Εκτύπωση του άρθρου

© Poeticanet

CLAUDIA RANKINE 

 

 

Επιμέλεια: Λιάνα Σακελλίου

Μετάφραση: Χριστίνα Τσιαμπάου, Λιάνα Σακελλίου

 

 

Βιογραφικό Σημείωμα

Η Αμερικανίδα ποιήτρια, δραματουργός, εκπαιδευτικός και καλλιτέχνης πολυμέσων Claudia Rankine, γεννήθηκε το 1963 στο Κίνγκστον της Τζαμάικα. Σε ηλικία 7 ετών, αυτή και η οικογένεια της μεταναστεύουν στη Νέα Υόρκη. Εκεί φοιτά σε Ρωμαιοκαθολικά σχολεία στο Μπρόνξ. Το 1986 ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές σπουδές της στο Κολλέγιο Ουίλιαμς και το 1993 το μεταπτυχιακό της στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Ανάμεσα στις πολυάριθμες διακρίσεις της είναι το Εθνικό Βραβείο Ποίησης Bobbitt και το Βραβείο Ποίησης Jackson. Σήμερα, η Rankine διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Γέιλ ως Καθηγήτρια Ποίησης στην έδρα Frederick Iseman. Ζει στο Νιού Χέβεν του Κονέκτικατ.

H Rankine είναι συγγραφέας έξι ποιητικών συλλογών. Με τη δημοσίευση της πρώτης της συλλογής ποιημάτων, του Nothing in Nature is Private (1994), αναδύεται ως μια καινοτόμα και προκλητική φωνή της σύγχρονης ποίησης. Η δεύτερη συλλογή της είναι το The Εnd of the Alphabet (1998), ενώ ακολούθησε το Plot (2001), ένα μακροσκελές ποίημα που αφηγείται την εμπειρία της εγκυμοσύνης και του τοκετού. Το Dont Let Me Be Lonely: An American Lyric (2004) είναι ένα πειραματικό εγχείρημα που συνδυάζει ποιήματα, δοκίμια και εικόνες με θέμα τον θάνατο. Η συλλογή Citizen: An American Lyric (2014) είναι ένα συναρπαστικό χρονικό της ρατσιστικής επιθετικότητας και της συνεχούς βίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ρατσισμός και οι προκαταλήψεις απασχολούν και το Just Us: An American Conversation (2020), μια συλλογή δοκιμίων και ποιημάτων. Επίσης έχει γράψει θεατρικά έργα, όπως το HELP που έκανε πρεμιέρα τον Μάρτιο του 2020, το The White Card  που έκανε πρεμιέρα τον Φεβρουάριο του 2018, και το The Provenance of Beauty: A South Bronx Travelogue (2009).

Πέρα όμως από το συγγραφικό της έργο, η Rankine είναι συνιδρύτρια του The Racial Imaginary Institute (TRII), το οποίο υποστηρίζει ότι η φυλή είναι ένας από τους κυρίαρχους τρόπους με τους οποίους η ιστορία ζει μέσα μας, και διεξάγει διεπιστημονικό έργο με θέμα την εξερεύνηση της φυλής στις ζωές μας. Ακόμη, μαζί με τον John Lucas, η Rankine δημιούργησε μια σειρά από βίντεο, τα Situations, ως απαντήσεις στην σύγχρονη ζωή του 21ου αιώνα. Το κάθε βίντεο συνδιαλέγεται με μια φυσική καταστροφή, και ένα εθνικό ή και διεθνές γεγονός.

 

New Windows[i]

 

1.

 

The stewardess gave me—I had just

turned six—a white eyelet sweater.

It was late November 1968. This is America,

she told me, cold, not like the West Indies.

One needs a jacket of some kind here.

 

 I trailed off.

 

The white southern businessman needed

to talk, he wanted a story, or more

precisely, he wished to understand how

he came to be sitting next to me in first

class on that otherwise ordinary Thursday.

 

2.

 

This morning when the doorbell rang

and a man stood outside my door,

I thought, he must be official.

The doorman has sent him up unannounced.

So I opened my door to him,

smiled and said: "Good morning."

He was a slender man in his forties,

blue eyes with a part in his off-blond hair.

He kept both hands in his pants pockets.

They were gray suit pants. For a minute

he said nothing, giving me time

to accept him as he looked past me

in search of—I'll use his words,

"I need to speak to your employer,

to someone who lives here."

 

After he left—he had come

about new windows—I remembered

the southern businessman. His litany

of questions. His need to place.

The persistence with which he asked,

"You aren't a lawyer, are you?"

His curiosity had made me laugh,

and I told him everything,

described everything, including

the first airplane I ever flew in.

The one that brought me here.

 

3.

 

It's been wanting to rain all morning

and without the sun leaving

and blue suggested, it comes down easy

against the leaves, sinking

in between blades of grass

as I sit and lean forward, examining

the old windows, considering new ones.

 

Καινούρια Παράθυρα

 

1.

 

Η αεροσυνοδός μου έδωσε—είχα μόλις

κλείσει τα έξι—ένα άσπρο πουλόβερ με τρύπες.

Ήταν τέλη Νοέμβρη του 1968. Έτσι είναι η Αμερική,

μου είπε, κρύα, όχι όπως οι Δυτικές Ινδίες.

Κανείς χρειάζεται κάποιου είδους ζακέτα εδώ.

 

                                      Έφυγα.

 

Ο λευκός επιχειρηματίας από τον Νότο ήθελε

να μιλήσει, ήθελε μια ιστορία, ή πιο

συγκεκριμένα, ήθελε να καταλάβει πώς

γίνεται να κάθεται δίπλα μου στην πρώτη

θέση αυτή την κατά τ’ άλλα συνηθισμένη Πέμπτη.

 

2.

 

Σήμερα το πρωί όταν χτύπησε το κουδούνι

κι ένας άντρας στεκόταν έξω από την πόρτα μου,

σκέφτηκα, πρέπει να είναι ανώτερος υπάλληλος.

Ο θυρωρός τον έχει στείλει πάνω χωρίς ειδοποίηση.

Οπότε του άνοιξα την πόρτα,

χαμογέλασα και είπα: «Καλημέρα.»

Ήταν λεπτός άνδρας γύρω στα σαράντα,

με μπλε μάτια και χωρίστρα στα καστανόξανθα μαλλιά του.

Είχε και τα δύο χέρια στις τσέπες του παντελονιού—

γκρι παντελόνι κουστουμιού. Για μια στιγμή

δεν είπε τίποτα, δίνοντάς μου τον χρόνο

να τον υποδεχτώ καθώς κοίταζε πίσω μου

ψάχνοντας—θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του,

«Πρέπει να μιλήσω με το αφεντικό σου,

με κάποιον που να μένει εδώ.»

 

Αφού έφυγε—είχε έρθει

για τα καινούρια παράθυρα—θυμήθηκα

τον επιχειρηματία από τον Νότο. Τη λιτανεία

των ερωτήσεων. Την ανάγκη του να προσδιορίσει.

Την επιμονή με την οποία ρωτούσε,

«Δεν είσαι δικηγόρος, έτσι;»

Η περιέργειά του μ’έκανε να γελάσω,

και του είπα τα πάντα,

του τα περιέγραψα όλα, συμπεριλαμβανομένου

και του πρώτου αεροπλάνου με το οποίο πέταξα.

Αυτό που με έφερε εδώ.

 

3.

 

Πάει να βρέξει όλο το πρωί

και καθώς δεν φεύγει ο ήλιος

και με το γαλανό να σκάει μύτη, να κατεβαίνει εύκολα

αγγίζοντας τη φυλλωσιά, να βουλιάζει

ανάμεσα σε λεπίδες χορταριών

καθώς καθιστή γέρνω μπροστά να περιεργαστώ

τα παλιά παράθυρα, και ν’ αναλογιστώ τα καινούρια.

 

Birthright[ii]

 

Begin with white sheets

flapping amiably in an early breeze,

the heavens dawning biblical blue

and my mother teaching me to believe

in the goodness of mankind

but to trust no man.

 

Then, continue unfolding her story

until, naturally, it lives

to create a shade around my heart.

 

Now, look at me. What I need to tell you

is this: When the only man I knew,

my father, knocked, I locked him out.

At the dining room table,

picking chicken bits from a wishbone,

I heard my father's call. Once. Twice.

 

But nakedness is my enemy

and fear, the red yes of my existence.

 

This was not what I asked for—

the man's face, which is my face, shut out.

 

At night I dream I visit my own grave

but I am not dead. I lay there uncovered.

My face, the image of my father's.

I turn away from my body, his.

 

And each morning I am certain

he needs me.

 

So as my face turns away,

my hand reaches out.

 

It could.

Why shouldn't it? And yet,

 

repeatedly, I ask my mother why

I feel naked in familiar places.

 

She wonders what I fear

that she does not already fear.

 

At home father plays solitaire

until all his cards face up.

At the bus stop, mother and I wait.

A man jogs across the street

in the oily dusk. Grabbing my arm, she runs.

 

We pace in the falling darkness. The nakedness

of her city is my own nakedness.

 

And again in the house, mother says,

Child, look at yourself.

You've never looked worse.

 

Who I see, the girl facing me

in the bathroom mirror replies:

The way I look mirrors my father.

I am everywhere in the faces of black men.

Imagine the concern I feel for myself.

Πατρογονικό Δικαίωμα

 

Άρχισε με άσπρα σεντόνια

ν’ ανεμίζουν ήρεμα στην πρωινή αύρα,

οι ουρανοί να ξημερώνουν βιβλικό γαλανό

και τη μητέρα μου να μου μαθαίνει να πιστεύω

στην καλοσύνη της ανθρωπότητας

αλλά να μην εμπιστεύομαι άνθρωπο.

 

Έπειτα, συνέχισε να ξεδιπλώνεις την ιστορία της

μέχρι, φυσικά, να ζει

για να σκιάζει την καρδιά μου.

 

Τώρα, κοίταξέ με. Αυτό που έχω να σου πω

είναι το εξής: Όταν ο μόνος άντρας που γνώριζα,

ο πατέρας μου, κτύπησε την πόρτα, τον κλείδωσα έξω.

Καθισμένη στην τραπεζαρία,

ξεκοκκαλίζοντας το κοτόπουλο για να κάνω γιάντες,

άκουσα τη φωνή του πατέρα μου. Μια φορά. Δύο φορές.

 

Αλλά η γύμνια είναι ο εχθρός

μαζί κι ο φόβος μου, το κόκκινο ναι της ύπαρξης μου.

 

Δεν ήθελα να συμβεί αυτό—

το πρόσωπο του άντρα, που είναι και δικό μου πρόσωπο, αποξενωμένο.

 

Τη νύχτα ονειρεύομαι πως επισκέπτομαι τον τάφο μου

αλλά δεν είμαι νεκρή. Ξαπλωμένη είμαι εκεί κι ακάλυπτη.

Το πρόσωπο μου, η εικόνα του πατέρα μου.

Αποστρέφω το βλέμμα από το σώμα μου, το δικό του.

 

Και κάθε πρωί είμαι σίγουρη

πως με χρειάζεται.

 

Οπότε καθώς στρέφω αλλού το πρόσωπο μου,

απλώνω το χέρι μου.

 

Θα μπορούσε.

Γιατί όχι; Και όμως,

 

επανειλημμένα, ρωτάω τη μητέρα μου γιατί

νιώθω γυμνή σε γνώριμα μέρη.

 

Αναρωτιέται τι με φοβίζει

που δεν φοβίζει ήδη την ίδια.

 

Στο σπίτι ο πατέρας ρίχνει πασιέντζες

μέχρι που αποκαλύπτει τα χαρτιά του.

Στη στάση του λεωφορείου η μητέρα κι εγώ περιμένουμε.

Ένας άντρας διασχίζει τρέχοντας τον δρόμο

το λιπαρό αυτό σούρουπο. Μου αρπάζει το χέρι εκείνη, και τρέχει.

 

Βαδίζουμε στο σκοτάδι που πέφτει. Η γύμνια

της πόλης της είναι και δική μου γύμνια.

Και ξανά στο σπίτι, η μητέρα λέει,

Κόρη, για κοίτα τον εαυτό σου.

Δείχνεις πιο χάλια από ποτέ.

 

Αυτή που βλέπω, το κορίτσι απέναντί μου

στον καθρέφτη του μπάνιου απαντά:

Η όψη μου καθρεπτίζει τον πατέρα μου.

Είμαι παντού στα πρόσωπα των μαύρων αντρών.

Φαντάσου πόσο ανησυχώ για μένα.

 

Μετάφραση: Χριστίνα Τσιαμπάου, Λιάνα Σακελλίου

© Poeticanet

[i] Rankine, Claudia. “New Windows.” The Kenyon Review, vol. 16, no. 2, 1994, pp. 19–20. JSTOR, www.jstor.org/stable/4337027. 22 May 2021.

[ii] Rankine, Claudia. “Birthright.” The Kenyon Review, vol. 16, no. 2, 1994, pp. 17–18. JSTOR, www.jstor.org/stable/4337026. 22 May 2021.


Ημ/νία δημοσίευσης: 14 Ιουνίου 2023