Εκτύπωση του άρθρου
NICOLAE TZONE
Εισαγωγή, μετάφραση: Άντζελα Μπράτσου
© Poeticanet 
 
 
 
 
Μουσειολόγος, επάγγελμα που άσκησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, δημοσιογράφος, διδάκτορας λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ρουμάνων Συγγραφέων, τμήμα ποίησης, ο Nicolae Tzone είναι συγγραφέας και εκδότης ρουμανικής καταγωγής, γεννημένος στο Malu, Giurgiu, στις 10 Μαΐου 1958.

Διευθύνει τις εκδόσεις Vinea στο Βουκουρέστι, διάσημες στον κόσμο των Ρουμάνων ποιητών (και όχι μόνο), με ιδιαίτερη επιτυχία σε ότι αφορά τη νέα γενιά συγγραφέων που προέκυψε μετά την πτώση του πολιτικού καθεστώτος του Τσεαουσέσκου.

Ένας παθιασμένος ον με την πολιτιστική πρωτοπορία όλων των εποχών, ο Nicolae Tzone έχει δημοσιεύσει ξανά και ξανά, εξαιρετικά καλαίσθητα, το έργο κάποιων μεγάλων σουρεαλιστών συγγραφέων, όπως τους Tristan Tzara, Urmuz, Gherasim Luca, Ion Vinea, Claude Sernet, Alexandru Lungu, και πολλούς άλλους. Διοργανώνει συμπόσια και συνέδρια αφιερωμένα στην παγκόσμια λογοτεχνία avant-garde/πρωτοπορίας, δημοσιεύει περιοδικά, φιλοξενεί λογοτεχνικές βραδιές, προεδρεύει φεστιβάλ ποίησης.

Ένας πολιτιστικός ταξιδιώτης σε όλο τον κόσμο, ένας υπερποιητής,  μεταφρασμένος και επιμελημένος στο Βουκουρέστι και στη Νέα Υόρκη, ο εκδότης Nicolae Tzone είναι μονίμως παθιασμένος με βιβλία υψηλού καλλιτεχνικού κάλλους του οποίου εκδοτικό κόσμο συμβολίζει όπως και τη νέα μεταεπαναστατική ποίηση της Ρουμανίας, η οποία προτείνει μια όμορφη και έξυπνη περιπέτεια και ένα μεγάλο ψυχικό άνοιγμα.

Χάρη στη γενναιότητα του εκδότη του, ο Εκδοτικός Οίκος Vinea δημοσιεύει, σε περιόδους οικονομικής δυσκολίας, αποκλειστικά ποίηση και πρωτοπορία. Ο εκδοτικός οίκος, ο οποίος γιόρτασε 30 χρόνια από την ίδρυσή του, είχε αξιοσημείωτη παρουσία στο ρουμανικό περίπτερο στην Έκθεση Βιβλίων του Παρισιού και πολλοί τόμοι μεταφράστηκαν στα γαλλικά: Vampirul pasiv/Το παθητικό βαμπίρ του Gherasim Luca, SPINI DIN CARE MĂ CĂȘTIG/Épine dont je me gagne" /Αγκάθια από τα οποία κερδίζω εμένα του Miron Kiropol, Plomb, L'Integrale de l'oeuvre ποιητική/" /Μόλυβδος, Τα ποιητικά άπαντα του George Bacovia, Itinerar I / Itinéraire I/Διαδρομή Ι της Aurora Cornu. Ένα από τα τρέχοντα έργα του εκδοτικού οίκου είναι η έκδοση του «Τα άπαντα» του Tristan Tzara.
«poezia merită respect şi trebuie să ai hârtie pentru cărţile de poezie, care să fie ca o rochie de mireasă“
«της ποίησης οφείλουμε σεβασμό και πρέπει να χρησιμοποιείς ειδικό χαρτί για τα βιβλία ποίησης, το οποίο να τους πάει σαν νυφικό»
(ΝΤ)
 
 
[eu mă îmbrac foarte frumos în odată…]
 
eu mă îmbrac foarte frumos în „odată”
numai şi numai să rîd în hohote
de domnişoara niciodată
de doamna niciodată şi de domnul niciodată
eu dorm de gît foarte dulce cu „odată”
fireşte fireşte ca să-i fac geloşi
pe domnişoara niciodată
pe doamna niciodată şi pe domnul niciodată
eu scriu poeme pe gîtul lui „odată”
şi pe obrazul lui „altădată”
care se-mbrăţişează atît de duios
în faţa domnişoarei niciodată
a doamnei niciodată şi a domnului niciodată
fratele meu „odată” şi verişorul meu „altădată”
nici nu vor să audă în viaţa vieţilor lor
şi în moartea morţilor lor
de domnişoara niciodată de doamna niciodată
şi de domnul niciodată
 
 
[εγώ ντύνομαι πολύ ωραία με το τότε…]
 
εγώ ντύνομαι πολύ ωραία με το τότε…
μόνο και μόνο για να γελάσω δυνατά
με την δεσποινίς ποτέ
με την κυρία μηδέποτε και με τον κύριο ουδέποτε
εγώ κοιμάμαι πιασμένος πολύ γλυκά απ’ το λαιμό με το κάποτε
φυσικά, φυσικά για να κάνω να ζηλεύουν
την δεσποινίς ποτέ
την κυρία μηδέποτε και τον κύριο ουδέποτε
εγώ γράφω ποιήματα πάνω στο λαιμό του κάποτε
και στα μάγουλα του πάλαι ποτέ
που αγκαλιάζονται τόσο τρυφερά
μπροστά στη δεσποινίς ποτέ 
στην κυρία μηδέποτε και τον κύριο ουδέποτε
ο αδερφός μου κάποτε και ο ξάδερφος μου πάλαι ποτέ 
ούτε που θέλουν να ακούσουν στη ζωή τους, ποτέ των ποτών
και ούτε στο θάνατο τους, ποτέ των ποτών,
για την δεσποινίδα ποτέ για την κυρία μηδέποτε
και για τον κύριο ουδέποτε
 
*
frumoasa veronica mă întreabă dacă ştiu
să scriu poeme care nu mai mor vreodată
ba da îi spun ba da eu chiar ştiu să scriu
poeme care nu mai mor vreodată
atunci vrei să îmi scrii un poem
care nu mai moare vreodată
pe rochia mea de mireasă
foarte frumoasa veronica micle abia acum văd
chiar este îmbrăcată într-o superbă
rochie albă de mireasă
frumoasa veronica micle stă în picioare
în plină lumină lîngă fereastra larg deschisă
frumoasa veronica micle are pielea obrazului
şi a degetelor mult mai albe decît zăpada
frumoasa veronica micle mă roagă
da da chiar mă roagă surîzînd
hai scrie de ce eziţi
scrie poeme care nu mai mor vreodată
pe rochia mea de mireasă
frumoasa veronica micle este încă
deosebit de zveltă
este încă uimitor de cochetă
iar vocea ei străluceşte puternic în aer
cu ce vrei să scriu pe rochia ta de mireasă o întreb
cu sîngele meu sau cu sînge roşu de miel
sau cu sînge de pasăre ibis
frumoasa veronica micle rîde cu buzele
neverosimil de senzual arcuite
vai dragul meu zice sînt zeci şi zeci de ani
de cînd am uitat cum se rîde
frumoasa veronica mă întreabă dacă ştiu
să scriu poeme care nu mai mor vreodată
 
η όμορφη βερόνικα με ρωτάει αν ξέρω
να γράφω ποιήματα που δεν θα στερέψουν ποτέ πια
ναι, της λέω, ναι, εγώ πραγματικά ξέρω να γράφω
ποιήματα που δεν θα στερέψουν ποτέ πια
τότε θέλεις να μου γράψεις ένα ποίημα
που δεν θα σβήσει ποτέ πια
πάνω στο νυφικό μου
η πολύ όμορφη βερόνικα μίκλε, μόλις τώρα βλέπω
πράγματι είναι ντυμένη με ένα πανέμορφο 
λευκό νυφικό
η όμορφη βερόνικα μίκλε είναι όρθια
σε άπλετο φως πλάι στ’ορθάνοιχτο παράθυρο
η όμορφη βερόνικα μίκλε έχει το δέρμα στα μάγουλα 
και στα δάχτυλά της πολύ πιο λευκά απ’ το χιόνι
η όμορφη βερόνικα μίκλε με παρακαλεί
ναι ναι πράγματι χαμογελαστή με παρακαλεί 
έλα γράψε γιατί διστάζεις
γράψε ποιήματα που δεν θα στερέψουν ποτέ πια
πάνω στο νυφικό μου
η όμορφη βερόνικα μίκλε είναι ακόμα
ιδιαίτερα λεπτή
είναι ακόμα εκπληκτικά κοκέτα
και η φωνή της αστράφτει έντονα στον αέρα
με τι θες να γράφω πάνω στο νυφικό σου την ρωτάω
με το αίμα μου ή το κόκκινο αίμα του αμνού
ή με αίμα πτηνού ίβις
η όμορφη βερόνικα μίκλε γελάει με τα χείλη της
απίστευτα αισθησιακά καμαρωτά
αμάν, ο αγαπημένος μου λέει, είναι δεκάδες και δεκάδες χρόνια
από τότε που ξέχασα πώς να γελάω
η όμορφη βερόνικα μίκλε με ρωτάει αν ξέρω
να γράφω ποιήματα που δεν θα πεθάνουν ποτέ πια
 
 
se lasă încă şi încă o dată seara în deja
celebrul meu pod din strada aurel vlaicu
numărul şaizeci
pe acoperiş pisici verzi şi pisici roşii
se dau de-a dura şi cad spectaculos în picioare
sub streşini pe pămînt
le zăresc prin ferestre de parcă ar ninge
necontenit cu fulgi de zăpadă verde
şi cu fulgi de zăpadă roşie
noi sîntem poemele tale blînde
şi poemele tale rebele deghizate în pisici verzi
şi în pisici roşii mi se destăinuie ele
bine bine le răspund jucaţi-vă cît
vă ţine puterea de-a fulgii verzi de zăpadă
şi de-a fulgii roşii de zăpadă
aveţi voie de la mine
altminteri mi se pare că sînt atît de îndrăgostit
de ţipătul din mine că-l simt cum stă
ca un covrig de fier în gîtul meu
dacă în noaptea asta voi muri
cum aş putea să spun că am fost
de-a lungul vieţii mele fericit nefericit
şi aşa şi altminterea
limpede foarte limpede mi-e
c-am fost ca nimenea
că m-a durut că n-am iubit
pe-atît de mult pe cît aş fi putut
limpede mi-e foarte limpede mi-e
că praful şi pulberea ce m-oi făcea
pisicile verzi şi roşii care îşi fac acum de cap
pe acoperiş mă vor aduna cu drag în guşilor lor
şi mă vor salva de barbarii de-o clipă
sau de alta sau de toate clipele
şi de oricine altcineva
limpede mi-e că iisus va veni şi va fura
toate pisicile verzi şi roşii de pe strada aurel vlaicu
şi le va duce în cer şi le va ruga
să-i dăruiască lui praful şi pulberea
in guşile lor protectoare
se lasă încă şi încă o dată seara în deja
celebrul meu pod din strada aurel vlaicu
numărul şaizeci
 
 
βραδιάζει ξανά και ξανά 
στην ήδη διάσημη σοφίτα μου της οδού aurel vlaicu
αριθμός εξήντα
στη στέγη πράσινες γάτες με κόκκινες γάτες
τσουλούν και πέφτουν θεαματικά όρθιες
κάτω από τις μαρκίζες πάνω στον έδαφος
τις βλέπω από τα παράθυρα σαν να χιονίζει
αδιάκοπα με νιφάδες πράσινου χιονιού
και με νιφάδες κόκκινου χιονιού
εμείς είμαστε τα γλυκά ποιήματά σου
και τα επαναστατικά ποιήματά σου μεταμφιεσμένα σε πράσινες γάτες
και σε κόκκινες γάτες μου εξομολογούνται
καλά καλά τους απαντάω παίξτε όσο
κρατούν οι δυνάμεις σας για πράσινες νιφάδες χιονιού
και κόκκινες νιφάδες χιονιού
σας το επιτρέπω
αλλιώς μου φαίνεται ότι είμαι τόσο ερωτευμένος
με τη κραυγή μέσα μου που τη νιώθω
σαν σιδερένιο κουλούρι μες στο λαιμό μου
αν πεθάνω απόψε
πώς θα μπορέσω να πω ότι ήμουν
καθ’ όλη τη ζωή μου χαρούμενος δυστυχισμένος
και έτσι και αλλιώς
είναι σαφές πολύ σαφές για μένα
ότι ήμουν σαν οὔτις   
ότι με πλήγωσε που δεν ερωτεύτηκα 
όσο μπορούσα
είναι σαφές πολύ σαφές για μένα
ότι η σκόνη και η πούλβερη που θα γίνω 
οι πράσινες και κόκκινες γάτες που σκοτώνουν τώρα την ώρα τους
πάνω στη στέγη θα με μαζέψουν με χαρά στους λαιμούς τους
και θα με σώσουν από τους βάρβαρους της μιας στιγμής
ή της άλλης ή των ολονών των  στιγμών
και από οποιονδήποτε άλλον
είναι σαφές για μένα ότι ο ιησούς θα έρθει και θα κλέψει
όλες τις πράσινες και κόκκινες γάτες επί της οδού aurel vlaicu
και θα τις μεταφέρει στον ουρανό και θα τις παρακαλέσει
να χαρίσουν σ’ αυτόν τη σκόνη και τη πούλβερη 
στους προστατευτικούς τους λαιμούς
βραδιάζει ξανά και ξανά 
στην ήδη διάσημη σοφίτα μου της οδού aurel vlaicu
αριθμός εξήντα
 
*
pe rochia de mireasă a veronicăi am scris
în trombă poeme care nu mai mor vreodată
la un moment dat mi s-au aprins degetele
şi frumoasa veronica micle a suflat peste ele
pînă cînd flăcările de pe ele s-au stins
am continuat să scriu apoi cu degetele arse
noi şi noi poeme care nu mai mor vreodată
e adevărat că superba ei rochie albă de mireasă
se întindea peste cerurile a două secole
aşa că de scris puteam să scriu peste ea
chiar vreme de o viaţă sau chiar
vreme de şapte vieţi
poate chiar şi de nouă
nu o singură dată versul meu trecea
prin pînza fragilă a rochiei de mireasă
şi se aşternea direct pe pielea ei
şi se-nfigea adînc în carnea ei
nu nu se supăra şi chiar dacă
o durea deloc nu plîngea
mai vreau îmi şoptea şi mai dulce surîzînd
vreau încă încă mai vreau
pe rochia mea de mireasă
şi pe carnea mea de mirească
poeme care nu mai mor vreodată
frumoasa veronica nu aţipea niciodată
frumoasa veronica micle nu mînca
şi nu bea nimic niciodată
poemele mele le citea pe toate
de la un capăt la altul
nu se oprea nici atunci cînd apunea soarele
şi nici atunci cînd răsărea
frumoasa veronica micle învăţa pe de rost
noapte şi zi poemele care nu mai mor vreodată
rochia ei de mireasă devenea tot mai grea
de atîtea şi atîtea poeme care nu mai
mor vreodată ţesute pe ea
cînd adormeam epuizat de efort la picioarele ei
dulcea veronica mă învelea
cu marginile rochiei ei de mireasă
mă priveghea şi mă păzea să nu vină
hoţii cei răi să ne fure poemele
care nu mai mor vreodată
frumoasa veronica îmbrăcată în superba ei
rochie albă de mireasă întinsă peste cerurile
a două secole devenise umbra mea luminoasă
eu de asemenea devenisem pentru ea
umbră densă de cerneală roşie
 
pe rochia de mireasă a veronicăi am scris
în trombă poeme care nu mai mor vreodată
 
 
στο νυφικό της βερονίκα έγραψα
μετά μανίας ποιήματα που δεν πεθαίνουν ποτέ ξανά
σε ένα σημείο τα δάχτυλά μου άναψαν
και η όμορφη veronica micle φύξησε πάνω τους
μέχρι οι φλόγες πάνω τους να σβήσουν 
συνέχισα να γράφω ύστερα με τα καμένα δάχτυλά μου  
νέα και νέα ποιήματα που δεν θα πεθάνουν ποτέ ξανά
αληθεύει ότι το πανέμορφο λευκό νυφικό της
απλώνεται πάνω στους ουρανούς δύο αιώνων
έτσι μπορούσα να γράψω πάνω του
ακόμη και μια ζωή ή ακόμα και
επτά ζωές
ίσως ακόμη και εννέα
όχι μόνο μια φορά ο στίχος μου διαπερνούσε
το εύθραυστο ύφασμα του νυφικού
και απλωνόταν κατευθείαν πάνω στο δέρμα της
και βυθιζόταν βαθιά στη σάρκα της
όχι δεν στεναχωριόταν και ακόμα κι αν
την πονούσε καθόλου δεν έκλαιγε
θέλω ακόμη μου ψιθύριζε πιο γλυκά ακόμα χαμογελώντας
θέλω ακόμα ακόμα θέλω 
πάνω στο νυφικό μου
και στη σάρκα μου ως νύφη 
ποιήματα που δεν πεθαίνουν ποτέ ξανά
η όμορφη βερόνικα δεν κοιμόταν ελαφρά ποτέ
η όμορφη βερόνικα μίκλε δεν έτρωγε
και ποτέ δεν έπινε τίποτα
τα ποιήματά μου τα διάβαζε όλα
από το ένα άκρο στο άλλο
δεν σταματούσε ούτε στο δειλινό του ηλίου
και ούτε στην ανατολή του
η όμορφη βερόνικα μίκλε απομνημόνευε
νύχτα και μέρα τα ποιήματα που δεν πεθαίνουν ποτέ ξανά
το νυφικό της γινόταν όλο και πιο βαρύ
από τόσα και τόσα ποιήματα που δεν 
πεθαίνουν ποτέ πια  ραμμένα πάνω σε αυτό
όταν κοιμόμουν εξαντλημένος από την προσπάθεια στα πόδια της
η γλυκιά βερόνικα με σκέπαζε
με τις άκρες του νυφικού της
αγρυπνούσε και με φυλούσε να μην έρθουν
οι κακοί κλέφτες να μας κλέψουν τα ποιήματα
που δεν πεθαίνουν ποτέ ξανά
η όμορφη βερόνικα ντυμένη με το πανέμορφο
λευκό νυφικό της απλωμένο πάνω στους ουρανούς
των δύο αιώνων είχε γίνει η φωτεινή μου σκιά
εγώ είχα γίνει επίσης γι' αυτήν
πυκνή σκιά κόκκινου μελανιού
 
πάνω στο νυφικό της βερόνικα έγραψα
μετά μανίας ποιήματα που δεν πεθαίνουν ποτέ ξανά
*

Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Σεπτεμβρίου 2020