Εκτύπωση του άρθρου

TRISTAN TZARA

Κυριακή

Στις καπνοδόχους σκούζει ο αγέρας με απόγνωση ορφανοτροφείου.
Σαν βάρκα μέσ’ στους θάμνους έλα κοντά μου ν’ αράξεις
στρώσε τα λόγια σου σαν τα κρεβάτια τα λευκά του ιατρείου,
κι εκεί, σε κυδωνιού κι ελάτης ευωδιά, μπορείς ελεύθερα να κλάψεις.

Πες μου για χώρες μακρινές,
γι’ ανθρώπους αλλόκοτους
και για των παπαγάλων το νησί.
Ίδια ένας φίλος που ’χει βγει απ’ το νοσοκομείο
γεμάτη χαρά κι απορία είναι η δική μου ψυχή.

Ακούω καλοσυνάτες γιαγιάδες στη φωνή σου,
τα χέρια σου, ποτάμι, στον κόρφο μου σαλεύουν.
Ω, να ’ξερες πόσο με γοητεύουν
τα κατοικίδια μέσα στο θηριοτροφείο της ψυχής σου.

Στη γέφυρα ένας άνθρωπος κοιτάει το νερό κι ανέμελα σφυρίζει.
Χαρά και ζεστασιά στο σπίτι, όπως στη στάνη όταν γεννιούνται αμνοί.
Το παραμύθι σου αποκοιμιέται, ελέφας μάλλινος σ’ ενός παιδιού την
  αγκαλιά.
Στο σπίτι, όπως σε γούρνα όταν ποτίζουν τ’ άλογα, σιγή.

Πομπές από κορίτσια οικότροφα περνούν στο δρόμο.
Στο κάθε βλέμμα υπάρχει κι ένα πατρικό σπίτι
με τραπέζια απλωμένα, με μικρές αδελφές,
με γλάστρες ανθισμένες έξω απ’ το παραθύρι.

Μόλις βραδιάζει το κρύο γλιστρά στο διάδρομο,
φίδι ατελεύτητο σέρνοντας την ουρά του επάνω στις πλάκες.
Κι η λίμνη, σαν ραμμένη με κλωστή,
ξεβράζει πνιγμένους
παραμερίζουν οι πάπιες.

Στου γείτονα ο πατέρας φιλάει τη θυγατέρα του αδιάφορος,
τη νουθετεί κομμάτι προτού φύγει.
Έκλεισε ο βάλτος ως μονής, πίσω από κόρη, η πύλη
γκλου-γκλου η αυτόχειρ
τα βατράχια κοπάσανε για ένα λεπτό.
Θα πάω να δω έναν ποιητή ατάλαντο και μελαγχολικό.


(1915)

Tristan Tzara


Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Νοεμβρίου 2006