γράφει η Μάρω Παπαδημητρίου
Ζωγραφικοί πίνακες: Ηλίας Πασσίσης
Σελιδοποίηση, γραφιστικά: Κατερίνα Μαμάη
Τον όρο Oekologie (Οικολογία) επινόησε ο Γερμανός βιολόγος Ερνστ Χέκελ (1866), συνθέτοντας τις ελληνικές λέξεις Oίκος και Λόγος, προκειμένου να χαρακτηρίσει θεωρίες και επιστημονικές μελέτες της εποχής, σχετικές με την βιολογική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους στον Φυσικό του Οίκο, τον πλανήτη Γη. Η Οικολογία στις μέρες μας συνεχίζει να αποτελεί κλάδο της Βιολογίας με αντικείμενο τη μελέτη των ζώντων οργανισμών και την αλληλεπίδραση τους με το περιβάλλον. Αυτό όμως το περιβάλλον που απαρχής κόσμου μεταβαλλόταν από φυσικά αίτια, τους τελευταίους αιώνες καταστρέφεται από την αδηφάγο στο όνομα της ανάπτυξης ανθρώπινη δραστηριότητα, με φαινόμενα την απειλητική κλιματική αλλαγή, την κάθε τύπου καταστροφική ρύπανση, τη δραματική μείωση της βιοποικιλότητας, την αυξανόμενη φτώχεια του πλανήτη. Μόλις στη δεκαετία του 1960 αναδύθηκαν τα πρώτα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα ενάντια στην αλόγιστη ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον, που δυστυχώς όμως συνεχίζεται και στον 21ο αιώνα με ταχύτερους ρυθμούς, ενώ το μέλλον αναμένεται κρισιμότερο.
… « Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
και πολέμησε» είπε…
Οδυσσέας Ελύτης
Το Άξιον Εστί, Γένεσις
Με συναίσθηση αυτής της ηθικής ευθύνης υπεισέρχεται και η ποίηση στον επίκαιρο περιβαλλοντικό προβληματισμό. Από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα, όλο και περισσότερες ποιητικές φωνές επικεντρώνονται δραματικά σε αυτόν τον αποκομμένο από τη ίδια του τη φύση κόσμο, επιζητώντας την αφύπνιση των κατοίκων του και τον επαναπροσδιορισμό τους απέναντι του. Αν η προγονική βουκολική ποίηση ύμνησε τη Φύση για την ελευθερία, την ευδαιμονία και την οικειότητα που πρόσφερε στους ποιμένες της, ένα ρεύμα της σύγχρονης ποιητικής προσπαθεί και πολεμάει, κατά τον ποιητή, να κρατήσει ζωντανό τον επίγειο αυτό φυσικό παράδεισο που χάνεται. Πρωτοεμφανίζεται στις αγγλόφωνες χώρες του δυτικού κόσμου, περισσότερο στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως «οικολογική ποίηση» (ecological poetry), «πράσινη ποίηση» (green poetry), «μετα-βουκολική ποίηση» (post-pastoral poetry), «περιβαλλοντική ποίηση» (environmental poetry) και ως Ecopoetry με πρώτο συνθετικό την ελληνική λέξη «οίκος». Ανεξάρτητα όμως από το νόημα και την ιδιαίτερη καταγωγή των όρων, πρόκειται για μία κίνηση που συνεχίζει να εξελίσσεται στον ευρύτερο πλέον χώρο της ποίησης με κοινό κύριο θέμα τη Φύση, όχι υμνητικά πια ή νοσταλγικά, αλλά κατηγορητικά ως προς την κακοποίηση της από τον άνθρωπο: αυτουργό ή απληροφόρητο ή αδιάφορο.
... Σε δέκα χιλιάδες χρόνια οι Σιέρρες
Θα είναι ξερές και πεθαμένες, σπίτι του σκορπιού.
Πλάκες γδαρμένες απ’ τον πάγο και λυγισμένα δέντρα.
Ούτε παράδεισος ούτε πτώση,
Μόνο η διαβρωμένη γη
Ο περιστρεφόμενος ουρανός
Ο άνθρωπος με τον Σατανά του
Να ψάχνουν το χάος του νου.
Ω Κόλαση! …….
Gary Snyder
Milton by Firelight, 1955
Ο Aμερικανός ποιητής Γκάρυ Σνάιντερ, είναι ένας από τους σημαντικότερους προδρόμους της περιβαλλοντικής ποίησης. Ταγμένος υποστηρικτής του οικολογικού ακτιβισμού και μελετητής τη φύσης, επισημαίνει με την ποιητική και δοκιμιακή γραφή του το χάσμα ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον και τον δυτικό πολιτισμό, καταγγέλλοντας το κερδοσκοπικό πνεύμα του. Η εναλλακτική ποιητική του πρόθεση είναι η συνειδητοποίηση του προσχηματικά κυρίαρχου ανθρώπινου είδους ως μέρος αυτής της ίδιας φύσης την οποία καταστρέφει, η αποδοχή της ισότητας του με τα άλλα είδη προκειμένου να συμβιώνουν σε ένα κόσμο αμοιβαιότητας και αλληλοσυμπλήρωσης. Η ίδια αυτή πρόθεση διέπει και τη θεματολογία της μετέπειτα οικολογικής ποίησης, επικεντρωμένης στη διαταραγμένη ισορροπία του πλανήτη και στην «αφύσικη» ζωή του σύγχρονου ανθρώπου υπό το κράτος της τεχνολογίας και της εξουσιομανούς οικονομίας. Ακτιβιστής, στρατευμένος ή αυτόνομος, ο σύγχρονος ποιητής αισθάνεται ότι και η περιβαλλοντική κρίση είναι κρίση ηθικής και την υπερασπίζεται. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι οι μόνες ηθικές αρχές στον κόσμο που απαιτούν σεβασμό. Εξίσου θεμελιώδη και άξια αναγνώρισης είναι τα δικαιώματα των άλλων έμβιων όντων ή μη-έμβιων στοιχείων που περιβάλλουν τον άνθρωπο στο σύνθετο οικοσύστημα που του έχει χαρισθεί.
Αν η οικολογική ποίηση, με χαρακτηριστικό θέμα της το απειλούμενο γήινο φυσικό περιβάλλον, επιβιώσει ως ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο ποιητικό είδος, θα φανεί στην εξέλιξη της. Από αρχής πάντως, διακρίνεται για την απόσταση της από την εμβρίθεια και πολυπλοκότητα προηγούμενων ποιητικών τάσεων, υπερβατικών κατευθύνσεων, κρυπτικών συμβολισμών, παράλογων συνειρμών, αφηρημένων νοημάτων… Στο κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο μιας υπαρκτής ήδη παγκοσμιοποίησης, σε μια αντιποιητική εποχή που απαξιώνει τη γλώσσα στο όνομα της «θεάς εικόνας», η ποίηση, ως Ecopoetry, στρέφεται συγκεκριμένα στον αντικειμενικό κόσμο με καθαρά φυσιοκεντρικό πλέον, και όχι ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό. Στην προσπάθεια της να συνομιλήσει με τον σύγχρονο αναγνώστη του ευρύτερου παγκόσμιου κοινού υπερβαίνει τοπικές παραδόσεις και κουλτούρες, επιλέγει να εκφραστεί με απτές και ορατές ποιητικές εικόνες, απλό λόγο, εύληπτη γραφή, μια γλώσσα άμεσης επικοινωνίας, «κοινή».
Όταν το καράβι του έφτασε πρώτο στην Αυστραλία,
έγραφε ο Κουκ , οι ιθαγενείς συνέχισαν
να ψαρεύουν, χωρίς να σηκώσουν το βλέμμα.
Ανίκανοι, φαίνεται, να φοβηθούν αυτό το τόσο μεγάλο
αδιανόητο.
Jane Hirshfield
Η υπερθέρμανση του πλανήτη
Με θέμα την υπερθέρμανση του πλανήτη, την τρύπα του όζοντος, την όξινη βροχή, τον μολυσμένο αέρα, τα αποψιλωμένα τοπία, τις ρυπογόνες πόλεις, τις πατρίδες με τα μολυσμένα νερά, ποτάμια, λίμνες και θάλασσες, η ποίηση επιστρέφει ξανά στη Φύση, αυτή το φορά όμως ως επιτατικά δραματική έκκληση: να αλλάξει ο άνθρωπος, όσο είναι ακόμη καιρός, την ανεύθυνη ναρκισσιστική στάση του απέναντι στο φυσικό περιβάλλον του, να σταματήσει την εκμετάλλευση και καταστροφή του.
Μπορεί η ποίηση κατ’ αυτόν τον τρόπο να σώσει την απειλούμενη από καταστροφή Γη, να επαναφέρει τη διαταραγμένη ισορροπία της; Όχι, από μόνη της. Αυτό που μπορεί και αυτό κάνει, είναι να δηλώνει υπεύθυνα παρούσα και μάχιμη απέναντι στο επικείμενο αδιέξοδο του απόκοτου αυτού κοινωνικού φαινομένου. Οι περιβαλλοντικές επιστήμες προειδοποιούν με δεδομένα και αριθμούς για την προβλεπόμενη μη-αναστρέψιμη καταστροφή του πλανήτη, προτείνουν κατά καιρούς λύσεις διάφορες, αλλά δεν έχουν επιτύχει την ευρύτερη ανθρώπινη δραστηριοποίηση. Η ποίηση προειδοποιεί με λέξεις. Με λέξεις άγρυπνες υποβάλλει στην ανθρώπινη ψυχή την εγρήγορση. Με λέξεις χλοερές αντιλαλεί τη φωνή της Φύσης στις αισθήσεις, τη φαντασία, τον καταπιεσμένο εσώτερο εαυτό. Με λέξεις πρόμαχες κινητοποιεί στάσεις και αντιστάσεις, υπέρ του μέγιστου αυτού Οίκου παντός γήινου είδους και στοιχείου. «Ο καθείς και τα όπλα του, είπε…» ως «Άξιον Εστί».
Μάρω Παπαδημητρίου
Εάν ο γήινος Οίκος βρίσκεται προ της Αποκαλυπτικής τελικής μάχης του δαιμονικού ανθρώπινου πνεύματος ενάντια στις φυσικές δυνάμεις που το περιβάλλουν, ένα οικολογικό ποίημα που αντιστέκεται ίσως φανεί ελάχιστο. Όμως και η Γη, όταν την δει κανείς από το διάστημα, φαίνεται πολύ μικρή. Τα μεγέθη αλλάζουν από την εμπειρία της επαφής με τον εμπεριεχόμενο κόσμου τους. Τα 10 ποιήματα που ακολουθούν ως ανάπτυγμα του ελάχιστου ενός, εκπροσωπούν και τα πολλά παγκόσμια άλλα, υπέρ της επί Γης ειρήνης και ευδοκίας.
Ναι, πιστεύαμε πως οι ωκεανοί ήταν απέραντοι
γεμάτοι φάλαινες, φίδια και γοργόνες,
στοιχειωμένοι από δαίμονες και γεμάτοι γλυκές φωνές
για να μας δελεάζουν στην άλλη άκρη του κόσμου,
ήμασταν κατακτητές, πειρατές, εξερευνητές, αγύρτες
πολεμοχαρείς, κουρσάροι, οργώναμε
το αυλάκι του κύματος, φτιάχναμε χάρτες
που οδηγούσαν κι άλλους στη συγκομιδή της θάλασσας
και κάποιες φορές πιστεύαμε πως ακούγαμε δελφίνια να σφυρίζουν,
μέσα από σκούρα σαν κρασί νερά ακούγαμε δελφίνια να σφυρίζουν.
Ήμασταν αεικίνητοι και οι ωκεανοί απέραντοι,
πλούσιοι σε γάδο και ρέγγα με ασημένια λέπια
τόσο φορτωμένοι σαρδέλα που γεμίζαμε τους κουβάδες μας
και ρίχναμε τ’ απομεινάρια να σαπίσουν στα χωράφια,
ήμασταν ναυτικοί, ψαράδες Ισλανδοί, κατακτητές της Νέας Γης
τυχοδιώκτες, κουρσάροι, οργώναμε
το αυλάκι του κύματος και κερδίζαμε τη σοδειά μας
ρίχνοντας αχόρταγα τα δίχτυα στ’ ανοιχτά νερά,
και κάποιες φορές πιστεύαμε πως ακούγαμε δελφίνια να σφυρίζουν,
μέσα από τα γαλαζοπράσινα βάθη ακούγαμε δελφίνια να σφυρίζουν.
Η λεία ήταν καλή και οι ωκεανοί απέραντοι
έτσι τους τρέφαμε με λύματα και χημικά των ποταμών
τους ψαρεύαμε στα ζευγαρώματα , χτενίζαμε τον βυθό για
μαργαριτάρια
και ψάχναμε στα βαθιά εκεί που παίζει η σπερμοφάλαινα ,
ήμασταν έμποροι της γκρίζας άμβρας, ιχθυοκαλλιεργητές,
ληστές των νερών του γάδου
φθορείς κοραλλιών, δηλητηριαστές υφάλων, οργώναμε
το αυλάκι του κύματος και αδράχναμε τη σοδειά μας
αν και για να τη βρούμε έπρεπε να τραβήξουμε μακριά
γιατί τα ψάρια ήταν πια μικρά κι οι φάλαινες άφαντες,
το κοράλλι ήταν γκρίζο και οι θάλασσες του γάδου έρημες
άνθισαν τα φύκια και οι σαρδέλες εξαφανίστηκαν
ενώ το παρατηρητήριο του ακτοφύλακα πουλήθηκε για σαλέ,
και τα δελφίνια φώναζαν το ένα τ’ άλλο με τ’ όνομα του
μέσα από τα σκοτεινά διαστήματα του νερού
όπως οι μητέρες φωνάζουν τα παιδιά τους το σούρουπο
και αγωνιούν για μια απάντηση.
Ήμασταν κατακτητές, πειρατές, εξερευνητές, αγύρτες
πολεμοχαρείς, κουρσάροι, οργώναμε
το αυλάκι του κύματος, σχεδιάζαμε χάρτες
για να οδηγούν κι άλλους στη συγκομιδή της θάλασσας
και πιστεύαμε πως οι ωκεανοί ήταν απέραντοι
και πιστεύαμε πως μπορούμε ν’ ακούμε δελφίνια να σφυρίζουν.
Helen Dunmore (Αγγλία)
μτφ. Πόλυ Μαμακάκη
Αυτά όλα τα δίσεκτα χρόνια της αλλαγής
Mε πόση ευκολία από το σημερινό μας ύψος
Βλέπουμε αυτό που λες και ήταν ξεπερασμένο
Ξεχνώντας πως
Τόσα πράγματα επαναλαμβάνονται πάλι
Καθώς κέρδος και απώλεια ανασυντάσσονται,
Πως ανεβάζοντας έτσι τον βηματισμό μας
Εκείνο που υφαίνεται μες στους αιώνες
Μπορεί να ξεφτίσει σχεδόν απαρατήρητο.
Πίσω από την ευκολία μας
Ένα βελούδινο γάντι και άπληστη γροθιά
H αδιόρατη τυραννία της αγοράς,
Ηλεκτρονικά δεδομένα και σκληρά
Νούμερα, τα προβλήματά μας
Στο έλεος των μετρήσεων. Βγάζοντας
Από τη μέση όλα τα άλλα
Γρήγορα χάνουμε το νήμα της μνήμης,
Η ποίηση μέσα μας γίνεται πεζή.
Σε έναν πλανήτη αιφνίδιας αναστάτωσης
Μας συναρπάζει η αλλαγή αλλά φοβόμαστε το χάος
Σε κόσμους περιδινούμενους που αρχίζουν
Να διασταυρώνονται,
Να γίνονται ένα, εμπιστευόμαστε μόνο
Κύκλους ανάκτησης δεδομένων
Καθώς άνεμοι αληγείς μετατοπίζουν και σαρώνουν
Τα αρχαία σύνορα
Πιστοί στου παρελθόντος μας την οφειλή
Αναδιφούμε αναμνήσεις
Τι να ανακαλέσουμε, τι να ξεχάσουμε
Να μας κρατήσει τώρα σταθερούς πριν από το άλμα.
Micheal O’Sidhail (Ιρλανδία)
μτφ. Σάρα Θηλυκού
Ευτυχία
Νομίζω ήταν από τα ζώα
που ο Άγιος Φραγκίσκος έμαθε
ότι μπορείς να αφήσεις τον εαυτό σου
στο έλεος της γης και να ζήσεις.
Aπό τη λύκαινα που άφησε
την αγριότητα της πρώτης καρδιάς της
και σύρθηκε στον φωτεινό κύκλο του ήλιου
κρατώντας κάθε επιφύλαξη και πείνα λύκου
και τράφηκε και έζησε. Από τα πουλιά
που άφοβα τον πλησίασαν μέχρι που και αυτός
δεν είχε επιλογή παρά με θάρρος να ανταποδώσει.
Ακόμη και η ελάχιστη αμοιβάδα που πάνω της
απλώνει χέρι κάθε πλούσιος Άλλος, ακόμη και το πλαγκτόν
στη φάλαινα μοίρα του βαθιά βυθισμένο -
γιατί τι άλλο μπορεί να είναι η ευτυχία
από το να αφήνεις να σε διαπερνούν ως ύδατα
τα όντα και τα πράγματα;
Oύτε μπορούσε να ξεχάσει τις άλλες εκείνες συντρόφισσες
την απατηλή, την αιθέρια, την άμορφη:
Απελπισία, Eτερότητα, Μοναξιά
ακόμη και Οργή με γλώσσα φωτιά -
γιατί ανέμεναν κι αυτές με το υπομονετικό Λιοντάρι,
τον λαμπερό Κόκορα, το υπναλέο Μουλάρι, να αφήσουν
των δέντρων την προστασία και να εισέλθουν.
Jane Hirshfield (Η.Π.Α)
μτφ. Σάρα Θηλυκού
Τι πεζοπόροι !
Καρύδια, δαμάσκηνα
Φρένα, χελώνες
Στον κήπο χορεύουν
Φρούτα, ντομάτες
τα χοσχοράνε
Κεράσια βοούν
Κατακόκκινα πλήθη
Εύσωμοι κόποι
*
Το χιόνι γέρνει
Γιατί γέρνει το δέντρο
Μια υποψία
Ομίχλη πυκνή
Τα ματόκλαδα στάζουν
Χάνουν το βήμα
Θρηνώ να πάρω
Τα μήλα που έπεσαν
Ωριμασμένα
Όλα ζυγίζουν
Το χρυσάφι που λάμπει
Μέλανο χάος
Τι βυθισμένος
Γκρίζος, βαρύς, λεβέντης
Ο ορίζοντας
Ηλίας Τσέχος (Ελλάδα)
Στην τσέπη ένα μεσημέρι μου
Δεν έχει απαντήσεις όσο πας
Μονάχα όταν επιστρέφεις
Να ηττηθούμε ή να μας νικήσεις
Άνοιξη ελεύσεως
Δίχως να λιγοστεύεις ευτυχία τη ζωή
Η ποίηση την πολλαπλασιάζει
Καμένες φλέβες φύση οι Σκουριές
Και αίμα από τον θάνατό σου
Θάνατος έρχεται και αν
Αργώ θυσίασε με
Οι κόποι μου έχουν γραφτεί
Ηλίας Τσέχος (Ελλάδα)
Το κορίτσι ανοίγει το ράμφος του γλάρου μ’ ένα
Κουτάλι κι αρχίζει να ξύνει το πετρέλαιο να φύγει.
Αχαλίνωτα τ’ ουρανού τα χρώματα, θρύλος και μύθος
Συντηρούν την προσήλωση όσων κλείνονται σε
Παραδοσιακές ανάγκες, όμως εγώ προμαντεύω τώρα
Έναν άδειο από πουλιά ουρανό, στου κόσμου τις ακτές
Σωρούς σκουπίδια, παχύ το μαύρο
Πνιγηρό πετρέλαιο να σκοτώνει την ελπίδα στα φτερά.
Κι αυτό το κορίτσι –είναι δεν είναι στης ήβης το κατώφλι -
Να περνάει τη ζωή του, αν είναι ένδειξη αυτό που κάνει τώρα,
Ανασταίνοντας αυτά τα αποσβολωμένα πουλιά που
Ρυπαίνουν τη θάλασσα, άψυχες πτώσεις ανάμεσα στα βράχια.
Θα στέλνει στους αιθέρες πλάσματα με λευκά φτερά
Πριν μαύρες παλίρροιες πνίξουν τις απλές ανθρώπινες λέξεις.
Brendan Kennelly (Ιρλανδία)
μτφ. Εύη Μανoπούλου
… οι κουκουναριές στο πεζοδρόμιο που άπλωσαν ρίζες
κάτω απ’ την άσφαλτο και τη γκάστρωσαν
ο τσαλαπετεινός που δε φάνηκε Απρίλης μήνας , αλήθεια
κλωνάρια απ’ αγριοπρίναρα φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνω να πλαγιάζω
είναι η ασφυξία της τσιμεντένιας πρωτεύουσας ξανά πάντα
ένα Πάσχα χιονισμένο στις Κυκλάδες μηδέν Κελσίου
η λεμονιά η αλέμονη στη λάσπη της βροχής να κοκκινίζει
θέλω ν’ ακούω τριγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν
ν΄ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι
είναι ποτάμια τοξικά και δάση αποκαΐδια, ζώνες νεκρές
πνίχτρες βροχές, ρέματα μπαζωμένα, καταραμένα υστερνά
θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά-ζερβιά να βλέπω
είναι λόγια, πρωτόκολλα, μηχανισμοί, αποφάσεις
φαινόμενα ακρότατα, η ανακύκλωση της απάθειας
ο βίος ο αβίωτος και ο κακός μας ο καιρός ο άχαρος
θέλω…μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια
είναι η παραίτηση η απόσταση η ερημιά η απόγνωση
οι μετρήσεις του Εθνικού Αστεροσκοπείου στο βρόντο
εγώ κι εσύ που δεν φταίμε νομίζουμε, κατά τύχη μαζί
ανέστιοι πολίτες της φτώχειας, συλλέκτες του τίποτα
και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβιέμαι νύχτα-μέρα
με ένα ποίημα από καρδιάς αποκαρδιωμένο κι αδέσποτο
στο γκρίζο φόντο των καιρών, άλλοτε ουρανός.
Μάρω Παπαδημητρίου (Ελλάδα)
(ένθετοι στίχοι: Κ. Κρυστάλλης, Στο σταυραητό)
Τη μέρα που πήγαμε στη θάλασσα
Μανάδες στο Μαντράς ξέσκαβαν
Στο λιμάνι για χαμένα παιδιά.
Μια αχυροσκεπή πετούσε στον ουρανό, φυλακισμένοι
Έτρεχαν ελεύθεροι, σπίτια χόρευαν σαν τον κίνδυνο
Στον άνεμο. Είδα μια γυναίκα να κρατά
Την κουρελιασμένη άκρη του κόσμου
Στο χέρι της, κοιτάζοντας πέρα απ’ το ναό
Που στεκόταν ακόμη, όπως κι εκείνη-
Σαν από θαύμα άθικτος στα ερείπια του κραυγαλέου
Ήλιου της Νότιας Ινδίας. Όταν έφερε
Το άλλο της χέρι στη γραμμή του φρυδιού,
Με μια ημικυκλική κίνηση λεπτότητας,
Ήταν σαν από μόνη της να μπορούσε ν’ αλλάξει τα πράγματα,
Να μας οδηγήσει στην εξώκοσμη ασφάλεια του κρεβατιού μας.
Tishani Doshi (Ινδία)
μτφ. Εύη Μανοπούλου
2 ποιήματα
Ο κήπος έμοιαζε με δωμάτιο
που μια ριπή ανέμου είχε κλείσει
χτυπώντας τη μοναδική του πόρτα.
Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική.
Περπατώντας με κόπο, προσέχοντας
να μη πατήσω τους μπερδεμένους βολβούς
τους σπάνιους κρόκους γυμνούς απ' τη νεροποντή
τους ασφόδελους τόσο ευγενικούς και κοινούς
που κοσμούσαν τη μεγάλη πέτρα
φερμένη στο φως από τον εκσκαφέα
σκέφτηκα ότι όλα άνθιζαν
ανάποδα, καθώς οι ρίζες ψηλαφούσαν στα τυφλά
τη μίζερη πάχνη, τα πέταλα σαπισμένα
κρατημένα μέσα στη λάσπη
σαν δεμένα σκυλιά.
Η απρόσμενη πλημμύρα του Πάσχα
είχε κατακλύσει όλο το βασίλειο
με την βιαιότητα μιας αίρεσης.
Ίσως ανάμεσα στις ρωγμές να φύτρωνε πάλι ο χλωμός ευκάλυπτος
τόσο χρήσιμος ενάντια στα έλη. Αλλά τώρα που όλα έχουν
οικοδομηθεί πέτρα στην πέτρα, τι να την κάνουμε αυτή
την αχόρταγη υδραντλία;
***
Το καλοκαίρι του δύο χιλιάδες τρία
όλα ξεράθηκαν σιωπηλά.
Ένα τρομερό γαλάζιο στραμμένο
πάνω μας σαν όπλο ακτινοβόλο
βάραινε τα πόδια στο έδαφος, πιτσίλαγε
με ασβέστη τους τοίχους, έμπαινε, χωρίς
ούτε καν μία σταγόνα βροχής
ακόμα και τις νύχτες
μες στα ορθάνοιχτά μάτια μας.
Απ' τον κορμό της μηλιάς έσταζε μαύρη πίσσα
και τον Φλεβάρη χρειάστηκε να κοπεί ολόκληρη.
Η συκιά σώθηκε τινάζοντας από πάνω της
το ελαφρύ ρούχο των διψασμένων φύλλων
και τον Ιούλιο μαζέψαμε ξερά σύκα
από τη γη, σαν να ήταν Χριστούγεννα.
Η ξηρασία πήρε μαζί της και δυο ροδακινιές
που είχαν σφιχταγκαλιάσει η μια με την άλλη
εν αγνοία όλων, σε ένα δέντρο για κάψιμο.
Biancamaria Frabottα (Ιταλία)
μτφ. Λητώ Σεϊζάνη
Ημ/νία δημοσίευσης: 23 Μαΐου 2015
- ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΛΥΝΤΙΑ
- BELLI, GIOCONDA
- COLLINS, BILLY
- ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ
- ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ
- ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΟΝΕΤΟΥ
- ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
- ΒΕΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ, ΧΑΡΗΣ
- ΙΣΑΡΗΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
- ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΝΙΚΟΣ
- ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ
- ΜΗΤΡΑΣ, ΜΙΧΑΗΛ
- ΠΑΛΑΜΑΣ, ΚΩΣΤΗΣ
- ΡΟΥΜΑΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
- ΛΑΓΙΟΣ, ΗΛΙΑΣ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ
- ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ Η ΣΕΛΗΝΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ.
- ΟΙΚΟΣ & ΠΟΙΗΣΗ
- ERICH FRIED
- JATTIN GOMEZ, RAUL
- JUARROZ, ROBERTO
- ROTHENBERG, JEROME
- SEXTON, ANNE
- ΓΟΝΑΤΑΣ, Ε.Χ
- ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΕΓΓΑΛΗΣ
- Ποιητές του περιοδικού AutreSud
- ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
- ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- NOVAC, ANDREI
- Βάλια Γκέντσου, Παραμύθια ανάποδα (Θεμέλιο, 2020) ΩΣ ΑΓΑΠΗΤΑ ΤΑ ΣΚΗΝΩΜΑΤΑ ΣΟΥ* Τα μεσημέρια στο σπίτι κυλούσαν αργά σαν μεγάλα ποτάμια ο βυθός παγίδευε τις βεβαιότητες Πήγαινα και καθόμουν στο πίσω μέρος μιας άδειας εκκλησίας σ
- ΒΛΗΣΙΔΗ, ΕΛΕΝΗ
- ΚΑΤΣΑΜΠΗ, ΣΤΕΛΛΑ
- ΛΟΥΚΙΔΟΥ, ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
- ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
- ΠΕΡΙ ΖΩΩΝ ΓΛΩΣΣΑΣ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ
- ΣΙΔΕΡΗΣ, ΝΙΚΟΣ
- ΤΙΜΟΘΕΟΥ, ΑΝΤΡΕΑΣ
- CALLEJON, BEGONIA
- ROFFÉ, MERCEDES
- WILMS MONTT, TERESA
- WILMS MONTT, TERESA
- ΖΝΤΡΑΒΚΑ ΜΙΧΑΙΛΟΒΑ
- ABRUTYTE, NERINGA
- AKHMATOVA, ANNA
- ALTOLAGUIRRE, MANUEL
- AMIRTHANAYAGAM, INDRAM
- AMΜONS, A.R.
- ...Δείτε περισσότερα