Monica A. Hand
Μετάφραση: Aliki Barnstone και Λιάνα Σακελλίου
Η Monica A. Hand (1953-2016) ήταν μια λαμπρή ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας, καλλιτέχνης βιβλίων, μεταφράστρια, μέντορας και ακτιβίστρια. Μετά από τριάντα δύο χρόνια καριέρας στην Ταχυδρομική Υπηρεσία των ΗΠΑ, έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα (MFA) στην Ποίηση και στην Ποίηση σε Μετάφραση από το Πανεπιστήμιο Drew το 2011. Το 2012 μετακόμισε στην Κολούμπια του Μιζούρι για να συνεχίσει το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι. Η Χαντ έλαβε υποτροφία από το Cave Canem και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ποιητικής ομάδας ‘Ποιητές για το Ayiti’. Τα ποιητικά της βιβλία, εγώ και η Νίνα (2012), κατέκτησε το βραβείο Kinereth Gensler το 2010, και η DiVida (2018) αποκαλύπτουν μια βαθιά, σημαντική φωνή για τις εμπειρίες των Αφροαμερικανών, των γυναικών, των καλλιτεχνών, της ειρήνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Dear Nina
I am Venus Hottentots
my brain
my cunt
in a bell jar
my skin plastic alabaster
painted brown
my teeth cow bone
my black buttocks
carnival display
sold high sold low
my dirty sex
my strange sex
monstrous
music video
newsstand thong
a blue nude
a secret
only my sisters know
the bustle dress
the bustle chair
can’t imitate me
I refuse to uncover
my apron
tell them I am human
tell them
to turn away their gaze
Αγαπητή Νίνα
Είμαι η Αφροδίτη των Οτεντότων
το μυαλό μου
το μουνί μου
σε γυάλινο βάζο
το δέρμα μου πλαστικό αλάβαστρο
βαμμένο καστανό
κόκαλο αγελαδινό τα δόντια μου
οι μαύροι γλουτοί μου
παράσταση καρναβαλιού
πούλησε υψηλά πούλησε χαμηλά
το βρώμικο φύλο μου
το παράξενο φύλο μου
τερατώδες
μουσικό βίντεο
στρινγκ περιπτέρου
μπλε γυμνό
μυστικό
που μόνο οι αδερφές μου το ξέρουν
το προσθετικό στήριγμα του φορέματος
το προσθετικό στήριγμα της πολυθρόνας
δεν μπορούν να με μιμηθούν
Αρνούμαι ν’ αποκαλύψω
την ποδιά μου
πες τους ότι είμαι άνθρωπος
πες τους
να τραβήξουν το βλέμμα τους από μένα
Nina I’m tired of listening to you
Nina I’m tired of listening to you
I get so hot why is it so hard why has so little changed
I’m tired of you reminding me
I don’t want to hear it no more
What makes you so cold why can’t you go
Where the chilly winds don’t blow
I’m tired of your complaining
Tired of this crazy mad
Tired of you reminding me
What we still don’t have
Νίνα βαρέθηκα να σε ακούω
Νίνα βαρέθηκα να σε ακούω
Σκάω τόσο πολύ γιατί είναι τόσο δύσκολο πως τόσα λίγα έχουν αλλάξει
Βαρέθηκα να μου το θυμίζεις
Δεν θέλω να το ακούω άλλο πια
Τι σε κάνει τόσο παγερή γιατί δεν πας
εκεί που οι ψυχροί άνεμοι δεν φυσούν
Βαρέθηκα τα παράπονά σου
Κουρασμένη από αυτή την τρέλα
Βαρέθηκα να μου θυμίζεις
Αυτό που ακόμα δεν έχουμε
Bach Fugue speaks
I changed
like at the revival meeting
when the evangelist laid her hands
on that crippled boy and he ran like a fugitive
or that stuttering crazy bitch started talking polyphonic
shit
real sense not gibberish
I was made
pure
commotion
certainly verily amen
my keys shattered
teeth
she inside me
my God
Η Φούγκα του Μπαχ μιλάει
Άλλαξα
όπως στη συνάντηση της αφύπνισης
όταν η ευαγγελίστρια έβαλε τα χέρια της
πάνω σε εκείνο το ανάπηρο αγόρι κι αυτό έτρεξε σαν φυγάς
ή όταν η τραυλή τρελή εκείνη σκύλα άρχισε να μιλά πολυφωνικά
σκατά
που βγάζαν νόημα όχι χαζομάρες
ήμουν φτιαγμένη
καθαρή
συγκίνηση
ασφαλώς αληθώς αμήν
τα κλειδιά μου έσπαγαν
δόντια
αυτή μέσα μου
Θεά μου
From Τhe Language of Ash
The translator undresses. Tries on the shape of the work she translates. Stuffs
her new belly with his engorged sex. Tries not to re-write his words tries to
give herself over to his syntax. In the end, she wears her same nakedness.
volcano spews ash
thick clouds that touch the heavens
cover her body
transient – passing by or away from one place to another.
her thick fingers
trees damaged by a hard storm
downed power lines
rendering something written or spoken in different but equivalent form or state
to a different place, office, or sphere by which information in messenger RNA
directs the sequence
From the language of ash: the women in her family are beautiful and alone.
yellow park flower
its petals its leaves
brown
Από τη συλλογή Γλώσσα της Στάχτης
Η μεταφράστρια γδύνεται. Δοκιμάζει το σχήμα του έργου που μεταφράζει. Γεμίζει τη νέα κοιλιά της με το φουσκωμένο φύλο του. Προσπαθεί να μην ξαναγράψει τα λόγια του προσπαθεί να παραδώσει τον εαυτό της στο συντακτικό του. Στο τέλος φοράει την ίδια τη γύμνια της.
ηφαίστειο εκτοξεύει στάχτη
πυκνά σύννεφα που αγγίζουν τα ουράνια
σκεπάζουν το σώμα της
παροδικά – έρχονται ή φεύγουν από το ένα μέρος στο άλλο.
τα χοντρά της δάχτυλα
δέντρα κατεστραμμένα από δυνατή καταιγίδα
κατεστραμμένα ηλεκτροφόρα καλώδια
αποδίδουν κάτι γραπτό ή προφορικό σε διαφορετική αλλά ισοδύναμη μορφή ή κατάσταση σε διαφορετικό μέρος, γραφείο ή σφαίρα από την οποία η πληροφορία στο μήνυμα RNA κατευθύνει τη σειρά
Από τη γλώσσα της στάχτης: οι γυναίκες στην οικογένειά της είναι όμορφες και μόνες.
κίτρινο λουλούδι του πάρκου
τα πέταλά του τα φύλλα του
καφετιά
Dear Nina
She tells me that the slave cabins
are still there…and the graves of the slaves
are there unmarked. The graves of my family.
--Lucille Clifton
When Lucille died, it was as if I heard God’ s voice
--I suddenly knew what I was missing
Not like the woman across from me on the subway
--missing her front teeth
Or the homeless man with his scary voice
--missing the threat of a loaded gun
Lucille knew where she come from she comes
from Dahomey women, women with one breast
The women I am from are wild; beautiful
This is what I know
When Lucille died, I tell my grand daughter
We are like Lucille trouble in the water can’ t kill us
Αγαπημένη μου Νίνα
Μου λέει πως οι καλύβες των σκλάβων
είναι ακόμα εκεί…και οι τάφοι των σκλάβων
υπάρχουν χωρίς σήμανση. Οι τάφοι της οικογένειάς μου.
Lucille Clifton
Όταν πέθανε η Λουσίλ, ήταν σαν ν’ άκουσα τη φωνή του Θεού
--Ξαφνικά κατάλαβα τι μου έλειπε
Όχι σαν τη γυναίκα απέναντί μου στο μετρό
-- που της λείπουν τα μπροστινά της δόντια
Ή σαν τον άστεγο με την φοβητσιάρικη φωνή του
--που του λείπει η απειλή του γεμάτου περίστροφου
Η Λουσίλ ήξερε από πού προερχόταν
απ’ τις γυναίκες Νταχόμυ, γυναίκες μ’ ένα στήθος
Οι γυναίκες απ’ τις οποίες κατάγομαι είναι άγριες∙ όμορφες
Αυτό ξέρω
Όταν πέθανε η Λουσίλ, λέω στην εγγονή μου
Είμαστε σαν τη Λουσίλ η ταραχή στο νερό δεν μπορεί να μας σκοτώσει
DiVida
In the end
Electra demanded blood
Antigone longed for her undefiled body
I felt my own terribleness
as if the façade of God were all that I had left
God could not help this smelly
corpse No god could meld
The fractured pieces of mythology
directed from stage left to stage right :::
revenge and rebirth in equal
distance from the center
of disarticulate thought
Από τη συλλογή DiVida
Στο τέλος
Η Ηλέκτρα απαιτούσε αίμα
Η Αντιγόνη λαχταρούσε το αμόλυντο κορμί της
Ένιωθα τη δική μου φρικαλεότητα
σαν να ήταν η όψη του Θεού ό,τι μου είχε απομείνει
Ο Θεός δεν μπορούσε να βοηθήσει το δύσοσμο αυτό
πτώμα Κανείς θεός δεν μπορούσε να συνδέσει
τα σπασμένα κομμάτια της μυθολογίας
σκηνοθετημένα από τη σκηνή αριστερά στη σκηνή δεξιά :::
εκδίκηση και αναγέννηση σε ίση
απόσταση από το κέντρο
της αποσαρθρωμένης σκέψης
Mythology
These were the years when the earth weighted towards falling:
the years of the black president
when the middle-class slept in their cars and their pure-blood children
knew songs of want, like the poor.
War ravaged every continent and our overfed and undernourished
bodies.
This place called Manhattan (cluster that once held slaves)
boasted diminished belief in oppression.
It was a lie.
The God of many names: Jehovah, Allah, Buddha, Money – could not
save us.
At the dawn of these times, Aaron begat nine daughters and a son;
demons seduced the boy and he died before he could make progeny.
But, the girls had plenty – bastard children of bad men.
Now, only one daughter remains and she sleeps rage and spews vile.
Μυθολογία
Αυτά ήταν τα χρόνια που η γη βάραινε προς την πτώση:
τα χρόνια του μαύρου προέδρου
όταν η μεσαία τάξη κοιμόταν στα αυτοκίνητά της και τα καθαρόαιμα παιδιά της
ήξεραν τραγούδια της έλλειψης, όπως και τα φτωχά.
Ο πόλεμος κατέστρεψε κάθε ήπειρο και τα παχιά και τα υποσιτισμένα κορμιά μας.
Αυτό το μέρος που ονομάζεται Μανχάταν (συνάθροιση που κάποτε μάζευε τους σκλάβους)
καυχιόταν μειωμένη πίστη στην καταπίεση.
Ήτανε ψέμα.
Ο Θεός των πολλών ονομάτων: Ιεχωβάς, Αλλάχ, Βούδας, Χρήμα - δεν μπορούσε
να μας σώσει.
Την αυγή ετούτων των καιρών, ο Ααρών γέννησε εννέα κόρες και έναν γιο∙
οι δαίμονες παρέσυραν το αγόρι και πέθανε προτού προλάβει να κάνει απογόνους.
Όμως, τα κορίτσια είχαν πολλά – νόθα παιδιά κακών ανδρών.
Τώρα, μόνο μια κόρη απομένει και κοιμάται με μανία και ξερνάει προστυχιά.
Mythology
No happy-ending story,
Just the same ol’ story.
Her mother, the first of the sisters to marry
in a wedding like a Grimm fairy story,
starring Sidney Poitier and Dorothy Dandridge;
he a Korean War hero in this story.
Dead rose bush and a stranded console TV,
snuffed by a cigarette left lit, became her story.
No more home in the suburbs and chickens,
sins of the father come home to roost.
The brutal father, the wasted father
the absent father, same ol’ tired story
retold like in a Greek play
with masked prophecy and a neglectful, spiteful god.
Μυθολογία
Καμιά ιστορία με αίσιο τέλος,
μόνο η ίδια παλιά ιστορία.
Η μητέρα της, η πρώτη από τις αδερφές που παντρεύτηκε
με γάμο σαν σε παραμύθι των Γκριμ,
με πρωταγωνιστές τους Sidney Poitier και Dorothy Dandridge∙
ήρωας στον πόλεμο της Κορέας αυτός σ’ αυτή την ιστορία.
Η νεκρή τριανταφυλλιά και μια κλειστή κονσόλα τηλεόρασης,
που πνίγηκαν απ’ το αναμμένο τσιγάρο, έγιναν η ιστορία της.
Όχι πια σπίτι στα προάστια ούτε κοτόπουλα,
οι πατρικές αμαρτίες γυρνούνε σπίτι για να κουρνιάσουν.
Ο βάναυσος πατέρας, ο αποτυχημένος πατέρας
ο πατέρας απών, η ίδια παλιά κουρασμένη ιστορία—
σαν μια αφήγηση από αρχαία τραγωδία
με καλυμμένη προφητεία κι έναν αδιάφορο και μοχθηρό θεό.
Postman
I am a postman.
I saddle my horse in the middle of the night,
ride with bundles of mail through the forest like a shooting star.
They are afraid of me.
When I ride,
I am not a slave.
The forest flames
with talk of the blacks in Saint-Domingue.
They think, if they take my horse,
the earth will abandon me,
and I will no longer hear
trees.
Ταχυδρόμος
Είμαι ταχυδρόμος.
Σελώνω το άλογό μου στη μέση της νύχτας,
Ιππεύω με δέματα γράμματα μέσα στο δάσος σαν πεφταστέρας.
Με φοβούνται.
Όταν ιππεύω,
δεν είμαι σκλάβος.
Το δάσος φλέγεται
με τη συζήτηση για τους μαύρους στο Saint-Domingue.
Σκέφτονται, αν μου πάρουν το άλογο,
η γη θα με εγκαταλείψει,
και δεν θα ακούω πια
τα δέντρα.
© Poeticanet