Εκτύπωση του άρθρου

ΣΤΗ  ΛΥΠΙΟΥ  ΚΑΙ  ΠΑΛΙ

 

Η γλώσσα της Λυπιού είναι η σιωπή

 

Προοίμιο

 

Στη σιωπή τα ποιήματα

γεννιούνται όπως στον έρωτα

μόνο που το συνηθίζει

η ασυγκίνητη σιγή

και να τα γεννάει

και να τα καταπίνει.

 

1

Εδώ σπουδάζεις τη σιωπή

σα να ’ταν ξένη γλώσσα

κι αν έχεις ασκηθεί αρκετά

ξέρεις να ξεχωρίζεις τη διάλεκτο

της μέρας απ’ τη βαριά προφορά

της νύχτας.

Τα πουλιά τα μαθαίνεις απ’ έξω      

όπως και το φως που αλλοιώνει

τη σημασία του τίποτα.

Δεν θα μπορέσεις ποτέ αυθόρμητα

να εκφραστείς σ’ αυτή τη γλώσσα

όμως θα σ’ αιφνιδιάζει πάντα η αλήθεια της.

Διαβάζεις τα δέντρα, τα βουνά στο πρωτότυπο.

Λες: Τι έχω εγώ να πω σ’ αυτή τη γλώσσα;

Το πληγωμένο ζώο μέσα σου βαθιά δεν απαντά.

Σωπαίνει.

 

2

Ξέσπασ’ η βροχή σήμερα

σ' ένα ακατανόητο υβρεολόγιο.

Στο γυαλί της Τιβί οι κινήσεις

των ανθρώπων χωρίς ήχο:

χαμόγελα, σώματα, αγκαλιές,

χειραψίες, δέσιμο γραβάτας, μπουνιές...

Δεν άκουγα τα λόγια

και μου φαινόταν παράλογη

η γραφειοκρατία της ύπαρξης.

Γιατί, γιατί αυτός ο γλυκός αφηρημένος;

Με τι συντάσσεται το πάθος;

Φαίνεται λησμόνησα το συντακτικό

της νιότης.

 

3

Στον κήπο του καπηλειού

είναι άνοιξη κι οι ανθισμένες

καστανιές πονόψυχα σκύβουν

πάνω στους συνταξιούχους.

Μούσια, μουστάκια λευκά

λίγο γέλιο στα μπλε ξεπλυμένα

ματάκια πίσω απ’ τον αφρό της μπίρας

η σερβιτόρα λυγερή

σαν κούκλα μόλις βγαλμένη απ’ το κουτί

με τη μάρκα του θεϊκού πολυκαταστήματος

ακόμη στο λαιμό της.

  Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ


Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Μαρτίου 2006