Εκτύπωση του άρθρου

ΛΙΑΝΑ ΣΑΚΕΛΛΙΟΥ

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Soirées musicales

Μάθαινα να προσαρμόζω τα δάχτυλά μου στα σκότη—
ήταν τα μαύρα πλήκτρα και τα λευκά το φως.

Όπως σε όλες τις επαρχίες το σπίτι είχε πιάνο.
Η Άννα έπαιζε

κι εγώ κοιτούσα έξω
την κρήνη με τα δελφίνια.

 


Οι εξαιρέσεις


Τα δέντρα κρύβουν περισσότερα,
ψιθυρίζεις και ψάχνω τις αλλαγές
στα δέντρα του κήπου μας.
Εδώ πυκνός κι απότομος
εκεί ελικοειδής και ήρεμος ο χρόνος.

Mου λεν τα στόματα των φύλλων
μέσα στη γη εγγράφεται ένα σχέδιο.
Κατοπτεύω ένα σύστημα ριζών
που μένουνε ασύλητες
και φευγαλέες.

 

 

Κοίτη

Ήταν μικρός ο όρμος.
Ήμουν στη θάλασσα.
Έψαχνα το αρχαίο λιμάνι.
Έψαχνα τη λέξη
πως ό, τι φεύγει, χάνεται.
Ίσως να ήταν
ο Αλάριχος, ο σεισμός,
οι Βησιγότθοι.
Το πλοίο όμως πλησίαζε.
Και η θάλασσα σκιζόταν.

 


Η τέχνη της ρητορικής


Άρεσε σ’ όλους να τον ακούν.
Εκείνος όμως γνώριζε
πως πάντα κάτι τραβά το σώμα
στη θάλασσα.
Τα βότσαλα  αντηχούν
κι αυτό αποτραβιέται σαν μάσκα,
σα δέρμα νεογέννητου απαλό.

Οι λέξεις του παγωμένοι ιστοί
στις κλειδώσεις των βράχων.
Τις βρίσκουν οι παλιοί
και τις φυλάνε με ό, τι άλλο σχετικό
με τη βαφική.
Είναι υγρή παλέτα τα νέφη.
Όμως αρκούν.

 


Ευαγγελισμός, 1907 διά χειρός Παρθένη


Μίλησέ μας ζωγράφε
για τη γυμνή στιγμή
όταν πλαγιάζει ο ήλιος
της μοναστικής φύσης

ένα κομμάτι της ζωής
γεννάει το άλλο
σε μισόκλειστες φτερούγες
στους ώμους ή στα πόδια

πριν απ’ το πριν η κόρη
ενδύεται εσθήτα πορφυρή
στην αλχημεία της ύλης σου
σαν να προανάγγελλες.

 


Ναός της Τρίαινας

Ήδη αλωμένος στην εθιμοτυπία
του αποχαιρετισμού
το πλοίο πλησίαζε
με φουσκωμένα όλα τα πανιά.

Μέσα στο βλέμμα του
βλέπω την αποβάθρα
το φιδωτό μονοπάτι να σπαρταράει.
Πού σύρθηκε για να πεθάνει;

Οι εκδρομές γίνονται πάντα το πρωί.
Κάποιος παίζει μαντολίνο.
Μεθάμε με γλυκάνισο.

Οπτασίες νησιών.
Τα κύματα από ψηλά είναι ακίνητα
σαν κάτι να τα έχει ναρκώσει.

 


Η Κάθοδος

Εκεί είναι. Στη σπηλιά.
Ακούει τα ναυτικά παραγγέλματα,
τα όργανα της φιλαρμονικής
και τον φλοίσβο.
Ευλύγιστος οιακιστής που μαθαίνει
να κρύβεται.

 

 

Ο τάφος δίπλα στη θάλασσα

Καθόμαστε στον τάφο και κουβεντιάζουμε.
O χρόνος είναι επιτέλους δικός μας.
Ακούς με προσοχή τις ιστορίες των άλλων.
Γύρω μας ερημιά.

Τα κυπαρίσσια σκουραίνουν,
σωπαίνουν τα πουλιά.
Κοιταζόμαστε. Αγγίζω την αύρα σου.
Προσέχω τα σκιρτήματα του κόλπου.

Μου δείχνεις τα αβγά που εκτοξεύονται,
τα φωτοφόρα όργανα των ψαριών.
Ξαφνικά η παραλία χαμηλώνει
και φωσφορίζουν τα οστά των ψυχών.

 

Λιάνα Σακελλίου



Ημ/νία δημοσίευσης: 26 Φεβρουαρίου 2011