Εκτύπωση του άρθρου

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΜΙΚΡΗ ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ

 
TΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ από τα ποιήματα της εκλογής αυτής δη­μο­σι­εύ­τηκαν τον Ια­νου­άριο του 2007 στην κα­θη­με­ρινή στήλη του «Αν­θο­λο­γίου» της εφη­με­ρίδας  Η ΑΥΓΗ.  Εδώ ανα­πα­ρά­γονται με την ίδια πε­ρίπου σειρά. Μόνο που στα ει­κο­σιέξι ποι­ή­ματα της αρ­χικής έν­τυπης πα­ρου­σί­ασης προ­σέ­θεσα ακόμη πέντε, όσες δη­λαδή και οι Δευ­τέρες του μηνός, κατά τις οποίες δεν κυ­κλο­φορεί πρω­ινός τύπος. Για την πρό­σκληση να ανα­λάβω «Αν­θο­λόγος του Γε­νάρη» ευ­χα­ριστώ τον 'Αγ­γελο Ελε­φάντη, αλλά και τον Νίκο Αν­τω­νάτο, συν­το­πίτη τε και συν­τε­χνίτη του Ποιητή. Για την επι­μέ­λεια του κει­μένου χά­ριτες οφείλω στην κ. Μα­ρίνα Κόντη. Εξυ­πα­κού­εται ότι η σύν­τομη αυτή πε­ρι­δι­ά­βαση στο πα­λα­μικό corpus δεν φι­λο­δοξεί να είναι αν­τι­προ­σω­πευ­τική. Γνώ­μονάς της υπήρξε, από τη μια μεριά, το ολι­γό­στιχο των ποι­η­μάτων – ένεκα του πε­ρι­ο­ρι­σμένου χώρου· από την άλλη, η επι­θυμία μου να σταθώ σε ορι­σμένες από τις λι­γό­τερο εμ­φα­νείς πτυχές της ποί­ησης του Πα­λαμά. Η πρό­θεσή μου αυτή εξηγεί και την πα­ρά­λειψη αρ­κετών πα­σί­γνω­στων ποι­η­μάτων, των οποίων η πα­ρουσία εδώ θα ήταν ει­δάλλως επιβεβλημένη.
 
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
 
* * *


[ Δευτέρα, 1 Ιανουαρίου 2007 ]

Η  Α Ρ Χ Η

Σε ξένη χώρα γυριστής καλέστηκα σε γάμο,
η νύφη είναι πεντάμορφη, και μάγος ο γαμπρός,
και καβαλλάρης βρίσκομαι και τρέχω να προκάμω·
δεν έχει ο δρόμος τελειωμό κι όλο τραβάω εμπρός.
Όλο και δρόμος, κι όλο εμπρός· μα όσο να φτάσω σε άκρη,
του αλόγου ασημοπέταλου βαστώ τη γαύρη ορμή,
και συμμαζεύω συνετά του ταξιδιού τα μάκρη
με κάποιους ήχους που ξυπνούν εντός μου σαν καημοί.
Ήχοι παλιοί και γνώριμοι μου γλυκοψιθυρίζουν
των γυναικών τις ομορφιές, τους ίσκιους των σπιτιών,
λουλούδια μού μοσκοβολούν κι ανθοί που δε μυρίζουν
έχουν τη γλώσσα των βουβών ολάνοιχτων ματιών.
Και ξανασμίγω αθέλητα και ξαναλέω τη ρίμα
που αντιλαλεί μονότροπα τις φλόγες των καρδιών,
κι όσα φιλάκια σπαταλά στην αμμουδιά το κύμα
κι όσα πουλάκια κελαϊδάν στα χείλη των παιδιών.


Ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 105
* * *
 

[ Τρίτη, 2 Ιανουαρίου 2007 ]

ΑΓΑΠΕΣ

'Αλλοι αγαπάν τα ντροπαλά και τα μικρούλια,
μέσ' στα κλουβιά γλυκοταΐζουν τα πουλάκια,
με του περιβολιού στολίζονται τα γιούλια,
και πίνουν το νερό που κελαϊδεί στα ρυάκια.

Ευφραίνουν άλλους γύρω στης γωνιάς τα θράκια
τα παραμύθια· άλλοι γρικάν τα νυχτοπούλια
και σπαρταράν· κι άλλοι, τρανού καημού σκλαβάκια,
λιβάνι καίνε αγνό στης ομορφιάς την πούλια.

Κι άλλοι βαθιούς διψάν τους ίσκιους μέσ' στα δάση,
και σεντεφένια την αυγή, και ματωμένη
τη δύση, τη γυμνή ερημιά φωτοκαμένη·

εσένα αγάπη δε σε δένει με την πλάση·
εκεί που σμίγ' η θάλασσα με τον αιθέρα
δρόμο ζητάς για να διαβής· να φύγης πέρα !

1896

Ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 29
* * *
 

[ Τετάρτη, 3 Ιανουαρίου 2007 ]

ΑΓΟΡΑ

Πάντα διψάς –όπως διψάει το πρωτοβρόχι
στεγνή καλοκαιριά– το βλογημένο σπίτι,
και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,
αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια κώχη.

Διψάς και το καράβι που το πέλαο το 'χει,
κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη,
κ' είναι μεστή η ζωή του μ' όλο τον πλανήτη·
και το καράβι και το σπίτι σού είπαν : «Όχι !

Μήτε η παράμερη ευτυχιά που δε σαλεύει,
μήτε η ζωή π' όλο και νέα ψυχή τής βάνει
κάθε καινούργια γη και κάθε νιο λιμάνι·

μόνο τ' αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει·
σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,
ξένος και για τους ξένους και για τούς δικούς σου.»

1896

Ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 28
* * *
 

[ Πέμπτη, 4 Ιανουαρίου 2007 ]

ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ

Γύρισα στα ξανθά παιδιάτικα λημέρια,
γύρισα στο λευκό της νιότης μονοπάτι,
γύρισα για να ιδώ το θαυμαστό παλάτι,
για με χτισμένο απ' τών Ερώτων τ' άγια χέρια.
Το μονοπάτι το 'πνιξαν οι αρκουδοβάτοι,
και τα λημέρια τα 'καψαν τα μεσημέρια,
κ' ένας σεισμός το 'ρριξε κάτου το παλάτι,
και μέσ' στα ερείπια τώρα και στ' αποκαΐδια
απομένω παράλυτος· σαύρες και φίδια
μαζί μου αδερφοζούν οι λύπες και τα μίση·
και το παλάτι ένας σεισμός το 'χει γκρεμίσει.

Ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 72
* * *
 

[ Παρασκευή, 5 Ιανουαρίου 2007 ]

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑ

Ω του σπιτιού μου πρωτογέννητο καμάρι,
θυμάμαι του ερχομού σου την αγία τη μέρα·
μια χαραυγούλα σαν μαργαριτάρι
λεύκαινε τον αστρόσπαρτο ακόμα αιθέρα.

Το ρόδο ολόδροσο δεν έμοιαζες πριν πάρη
ν' ανοίξει, αγκαλιασμένο απ' τη χλωρή μητέρα,
σαν άπλερο και σαν ελεεινό σφαχτάρι
ήρθες ριμμένο από σκληρόχερο εδώ πέρα,

και σα να ζήταγες βοήθεια, άρχισες θρήνο
πιο θλιβερό από χτύπο νεκρικής καμπάνας,
κ' έσμιξε με το βόγγο το στερνό της μάννας

ο πρώτος θρήνος. 'Αρχισε το μέγα Δράμα !
Τ' ακολουθώ, κ' αιστάνομαι μπροστά σε κείνο
ελέου και φόβου μυστικό μέσα μου κλάμα.

1894

Ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 35
* * *
 

[ Σάββατο, 6 Ιανουαρίου 2007 ]

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Ωραίε νεκρέ, μονάρχη εσύ του μυστικού ουρανού μου
αστέρινε, ήρθες πάλι,
σ' έφερε η νύχτα, φάντασμα του λατρευτού μου
στην ορφανή μου αγκάλη.
Και σε κρατούσα όπως ποτέ δεν κράτησε μητέρα
το πρωτογέννητο παιδί στην αγκαλιά της,
και κάποιου πόνου μια ψυχή, χυμένη απ' άλλο αέρα,
την όψη σου την άγιαζε με τ' αντιφέγγισμά της.
Κ' είσουν ωραίος, όπως ποτέ κανένας έρωτάς μου
δεν είτανε στης νιότης μου τα χρόνια,
και σώπαινες, όπως ποτέ δε μίλησαν τ' αηδόνια
τών ποιητών στα βάθη της καρδιάς μου.

1906

Η πολιτεία και η μοναξιά, 1912
'Απαντα, τομ. Ε´, σελ. 470
* * *
 

[ Κυριακή, 7 Ιανουαρίου 2007 ]

ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ

Ζωούλα εσύ, που σ' έσβησε το φύσημα του Χάρου
στην αγκαλιά των απαλών ονείρων της αυγής, 
στη σκαλιστή δε δύναμαι λαμπράδα του μαρμάρου 
να σ' αναστήσω αθάνατη, φτωχός τραγουδιστής. 
Ω σωπασμένη μουσική, που η μνήμη δε μπορεί μου,
να θυμηθή τον ήχο σου και να τον ξαναπή, 
γι' αυτό με κάτι πιο βαθύ τη δένεις την ψυχή μου, 
εσύ ατραγούδιστη κ' εσύ αζωγράφιστη πνοή. 
Σα μακρινό ξημέρωμα χάραξες μέσ' στο νου μου,
πολύ γλυκό, πολύ δειλό, πολύ διαβατικό. 
Μια μέρα απάνω από τ' αγνό κεφάλι του παιδιού μου 
ανθού χαμόγελο έσκυψες και χάϊδεμ' αγαθό. 
Και κάτι μέσα μου άφησες ξανθό σαν κεχριμπάρι,
και πέρασες αγύριστη. Και τώρα στη βραδιά, 
που αργά ανεβαίνει μέσα μου, την όψη σου έχει πάρει 
τών γαλανών παραμυθιών η άυλη ξωτικιά. 

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 115
* * *
 

[ Δευτέρα, 8 Ιανουαρίου 2007 ]

ΤΟΥΣ ΜΕΝΕΞΕΔΕΣ έλυωσε
το πέταλο του αλόγου,
τη φοινικιά τη σώριασε
γοργά το αργό πριόνι,
του κήπου η πόρτα κλείστηκε,
γυρνώ στο σπίτι, πάει,
σεισμός το ξεθεμέλιωσε·
στο μνήμα πάω, με διώχνει.

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 146
* * *
 

[ Τρίτη, 9 Ιανουαρίου 2007 ]

ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΟΣ που είμαι, και με τέτοια
καρδιά, πουλί ολοτρέμουλο σ' αρρωστημένα στήθια,
από τους δυνατούς και τους μεστούς του κόσμου
εγώ ειμαι πιο κοντά στο φως και στην αλήθεια.
Γι' αυτό μουγκρίζει μέσα μου βαθιά,
και μ' όλη την αχάμνια μου και μ' όλο το μαράζι,
προς όλους τους μεστούς και δυνατούς του κόσμου
μια καταφρόνεση. Και μου ταιριάζει.

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 146
* * *
 

[ Τετάρτη, 10 Ιανουαρίου 2007 ]


ΠΑΕΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ, φτάσαμε. Τ' ωραίο νησάκι νά το !
Διπλά ακρογιάλια. Τ' ανοιχτό, φως όλο, το χιονάτο,
με τα γραμμένα ερείπια και με τα μαυροπούλια·
και τ' άλλο. Ω δάση από μυρτιές, ω κήποι από ζουμπούλια,
και κάτω από της νεραντζιάς της φουντωτής τα κλώνια,
ω ίσκιοι ! οι έρωτες μιλούνε, αντιμιλούν τ' αηδόνια.
Το έν' ακρογιάλι  Ε δ ώ !  μας λέει, τ' άλλο ακρογιάλι  Ν ά  μ ε !
Βαρκούλα, πού θ' αράξουμε; Βαρκάρη, πού θα πάμε;

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 155
* * *
 

[ Πέμπτη, 11 Ιανουαρίου 2007 ]

ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΣΟΥ εδώ πέρα μη τον παρατάς,
με μια φροντίδα μητρική ταξίδεψέ τον,
όπου ζωή, όπου όνειρο, στα μακρινά και στα ψηλά·
και πήγαινέ τον ύστερα και ριζοφύτεψέ τον
εκεί στη χώρα την κατάνακρη τού αμίλητου·
στα μάτια του συμμάζωξε και θάψε τη φωνή του,
κι ανίσως δε βαστάξουνε τα μάτια του και κλείσουνε,
κλείσε κ' εσύ τα μάτια σου και πέθανε μαζί του.

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 158
* * *
 

[ Παρασκευή, 12 Ιανουαρίου 2007 ]

ΑΛΑΦΡΩΣΕ από το λαμπρό τραγούδι τη φωνή σου,
ρίξε στο ασκέπαστο το φώς το πράσινο κρυστάλλι,
στο πιο δειλό ψιθύρισμα βυθίσου
που ψιθυρίζει στο πιο ήσυχο ακρογιάλι,
και γίνε κάτι που όλο σβεί κι όλο σιγά ρωτάει...
Έτσι μπορεί να 'ρθή ξανά και απόκριση να φέρη
τ' ωραίο πουλί, που τρόμαξε και πέταξε και πάει
από τον ήχο που ξαφνίζει δυνατός το αγέρι.

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 170
* * *
 

[ Σάββατο, 13 Ιανουαρίου 2007 ]

ΣΙΩΠΗ. Μια ψεύτρα είν' η βοή, τα λόγια είναι μαχαίρια,
παντού είν' η πλάνη. Τραγουδάει σε κάθε από τ' αστέρια
και μια Σειρήνα ένα τραγούδι επίβουλο θανάτου,
τρομάρα και σπαρτάρισμα κάθε φωνή από κάτου,
κάθε αρμονία από ψηλά. Σιωπή, Σιωπή, μητέρα,
δός μου να πιω στον κόρφο σου νέο γάλα, νέον αιθέρα,
και κάτι που δε λέγεται και κάτι που ανασταίνει.
—Τού κάκου· κάποιος μέσα μου μιλεί και δε σωπαίνει... 

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 171
* * *
 

[ Κυριακή, 14 Ιανουαρίου 2007 ]

ΝΥΧΤΑ ΘΑ ΞΕΚΙΝΟΥΣΑΜΕ, θ' αφήναμε την πόλη,
στο λόφο θ' ανεβαίναμε, από τη θάλασσα όλη,
στη δόξα του όλη όλο τον ήλιο ολόχυτο να ιδούμε·
των πρωτοπλάστων πρόσμενε η χαρά να τη χαρούμε.
Μα ο ύπνος μάς εγέλασε, και αργήσαμε στην πόλη,
κ' ύστερα φύγαμε άπραχτοι προς άλλο αραξοβόλι.
Όλα τού ήλιου τα όνειρα, σας ωνειρεύτηκα· όμως
όπου ξυπνήσω, ανήλιαγος πάντα στη νύχτα ο δρόμος.

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 175
* * *
 

[ Δευτέρα, 15 Ιανουαρίου 2007 ]

ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΜΟΥ

Ό,τι κι αν κάμεις,
όπου να δράμεις,
απ' όποιο γένος,
δικός μου ή ξένος,
του κάκου ! Εμπρός σου
πάντα θα μ' έχεις,
πίσω μου τρέχεις·
το τρέξιμό σου
να μην το βιάζης
και λαχανιάζεις.
Να με θυμάσαι,
τέτοιος ο νόμος :
ο πεζοδρόμος
μιας έγνοιας θα 'σαι
κ' εγώ μιας χάρης
ο καβαλλάρης.

Οι πεντασύλλαβοι, 1925
'Απαντα, τομ. Ζ´, σελ. 461
* * *
 

[ Τρίτη, 16 Ιανουαρίου 2007 ]

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΕΓΩ κανένα θεό Χρέος,
ένα θεό εγώ ξέρω· την Αγάπη.
Αγάπη, από το χρέος σου είμαι ωραίος.

Εσύ με κάνεις δούλο, εσύ σατράπη,
φτερά τα κάνεις τα σκοινιά τού γάμου·
πότε με δέρνεις, βέργα ενός αράπη,

πότε ανθείς, περιβόλι ολόγυρά μου.
Εσύ με τα βαθιά τα καταφρόνια
με γιομίζεις· πλαταίνεις την καρδιά μου,

σα θάλασσας αγέρας τα πλεμόνια.
Έρωτα εσύ, μονάρχη και γενάρχη !
Εσύ τυφλή και η Μοίρα, εσύ και η Πρόνοια.

Ό,τι δεν αγαπούμε, δεν υπάρχει.

Σατιρικά γυμνάσματα, 1912
'Απαντα, τομ. Ε´, σελ. 260
* * *
 

[ Τετάρτη, 17 Ιανουαρίου 2007 ]

Σ' ΑΓΑΠΩ με τη γλώσσα
του πουλιού τ' αηδονιού
και με τ' άφραστα· μ' όσα
στο θαμπό μου το νού

μισοζούν, αργορεύουν,
από χάος λαός,
κ' εναγώνια γυρεύουν
τη μορφή και το φως.

Σ' αγαπώ μ' όλα τ' άστρα
τού βαθιού μου ουρανού.
Στήσου, αγάπη μου πλάστρα
στο θαμπό μου το νου,

και των ίσκιων το σμάρι
βουΐζει γύρω σου, ω πώς !
από σέ για να πάρη
τη μορφή και το φώς.

Τα παράκαιρα, 1919
'Απαντα, τομ. Ζ´, σελ. 188
* * *
 

[ Πέμπτη, 18 Ιανουαρίου 2007 ]

ΑΠΟ ΤΟ «ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΩΡΩΝ»

R a i n e r  M a r i a  R i l k e


Σβύσε τα μάτια μου· μπορώ να σε κοιτάζω,
τ' αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ' ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ρθω σ' εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σα να ειταν χέρια, όμοια καλά,
με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.
Κι αν κάμης το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι.

28.1.24

Ξανατονισμένη μουσική, 1930
'Απαντα, τομ. ΙΑ´, σελ. 417
* * *
 

[ Παρασκευή, 19 Ιανουαρίου 2007 ]

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΣΠΡΩΝ ΜΑΛΛΙΩΝ

Σα να σε βλέπω για πρώτη φορά
κάθε φορά που εισ' εμπρός μου·
λάμπανε κι άλλη φορά έτσι χλωρά
τ' άνθια, τα νιάτα του κόσμου ;

Πάντα σε βλέπω για πρώτη φορά
κι άσπρα είναι πια τα μαλλιά μου,
που είσαι η χαρά τού παιδιού· λαχταρά
σαν από φως μιας αυγής η καρδιά μου.

Για την Παράδεισον, Εύα, ο Θεός
τώρα πρωτόπλασ' εσένα ;
Κι έγινε η θάλασσα τώρα ναός
για της Παφίας Αφροδίτης τη γέννα ;

Τάχα νεοφώτιστος τώρα
πρώτη φορά και λατρεύω ;
Μέσ' στην αφάνταστη χώρα
πώς εγώ, αγύρευτος, πώς σε γυρεύω !

Βραδινή φωτιά, 1944
'Απαντα, τομ. ΙΑ´, σελ. 107
* * *
 

[ Σάββατο, 20 Ιανουαρίου 2007 ]

ΤΑΠΕΙΝΩΣΥΝΗ

Η περηφάνια μου είναι να σταθώ
γυμνός μπροστά σου· κάτου η περηφάνια !
Σου φέρνω την ψυχή μου, αστάλωτον ανθό
τη σκέψη μου σου φέρνω, την ορφάνια,
σου φέρνω την αγάπη μου, τη φτώχια.
Ήρθα, και θέλω να δεθώ στου πόθου σου τα βρόχια.

Σου φέρνω το γυαλί που καθρεφτίζει
του ηλιού τα γέρματα όλα, όλα τ' αστέρια·
όπως σ' αρέσει κ' η όρεξή σου όπως ορίζει,
σύντριψέ το με τα χρυσά σου χέρια.

Στη χώρα των απέραντων ονειρευτά
ταξίδια, ευτυχισμένα κατευόδια...
Κάλλιο από σας έχω τη γη που με πατάν τα λατρευτά,
τα πλαστικά σου πόδια...

Βραδινή φωτιά, 1944
'Απαντα, τομ. ΙΑ´, σελ. 75
* * *
 

[ Κυριακή, 21 Ιανουαρίου 2007 ]

ΗΔΟΝΙΣΜΟΣ

Από τραγούδια έν' άυλο κομπολόϊ
σ' εσέ δεν ήρθα σήμερα να δώσω.
Με τα παιγνίδια εγώ θα σε λιγώσω
και με τα ξόρκια, αγάπη μου, ενός γόη.

Γυμνοί. Και σαν κισσός θα σκαρφαλώσω
για να φάω το κορμί σου που με τρώει.
Του λαγκαδιού σου τη δροσάτη χλόη
με το χέρι θρασά θα την πυρώσω.

Το κρασί που ξανάφτει και το γάλα
που κοιμίζει, θα φέρω στάλα στάλα,
μ' όλο μου το κορμί, να σε ποτίσω.

Και στα πόδια σου τ' ασπροσκαλισμένα,
δυο βάζα που μου παίρνουνε τα φρένα,
στερνή μανία το μέλι μου θα χύσω.

Βραδινή φωτιά, 1944
'Απαντα, τομ. ΙΑ´, σελ. 109
* * *
 

[ Δευτέρα, 22 Ιανουαρίου 2007 ]

ΟΠΟΥ ΔΙΑΒΕΙΣ, το διάβα σου
βάζει παντού σημάδια,
στις μέρες βάζει ισκιώματα,
φεγγάρια στα σκοτάδια.

Και σε κρατεί. Όθε διάβηκες,
εκεί σε ξαναβρίσκει·
τα φεγγάρια είν' εικόνες σου,
λογισμοί σου είν' οι ίσκιοι.

Κι αν πάψη σου το πέρασμα,
δε θα πάψη το δράμα.
Τα σημάδια σου μέσα του,
σκότος και φως, αντάμα.

Βωμοί, 1915
'Απαντα, τομ. Ζ´, σελ. 167
* * *
 

[ Τρίτη, 23 Ιανουαρίου 2007 ]

ΠΡΩΙ· μέσα στ' ακύμαντα
νερά προς τ' ακρογιάλι
των σπιτιών βαθειά, ολόλευκη
η ζωγραφιά προβάλλει.

Σαν από χέρι απότολμο
ξεχωριστού τεχνίτη
φανταστικό σαν άυλο
δείχνεται κάθε σπίτι.

Αλλ' ο ήλιος υψώθηκεν,
ήρθε το μεσημέρι.
Κ' η ζωγραφιά ; Την έσβησε
το κύμα και τ' αγέρι...

Ίαμβοι και ανάπαιστοι, 1897
'Απαντα, τομ. Α´, σελ. 359
* * *
 

[ Τετάρτη, 24 Ιανουαρίου 2007 ]

ΜΙΑ ΖΩΗ

Στο Βασιλάδι χτύπησα με το σκληρό καμάκι
για το ξανθό αυγοτάραχο τον κέφαλο, ψαράς.
Ξενύχτησα στης Κλείσοβας το πρόσχαρο εκκλησάκι,
ξεφαντωτής αμαρτωλός, του πειρασμού ραγιάς.

'Αη Σώστη, εσύ με ξάφνισες· τού πλατιού πέλαου βόγγοι,
και τα καράβια τ' άφταστα και τα διαβατικά !
Μ' έδειρες, λιμνοθάλασσα, με πήρες, Μισολόγγι.
Δαρμοί, πληγές αγιάτρευτες, ονείρατ' αδειανά.

Οι καημοί της λιμνοθάλασσας, 1912
'Απαντα, τομ. Ε´, σελ. 192
* * *
 

[ Πέμπτη, 25 Ιανουαρίου 2007 ]

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ δεν έμπαινες, πετούσες
καημένη θειά Βγενούλα, αμάχη, μπόρα,
σα να μην είχες με κανένα γνώρα,
δεν έστεκες, δεν άκουες, δεν κοιτούσες.
Οι Παναγιές οι χαμηλοβλεπούσες
του δρόμου σου κρατούσανε τη φόρα·
στο εικονοστάσι αγνάντια ρασοφόρα
γονατισμένη και παρακαλούσες:
«Ουράνια Χάρη, βόηθα τ' ορφανό,
και στο κατατρεμένο σκέπη γίνε !»
Πάντα η θωριά σου μέσ' στα μάτια μου είναι,
κ' εγώ, και πάντα, το κατατρεμένο.
Μα σκέπη από κανέναν ουρανό
δεν περίμενα, μήτε περιμένω.

Τα δεκατετράστιχα, 1919
'Απαντα, τομ. Ζ´, σελ. 334
* * *
 

[ Παρασκευή, 26 Ιανουαρίου 2007 ]

ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ Μ. ΜΑΛΑΚΑΣΗ

Και καβαλλάρης πέρναγες, ξανθόμαλλο παιδάκι,
και τάραζε το διάβα σου το σιγαλό σοκκάκι,
στα πράσινα παράθυρα και πίσω απ' τα καφάσια
να σ' αγναντέψουν τρέχανε τ' απάρθενα κοράσια.
Τώρα ο καιρός ξεφούντωσε τα φουντωτά μαλλιά σου
και την ξανθή ξεθώριασε θωριά σου,
και στρατολάτης πέρασες αλλού και ταξιδεύεις·
μα τώρα ευγενικώτερο φαρί καβαλλικεύεις,
και τ' άλογό σου φτερωτό, και πας να το ποτίσης
με το νερό της Κασταλίας της βρύσης.

Οι καημοί της λιμνοθάλασσας, 1912
'Απαντα, τομ. Ε´, σελ. 189
* * *
 

[ Σάββατο, 27 Ιανουαρίου 2007 ]

ΥΣΤΕΡ' ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ

Στο φίλο  Ν. Κ α μ π ά


Ο καιρός, η μελέτη, η ξενιτιά,
τη σκέψη αλλού σου γύρανε, σου σβύσαν
τα τραγούδια... Θυμάσαι ; ντροπαλά
τα τραγούδια το στόμα σου φιλήσαν.

Εμένα μ' ηύρεν άπραγο η νυχτιά,
το πόδια μου συχνά παραστρατίσαν,
μα η Μούσα γαληνή φεγγοβολά,
τα μητρικά της χέρια με κρατήσαν.

Τάχα και ποιούς να λάτρεψες θεούς,
από πίσω ποιές χίμαιρες να πήρες ;
Δεν ξέρω· αν είναι αταίριαστες οι μοίρες,

δεν κάνουν οι καρδιές τους αδερφούς ;
Σε ξανακούω, στο πλάι μου σ' αγναντεύω,
κι από χαρά ο ασάλευτος σαλεύω.

1912

Η πολιτεία και η μοναξιά, 1912
'Απαντα, τομ. Ε´, σελ. 475
* * *
 

[ Κυριακή, 28 Ιανουαρίου 2007 ]

ΚΑΠΟΤΕ ΚΑΠΟΥ

Κάποτε κάπου αφάνταστο τραγούδησα τραγούδι
σε τούτον το σκοπό,
κάποτε, πρώτη και στερνή φορά· και δεν το βρίσκω
για να το ξαναπώ.

Στ' άδειο σεντούκι του γυρτός ο σφιχτοχέρης, ίδιος,
πάθος, χαμός, ω λύπη !
Του τρέμουνε τα δάχτυλα σα να μετράν ακόμα
το θησαυρό που λείπει.

Βαστώ μιας φλόγας τον καπνό κ' ενός καπνού τον ίσκιο
σε τούτον το σκοπό.
Κάποτε κάπου αφάνταστο τραγούδησα τραγούδι·
ξανά δε θα το πώ.

Τα παθητικά κρυφομιλήματα, 1925
'Απαντα, τομ. Ζ´, σελ. 479
* * *
 

[ Δευτέρα, 29 Ιανουαρίου 2007 ]

ΚΑΙ ΜΕΣ' ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ...

Και μεσ' στον τάφο ασάλευτο και μεσ' στο ζόφο που με κλει,
σαν κάποιο σάλεμα με πάει προς την ανατολή,
με την ασύγκριτην αυγή που ο Χάρος δεν τη σβύνει.
Και λάμπει η λυρική ψυχή και μεσ' στο μνήμα εκείνη !

1939

Πρόσωπα και μονόλογοι
'Απαντα, τομ. ΙΑ´, σελ. 193

* * *
 

[ Τρίτη, 30 Ιανουαρίου 2007 ]

ΑΓΡΥΠΝΗΣΑ
 
J'ai fait ce que je pus...
V i c t o r  H u g o

Αγρύπνησα, υπηρέτησα, έκαμα ό,τι μπορούσα,
κ' είδα πως είχε ο πόνος μου συχνά για πληρωμή
περίγελο. Με μάτιασε το μίσος, και απορούσα,
γιατί πολύ και υπόφερα και δούλεψα πολύ.

27. 2. 22

Ξανατονισμένη μουσική, 1930
'Απαντα, τομ. ΙΑ´, σελ. 240
* * *
 

[ Τετάρτη, 31 Ιανουαρίου 2007 ]

Τ Ο  Τ Ε Λ Ο Σ

Σε ξένη χώρα γυριστής καλέστηκα σε γάμο,
η νύφη είταν πεντάμορφη και μάγος ο γαμπρός,
και καβαλλάρης βρέθηκα κ' έτρεχα να προκάμω·
δεν είχε ο δρόμος τελειωμό, κι όλο τραβούσα εμπρός.
Και η ξένη χώρα είν' όραμα, κ' είναι καπνός το άτι,
και ο γάμος αγγελόσκιασμα, και –ω ξύπνημα σκληρό–
πάντα είμ' εγώ ο παράλυτος και ρέβω στο κρεββάτι.
Ήχοι παλιοί και γνώριμοι, μονάχα εσάς κρατώ.
Και σας κρατώ καθώς κρατεί το αξέχαστο παιγνίδι
από τη θέρμη λυώνοντας και λάμποντας μαζί
από νιοφύτρωτα λευκά φτεράκια για ταξίδι,
το βαριαρρωστημένο, το χαδιάρικο παιδί.
Εγώ, τ' αδέξιο, τ' άβουλο παιδί τ' ονειροπλάνο.
Ήχοι παλιοί και γνώριμοι, στ' αφράτα σας φτερά
πάρτε μ' εσείς και φέρτε με να γιάνω ή να πεθάνω
στον ίσκιο τού λευκού σπιτιού μέσα σε μια αγκαλιά.


Ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 126
* * *
 
 
 Κώστας  Κουτσουρέλης

Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Ιουλίου 2007