Εκτύπωση του άρθρου

IVAN HRISTOV

"ΜΠΝΤΙΝ"

 
ΜΠΝΤΙΝ
Αγαπημένη μου μητέρα,
έχω πεθάνει,
αλλά δεν πήγα στον Παράδεισο,
βρέθηκα όμως στο Μπντιν*.
Ο ταχυδρόμος,
πάνω στο σκουριασμένο ποδήλατο «Ουκράινα»
περνάει συχνά από ’δώ,
οπότε
ενάντια σ’ όλους τους νόμους της φύσης
θα ’χεις τακτικά
νέα από μένα
Για να ’μαστε ειλικρινείς
ούτε κι εδώ κατάφερα πολλά,
γιατί δε ξέρω άλλες γλώσσες.
Παρέμεινα ποιητής.
Αλλά να είσαι ποιητής ανάμεσα σε μουγκούς
είναι σαν να ’σαι νεκροθάφτης στον άλλο κόσμο.
(Παρεμπιπτόντως,
είδα τα μνήματα του Μπότεβ και του Λέβσκι.**)
Οι συνομήλικοί μου
από καιρό έχουν γίνει κλασικοί,
κι εγώ μασάω πασατέμπο
στο χείλος του Κανόνα.
Κατά τ’ άλλα,
βόσκω τα πρόβατα του Βασιλιά
κι έτσι βγάζω το ψωμί μου.
Συνάντησα δυο ειδών ανθρώπους.
Οι μεν φώναζαν –
«Από δω θα πάει το χαντάκι!»
Οι άλλοι φώναζαν –
«Από κει θα πάει το χαντάκι!»
Ήμουν διχασμένος,
καθόμουνα στη μέση.
Πάνω μου χύθηκαν
όλα τα νερά.
Όπως και πριν,
συντρόφους δεν έχω.
 
Βαδίζω μόνος την όχθη του ποταμού.
Κοιτάζω το νερό που κατεβαίνει,
και περιμένω να φέρει
ή κάνα ερμάρι,
ή κάνα καντήλι
ή μια φωλιά να φτιάξω το σπίτι μου,
ή να συναντήσω τη γυναίκα
που αγαπώ.
 
 
 
----------------------
*Μπντιν – η μεσαιωνική ονομασία της πόλης Βίντιν στις όχθες του Δούναβη.
 
**Βασίλ Λέβσκι – ο ιδρυτής του Εθνικού επαναστατικού κινήματος κατά της τούρκικης κυριαρχίας προς τα τέλη του 19 αιώνα, προδόθηκε και κρεμάστηκε, ο τάφος του αγνοείται.   
Χρίστο Μπότεβ – ποιητής και επαναστάτης, σκοτώθηκε σε μάχη κατά την Εθνική απελευθερωτική εξέγερση το 1876, ο τάφος του επίσης αγνοείται.
     
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ΜΠΝΤΙΝ ІІІ
 
Αγαπημένε μου πατέρα,
πιστεύω, ότι εσύ είσαι
στον Παράδεισο
κι έτσι όπως
με βλέπεις από κει ψηλά,
άναψε,
σε παρακαλώ,
στην ουράνια εκκλησία
ένα κεράκι για μένα,
γιατί εδώ κάτω
σε μας
οι μεν γκρεμίσαν
τις εκκλησίες,
οι άλλοι πάλι
σκοτώσαν
τις ψυχές.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ΜΠΝΤΙΝ – Ο ΣΚΟΥΠΙΔΟΤΟΠΟΣ І
 
Η χωματερή στο Μπντιν
έχει την ιδιότητα
να μην τελειώνει ποτέ.
Τόσο καιρό βαδίζω, βαδίζω, βαδίζω…
Είναι και αρχή και τέλος,
απέραντος ορίζοντας αναμονής.
Εδώ μπορεί να δεις οτιδήποτε:
από κομμάτια πλαστικού
μέχρι αποκόμματα παλιών εφημερίδων,
άχρηστα εισιτήρια για το τρένο,
φωτογραφίες άγνωστων κοριτσιών,
ανάπηρα παιδικά αλογάκια,
μπουκάλια κόκα-κόλα,
προτομές του Λένιν και του Στάλιν,
χρησιμοποιημένα προφυλακτικά,
σπασμένους σταυρούς και αγκυλωτούς σταυρούς επίσης,
βιβλία απ’ τον Μάρκο μέχρι τον Μαρξ και ως τον Μάρκες,
από ημισέληνους μέχρι σφυροδρέπανα
Μερικές φορές συναντάω
κι άλλους ποιητές,
αλλά αυτοί μιλούν ξένες γλώσσες
και ανήκουν σε
ξένες λογοτεχνίες,
οπότε δεν γίνεται
να έρθουμε σε επαφή.
Μερικές φορές ξαπλώνω
σε κάποιο χαρτοκιβώτιο
και νιώθω σαν παιδί
στην κοιλιά της μάνας του,
ονειρεύομαι, ότι πετάω…
Μερικές φορές ο σκουπιδότοπος
είναι ζεστός και αναπνέει.
Μερικές φορές σκέπτομαι,
ότι οι άνθρωποι εδώ
ζουν σαν τ’ αποδημητικά
πουλιά –
 
από τον Βορά στο Νότο,
από τη ζέστη στο κρύο
κι αντίστροφα.
Κι έτσι κάθε
σαράντα χρόνια.
Καπνίζω ένα αποτσίγαρο
και δεν έχω
που να το πετάξω.
 
 
 
ΜΠΝΤΙΝ – Ο ΚΗΠΟΣ
 
Μ’ αρέσει να κάνω βόλτες
με το σούρουπο και ν’ αναπνέω
τον καθαρό αέρα στον κήπο,
ανάμεσα σε συνταξιούχους,
ερωτευμένους,
ναρκομανείς,
ανάμεσα σ’ εκείνους
που δεν έχουν μέλλον.
 
 
  
 
ΜΠΝΤΙΝ VІІІ
 
αυτή η αγιοσύνη
                        αυτή η αγιοσύνη
αυτή η αγιοσύνη
                        πως απλώνεται
και είναι όλα τόσο καθαρά και φωτεινά
αυτή η αγιοσύνη
                        αυτή η αγιοσύνη
αυτή η αγιοσύνη
                        πως απλώνεται
και είναι όλα τόσο διάφανα-κρύα
            (σαν μια ανάσα από γυαλί)
αυτή η αγιοσύνη
                        αυτή η αγιοσύνη
αυτή η αγιοσύνη
                        πως με σκοτώνει
και είναι όλα τόσο βουβά, βουβά
                       τόσο βουβά
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ΜΠΝΤΙΝ ХІ
 
Αγάπη μου,
σου γράφω
από μια πόλη, που
δεν σου εύχομαι
να επισκεφτείς.
Εδώ η νύχτα είναι
βαθυκόκκινα-μαύρη.
Αν αγγίξεις κάποιον
γίνεται σκόνη στη στιγμή.
Άλλωστε,
δε θυμάμαι
να ξημέρωσε ποτέ.
Βαδίζω συχνά
στους λασπωμένους
δρόμους,
αμίλητος και μόνος
κι η καρδιά μου
φωνάζει
μέσα στο κρύο φθινόπωρο:
Αέρα! Περισσότερο αέρα!
Στην ουσία,
αυτή η πόλη είναι μια πόλη
εξορίστων.
Κατά τ’ άλλα,
το μόνιμα αμετάβλητο
αποδείχτηκε
μόνιμο χαρακτηριστικό μου.
Ο γιατρός είπε:
«Δεν ξέρω
τι είναι καλύτερο
για τον άνθρωπο:
να πνιγεί σε θολό ποτάμι
ή να πέσει
απ’ το μπαλκόνι.»
Είμαι ακόμα
ανίατα άρρωστος
και συνεχίζω
ν’ ακούω φωνές
τη νύχτα.
Σήμερα,
όσο κάπνιζα
άκουσα τη φωνή
μιας εξαίσιας
ποιήτριας
(να τη φαντάζεσαι κάπως
σαν αρχαίο βάζο):
«Δεν μου κάνει δουλειά»
«Δεν μου κάνει»
Μα, κυρία,
δε θα θέλατε
να ακούσετε
τη μουσική μου…
«Αυτός ο Σοπέν
είναι τόσο προσωπικός,
η ψυχή του πρέπει
να ανασταίνεται
μόνο για φίλους.»
Το φως
με διαπερνά
όπως
κρυστάλλινο
ποτήρι.
Έπλυνα τα παράθυρα,
σερβίρισα και το τσάι…
Κάθομαι εδώ
και σε περιμένω, άχρηστος,
γεμάτος σιωπή…
Θα ’θελα
ν’ αναστήσω
τη ψυχή του Σοπέν
μόνο για σένα…
Δεν μου κάνει δουλειά
Δεν μου κάνει.
 
 
 
 
 
 
 
ΜΠΝΤΙΝ – ΜΠΑΝΑΝΙΑ
 
Πως περιγράφεται
η Μπανανία;
Οι μπανάνες βρίσκονται ψηλά,
ενώ οι μαϊμούδες – χαμηλά
Οι μαϊμούδες κάθονται και περιμένουν.
Μια μπανάνα ξεκολλάει και πέφτει!
Μια άλλη πάλι δεν πέφτει!
Κι όλα αυτά σε θερμοκρασίες
κάτω απ’ το μηδέν.
 
 
 
 
 
 
 
ΜΠΝΤΙΝ ХV
 
                            Στον Σίντζι Ιβασάκι
 
Εσύ, ίσως
τώρα να περπατάς
με τα χέρια στις τσέπες
σ’ εκείνη την πόλη,
που είναι πιο μεγάλη απ’ όλο μας
το κράτος
και κάπου μες στη βουή
του μετρό
και των ανελκυστήρων,
μέσα στη λάμψη
των βιτρίνων
και των φωτεινών επιγραφών
να πνίγεται ο ήχος
της δική μας μουσική…
Ίσως κι’ εσύ
είσαι μόνος,
όπως και πριν,
ίσως κι’ εσύ
είσαι ξένος
στην ίδια σου τη
χώρα…
Αλλά να που ένα γουόκμαν
μπορεί κι ανοίγει
ένα ρήγμα
στο χώρο,
κι όσο μεγαλύτερη
είναι η απόσταση
τόσο πιο
ασήμαντη να γίνεται.
Εγώ κι εσύ
ζήσαμε ανώνυμα,
ακούγοντας τις δικές μας
φωνές,
κοιτώντας μέσα στα δικά μας
πρόσωπα…
 
Τώρα
κάθομαι στο μεγάλο
άσπρο δωμάτιο,
βουβός και μόνος,
όλος σιωπή,
και σου γράφω,
παρόλο που εσύ
όλα αυτά
τα ξέρεις
από καιρό:
Μάταια
φίλε,
αστράφτει από πάνω μας,
το τεράστιο τσεκούρι
του χρόνου.
 
 
 
 
 
 
 
ΜΠΝΤΙΝ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΙΙΙ
 
                                              / τραγούδι πριν την αναχώρηση /
 
Αγάπη μου, εγώ πλήρωσα
με το συκώτι
και τη σπλήνα μου
το αίσθημα της ελευθερίας.
βλάκας! –
θα έλεγαν
οι έξυπνοι
βλάκας! –
θα έλεγαν
οι σοφοί
 
Καλή μου, εγώ πλήρωσα
με το συκώτι
και τη σπλήνα μου
το αίσθημα της αγάπης.
βλάκας! –
θα έλεγαν
οι έξυπνοι
βλάκας! –
θα έλεγαν
οι σοφοί
 
Αλλά αυτό το αίσθημα
αξίζει…
Αλλά αυτό το αίσθημα
αξίζει…
 
 

                                  

Μετάφραση από τα βουλγαρικά: Γιάννα Μπούκοβα, Δημήτρης Άλλος

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 20 Μαΐου 2010