Εκτύπωση του άρθρου

Γράφει ο Αντρέας Τιμοθέου

 

 

 

 

ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ: O ΘΥΡΩΡΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ 

Εκδόσεις Κέδρος, 2022.

 

Ποιος να ’ναι άραγε ο θυρωρός των ημερών; Είναι ένας άλλος μικρός πρίγκιπας που εξημερώνει τις μέρες του βίου μας ή ένας τύραννος που τις καταδυναστεύει; Ο ευρηματικός τίτλος της τελευταίας ποιητικής συλλογής της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου ανοίγει ορίζοντες στη σκέψη του αναγνώστη σχετικά με την Ποίηση, τον Χρόνο και αυτό τον άγνωστο κύριο, που παραφυλάει στη γωνία, για να κρατήσει το ουσιαστικό που φτιάχτηκε, λέχθηκε ή γράφτηκε μέσα στον βιωμένο χρόνο της ύπαρξης του καθενός μας. Αυτός που παραφυλάει είναι ένας Μέγας Ποιητής, είναι ένας δημιουργός του μέλλοντος, είναι ο δημιουργός των πάντων, ο Ων που αγωνιά για το αν αυτό το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν ευδοκιμεί ακόμα;

Μετρά ο ωρολογοποιός
με τη μεζούρα του ράφτη πια τον χρόνο.

Αυτοί είναι οι πρώτοι δύο στίχοι της ποιήτριας στο ποίημά της «Ο Θυρωρός των ημερών». Παίρνει μέτρα στον χρόνο για εκείνο το ένδυμα που μάλλον ποτέ δεν θα βρεθεί ο χρόνος για να ολοκληρωθεί, ακριβώς γιατί, όταν ολοκληρωθεί, δεν θα το έχουμε πια ανάγκη. Θα είμαστε άραγε πρωτόπλαστοι, χωρίς αίσθηση ντροπής; Θα είμαστε γυμνά σώματα ερωτευμένων που θα κλείνουν μέσα τους στιγμές αθανασίας; Θα είμαστε άψυχα σώματα έτοιμα να τα υποδεχθεί η γη; Εκφράζω την αδυναμία μου να απαντήσω, αλλά δηλώνω βαθύτατα γοητευμένος από τούτο το μυστήριο, στο οποίο μας μυεί η υψηλή Ποίηση. Αυτό που ο ωρολογοποιός μου έφερε στον νου είναι το σάβανο που έπλεκε η Πηνελόπη για τον Λαέρτη. Ήταν η τέλεια πρόφαση, για να αποκρούσει τους μνηστήρες. Μια πρόφαση στην οποία ασκούσε απόλυτη εξουσία. Έραβε τη μέρα, ξήλωνε το βράδυ. Μετρούσε, περιόριζε και μεγάλωνε τον χρόνο ως υφάντρα. Το σάβανο, μάλλον ήταν ο προσωπικός θυρωρός των ημερών της.

Σκέφτομαι πως στην περίπτωση της ποιήτριας αυτός ο θυρωρός είναι ίσως η ίδια η γραφή της. Μάλλον τη φρουρεί η Ποίηση. Λάμπει μέσα κι έξω, αυτό το κέρδισε αναμφίβολα με τη μαθητεία της, μα ξοδεύεται χωρίς να σκεφτεί λεπτό ποια θα είναι η οικονομία της για την επόμενη μέρα. Μάλλον είναι ο μόνος τρόπος να αντιστέκεται στη σκόνη των ημερών. Όσο για τη χρυσή κλωστή, ενίοτε την περνάει στα μαλλιά της, φτιάχνει με αυτήν έναν λαβύρινθο, μα πάντα αφήνει το ενδεχόμενο ανοιχτό στον επισκέπτη. Η κλωστή έχει το τέλος της στο στήθος της, στο μέρος της καρδιάς, μα δεν ξέρω πόσοι στ’ αλήθεια σκέφτηκαν να αρχίσουν από εκεί. Οι πιο δικοί της, μάλλον είναι αυτοί που κατάφεραν να δουν το σημάδι που τους άφησε, και έτσι ξεκινώντας απ’ την καρδιά δεν χρειάστηκε καν να λύσουν το μυστήριο του λαβυρίνθου.

Αυτό ήταν το σύντομο αλλά πολύ γοητευτικό αναγνωστικό ταξίδι που διένυσα διαβάζοντας το πρώτο ποίημα της συλλογής. Ακολούθως θα ξεδιπλώσω την ανάγνωσή μου, θα προσπαθήσω να συστήσω αυτή τη μεταξωτή κλωστή με την οποία διαπέρασε η ποιήτρια την προσωπική της αλήθεια μέσα στην ποίησή της.

Η γυναίκα στο ποίημα «Αγία Ερημία» περιμένει, είναι Αύγουστος και περιμένει, και σκέφτομαι πως είναι ο πιο σωστός μήνας, για να περιμένει κανείς. Όλα μέσα σε αυτό τον μήνα έχουν χρόνο να αρχίσουν και να τελειώσουν, μα πιο πολύ χωράει μέσα του ο Αύγουστος όλους τους άτολμους έρωτες που θα τους βρίσκει αιωνίως μετανιωμένους ο Σεπτέμβρης. Είναι τότε που τα φωνήεντα Βοημίας γίνονται κραυγές και απλώνεται πάνω τους μία σιγή απόλυτη, καθώς την επιβάλλει το πιο υπάκουο σύμφωνο «Σσσσσσς».

Το «Ξένο Σώμα», το μοναδικό, το πιο δικό της, φλέγεται μαζί της, καθώς προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει την αυστηρή διάλεκτο της γυμνής σιωπής της ίδιας της ζωής. Κάθε φορά που πλησιάζει στη λύση, ο Δήμιος τα τύμπανα χτυπά και την μπερδεύει, γι’ αυτό και πάλι απομακρύνεται, όπως συνήθως κάνουν οι πλησίον.

Με το ποίημα «Ρακοσυλλέκτες τελικά» η Λουκίδου επιστρέφει και πάλι στο ένδυμα. Όταν χρατς θα «κόβεται το ύφασμα», όταν χρατς θα «σκίζεται το χαρτί», όταν χρατς θα «πάει και η ζωή μας», το μόνο που θα μείνει ολάκερο, πέραν από την ανατολή μας θα είναι η καλοσύνη μας, διάφανη και λαμπερή.

Έπειτα το ποίημα «Αυτοάνοσο», αποτέλεσμα κάθε ουρλιαχτού που μας περικυκλώνει και ναυαγεί εκθαμβωτικά μέσα μας, νομίζοντας πως ατάραχα το καταπίνει η γη του σώματος και της ψυχής μας. Μα έλα που η αντήχηση του τρόμου μάς επισκέπτεται, και μας γυμνώνει έκπληκτους η στιγμή και το πλήρωμα του ναυαγίου.

Η ποιήτρια παίρνει μέρος σε μια σκηνή «Tableau Vivant μέχρι νεωτέρας». Η πολλά υποσχόμενη και στεφανωμένη σαν Πρωτομαγιά ήπειρος, δεν την ξεγελά. Γνωρίζει καλά πως κουμάντο κάνει η κατάρρευση, όσους καρπούς κι αν γεννήσουν οι σφιχταγκαλιασμένοι. Η παντοδύναμη συντριβή δεν αποσιωπάται, και μόνη της αποστολή είναι η αφήγηση της ομορφιάς, μία κατασκευή ανακούφισης για εκείνη και για όσους εισπνέουν ή έστω υποπτεύονται την καταστροφή.

Στο ποίημα «Ο Θαλαμηπόλος» ο ίδιος ο θάνατος καταθέτει την ευγνωμοσύνη του στους αυτόχειρες ποιητές που συνεργάστηκαν μαζί του, όλες τις ένδοξες και άδοξες σκιές της άγραφης σελίδας, στη Βιρτζίνια Γουλφ, στη Σύλβια Πλαθ, στην Κατερίνα Γώγου, στον Περικλή Γιαννόπουλο.

Η βαλίτσα, σύμβολο ταξιδιού, αρχής και τέλους, τιμάται με μια ωδή. Όσο και αν συνωστίζεται, όσο και αν προσπαθεί να προσαρμοστεί στο «πήγαινε έλα», αυτό που γίνεται παρηγοριά και δυνατότητα είναι το μωβ μικρό της σχήμα. Γίνεται όμως και βαθιά επίγνωση του κόσμου που πορεύεται και όλο θα πορεύεται.

 

ΩΔΗ ΣΤΗ ΒΑΛΙΤΣΑ

Άσαρκα και ενάντια
συνωθούμενα στη θλιβερή ασκητική

συμπιεσμένου σκότους
αφτέρουγα φτερουγίζουν
στη διαλεκτική υποκύπτοντας
προσωρινής αιχμαλωσίας.
[Φορέματα αποπλάνησης μεταξωτά
και μεταμεσονύχτια των διάφανων ψευδαισθήσεων
μια πρόνοια βαμβακερή για το αγιάζι
φυσά εκεί που πας μακριά από τη συνήθεια
κι οι φαεινές ομίχλες επιφυλάσσουν κάποτε
έναν σπινθήρα βέβηλο για τα αρθριτικά.]
Τι γυρεύει το Γλωσσικό πλέγμα του Τσελάν
κάτω απ’ την τουρκουάζ μου μπιζουτιέρα
τα πάνινα σανδάλια παραλίας
δίπλα σε οράσεως γυαλιά
μια εγρήγορση παγιδευμένη στο αβέβαιο
είναι εκ φύσεως μυωπική και θολωμένη –
τι γυρεύει μια εικονίτσα χάρτινη
πάνω από τα Depon
κι εσάρπες αφοδράριστες
ν’ αφήνουν άρωμα Chanel στις αποβάθρες;
Μια πλάνη απροβάριστη βλασταίνει ετοιμοθάνατη
πίσω απ’ το δίχτυ με το φερμουάρ
να μη συγχέονται τα καθαρά με τα κηλιδωμένα –
και πια μόνο το άναυδο ακέραιο μεταφέρεται
δεν μεταφέρεται ο ουρανός κι η σκονισμένη λάμψη
τα γεγονότα της απλότητας
κι η τρυφερότητα που δεν εξουσιάζει.
Και το νερό...
Απαγορεύεται η νεροποντή και κάθε υγρασία.
Εξαιρούνται τα αποξηραμένα δάκρυα
στο φόρεμα της κηδείας.
[Μάης κι ο ήλιος έκαιγε κείνο το μεσημέρι
και δεν θα ξανανέβαζα
στον θάλαμό σου τη βαλίτσα
τέρμα τα επισκεπτήρια στο μισοτελειωμένο.]
Ναι, τα είπαμε τα υγρά, απαγορεύονται.
Ούτε κανένας ζωντανός οργανισμός
εντός σου να σπαράσσει
χτύπος, παλμός κανένας
γιατί στον έλεγχο χτυπάει ο συναγερμός
και έξω βάλλεται εκείνο που αναπνέει.
Καντίκιοϊ - Μόναχο
Μόναχο - Σαλονίκη
Αθήνα - Βόλος - Λεμεσός
μια οικουμένη σύσσωμη σε ασφυξία.

Ας επανέλθουμε, λοιπόν, στο μοβ μικρό σου σχήμα...
Δεν βρέχει πια

και οι σταθμοί κανέναν δεν τελειοποιούν·
αντίποινα οι αποχαιρετισμοί
για εκείνο που διαβαίνει.
Ταξιδεύω, ταξιδεύεις, συνωστίζομαι.
Εποχούμενη πελμάτων επιστρέφω
πειστήρια συλλέγοντας επάνω σου
σφραγίδες και αριθμούς.
Μες στο συρμάτινο κλουβί που ουδέποτε ανοίγει
το μοβ μικρό σου σχήμα με παρηγορεί.
Είναι, όσο να πεις
μια κάποια δυνατότητα.

Η ευγενική μορφή του πατέρα προβάλλει στο ποίημα «Μονωδία». Η ποιήτρια βιώνοντας τη στέρηση της τελετουργίας των χεριών γράφει:

Κι εμένα κάποτε, μια μέρα που δεν θα το περιμένω
μια ώρα του κήπου αδιάφορη

κάποιος θα προσπαθήσει
να με ελευθερώσει.

Μήπως όμως αυτός ο ελευθερωτής δεν είναι χέρι ξένο, αλλά το ίδιο το χέρι της Ποιήτριας που θα σηκώσει τη γυάλινη επιφάνεια του κήπου, για να δραπετεύσει;

Κι από το χέρι που θα ελευθερώσει, περνάμε στην ανάγνωση της αφής από τους χειρομάντες, αφού επιλέγει να μας φανερώσει την Αθήνα με τη ματιά της, μια πόλη γεμάτη αινίγματα και αντιφάσεις, αλλά τόσο γοητευτική. «Αθήνα με τη Μέθοδο Μπράιγ», λοιπόν.

Κι όμως δεν τελειώσαμε ακόμα με τα χέρια, αφού στο ποίημα «Ecce Homo» μοιράζεται μαζί μας το εκπληκτικό:

Ένα αγκάθι μάθαινε μες στα χέρια του
την ιστορία της πληγής.

Με ξέρετε; τον ρώτησα.
Μοιράσαμε ποτέ στα δυο
μία χιονόμπαλα, ένα λάθος
ή έστω τα διαλυτικά στο γιώτα τού «χαϊδεύω»;

Τίποτα πιο ξεκάθαρο και ιαματικό από το χάδι. Έστω κι εκείνα τα διαλυτικά στο γιώτα του χαϊδεύω, έχουν τη δύναμη να αποτεφρώσουν τον κάθε παιδικό εφιάλτη.

Άλλωστε στο ποίημα που ακολουθεί «Οι ήρωες του Μπέκετ φορούσαν πάντοτε καπέλο» μάς εκμυστηρεύεται:

Θέλει κουράγιο και ευγένεια να υποδύεσαι τον υπηρέτη
γι’ αυτό κι εγώ, αντίθετα μ’ εσένα, Βλαντιμίρ
για να μη σκέφτομαι, σωπαίνω ακατάπαυστα
αφού ο λόγος απέχει από το τίποτα
όσο το χάδι απ’ την αυθάδεια.

Στο ποίημα «Ο Ερωτιδέας και η πρόσκληση σε δείπνο», ένα βρέφος με ό,τι αυτό σημαίνει για τον καθένα μας, αναβοσβήνει ανυπεράσπιστα τα χέρια του, σπαράζει στο κλάμα μέχρι το ποιητικό υποκείμενο να το πάρει στα χέρια με λαχτάρα. Με την ίδια λαχτάρα μάς αφήνει όμως κι εμάς στον τελευταίο στίχο, αφού το αβοήθητο βρέφος τελικά τον κατασπαράζει.

Και μιας και μίλησα για βρέφος, «Χριστούγεννα χωρίς…» ο τίτλος του επόμενου ποιήματος όπου κλείνει λέγοντας:

Μακάριοι οι αφελείς κι οι απασχολημένοι
όσοι δεν αφουγκράζονται βουή να κατεβαίνει

απ’ τους εξώστες του ουρανού
σαν Πάτμος που αιωρείται.

«Σήμερον
Θεός εν φάτνη ανακλίνεται»

Κι ενώ γνωρίζουμε πως ο Θεός τον θάνατο ήρθε να νικήσει, η ίδια υπογραμμίζει εμφατικά: «ο πρώτος θάνατος συμβαίνει μες στη γλώσσα».

Πολλά τα σημεία της Ποίησης της Λουκίδου που εκφράζουν μια βαθιά θρησκευτικότητα και ουσιαστική και ζωοδόχο σχέση με το θείο. Με μεγάλη επίγνωση της όντως Τέχνης στο ποίημα «Από το σπίτι της Παρόδου Κράσνη 18 μέχρι το σπίτι μου» δηλώνει: Η τέχνη του βίου έγκειται στην προετοιμασία.

Για να σημειώσει παρακάτω:

Κι εδώ δεν είναι φάτνη ούτε στοά
ένα ιερό μαγειρικής απλώς

όπου ετοιμάζεται η έξοδος προς την ελευθερία
η αποτίναξη του ψέματος
που κρύβει στο ημίφως τα πουλιά.

Άλλωστε είναι βαθιά συνειδητοποιημένη καθώς γνωρίζει πως: ο στροβιλισμός της αιωνιότητας ψεύδεται, γι’ αυτό και αποστρέφει το βλέμμα της από κάθε Αχερουσία και διαβιεί ατρόμητη.

Από την ποίησή της ασφαλώς δεν θα μπορούσε να λείπει η Περσεφόνη που όπως η ίδια δηλώνει προσπαθώντας να μοιράσει τα ρόδια της ήθελε μόνο να μάθει πώς να ζει. Ωστόσο το μυστήριο του θανάτου παραμένει αψηλάφητο. Μαζί όμως με αυτή τη βεβαιότητα προκύπτουν και κάποιες διαπιστώσεις από τους ίδιους τους στίχους της:

1η
Έχει μνήμη, ο στεναγμός, κρατά αρχεία ο πόνος
μπορεί να υποκρίνεται μα δεν αποξεχνιέται.
2η
Τα τάματα των ποιητών σκουριάζουν στα βιβλία.
3η
Η μόνη αδιαπραγμάτευτη περιοχή της υφηλίου
η άδεια αγκαλιά.
4η
Και είναι το ποίημα αμμώδες;
Ναι, γιατί είναι γυάλινο και σπάζει.
5η
Η μνήμη της αφής, αφήγηση ατελείωτη
που βασανίζει τους ακροατές
τους καθηλώνει σε θέση αναπηρική.

Σε αυτή τη συλλογή της Ευτυχίας σημείωσα αρκετές φορές τις λέξεις φτερά, άγγελος, πουλιά, πούπουλο. Υποψιαζόμουν πως θα υπήρχε μια εξήγηση. Όταν έφτασα στο ποίημα «Και πώς ξεκινάτε να γράφετε;» πήρα την απάντηση που έψαχνα. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι θραύσματα της αθώωσης. Τα συνθέτει στο εργαστήριό της και πάντα τυχερή καταφέρνει να κρυφακούσει και να καταγράψει όσα μοιράζεται μαζί μας. Μέσα από την ποιητική της σκέψη και γλώσσα εγκαινιάζει τελικά την καλοσύνη των φτερών. Άλλωστε η ίδια δηλώνει κάπου παρακάτω:

κι ό,τι κρατιέται ανάλαφρα / απ’ το στηθαίο του βλέμματος / μόνο την ενοχή κατακρημνίζει.

Τα διαλογικά της ποιήματα άκρως γοητευτικά αποτυπώνουν αυτή τη μεγάλη τελικά αλήθεια πως όταν γράφουμε, γράφουμε μαζί με όλους τους προηγούμενους και τείνουμε το χέρι προς όλους τους επόμενους, γι’ αυτό και συν-γράφουμε. Η δική της συγγραφή είναι μια εναγώνια προσπάθεια απομάκρυνσης του περιττού, η αφαίρεση είναι αυτή που την οδηγεί στην αρμονία που θρησκεύεται. Δεν τρέφει όμως αυταπάτες γι’ αυτό και γράφει:

Το βλέμμα είναι το νόημα
κι αν κάτι εντέλει σώζεται

ερήμην μας και αν…
κι αλλού:
κι εσύ πεταλούδα που καίγεται
κάτω απ’ τους προβολείς.

Τα φτερά αυτής της πεταλούδας ανοιγόκλειναν μπροστά μου όσο διάβαζα την υπέροχη ποίηση που υπηρετεί.

Στο ποίημα «Ευτυχία είναι ή έξι σκηνές κάτω απ’ τον πολυέλαιο» γράφει:

Όσο για την απρόσιτη Πηγή
φέγγει πυκνοκατοικημένη.

Άλλωστε ήταν αυτή το αίνιγμα
που μόλις τώρα λύθηκε.

Στο ποίημα «Κινηματογραφικός φακός 1922» καταλήγει:

Την περηφάνια μας μονάχα να θυμάστε.

Αν μπορούσα να συνδέσω και να μεταγράψω αυτά τα δύο ποιήματα, θα έλεγα: Η Ευτυχία μάλλον είναι… το αίνιγμα που μόλις τώρα λύθηκε. Και πως μετά από αυτή της την κατάθεση, την περηφάνια της μονάχα να θυμάστε.

Μες στον κατακλυσμό της ποίησης τής εύχομαι να μεταλαμβάνει πάντα τα ιερά. Να έχει θάρρος απαράμιλλο να ξεδιαλύνει μέσα από τις στάχτες τα «ωσαννά». Εύχομαι η ζωή να της κρύβει στη γωνία πολλά ακόμα χατίρια.
Πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει, έγραφε το παραμύθι.


Αντρέας Τιμοθέου

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 23 Μαΐου 2023