Εκτύπωση του άρθρου
 
                   SYLVIA PLATH
Απόδοση στα ελληνικά:  Κλεοπάτρα Λυμπέρη
 
 
ΠΟΙΗΜΑ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ
 
1.      Ποιος.
 
Ο μήνας της ανθοφορίας τελείωσε. Τα φρούτα μαζεύτηκαν,
Φαγώθηκαν ή σάπισαν. Είμαι ολόκληρη στόμα.
Οκτώβρης, ο μήνας της αποθήκευσης.
 
Αυτό το υπόστεγο, μουχλιασμένο σαν στομάχι μούμιας:
Παλιά εργαλεία, χερούλια και σκουριασμένοι χαυλιόδοντες.
Είμαι σαν στο σπίτι μου εδώ, ανάμεσα στα νεκρά κεφάλια.
 
Άσε με να καθίσω μέσα σ’ ένα ανθοδοχείο,
Οι αράχνες δεν θα το προσέξουν.
Η καρδιά μου κομμένο γεράνι.
 
Τουλάχιστον ο άνεμος ας άφηνε ήσυχα τα πνευμόνια μου.                                                                     
Σκυλίσιο σώμα οσφραίνεται τα πέταλα. Ανθίζουν ανάποδα.
Κροταλίζουν σαν ορτανσίες.
 
Κεφάλια με παρηγορούν καθώς σαπίζουν,
καρφωμένα στα δοκάρια της στέγης από χθες:
Τρόφιμοι ιδρύματος που δεν πέφτουν σε χειμερία νάρκη.
 
Λάχανα: σκουληκιασμένο μωβ, βερνίκι ασημί,
Ένδυμα μουλαρίσιων αυτιών, κελύφη νυχτοπεταλούδας
                                                        αλλά με πράσινη καρδιά                                                                            
Οι φλέβες τους άσπρες σαν ξύγκι γουρουνιού.
 
Ω η ομορφιά της συνήθειας!
Οι πορτοκαλιές κολοκύθες δεν έχουν μάτια.
Τούτοι οι διάδρομοι γεμάτοι γυναίκες που νομίζουν πως
                                                                                είναι πουλιά.
 
Ιδού ένα σχολείο βαρετό.
Είμαι ρίζα, είμαι πέτρα, ένας σβώλος κουκουβάγιας,
Χωρίς όνειρο κανένα.
 
Μητέρα, είσαι το μοναδικό στόμα
Για το οποίο θα γινόμουν η γλώσσα του. Μητέρα της ετερότητας
Φάγε με. Ρωγμή στο καλάθι των αχρήστων, σκιά  των εισόδων.
 
Είπα: Πρέπει να το θυμάμαι αυτό από τότε που ήμουν μικρή.
Υπήρχαν τόσο τεράστια λουλούδια,
Πορφυρά και κόκκινα στόματα, παντελώς αξιαγάπητα.
 
Τα στεφάνια από κλαδιά βατομουριάς μ’ έκαναν να κλαίω.
Τώρα με ανάβουν σαν ηλεκτρική λυχνία.
Για βδομάδες δεν μπορώ να θυμηθώ απολύτως τίποτε.
 
 
 
2.      Σκοτεινό σπίτι
 
Ειν, ένα σπίτι σκοτεινό, πολύ μεγάλο.
Το έφτιαξα μονάχη μου,
Κελί κελί, από μια ήσυχη γωνιά,
Μασουλώντας το γκρίζο χαρτί,
Σταλάζοντας αργά τις κολλώδης σταγόνες,
Σφυρίζοντας, σαλεύοντας τ’ αυτιά μου,
Στρέφοντας τη σκέψη μου αλλού.
 
Έχει τόσα πολλά κελάρια,
Τόσα γλιστερά λαγούμια!
Είμαι στρογγυλή σαν κουκουβάγια,
Βλέπω με το δικό μου φως.
Καμιά μέρα θα γεμίσω τον κόσμο κουτάβια
Η θα γεννήσω ένα άλογο. Η κοιλιά μου κινείται.
Πρέπει να φτιάξω περισσότερους χάρτες.
 
Αυτά τα τούνελ από μεδούλι!
Με χέρια τυφλοπόντικα, τρώω το δρόμο μου.
Ολάκερο το στόμα μαζεύει γλύφοντας τους θάμνους
Και τα δοχεία του κρέατος.
Αυτός ζει σ’ ένα γέρικο πηγάδι,
Μια παγερή τρύπα. Φταίει.
Είναι ένα είδος χοντρό.
 
Μυρίζει βότσαλο, γογγυλένια δώματα.
Μικρά ρουθούνια αναπνέουν.
Ταπεινές αγαπούλες!
Ασήμαντες, χωρίς κόκαλα, σαν μύτες,
Είναι ζεστά κι υποφερτά
Μέσα στα σωθικά της ρίζας.
Ιδού μια μάνα που κανακεύει.
 
 
 
3.      Μαινάδα
 
Κάποτε ήμουν συνηθισμένoς άνθρωπος :
Καθόμουν πλάι στη φασολιά του πατέρα μου
Τρώγοντας τα δάχτυλα της σοφίας.
Τα πουλιά κατέβαζαν γάλα.
Όταν μπουμπούνιζε κρυβόμουν κάτω από μια
                                                         επίπεδη πέτρα.
 
Η μάνα των στομάτων δεν μ’ αγάπησε.
Ο γέρος μίκρυνε κι έγινε κούκλα.
Ω είμαι πολύ μεγάλη για να πάω προς τα πίσω:
Γάλα πουλιού τα πούπουλα,
Της φασολιάς τα φύλλα μουγκά σαν χέρια.
 
Σ’ αυτό το μήνα ταιριάζει το ελάχιστο.
Οι  νεκροί ωριμάζουν στ’ αμπελόφυλλα.
Μια κόκκινη γλώσσα υπάρχει ανάμεσά μας.
Μάνα, κρατήσου έξω απ’ την αυλή μου,
Γίνομαι άλλη.
 
Σκυλοκεφαλή, καταβροχθιστή:
Τάισέ με τα μούρα του σκοταδιού.
Τα βλέφαρα δεν θα κλείσουν. Ο χρόνος
Ξετυλίγει το ατέλειωτο λαμπύρισμά του
Απ’ τον μεγάλο αφαλό του ήλιου.
 
Πρέπει να το καταπιώ ολόκληρο.
 
Κυρία, ποιοί ειν’ αυτοί οι άλλοι μέσα στου φεγγα-
                                                          ριού τον κάδο –
Ναρκωμένοι απ’ το πιοτό, τα μέλη τους στήνουν καυγά;
Σ’ αυτό το φως το αίμα είναι μαύρο.
Για πες μου τ’ όνομά μου.
 
 
 
4.      Το κτήνος.
 
Παλιότερα ήταν μινώταυρος,
Βασιλιάς του πιάτου, το τυχερό μου ζώο.
Ανάσαινες εύκολα στην ευάερη αγκαλιά του.
Ο ήλιος κούρνιαζε στη μασχάλη του.
Τίποτε δεν έπιανε μούχλα. Οι μικροί αόρατοι
Τσακίζονταν να τον υπηρετούν.
Οι μπλε καλόγριες μ’ έστειλαν σ’ άλλο σχολείο.
Μια μαϊμού ζούσε κάτω από το ηλίθιο πηλίκιο.
Εκείνος δεν σταμάταγε να μου στέλνει φιλιά.
Μόλις που τον ήξερα.
 
Δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ με τίποτα:
Μουρμούρισμα ποδιών, ξεσκισμένων κι αξιολύπητων,
Ο Fido Littlesoul, ο γνώριμος των σπλάχνων μου.
Ένας σκουπιδοτενεκές του αρκεί.
Είναι σκοτεινός ως το μεδούλι.
Φώναξέ τον όπως θέλεις και θα έρθει.
 
Λασπο-γούρνα, χαρωπή γουρουνό-φατσα
Παντρεύτηκα ένα ντουλάπι με σαβούρα
Πλαγιάζω σε λασπωμένο ψαρόβαλτο.
Εδώ κάτω, ο ουρανός πάντα κατρακυλά.
Γουρουνίσιος βούρκος στο παράθυρο.
Οι κοριοί των άστρων δεν με γλυτώνουν αυτό το μήνα.
Είμαι η νοικοκυρά στα έγκατα του Χρόνου
Ανάμεσα σε μυρμήγκια και μαλάκια,
Δούκισσα του Τίποτε,
Μαλλιαρού χαυλιόδοντα  νύφη.
 
 
5.      Νότες φλάουτου από μια λιμνούλα με καλάμια
 
Τώρα η παγωνιά, πασπαλίζοντας στρώσεις στρώσεις κατεβαίνει                                                                                                                                                                                                                                         
Προς την πέργκολά μας, στη ρίζα του κρίνου.
Πάνω μας οι γέρικες ομπρέλες του καλοκαιριού
Ξεραίνονται σαν στεγνά χέρια. Ελάχιστα σε προστατεύουν.
 
Ώρα την ώρα το μάτι τ’ ουρανού μεγεθύνει την άγραφη
Εξουσία του. Ούτε τ’ αστέρια είναι πιο κοντά μας.
Ήδη το βατραχίσιο στόμα και το ψαρίσιο στόμα πίνουνε
Το ποτό της νωθρότητας κι όλα τα πράγματα βυθίζονται
 
Σε απαλή προσωπίδα λησμοσύνης.
Τα ξεθωριασμένα χρώματα πεθαίνουν.
Αλήτες σκουλήκια νυστάζουν στα μεταξωτά κουκούλια τους,
Οι νύμφες με κεφάλι λάμπας γέρνουν ν’ αποκοιμηθούν σαν
                                                                                       αγάλματα.
 
Μαριονέτες, που λύθηκαν από τους σπάγκους του μαριονετίστα,
Φορούν κοκάλινες μάσκες για τον ύπνο.
Δεν είναι θάνατος αυτό, είναι κάτι πιο σίγουρο.
Οι φτερωτοί μύθοι δεν μας ελκύουν πια:
 
Τα μαδημένα τους φτερά είναι η βουβαμάρα που τραγούδησε                                                                                                      
                                                                             πάνω απ’ το νερό
Του Γολγοθά, στου καλαμιού την άκρη,
Και το πώς ένας θεός αραχνοΰφαντος σαν δάχτυλο μωρού
Θα ξαναντυθεί το φλοιό του και θα πλεύσει στον άνεμο.
 
 
 
 
6.      Το κάψιμο της μάγισσας
 
Στην αγορά στοιβάζουν τα ξερά κλαδιά.
Μια λόχμη σκιών είναι φτωχικό παλτό. Κατοικώ
Στο κερένιο ομοίωμα του εαυτού μου, ένα σώμα κούκλας.
Η αρρώστια αρχίζει εδώ: Είμαι στόχος βελών για μάγισσες.
Μόνο ο διάβολος μπορεί να κατατροπώσει το διάβολο.
Το μήνα των πορφυρών φύλλων σκαρφαλώνω σ’ ένα πύρινο
                                                                                        κρεβάτι.                                                                                         
 
Είναι εύκολο να κατηγορήσω το σκοτάδι: το στόμα μιας
                                                                                     πόρτας,
Την κοιλιά του κελαριού. Φύσηξαν κι έσβησε το πυροτέχνημά
                                                                                                    μου.
Μια κυρία με μαύρα φτερά σκαθαριού με κρατά σε κλουβί
                                                                                   παπαγάλου.
Πόσο μεγάλα τα μάτια των νεκρών!
Έχω στενό δεσμό μ ένα πνεύμα μαλλιαρό.
Καπνός κάνει κύκλους γύρω από το ράμφος αυτού του άδειου
                                                                                               Λαγηνιού.
 
Αν είμαι μικρούλα, δεν θα πειράξω κανέναν.
Αν δεν κινούμαι, δεν θα χτυπήσω τίποτα. Έτσι είπα
Καθισμένη κάτω απ’ το καπάκι του δοχείου, μικροσκοπική κι
                                                         άψυχη σαν κόκκος ρυζιού.
Δυναμώνουν την φωτιά στα μάτια της κουζίνας, γυρίζοντας
                                                                       ένα ένα τα κουμπιά.
Είμαστε γεμάτοι άμυλο, οι μικροί λευκοί μου φίλοι. Μεγαλώνουμε.
Αυτό στην αρχή πονάει. Η κόκκινες γλώσσες θα διδάξουν την
                                                                                             αλήθεια.
 
Μητέρα των σκαθαριών, μόνο ξέσφιξε το χέρι σου.
Θα πετάξω μες απ’ το στόμα του κεριού σαν πεταλούδα άτρωτη στη
                                                                                                 φλόγα.
Δώσε μου πίσω τη μορφή μου. Είμαι έτοιμη να ερμηνεύσω τις μέρες
Που ζευγάρωσα με τη σκόνη στη σκιά μιας πέτρας.
Οι αστράγαλοί μου φωτισμένοι. Η λάμψη ανηφορίζει τους μηρούς
                                                                                                            μου.
Χάθηκα, χάθηκα, μες τους μανδύες όλου αυτού του φωτός.
 
 
 
7.      Οι πέτρες.
 
Ιδού η πόλη όπου οι άνθρωποι επισκευάζονται.
Ξαπλώνω σ’ ένα μεγάλο αμόνι. 
Ο επίπεδος μπλε εξώστης τ’ ουρανού
 
Έκανε φτερά σαν το καπέλο μιας κούκλας
Όταν λυτρώθηκα απ’ το φως. Μπήκα
Στο στομάχι της αδιαφορίας, στο βουβό ντουλάπι.
 
Η μάνα των γουδοχεριών με ελάττωσε.
Έγινα χαλίκι γαλήνιο.
Οι πέτρες της κοιλιάς ήταν ειρηνικές,
 
Η επιτύμβια στήλη ήσυχη, χωρίς να την κουνάει τίποτε.
Μόνο η τρύπα του στόματος τα τίναξε,
Επίμονος γρύλος
 
Σε λατομείο σιωπής.
Οι άνθρωποι της πόλης τον άκουσαν.
Κυνήγησαν τις πέτρες, λιγόλογοι, ο καθένας χωριστά.                                                                   
 
Η τρύπα του στόματος κραυγάζει τις θέσεις τους.
Μεθυσμένη σαν έμβρυο
Βυζαίνω τις ρώγες του σκότους.
 
 Οι σωλήνες της τροφής μ’ αγκαλιάζουν. Σφουγγάρια διώχνουν
                                                              τις λειχήνες μου με φιλιά.
Ο μάστορας πολυτίμων λίθων παραβιάζει με το κοπίδι του                                                                 
Ανοίγω ένα πέτρινο μάτι.
 
Αυτό είναι το μετά την κόλαση: Βλέπω το φως.
Άνεμος ξεβουλώνει το δώμα
Του αυτιού, γερο-πολεμιστής.
 
Νερό καταπραΰνει το χείλος του πυρόλιθου,
Και το φως της μέρας απλώνει στον τοίχο την μονοτονία του.
Αυτοί που κάνουν τη μεταμόσχευση είναι χαρωποί,
 
Θερμαίνοντας τις τανάλιες, ανυψώνοντας τα λεπτά σφυριά.
Ρεύμα αναταράζει τα καλώδια
Βολτ το βολτ. Ράμματα από έντερο γάτας ενώνουν τις σχισμές
                                                                                                  μου.
 
Ένας εργάτης βαδίζει μεταφέροντας ένα ροζ στέρνο.
Τα κελάρια είναι γεμάτα καρδιές.
Ιδού η πόλη των ανταλλακτικών.
 
Οι φασκιωμένες μου γάμπες και τα μπράτσα μυρίζουν γλυκά
                                                                                      καουτσούκ.
Εδώ γιατρεύουν κεφάλια ή όποιο άλλο μέλος.
Τις Παρασκευές έρχονται τα παιδάκια
 
Ν’ ανταλλάξουν τους γάντζους τους με χέρια.
Νεκροί άνθρωποι αφήνουν μάτια για τους άλλους.
Αγάπη είναι η στολή της φαλακρής μου νοσοκόμας.
 
Αγάπη είναι τα οστά και ο μυς της κατάρας μου.
Το βάζο, φτιαγμένο απ’ την αρχή, γίνεται σπίτι
Για το απατηλό ρόδο.
 
Δέκα δάχτυλα σχηματίζουν ένα κύπελλο για σκιές.
Τα ράμματά μου με τρώνε. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε.
Θα γίνω σαν καινούργια.

Ημ/νία δημοσίευσης: 20 Ιουλίου 2006