Εκτύπωση του άρθρου
ΝΙΚΟΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
 
Καταστροφές
 
ιππόκαμποι από βυζαντινή περγαμηνή στον ύπνο των νερών μουλιάζουν. οι δύτες ανασύρουν στην επιφάνεια της ανάγκης μου το εικόνισμα της αγίας υπομονής θαμμένο τόσον καιρό κάτω απ’ τη λάσπη της πραγματικότητας. τη φωτόλουστη διατριβή που εκφωνώ εδώ θα καταθέσω νόμισμα στο μέλλον. η γυναίκα με το πιστόλι στο χέρι μπαίνει στο δωμάτιο ξαφνικά και με σκοτώνει που τόσα χρόνια δεν την ονειρεύομαι
.
φωτογραφίζομαι κάτω απόναν καημένο πλάτανο στον κάμπο της ανδανίας τον αύγουστο του 1980. εξατμίζεται η φήμη μου στη ζέστη το μεσημέρι εδώ νυστάζουνε και τα τζιτζίκια. ακούω το χάλκινο νερό στο ρέμα δίπλα να συζητάει με τα μιγαδικά χαλίκια της κοίτης του άν ήταν ο γεώργιος σφραντζής αυτός που μόλις πέρασε πάνω στο πράσινο άλογο. κάτω απ’ το σκουτί μου έρπει η ματαιότητα το φίδι που ξύπνησε μες το μποστάνι. κάπου αλλού ρίχνουνε τώρα ασύγγνωστα την τρυγημένη τύχη μου. στο πλήρωμα που θα τραβήξει τα κουπιά προς τον ψυχαναγκαστικό ὁρίζοντα
.
ο αυτοκινητόδρομος διασχίζει τραγουδώντας τον χέρσο χρόνο προς το σούνιο. το λιγωμένο τοπίο τον συναντάει κάθετα και του λέει με σκάψανε πριν από χρόνια οι πρόσφυγες της μικρασίας γέρασα το αττικό μου κάλλος άφησα πίσω τό άγουρο μέλι του υμμητού και ετοιμάζομαι να πέσω γυμνό τοπίο μες τη θάλασσα που μηχανεύεσαι μη σώσεις τύραννε την αγάπη μου. τυχαία δέντρα εδώ κι εκεί. πίσω από το γεφύρι στη στροφή παραμονεύω σε με χέρια εκρηκτικά
.
άνοιξε τελικά και γιατί ο ασίγαστος κύκλος του μπάλου που χορεύαμε αμίλητοι έγινε αίφνης ταξίδι ευθύ κι αστάθμητο. στα συναισθηματικά σύνορα της επιβίωσης κατεβήκαμε στο αμφίθυμο ζύγι του έναστρου χρόνου ξεπαγιάσαμε. την αποσύνθεση της έντασης ακολούθησε μιά ανυπόφορη ανακούφιση και κουρασμένη ασυνεννοησία πλήξη για πρώτη φορά στις συζητήσεις μας κι ένας καιρός σπαρτιάτης δυσκόλεψε τις άκεφες βόλτες στην ξένη πόλη. μόλις γυρίσαμε παντρεύτηκες και από τότε ζω στο εξωτερικό
.
παραπατώντας βρέχω τα πόδια μου στις επισκέψεις των νερών στις αιχμηρές πέτρες της παραλίας. η δίψα μου παραληρεί πως βλέπω τώρα την παλίρροια ενός σεισμού που πάει να πνίξει τη νέα λισαβώνα. ατενίζω το σκοτάδι μου εντατικά μαζεύω τα όνειρα που θάξιζε νά δω. αυτός ο πόλεμος δε θάναι ίδιος με τον προηγούμενο εαυτό μου προετοιμάζομαι μασουλώντας φύκια που ξεχνάει η θάλασσα υποχωρώντας. οιωνοσκοπῶ με το μπαρόκ. τώρα το κύμα έρχεται με ορυμαγδό από πίσω και με ξεβράζει σε άγνωστη ήπειρο απέναντι. εκεί για χρόνια μάταια ευαγγελίζομαι ότι θ’ ανοίξω τα μάτια των κατοίκων της στόν κήπο με τις ηδονές
.
γιορτάζω την ανισόπεδη διάθεση της φύσης που έχει πια βγει από τα ρούχα της στο κεντ. μιά γυναίκα που έχασε το μυαλό της πίνοντας υστερικές μυρωδιές περιφέρεται στο προαύλιο του νοσοκομείου. βγάζει το πορτοφόλι της μου δείχνει πώς κέντησε νομίσματα αφιονισμένα τα φίδια του φωτός που δάγκωναν τις νύχτες της. θα πήγαινε τώρα σ’ ένα μοναστήρι λέει μήπως της δώσει ο θεός καινούργιο όνομα ανθεκτικό και συγχωρέσει το σηκώτι της. καθ’ οδόν ενώ ο συρμός της οδυρότανε άνοιξε την πόρτα πήδηξε έξω ζωγραφίζοντας σκοτώθηκε
.
θαύμαζα τη θρησκευτική δομή των δεδομένων τη μυστική απληστία των αριθμών ανακάλυπτα την ειδωλομετρία των διασκεδασμένων σχέσεων κουτσομπόλευα με τον εαυτό μου ενώ ονειρευόμουνα παρηγορητικές εφαρμογές. φωσφόριζε η ανύποπτη μέθοδος της αιτιολόγησης μικρές κραυγές και κατανυκτικά επιφωνήματα ξεφεύγανε από το άσπιλο στόμα μου ά! και ίιιι...το οπτικό μου πεδίο δεν αλληγορούσε επιτέλους συγκεντρωμένο και ευτυχές. άργησα και αποκοιμήθηκα με το συριστικό βαυκάλημα της σκέψης μου δεν πλήγωσα ποτέ λογαριασμό στα μεταλλεί των ματιών μου σβήσανε έκπληκτοι χείμαρροι στην έρημη θάλασσα της οθόνης του υπολογιστή
.
αν το μυαλό μου αλήθεια μοιάζει με την πάτρα μεταβιομηχανική στην πελοπόννησο όπου αναίσθητος μεγάλωνα ανακάλυπτα άγνωστες αυλές στις σκέψεις μου γεμάτες σκουριασμένα σίδερα και βρώμικα δοχεία πλαστικά κομμάτια υφάσματα από ρούχα που κάποτε αγοράστηκαν σε φημισμένα καταστήματα που είναι τώρα γραφεία εταιρειών γεμάτα υπολογιστές υπάλληλους ψάχνοντας  ψευδαισθήσεις να πλουτίσουν καθώς ακούγονται τριγμοί ονείρων στο βάθος πάντα του μυαλού τους είναι οι θόρυβοι των τροχών του χρόνου όταν πλησιάζει να ξεματιάσει τους νεκρούς στο καρναβάλι κι από την άλλη είναι οι τριγμοί που κάνουν οι νευρώνες όταν με κόπο χημικό πολύ εκπέμπουνε μιά λάμψη κι ας είναι η τελευταία φορά που την διασκέδαση την λέω ντοπαμίνη αν όλα αυτά λοιπόν συμβαίνουνε μαζί με όσα συμπαρομαρτούν τότε το σώμα μου δεν είναι χείμαρος που κοίτεται έξω απ’ την πόλη διακονιάρης το σώμα μου είναι η ασταμάτητη βροχή που κάποτε πλημμύρισε τα πεζοδρόμια του κανακάρη του έρωτα και ρέει τώρα ήσυχο στην αποχέτευση κάτω στην θάλασσα που ας μην ξεχνάω ήτανε πάντοτε των ρομαντικών το ιδανικό νεκροταφείο
.
πώς ο χλέμπνικοφ κρύωνε σ’ ένα κακοφωτισμένο δωμάτιο κι από το χαμηλό ταβάνι κρέμονταν οι τελευταίες ώρες του και γύρω τους ένα ντελίριο μύγες οι λέξεις του βρωμούσαν. το παγωμένο ποτάμι πέρασε και ξερίζωσε συθέμελα το σπίτι
.
έτσι κι αλλιώς ο μισός μου κόσμος είναι πνιγμένος κάτω από τον καθρέφτη των νερών και όταν λάμνω τότε με βλέπει. για να κάνω ότι δεν ξέρω τίποτα κοιτάζω ψηλά τα μαύρα αστέρια που κρέμονται σ’ ασβεστωμένο ουρανό. έζησα τυφλωμένος από επίθετα καταστράφηκα ξαφνικά από την ανάμνηση του ουσιαστικού
 
Νίκος Αργυρόπουλος

Ημ/νία δημοσίευσης: 23 Μαρτίου 2007