Εκτύπωση του άρθρου
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ

Διάλυση
 
 
Μια νέα εποχή συνδέεται
με την αντίληψη που έχουμε της ομορφιάς
όταν συμβεί να συγκρατούμε πλέον μέσα μας τη Γη
Τότε η ζωή
δεν ξεγελά με επιχειρήματα σχοινοτενή όπως παλαιότερα
όταν το ωραίο, προβάδισμα ανεξήγητο κατείχε, «χωρίς γιατί»
   -τι άλλο υποστηρίζει το τριαντάφυλλο;-
όταν το ποίημα έκοβε τον δρόμο
σαν ένα πρόσωπο γυναίκας που δεν οφείλεις ν’ αγαπάς και
   -όχι ακόμα, ωστόσο ναι-
πρέπει να προσπεράσεις στρέφοντας προς τα κει τη θέληση
ώστε να μην το θέλει
αναζητώντας μιαν επιείκεια προσιτή
 
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι μέσα στην ομορφιά
υπάρχει η επιθυμία για ομορφιά
σα να έπρεπε το κραταιό να συντριβεί για να τελειωθεί
στο μαύρο επιστρέφοντας το δάνειο φως του
δίχως η φιλαυτία να βλαφτεί
   -το κύρος του εμφανέστατου της αδικίας
   
«Ναι, είσαι όμορφη!
Αλλά προς τι;
Αυξάνεται τουλάχιστον της ζήλειας ο ευγενισμός;»
 
Τότε, δυνάμει μιας μεταγωγής στη Διάλυση
νηφαλιότητα επιτέλους θα απλωθεί
(το αυτονόητο άμορφο του ύπνου)
Ολοκληρώνεται η εποχή και, πτητικότεροι, οδεύουμε
 
Βάλθηκα να σβήσω την εικόνα του προσώπου σου
Σα λυσσασμένος εικονοκλάστης αγανακτώ με τη λιτάνευση της Θεοτόκου
στα όρη και τα βουνά της Αυτοκρατορίας
Το ασχημάτιστο ζητώ στου ξύλου τα νερά
κάτω από χρώματα και προπλασμούς
Μπροστά στη δεξιοτεχνία του Ευαγγελιστή Λουκά αδιαφορώ
και την καρδιά μου ν’ απαλύνω προσπαθώ
από την τυραννία των τεχνών
Αν πρόκειται να ελευθερωθώ, δεν το γνωρίζω
Διαλύω όμως την κατατομή στα μέρη μιας ανατομίας πρόχειρης
που μου διδάσκουν τώρα οι περιστάσεις της ζωής
Μορφή δεν θα ’πρεπε να συντεθεί
στοιχεία μόνο, διάσπαρτα, κακήν κακώς
σα σκουριασμένα τάματα στα πόδια σου
μάτια που έβγαλα μονάχος μου
σαν τις ψηφίδες λαμπερού ψηφιδωτού
που φιλοτέχνησες εσύ στις κόχες των λοβών μου
 
Τα τόξα των φρυδιών σου και τα χείλη
θα ήταν δυνατό ν’ ανήκουν σε οποιαδήποτε
όχι όμως με τους όρους σου:
τυχαία, όπως τυχαία είναι η ομορφιά
πριν τη φροντίσει ο ισόβιος Αμπιγιέρ
(Κοίτα τον πώς σε λοιδορεί ανεβασμένος στη μηλαπιδιά!)
 
Απέστρεψα το βλέμμα από το θείο
Σταμάτησα τα Εισόδια να ιστορώ, τους Ευαγγελισμούς
την Άγια Ζώνη κλέβω απ’ το σεπτό σου σώμα, χαμηλά
έξω σχεδόν από τη ζωγραφιά
Τη δίκαιη τιμωρία αψηφώ του Γαβριήλ
Μόνος θ’ ακρωτηριαστώ με ξύλινη ρομφαία
και τρικαντό στην κεφαλή σαν παλαβός
αν μου επιτραπεί από το νόμο της καρδιάς
Στο ανέκφραστο εισέρχομαι
σαν τον Ρουμπλιόφ της σκοτεινής σιωπής μου
Τώρα, το άτεχνο ζητώ, το άσχημο
όχι του ωραίου την ανταμοιβή σε ονειροφαντασίες
Ζητώ επακριβώς την ασταθή ασφάλεια του τετριμμένου
(Οπότε, εντάξει)
Βλέπω μιαν άλλη ομορφιά και ειδοποιώ
μπηγμένος σαν καρφί στη γνάθο σου
πως τα οστά
   -τους συκοφάντες της φθοράς-
τα στοίβαξα επιμελώς ένα προς ένα
όπως μαζεύουν σκελετό πολεμιστή σε χάλκινη φιάλη
   -στάχτη σχεδόν, με ασβέστιο και πέτρες
    που τις διακρίνω απ’ τους πεσσούς του ζώου που ενταφιάσαμε μαζί
   
Και δεν φαντάζεσαι πόσο λυτρώνομαι και μόνο που σ’ το λέω
χωρίς να είμαι αγνώμων προς εσέ
   -αιτία μου και καταπίστευμα του λίγου τάλαντου που αντέχω
    φύλακα της οικείας ηδονής
 
«Είμαι η γυναίκα, πιο γυμνή κι από τη γύμνια
  Ορθή μπρος σ’ ένα νόμο αμείλικτο
  Είμαι η ονειρεμένη σύζυγος» 
 
«Ε, και!»
 
Μέσα από ψήγματα χρυσού στην άμμο της κλεψύδρας
μιαν άλλη βεβαιότητα ενσταλάζεται, του Πανδαμάτορος
που έτσι κι αλλιώς επεξεργάζεται το δέρμα των ανθρώπων
Ο Χρόνος, ο βυρσοδέψης, ο έμπειρος
με φάρμακα και με νερά πολλά
   -χλώρια και αμμωνία-
δεν είναι φυσικό να μας τελειοποιεί
έτοιμους για το φαιό σκιών που αναμένουν;
 
Διάλυση
Πότε οι άνθρωποι θ’ αποδεχθούν το ειδικό κεφάλαιο που ανοίγεις;
Χίλιες φορές μπροστά από τον ρεμβασμό
Διόλου παραμυθητική
Της ακαμψίας φόβητρο
Άγρια, συνένοχη του θαύματος
αλλά απτή, θαμπή, ευγνώμων
 
Φτιάχνουμε κατ’ εικόνα το ακόρεστο του απείρου
και αποβιώνουμε μετά
χωρίς το μεθεόρτιο αναπαμό για ό,τι κερδίσαμε σκληρά
και χάσαμε ύστερα με ίση δυσκολία
Είδωλα φτιάχνουμε αρεστά εκεί που το ωραίο επικρατεί
ωθώντας το ορατό στην απολυταρχία
Κι ύστερα ανταμώνουμε σε ποίημα γενικό
   -όχι ρέκβιεμ, ούτε παιάνα-
ποίημα ισοσταθμιστικό μόλις και μετά βίας της ζωής
 
Όψιμα έχω απαλλαγεί από το τρομερό
Όχι από τον καταναγκασμό της ομορφιάς
αλλά απ’ ό,τι θα έπρεπε εξάπαντος ν’ απαλλαγώ
ώστε να μη διακρίνεται εμφανώς η εναλλαγή
-του άμορφου και του όμορφου-
υπό συνθήκη αμοιβαίου εκτοπισμού
 
Το χίασμα δεν εξιστορείται αλλιώς παρά στο ποίημα:
μίμηση και καταγραφή, μίμηση και καταγραφή
παρότι πάσχω απροστάτευτος απ’ το συμβάν του ήλιου
 
 Γιώργος Βέλτσος
  
[Τα δημοσιευόμενα ποιήματα ανήκουν στη συλλογή Ανάποδα οδεύει ο δολοφόνος, που θα εκδοθεί από την Ίνδικτο.]

Ημ/νία δημοσίευσης: 29 Ιουνίου 2009