρό κοχύλι, ο ορίζοντας
ανοίγει δύο από τα μυστικά του.
 
Τα βλέπω ξανά όλα αυτά
αλλά εσύ πού ακριβώς να είσαι τώρα πια
και πώς να δέσουν άραγε όλα μαζί
που μάθαμε ως σήμερα με τόσο κόπο
με όσα μας περιμένουν από αύριο.
 
Ένα ζευγάρι πέρδικες 
από την πατρίδα των αναμνήσεων 
κοντοστέκονται, δείχνουν αμέσως ουρανό
όλες οι σημασίες βέβαια στ’ αγκάθια
στ’ αγριόχορτα οι αλήθειες.
 
       
ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΗ
                                                    
Κάποια στιγμή το απομεσήμερο
έγειρα προς τη μεριά των πεύκων
δεν σε καλοείδα μέσα σε τόση σκόνη
που είχε σηκώσει ο δαίμονας της επιθυμίας
αυτός που διψάει όχι για το αίμα
αλλά για τη δική μας την αλήθεια
την κρυφή
που υποψιάζεται όμως
ότι μπορεί να είναι το ψεύδος
η απάτη μιας ολόκληρης ζωής.
 
 
Δήμητρα Δημητρίου, Αγωνίες, Σμίλη, 2023
 
Δώρα
 
Ο Ερυθρός Σταυρός μάς έστελνε χάπια για τις εγκυμοσύνες. Μιφιπεστρόνη και μισοπροστόλη. Αυτά τα φάρμακα προκαλούν κράμπες και έντονη αιμορραγία, τερματίζουν οριστικά την κύηση. Δεν χρειάζεται αναισθησία και άρα προσφέρουν πλεονέκτημα. Μας άφηναν και από την Εκκλησία. Τα πήρα με αργές γουλιές, τα ρίσκα θρόμβωση και μόλυνση, το πολύ δυνατοί πόνοι και κάποιες καταθλιπτικές τάσεις. Οι εμετοί κράτησαν για μέρες. Συνοπτική άμβλωση χωρίς ανθρώπινη παρεμβατικότητα. Καμιά ανθρώπινη παρεμβατικότητα. Κανείς δεν παρεμβαίνει, εννοώ. Η μήτρα «αδειάζει». Ήμουν η ντροπή της οικογένειας. Και τώρα είμαι. 
 
Ήβη
 
Τα αντίσκηνα ήταν βαλμένα σε σειρές. Λογιών-λογιών ανθρώποι. Στρωματσάδα. Μεσοκαλόκαιρο μας έβαλαν και αποχωρητήριο. Με σακούλες βέβαια, γύρω ’πού τα δέντρα, αλλά ήταν μια αρχή. Μια μέρα στεκόμουν έξω από το τσαντίρι της ξαδέλφης μου. Ένα κορίτσι με πλησίασε, που δεν το είχα ξαναδεί. «Θεία, έρκεσαι μαζί μου στο αποχωρητήριο;». Της είπα να πάει μόνη της, πως θα τη βλέπω, αλλά τα δάχτυλά της άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα. Το βλέμμα της γραπώθηκε απ’ το δικό μου. «Επειράξαν με οι Τούρτζοι, θκεια, τζαι φοούμαι». Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. 
 
 
Νίκος Κωσταγιόλας, Σαν άλλος Σαούλ: ένα σατυρικό δράμα, Εκδόσεις Εκάτη, 2023
 
Κήπος  
 
Όχι, δεν σας ζητώ τίποτα περισσότερο·
ένα μποστάνι μοναχά
ν’ αντανακλά των άστρων την ονείρωξη
γεμάτο λεμονιές κατάφορτες
απομιμήσεις του Ήλιου,
γεμάτο μ’ εύοσμες πορτοκαλιές και τζίτζιφα
σπαρμένο με ολοπράσινα γεράνια κι υακίνθους
με τα μαλλιά της ξέπλεκα σιμά
στη χάση της σελήνης
–σε κάθε χάση–
κι εγώ κει δα να στροβιλίζομαι
ατέρμονα
ως την καταραμένη μαύρη ώρα
του αποχαιρετισμού
όταν θα γίνουμε αστόχαστες σκιές
και θα ξεχάσουμε
Όχι, επτάγλαυκο υγρό στοιχείο
κι εσύ, αείφωτε ουρανέ,
τίποτε παραπάνω δεν ζητώ·
μόνο το γέλιο της στα μάτια να φεγγοβολά
το χέρι της απ’ την κακοκαιριά 
απάγκιο
κι έτσι ν’ ανέβουμε μαζί
σκαλί σκαλί
από τ’ ακρότατα του Κήπου μας
ως την αθανασία.
 
Ελεγειακό της Αττικής
 
Τίναξα τα πανωσέντονα της μέρας
ένιψα με τα δυο το πρόσωπο
έβαλα καφέ και έπιασα στιλό
να λύσω ένα σταυρόλεξο
με θέα την Ακρόπολη
Όλα όπως τα ’χα αφήσει τότε
τακτικά:
ο ίδιος ουρανός
τα ίδια σύννεφα
τα ίδια δέντρα
ο τρελο-Υμηττός
ίδιος κι απαράλλαχτος
με τα μυστικά του
Ώστε γι’ αυτά λοιπόν αγωνιζόμαστε!
Για όσα ραχατεύουν ανυπόταχτα 
για τις πολύχρωμες ριπές 
που λίγο ξαστοχούν
στα μάτια μας και χάνονται
καθώς εμείς
–μήνα τον μήνα
χρόνο τον χρόνο–
καθώς το λιόφωτο στο γέρμα που στραγγίζεται
όπως μια πικραλίδα στο αεράκι
αθόρυβα μα καίρια 
ενδίδουμε στο λάιο…
 
 
Αλέξανδρος Μηλιάς, Κλαγγή των όπλων, Εκδόσεις Πατάκη, 2023
 
ΚΛΑΓΓΗ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ
 
Φτάνει να με αγαπάς, είπε. Πέθανα. Όλες οι πομπές χαιρέτισαν
        το πέρασμά μου.
Όταν αγγίζεις το στήθος τους, με λάβα η καρδιά τους θα χτυπά.
         Δεν θα βγάζουν άχνα.
Θυμήσου τα μάτια μου, μαρμαρωμένος το άνοιγμα πώς
         κοίταγες, τα βγαλμένα της γης σπλάχνα.
Με δέχθηκαν· όπως παραμέριζαν κάτω απ’ τα πέλματά σου οι
         κόκκοι της άμμου
 
στον παράδεισο του καλοκαιριού. Θυμάσαι τη λύπη του
          μεσημεριού, όταν μονάχα τα τζιτζίκια
μιλούσαν, κι ήμασταν αφημένοι στον ύπνο, και τα χνότα μας
          μύριζαν καρπούζι;
Αλήθεια είναι, ξεχασμένη χρόνια η φωνή σου, τίποτα πια δεν
          ζει.
Οι ρίζες έφτασαν στη θάλασσα, η σκέψη έγινε του αφρού σκιά,
           τ’ αρμυρίκια
 
με λυγισμένα τα κλαδιά τους στα νερά, κι η σκέπη τ’ ουρανού
           θολώνει και με κατεβάζει
από τον θρόνο της μνήμης. Επειδή το ζήτησα εγώ. Αυτή είναι η
           δύναμή μου, το πιστεύεις;
Κάποτε μ’ ένιωθες – πάψε ν’ αμφισβητείς, ν’ απογοητεύεις, να
            παιδεύεις
τους λίγους που σε κατανοούν. Σε αγαπώ. Ναι. Η ποίηση μόνο
            δάκρυα θα συνάζει.
 
Κατεβαίνοντας κέντρο Αθήνας, οι δυο μας, οδηγούσα, λέω:
             Πρόσεχε όταν πεθάνω. Γαμώτο.
Και μας πλευρίζει το σαράβαλο, βρίζοντας σκαιά. Χτυπώ το
             χέρι στο ντουλάπι, για ένα πιστόλι.
Θυμάσαι; Χάθηκαν. Το μήνυμα όμως παραμένει: Στο διάολο
              όλοι,
κανείς, κανείς τους δεν μας απειλεί. Τι δεν καταλαβαίνεις; Θα
               εγκαταλείπεις την κάθε μέρα στης Πρέβεζας τον κρότο;
 
Αν είναι πες το. Ποιος σου τα έμαθε όλα αυτά; Έπρεπε επί
               δεκαπέντε συναπτά
έτη να χύνεις το αίμα σου, όλοι οι αχρείοι, τα σκουπίδια, στου
                πλήθους την ορμή να σε θυσιάζουν;
Οι εγκέφαλοι της αφυδάτωσης, να περιπαίζουν, να
                θριαμβολογούν, ν’ αδειάζουν
τη θάλασσα κι ύστερα να πετροβολούν; Επτά επτά;
 
Σαρανταεννιά. Και ένα; Έχω πεθάνει. Οι νότες είμαι στο μυαλό
                 σου. Έπαιζε τότε: Dave Brubeck Quartet,
Take Five. Κι η μελωδία που με κύκλωνε νεκρό θα έδινε λυγμού
                  χροιά στου κάθε έρωτα, μετά, την τρικυμία.
Σε κάθε αρρώστια· φυσητό γυαλί, χρυσό πνευστό, το βάθος
                  κάθε δύσκολης αναπνοής σαν συμφωνία
θανάτου σε τραβάει. Ξέρεις τι λέω; Άσε. Θάψε στην άμμο,
                   ξέχνα τα όλα: Τα βιβλία. Τυφλοί εστέτ
 
–δεν βλέπεις;– έστησαν παγίδα μεγαλύτερη απ’ το ανάστημά
                   σου. Άντε χάσου,
θα έλεγα, με δίπλα ένα χαμόγελο γυναίκας να ξεπλένει από τα
                   στήθη την οργή.
Όμως τελείωσαν αυτά. Διότι κόπηκε το νήμα. Διότι ακούγεται η
                   κλαγγή
των όπλων. Σαν ξιφολόγχη ας λάμψει λάμα λέξεων – κάποτε θα
                   μοιράζει φρούτα καλοκαιρινά για τα παιδιά σου.
 
Ξαναρωτώ: Επτά επτά; Σαρανταεννιά. Και ένα; Έχω πεθάνει.
                   Ναι, έχω πεθάνει.
Από τον θρόνο της μνήμης κατεβαίνω. Επειδή το ζήτησα εγώ.
                   Αισθάνθηκες τη λύπη του μεσημεριού;
Συγκίνηση μες στη ζωή, όχι γράφοντας. Μ’ ακούς; Μόνο τα
                   τζιτζίκια. Του νερού
είναι όλα. Ποτάμι που κυλάει και χάνεται η φωνή μου – Φτάνει,
                   φτάνει!
 
Να με αγαπάς. Εμένα κι οτιδήποτε έχει πεθάνει. Βγάλε με όμως
                   ασπροπρόσωπο. Χρησιμοποίησε ό,τι θες: Στουπέτσι.
Μηδένισέ τους. Τελείωσαν οι αβρότητες. Σαν λευκή κόλλα
                   μαθητή
είναι καλύτερα να τσαλακώνεσαι; Ας πρόσεχαν. Μια φορά,
                   έκανες το καθήκον σου. Ειρκτή
ισόβια θα εκτίεις; Φεύγω. Αν σε ρωτήσουν γιατί ήρθα, ν’
                   απαντήσεις: Έτσι.
 
Μαρμαρωμένος, με βγαλμένα της γης σπλάχνα. Μάτια
                   γαληνεμένα και ανήσυχα. Πατέρα και γιου.
Γραφή νεκροπομπή, άνευ προηγουμένου αιματοχυσία. Άχνα δεν
                   βγαίνει. Γυναικείο στήθος, λάβα.
Έλαβα το μήνυμα. Οι νότες είσαι που με κύκλωσαν. Νεκρό. Θα
                   κολυμπήσεις μόνος, σε κατάλαβα.
Όμως, τέλος οι αβρότητες. Ας το γνωρίζουν. Κι ας θυμηθούν:
                   Ένας- ένας θα σβήνουν σε λευκό του μολύβδου.
 
 
ΣΑΤΥΡΟΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
 
Κύκνε;
 
Εσύ, που θες να ζωντανέψεις νέα μορφή
με ύλη προσδοκιών, ουλές αρρώστιας,
της απουσίας τη φτέρνα τρωκτικά δεν την πληγώνουν.
Σφαγμένο απ’ το άρμα της ζωής σε σέρνει ο Αχιλλέας
(κι ας είναι πεθαμένος μες στη γη)
 
Φλοίσβος, σκουριά, σπαθί,
τι έχεις θυσιάσει ώστε να σου χαριστεί
η έπαρση των Αχαιών, η λάμψη της κλαγγής,
ο αχός της νίκης; Τι έχεις αισθανθεί;
 
Σάτυροι του θανάτου, με δύναμη κτηνώδη,
στην όψη τους σκορπίζουν τα πουλιά χωρίς αναπνοή
και βρέχει στάχτη στη νεκρή ζωή.
 
Εσύ, το έδαφος αχνό θα βλέπεις με τους αρουραίους;
Τα οστά γυμνά που τρέμουν και θρηνούν;
Μπορείς να γίνεις του εαυτού σου τρωκτικό
έως ότου λάμψει μέσα σου φαιά
                                                       η αγάπη;
 
Μαόνι, κάρβουνο, η τελευταία βαθιά
αναπνοή· όσο καπνίζουν τα ξερόχορτα, σκοτάδι
έλκει και πλέκει σε κραυγή
τις χάντρες του ήλιου, τ’ άγανα ψηλά
χαμογελούν την πρόσκληση,
κι από τον θόλο σε κοιτούν:
Σάτυροι του θανάτου
(Σκιρτοπόδες  Γλευκοπότες
                                               Ηλίθιοι)
 
Είχε κι εκείνος σε κορίτσι μεταμφιεστεί
(Κύκνε; Κύκνε;)
στη γη όταν ακουστεί
βοή, σάλπιγγα του πολέμου,
κράτησε αιμάτινο δόρυ,
σαλάγη κόκκινη, τη γλώσσα
ρίγος σε οργασμό:
να τους θερίσει τα μάτια.
 
 
Αναστασία Μιχοπούλου, /σατούρνια/ , Σμίλη, 2023
 
μικρό βιογραφικό σημείωμα
 
αποφάσισα να γεννηθώ
μια νύχτα κάποιου μάρτη
με τα μάτια ανοιχτά
ο γιατρός εντυπωσιάστηκε απ’ αυτό μου
το κατόρθωμα
κι εγώ 
 
κατάλαβα πόσο μ’ αρέσει να κάνω φιγούρα.
 
στο σαλόνι
 
το τέλος του σαββατοκύριακου 
με φέρνει πάλι σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση
                                                    τρεκλίζω
ανάμεσα σε όσα είμαι κι όσα θα ήθελα να είμαι
στο τραπέζι ένα φλιτζάνι με καφέ
                                                      κρύωσε 
            πριν προλάβω να τον πιω
 
{συλλογιέμαι}
τα κραγιόν ανεξαρτήτως χρώματος
την άνν σεξ
              τον
το πορτρέτο της βιττόρια κολόννα
τις λέξεις που τελειώνουν σε 
              ess
brightness
darkness
sorceress
poetess.
 
 
Γιάννης Ξέστερνος, Άρρηκτες φρυκτωρίες, Εκδόσεις Ιωλκός, 2023
 
ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ
 
Μαινόταν πόλεμος για τα μάτια της  
πριν γεννηθεί
δεν την ονόμαζαν Ελένη
δεν την ονόμαζαν θάλασσα
κι ας θαλασσοπνίγονταν σε αυτήν 
έρωτες και πάθη
αμυγδαλιές και πεύκα 
(πολλές αμυγδαλιές, σωρηδόν πεύκα)
κι ας θαλασσοδέρνονταν σε αυτήν
ουρανός ήλιος, ήλιος ουρανός.
 
Εγώ τη γνώρισα στα δεσμωτήρια
μου τη διαβάσανε μεγαλοφώνως 
όταν αποφάνθηκαν ότι είμαι ένοχος 
πριν γεννηθώ
ζητούσα την Αμνηστία της.
 
ΚΑΛΛΙΟΠΗ
 
Ξαπλώνει ανάσκελα στην άμμο
υπερσυντέλικη
τη μαστιγώνει ο ήλιος
είναι διαθέσιμη
δαγκώνω το στέρνο της
μου λένε δεν είναι για τα δόντια σου
υποχωρώ
τσιμπάω τα ψίχουλα
όσα μου άφησαν οι γερές μασέλες
ευτυχώς είναι πάντα πολλά για τους εραστές
ονειρεύομαι ότι έχω πρησμένη κοιλιά
ονειρεύομαι ότι, τάχα, είμαι ο Κρόνος.
 
 
Ασημίνα Ξηρογιάννη, Μια απέραντη ματιά, Βακχικόν, 2023
 
 
ΜΗΔΕΙΑ *
 
Εδώ μπροστά σας, θεατές
(Γιατί εγώ δεν είμαι δειλή
Είμαι φτιαγμένη από πρωτότυπο υλικό
Μάγισσας καταγωγή στους ώμους κουβαλώ
Το παρελθόν μου δεν ξεχνώ
Γραμμένο είναι στο DNA μου το τερατώδες
Παντρεύτηκα ό,τι χαώδες)
Εδώ μπροστά σας λοιπόν!
Εγώ η ποιήτρια
Εγώ ιερουργώ
Το νέο μου έργο γράφω
μετά του Ευριπίδη εκείνο το παλιό
Εγώ, όχι ο Σενέκας.
Μου δίνω το ελεύθερο
Κείμενο να δώσω ανατρεπτικό
Εδώ μπροστά σας!
Είναι στ’ αλήθεια πολύ ερεθιστικό,
εξαίσιο, μοναδικό,
κτηνώδες και σαδιστικό.
Κάνω κακό, το ξέρω.
Επί σκηνής – ω τι ηδονικό
Σκοτώνω τα παιδιά μου.
Βογκάω.
Σκοτώνω τα παιδιά μου.
Κραυγάζω.
Σκοτώνω τα παιδιά μου.
Πόσο απροκάλυπτα αισθησιακό!
Κι εσείς! Τι υπέροχο κοινό!
 
* Εμπνευσμένο από τη Μήδεια του Σενέκα.
 
ΣΟΛΩΜΟΥ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
 
Αν ζούσα σήμερα στο δικό σας ’21
(όχι δεν θέλω να το πω «δειλό»)
Έχω την αίσθηση –χωρίς υπερβολή–
πως θα ’σκιζα τα γραπτά μου ένα ένα,
το νόημα δεν θα ’ταν πια ηρωικό.
Με ποιες λέξεις να συνθέσω τώρα ποίημα
Σε ποιον, αλήθεια, εγώ ν’ απευθυνθώ;
Πιο ευτυχής αισθάνομαι μέσα στο μνήμα
Από κει τη φήμη μου τουλάχιστον διατηρώ.
Αν ζούσα σήμερα, ίσως να ήμουν θύμα,
ελεύθερος πολιορκημένος απ’ τον ιό
Είν’ οι καιροί στεγνοί και είναι κρίμα
Χάνεται η διαύγεια μέσα στον πανικό.
Μοιάζουν άμουσοι να ’ναι οι άνθρωποι – τραγικό!
Δεν μπορούν να πλέξουν ούτε μια ρίμα
Ούτε κι έχουν πλούσια έμπνευση, θαρρώ!
(Άσε που είναι πρόβλημα τ’ ότι δεν έχουν διαβάσει Σολωμό)
 
 
Μαρία Μπουρμά, Νησί που ψάχνει χάρτη, Εκδόσεις Ιωλκός, 2022
 
Κάποια παιδιά λέξεις έχουν για παιχνίδια.
Τις πετούν στα ποτάμια 
- στην απέναντι όχθη.
Ο ουρανός τούς φτάνει στα γόνατα.
Ο κόσμος τους μια καρτ ποστάλ.
Δε φτάνουν τα φιλιά τους στα γραμματόσημα.
Κάποια παιδιά για νησί
έχουν ένα χάρτη. 
Δε μεγαλώνουν ποτέ.
Γράφουν βιβλία.
 
Ψηλαφίζω κάθε ίνα χαρτιού.
Φυτρώνουν λέξεις στην τριβή.
Τις αθροίζω στο φως.
Τις στεγνώνω
πριν προφτάσουν 
να γίνουν δάχτυλα.
 
Νίκος Παναγόπουλος, Πέρασμα, ΑΩ Εκδόσεις, 2023
 
Μούσα 
 
Στην ίδια θέση, στην ίδια στάση για τόσα χρόνια. 
Τα χέρια πάντα σταυρωτά, το περίεργο μειδίαμα, πάνω από όλα 
γυναίκα. Το μαύρο της φόρεμα να καθρεφτίζεται στον καθρέφτη 
σαν μια εικόνα από έναν άλλο τόπο. Ζαλάδες και άλλοι αστρικοί 
πυρετοί, πρωί, μεσημέρι, βράδυ σαν χάπια, απρόσκλητοι κυνηγοί, 
θα μπορούσες να συνηθίσεις σ’ αυτό. Σαν δίσκος που κολλάει και 
κάποτε παίζει το τραγούδι της ζωής σου άλλοτε πιο αργά και άλλοτε 
πιο γρήγορα, σίγουρα με τη γνωστή κατάληξη. Το μεσημέρι 
θα φοβόσουν τα έπιπλα και κυρίως τις μαζεμένες καρέκλες. Αυτές 
οι λέξεις θα έρχονταν από το άγνωστο και θα γύριζαν πάλι εκεί. Ένα 
πουλί θα δεχόταν να τραγουδήσει. Μικρή εναλλαγή. Κατεβαίνοντας 
μαρμάρινες σκάλες και παγωμένους ποταμούς. 
 
Αποσπάσματα 
Στέκομαι για λίγο. 
Τα μάτια μου στρέφονται προς εκείνον 
τον απέραντο ορίζοντα 
κι ένα υπεραστικό λεωφορείο 
για λίγο σταματάει. 
Περνώντας από τα φυλλώματα 
των δέντρων, νιώθω ένας γέρος 
άντρας που ψαρεύει στην παγωμένη 
λίμνη της σιωπής σου. Ένα πουλί αιωρείται 
κάπου ψηλά, ενώ το απόγευμα ήρεμο 
όλο και πλησιάζει. 
 
Μαρία Πατακιά, …κι ύστερα δεν υπάρχεις, Μελάνι, 2023
 
ΟΝΟΜΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ 
στον John Keats 
 
Φετίχ οι λέξεις.
Τις φοράω, να με διαλέξεις. 
Τις φοράω για να με δεις μέσα απ’ αυτές 
διάφανη κι ακραία, 
να συμβεί η συνάντηση 
αναπόφευκτα, μοιραία. 
Τις συντηρώ και σου τις δίνω. 
Εγώ, αντί γι αυτές, στο λογισμό σου σβήνω. 
Και μένω καθαρή· χαρτί λευκό,
να γράφω τ’ όνομά μου στο νερό.* 
 
Μα, πώς γράφεις τ’ όνομά σου στο νερό;
Ίσως με δάκρυ από πόνο αλμυρό. 
Αυτό που έχει γραφτεί πρώτα στην άμμο, 
που ο άνεμος το πήγε παραπάνω, 
το πήρε και το σήκωσε ψηλά 
—πριν πέσει πάλι πάνω στα νερά— 
βαραίνει και σκουραίνει σαν πληγή 
που έχει πάψει πια να αιμορραγεί 
χαράσσει των κυμάτων τον αφρό 
κι ορίζει τα αδύνατα «μπορώ». 
 
Υπάρχουμε άρα, με τ’ όνομα γραμμένο στο νερό. 
 
* Ο John Keats ετοίμασε την απελπισμένη επιγραφή του τάφου του στη Ρώμη: «Ενθάδε κείται κάποιος που τ’ όνομά του γράφτηκε στο νερό».
 
 
ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ
 
Συρρικνώνομαι στις διαστάσεις 
που με καθησυχάζουν. 
Διαστέλλομαι ως τα όρια των μύθων 
που με διαμορφώνουν. 
Σκοτεινιάζω κάτω απ’ το σκίαστρο της μνήμης. Φωταγωγούμαι από λάμψεις 
αστραπόβολης ελπίδας. 
Ακινητώ σε αφώτιστες γωνίες 
της πληγωμένης περηφάνιας. 
Κινούμαι προς την κατεύθυνση 
άγνωστης προσδοκίας. 
 
Χορεύοντας με τις αντιφάσεις 
διατρέχω το χρόνο. 
 
Για να υπάρχω.
 
Ειρήνη Ρηνιώτη, Κόκκινη γραμμή, Εκδόσεις Άγρα, 2023
 
ΙΣΤΟΡΙΑ
 
Κάποτε, όταν είμαστε παιδιά, είδαμε κρεμασμένα στον τοίχο του σπιτιού τον κόκκινο σκούφο του κοριτσιού, τη νυχτικιά της γιαγιάς, τη μουσούδα του λύκου και το ψαλίδι του κυνηγού. Η περιέργεια της ηλικίας και το ρίσκο του παιχνιδιού, μας οδήγησαν ενστικτωδώς στο μοίρασμα των ρόλων, ενώ η μαγεία του μύθου και η εμπειρία της μεταμόρφωσης δημιούργησαν τον εθισμό μας στην υποκριτική. Από τότε, υποδυόμαστε τακτικά και εναλλάξ τα πρόσωπα της ιστορίας, πότε καταπίνοντας και πότε ελευθερώνοντας ο ένας τον άλλον.
 
ΥΠΕΡΒΑΣΗ
 
Όταν ο κουρνιαχτός της ματαιότητας κατακαθίζει μέσα μου, στρέφω το βλέμμα στους πίνακες του Δομήνικου, παρατηρώ τα επιμήκη σώματα, συνειδητοποιώ το άλγος της κατάκτησης του ύψους. Νιώθω το τέντωμα των άκρων, βιώνω τη συστροφή των μελών, αφουγκράζομαι την καταπόνηση των οστών, και –επιμηκυνόμενη διαρκώς για να υπερβώ τα όριά μου– επιχειρώ ν’ αγγίξω ουρανό.
 
 
Κωνσταντίνα Σιαχάμη, Άδης απαλώς, εκδόσεις Κίχλη, 2023
 
Αυτοπροσωπογραφία 
 
Εσύ, θέλω να μου γράφεις. Τα λόγια έχουν βαρύ, σαρκώδες σώμα. Στο λέω εγώ που χόρεψα στα δάση της Φολόης για χάρη μιας βελόνας γραμμοφώνου. Που πέρασα κάτω από οξιές με το μικρό μου όνομα. Εγώ, μια χωριάτισσα του κάμπου. Βυθίζοντας σε κοίλο δισκοπότηρο την δρύινη ψυχή μου. Ικανή για μεγάλους θανάτους, εγώ. 
 
Θραύσματα μιας ερωτικής επιστολής 
 
...Σε άκουγα και φυλαγόμουν. Αυτή η εξαίσια ως το κόκκαλο πλάτη. Μαλλιά που άμα αφήνονταν θα χιμούσαν ως πάνθηρες στο παρόν μου. Εντέλει αμφισβήτησες ένα νεκροταφείο φλέβες και νευρώνες. Τώρα σου αλλάζω νερό μέρα παρά μέρα κι εσύ ορκίζεσαι. 
 
...Όταν έρχεσαι, γίνομαι βαριά και υλική. Με διανύουν πέτρες, ρήξεις, θεοί. Όλα θα έχουν το λόγο τους.
 
...Η χθεσινή νύχτα. Με το βάρος σου πάνω μας. Έτοιμος να μας ξαναπλάσεις. 
 
...Είχα ξεχάσει την λατρεία του έρωτα, τα τολμηρά σύνορα, τις ενδιάμεσες περιοχές που κρύβονται απ’ την φθορά και τον χρόνο. Ο κίνδυνος είχε μυριστεί το θεϊκό μου μερίδιο. 
 
...Σε λίγο, η τόσο γήινη μορφή σου θα γείρει στα πλευρά μιας βάρκας. Χείλη, στόμα και σπυριά αθανασίας -
 
...Σήμερα είσαι σκόρπιος σαν τα σκόρπια μήλα στο τραπέζι. Η πιο άνιση απουσία είναι εκείνη της λήθης. Θα χρειαστεί πολλές φορές να βάλω το δάχτυλό σου πάνω μου. Ότι υπήρξα. 
 
...Δεν είμαι με τους ευπρεπείς. Να με βλέπεις όπως εγώ.
 
...Τώρα είμαι ρίγος και ακόντιο, ο ένας καταπάνω στον άλλον, τώρα το στόμα είναι στόμα, και η πλάτη και οι γοφοί και οι αστράγαλοι. Τώρα το πάντα είναι τώρα. 
 
 
 
 
 
 

Ημ/νία δημοσίευσης: 22 Οκτωβρίου 2023