Εκτύπωση του άρθρου
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ

ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΙΟΓΟΝΟ
 
της Δώρας
 
Και καταστέλλοντας σώμα και επιθυμία
σημαδεύουμε τα πρόσωπά μας με βάσανα
γράφοντας με μαύρα μολύβια τις κόρες των ματιών μας
 
κι ότι απομένει
μια σκούρα αποπλάνηση
ένα ανήμερο βλέμμα
που στοχεύει και εκπυρσοκροτεί τραυματίζοντας
—ενίοτε θανάσιμα—
το πρώτο οικείο βλέμμα που ηθελημένα θα διεισδύσει
 
και συ
μην έχοντας δοκιμάσει
εδώ και σαράντα περίπου χρόνια
την αίσθηση του γαλάζιου φορέματος ενός κοριτσιού
που ολόγυμνο σαν το καλοκαίρι
θα τυλίξει τα πόδια του γύρω από τα δικά σου
δεν δίνεις σημασία
 
μόνο καπνίζεις το βαρύ σου τσιγάρο
λαμπηδόνα νικοτίνης φέγγοντας
ένα μέτρο γύρω όλο κι όλο
ταξιδιώτης του μακρινού δρόμου που έχεις διαλέξει
σκύβοντας από το βάρος
αποκάμνοντας από την κόπωση
ώσπου γίνεσαι ένα με τη γη
σέρνεσαι μες στο κενό
με τι νερό
τι στεναχώρια
σκίζοντας το στόμα να φτιάξεις χαμόγελο
και να το προσφέρεις
 
Κι η κάμαρά σου είναι άδεια
Ψυχή δεν υπάρχει
Ούτε η ψυχή σου
 
μόνο «τραύμα» αρθρώνεις προσπαθώντας
και ουρλιάζεις το «πονάω»
την ώρα που σε τσιμπά
το σιδερένιο έντομο της ανάμνησης
και ο Θεός σταυρώνει στον θόλο του σπιτιού σου
ουρανό το γαλάζιο φόρεμα του κοριτσιού
χτυπώντας με το σφυρί του τέκτονα
ένα καρφί στην σάρκα διεισδύοντας
ενώ το αριστερό της στήθος
φεγγάρι πέτρινο
πλαγιάζει στη θέση της καρδιάς σου δύοντας
 
Και πάντα θα γράφεις
όσο έχεις τα δάχτυλά σου μες στο κεφάλι της
του ύδατος στιχάκια να ξεδιψάς
κρατώντάς την
σφίγγοντάς την
ρουφώντάς την αργά
εωσότου σωθεί το βαρύ τσιγάρο σου
που σε ταξιδεύει.

Γιάννης Αντιόχου 

Ημ/νία δημοσίευσης: 10 Σεπτεμβρίου 2007