Εκτύπωση του άρθρου
 
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
 
 
 
(από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή ΛΑΘΡΑΙΟ ΟΡΙΩΝ ΦΩΣ ; )
© Poeticanet
 
 
ΕΠΙ ΠΤΕΡΥΓΩΝ
Όπως πάντα
Όπως με κάθε Φως
Όπως με κάθε πλάγιασμα του Χρόνου
Η συντροφιά εκείνη με τα χθόνια χαμόγελα 
Τις μαντηλοδεμένες θωπείες 
Τους σταλμένους στη νύχτα και τα στρώματα
Μετανάστες καημούς
Τους αταύτιστους της χαράς κυνόδοντες
Και τους ανέγγιχτους λειμώνες του χαμού 
νύχτας αγκαλιασμένης 
Γέμιζε πάλι το κενό δωμάτιο
Ξεφάντωνε το αχόρταγο 
Αφιόνιζε το αμείλικτο
Κι αχολογούσε τη μυώδη, εστιατόρισσα σιωπή.
 
Ξάφνου κάτι ρίγησε !
Κομμάτια από ηλεκτρικές φτερούγες
Χτύπαγαν τα μέτωπα
Κορδέλες χαράς μαγνήτιζαν το ρυθμό
Ιπτάμενα μάτια 
Προσανατόλιζαν τον κόσμο…
 
Μια άλλη γλώσσα μίλαγε τα πράγματα
Μια άλλη γλώσσα πρόβαλλε τα σπλάγχνα τους
Μια γλώσσα άλλη ταυτοποιούσε τις αλήθειες
 
(αντιστροφή)
 
Ραφαήλ
Ραφαήλ 
Ο με τη φούχτα 
την εξαθλίωση αποδεικνύοντας 
του άψογα παιδικόφρονος
Ραφαήλ 
Ως εύλαλο ανεξήγητο 
Κι όμως πατρογονικά παιγμένο  
Ως αποκοιμισμένη θάλασσα
Που τώρα φουρτούνιαζε όνειρα
 
Αγγελόκρουσες το νου τους
Ζητιανεύοντας λίγες δεκάρες   
Να συντηρούν την πρέζα υψιπετών λυγμών. 
 
Έλαμψαν,
Τις κατάστικτες τραύματα ως θαύματα φτερούγες 
     αγγίζοντας !
 
Σαρκώνονταν τα χέρια, τα μάτια, τα φιλιά τους
Παλιννοστούσαν στη μήτρα οστέϊνων καημών
Κι όσο στο βλέμμα σου βυθίζονταν
Πνίγονταν στην πιο δική τους σάρκα !
 
Μίλαγαν πια την ακριβή του ανέμου γλώσσα ! 
 
Ω εσύ δερματόστικτε
Πορώδη
Ιλαρέ
παιδί από Παιδί
Μίλα μου
Πες μου 
Είναι κορδέλες που
ανεμοπαίρνονται, ανεμοπάν κι ανεμομαγνητίζουν
στις συντυχιές με των ανθρώπων τις κουμπότρυπες ;
 
Ετούτο το φαρδύ πουκάμισο 
Με τους λεκέδες στο ύψος του στήθους 
Και τα καρό φθαρμένα χρώματα της αγρυπνίας 
         της αγωνίας 
         του παφλασμού 
Δίχως ιμάντες και κουμπιά 
να συρματοπλέκουν το έκθετο
 
Κι αυτή η μαύρη ζώνη 
που ίσα-ίσα συγκρατεί της γύμνιας σου το αμέριμνο 
Ξεπετσιασμένη απ’ τα γδαρσίματα των βίαιων ματιών σου
Στου ήλιου τις οδικές πτυχώσεις 
Είν’ οι φτερούγες σου ;
 
 
ΑΝΑΚΑΤΆΤΑΞΗ 
ή διαγωνίως οπισθοβατικά
 
Ας προχωρήσω λοιπόν.
   Νεκρός ολότελα.  
Έτσι που να μου σταθεί η ζωή.
 
       Το αινιγματικό της χαμόγελο
καταμεσής στο αποτρόπαιο
 ν’ αναγνωρίσουν τα σπλάγχνα μου
       καθησυχασμένα
σαν το πρώτο τους γάλα
Εμπιστοσύνη
Νησιά ακεραιωμένα στο άχρονο
Ένας μέλλοντας βέβαιος
σε εκβολή ενεστώτα 
διάρκειας.
Καταπράσινα όλα. 
Φως ακίνητο.
Παραταγμένες πολυχρωμίες πόθων
Παιχνίδια νεάζοντα ασάλευτα  
σε κυκλωτικές εφόδους στο Άγνωστο 
 
Εδώ τα μάτια της Μνήμης 
Συλλαμβάνονται στην Απορία
                        Ολοζώντανη πια η θάλασσα ! 
 
Γι αυτό, ας προχωρήσω λοιπόν.
Τα βήματα επιτυχημένων νεκρών 
αντεστραμμένων ακροβατών 
εύστοχων σκοποβόλων
αθεράπευτα εθισμένων
      σε παράδοξους ποταμούς
εύχυμης ξηρασίας
δηλώνουν διεκδικητές ανίδωτων υφάλων
φασματικών εκπλήξεων.
 
Ας προχωρήσω με τα σπαρτιατικά βήματα των νεκρών
οπισθοβατώντας
ανάποδος στο φως της μέρας
ασύνταχτος με τη βοή
ορκισμένος να λουστώ δίδυμη ορθότητα !
Σαν ήλιος
που τραβώντας σαν τρίχα κεφαλής μιαν αχτίνα
τέτοια να δίνει ώθηση
ως μέγας παιχνιδόφρων
ώστε ν’ αρχίζει από τη δύση του η μέρα
έτσι που κάποτε
βαθιά μέσα στο μέλλον
αταλάντευτα
να κολλήσει σε μιαν ιδιότυπη ανατολή
γεμάτη ήχους κυμάτων, 
παιδικά τρεχαλητά,
βότσαλα να τρίζουν,
και μυρωδιές ιωδίου και μέντας.
 
Ω, ας προχωρήσω λοιπόν ! Νεκρός ολότελα.
Τη γόμμα μου ας σύρω
από το τέλος στην αρχή
που ακέριο να σταθεί σ’ ένα Μετά
αφανώς ή ρουφηγμένο στη διαύγεια
τ’ όνομά μου.
 
Περισσότερο, ο ήχος του στα σπλάγχνα μου.
 
Αποκάλυψη που ήδη βαθιά γνωρίζω, αγνοώντας τη.
 
- -   -   -    -    -    -    -    -     -     - 
 
  Μα μη ξεχνούμε !
Ένας θάνατος ακριβείας
απαιτεί μια ζωή ολόκληρη 
όλη την ένταση του οργάνου της
σκληρά αγύριστη
για να 
της ξεγεννήσει Φως.
 
 
(από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή ΔΟΚΙΜΙΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ )
Της Νύχτας
                                                            Ι
                                                               Τα ποτάμια της νύχτας πάντα είναι καθαρότερα
 
Απ’ τη Σιωπή ξεχύνονται τα ψαλίδια που θα μας περάσουν όρκους 
αρχέγονη Φωνή βροχή ξεδιαλέγει ακρίτες μελανοχίτωνες   
ανίδεα πρόσφορα στο βρεφικό τους ακόμη λίκνο 
έκφυλα όμως σε κάθε νανούρισμα των γερακιών  
ακόρεστα να θηλάζουν γαμψή Ομορφιά  
στο γάλα κάθε Ιμαλαϊων αγρίμια
                                                                    καθώς
ανάγκη πάσα η Ίριδα του Κόσμου 
να κουρευτεί στου Πένθους το ολόμαυρο Φυλάκιο
να στηθούν Σαρακοστές στο θυμάρι και την πεταλούδα 
στις φλογέρες των κυπαρισσιών, στων βράχων τη μητέρα θάλασσα 
στα παραστράτια των άστρων 
στο δυοσμαρίνι του γέλιου και του άλματος 
και Μεσονυκτικά σε κάθε πλάτωμα βιολιού                                                   
                  για να φανούν Ανώλεθρα, άπαρτα στον αιώνα
σπήλιο, φαράγγι, ρεματιά, διάσελα και δικράνια 
λαγκάδια, ακροπόταμα κι αγγρίφια των ανέμων ! 
να λυτρωθεί η Ήπειρος της ΓΛΩΣΣΑΣ του ανθρώπου  
να γένει στίχος το βουνό κι ο άνθρωπος λιθάρι.
 
                                                   Θέλει πολύ πολύ εκτός για να’σαι μέσα μέσα !
                                   Libido Dominandi
                                                            I
    Τα βλαστάρια των Χωμάτων,
Όλη η κλίμακα του Χρόνου
Από τα βυζανιάρικα ίσαμε την τρίποδη λευκή τρίχα
Με την ακαταστίχωτη κι όμως γραμμένη
                Από τον Θουκυδίδη των λαγκαδιών και των Τετραχωρίων
                Από τον Θουκυδίδη των βοριάδων και του Χιονιού
                Από τον Θουκυδίδη της καμένης πέτρας και πάντων των Αρά-χθων
                Από τον Θουκυδίδη του βαρέος της ΧΑΡΑΣ πυροβολικού
               Από τον Θουκυδίδη της καρδάρας των Σκυλοσόφων
                 ΙΣΤΟΡΙΑ
πάνω στη ρυτιδογραφία, στοιχειο-στοιχειο, των χεριών και των πελμάτων
του Ασάλευτου ΙΘΑΓΕΝΗ της Μοίρας,  
     Τα βλαστάρια των Χωμάτων 
    Όλη του Χρόνου η Παράταξη,
    Τα βλαστάρια των Χωμάτων  
Με τα πάντοτε πέτρινα Σώματα απ’ το πολύ-πολύ Χώμα
Με τις κορδέλες της αιώνιας φιλοξενίας του Παιχνιδιού
Περασμένες στέρεα κηρήθρες στα μαλλιά τους
Για να μη σαλέψει η αφέλεια και το καλόγνωμο στρώσιμο του τραπεζιού
Για να ερωτευθούν όλες οι αφηγήσεις
Για να σμίξει η φωτιά και το ξέβρασμα των Ιστοριών
Να κλωθογυρίσει πάλι η αέναα ΦΥΣΙΚΗ Πολυνησία του Χαιρετισμού
Καταμεσής στη Γκιώνα, την Κλείσοβα και το Αηδονοχώρι
      Τα βλαστάρια των Χωμάτων  
Με τις κορδέλες τις περασμένες με τα δάχτυλα της Αθηνάς
Στα αέρινα των μαλλιών τους Ποιήματα
Που όσο πιο στέρεα περασμένες τόσο πιο μεγάλο το Ξεκούμπωτο
Τόσο πιο πλατύ
Τόσο πιο ξέχειλο
Τόσο πιο αθωράκιστα Νικηφόρο
       Τα βλαστάρια των Χωμάτων  
ΚΟΙΤΟΥΝ με μάτια που βρέχουν λύπηση
Κι ευωδάν υπομονή, μονιά κιρκινεζιού κι αντερί καταφρόνιας
Που μοσχομυρίζουν έκπληξη
Που μοσχοβολούν Ακατανοησία
         Τα ΞΕΝΑ στόματα
που γαυγίζοντας σίδερο
Γρυλλίζοντας ατσάλι
Κοάζοντας φωτιά
        Τα ΞΕΝΑ ακατήχητα στόματα
     Τα ΞΕΝΑ
                         Τα αδιάβαστα
                    Τα ΞΕΝΑ στόματα, τα κακέραστα
βάλθηκαν ! να σφηνώσουν στον ήχο της Αγιάς Σωτείρας
Στο ρόχθο των Τζουμέρκων
Στο αλίκτυπο του Ξηρόμερου και του Ξηροβουνιού
        Τα γοτθικά των βανδάλων τόξα
Της εύτακτης μπότας του λαρυγγιού τους !
Εν τάξει. Πειθαρχημένως. Πεπολιτισμένως ληστοσυμμοριτικά.  
Raus !                              aus aus aus
Lager, Lager, Lager, sofort !                 ort ort ort
Schnell !                                   el      el      el
Schw       schw       schw          ein                 n   n   n
Ueber alles         s      s        s
Alles                    ------------
Ueber. ….!!!!!!!           -------------------
Deutsch  ---------------
Land.               Schw       schw       schw … !!!!!    -----------
Ein. ----------------------------------------------------------------------------
 
             Κι ο Πίνδος των Σωμάτων αντηχούσε : Όμηρε, ρε ΣΥ Όμηρεεεεεεεεεε
                      Πόσες  οι γωνιές του κόσμου που ξεμυτίζουν νηπιόφρονες ;
 
 
(από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή ΑΦΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΕΣ )
                     Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ 
                                         ή η επανάληψη των επαναλήψεων
 
Βαστά το χειρόγραφο του Air, 
(από το πάντα αόρατο στα μάτια του BWV 1068)
μιας Σουίτας σάρκας οικουμενικής,
Διασχίζοντας το ξύλινο πάτωμα
Της προγονικής τραπεζαρίας
 
Τα σανίδια τρίζουν. 
Υπακούουν στο νόμο τους,
Τυφλά καθώς πλάστηκαν από Κτίσεως  
(ή μήπως όχι ;),
Βγάζοντας ένα  λα ύφεση όπως κάτω απ’ όλα τα πέλματα.  
- Γενιές πελμάτων που φτάνουν στα δικά του 
με συνοδεία τον ίδιο φθόγγο 
(δεν θα ’πρεπε ;)
 
Στη σιωπή των τραπεζιών ακουμπά η άκρη του πουκαμίσου του 
Μα φυσικά δεν τη χαράζει
(ή μήπως έτσι φαίνεται ;), 
Αποφασισμένη, έτσι που ’ναι, να στέκει απαράλλαχτη αιώνες.
Κι ο κoμός συνοδεύει την αδιαφορία με βάρος πολύ
Ακινησία.
Κι αυτός διασχίζει.
 Διασχίζει κάθε δυνατό διάδρομο
Κρατώντας τη μεριά του Άγραφου 
με μαύρες μικρές φλογίτσες ογδόων.
 
Η Σονάτα της ορχήστρας των άψυχων
Συντονισμένη 
Χορδισμένη πάνω σε μια διπλή γλωσσίδα κωφάλαλη  
Τοίχοι 
Πατώματα 
Σκαλιά
Δωμάτια 
Καθίσματα 
Πιάτα, πιρούνια, ποτήρια, μαχαίρια, κατσαρόλες και λεκάνες
Λεκάνες 
 
 Ένα Όμποε γαλαξιακό
Κι ένα βιολί πλανητικό 
Ή μια βιόλα ντα γκάμπα, που περικυκλώνει αστερισμούς,
…Στο Περι-βάλλον
 
Δεν είναι μαία τους  
Αυτό που τη Διάστασή τους τυλίγει
Στην ασφυξία του μεγέθους του,
Αυτό που στους νόμους του κρύβει
Τις θραύσεις των ορίων
Αυτό που δεν ανατριχιάζει 
Σαν από μέσα του το Άρρητο διαβαίνει μουσικά
 
«Κι αν ακροαζόμαστε,  όμως χωρίς αυτιά. 
Κι αν μας οργώνει τ’ Άπιαστο, σκίρτημα δεν μας παίρνει.
Και δεν παθαίνουμε ποτέ σαν δεν αντιλαλούμε σύννεφα.
 Ασάλευτ’ απομένουμε στον ήλιο και στο θάνατο.
Απορροφούμε μόνο.», 
Βουβά [ω]μο-λογούν, σαν να σαρκάζουν, τα ξύλα και οι τοίχοι
 
 «Γίνεται να μάς τρίζουν γαλάζιοι ανεμόμυλοι ;
Ν’ ανατριχιάζουμε στο διάβα των Αγγέλων ;
Να στήνουμε οδοφράγματα στων νεκροκεφαλών τα συμπόσια ;»
Απορούν νευρικά, σαν ν’ απολογούνται, οι οικοσκευές
Στων πενταγράμμων το θανάσιμο ψύχος
 
«Κι όμως, είμαστε εμείς που ντύνουμε, εμείς που περι-βάλλουμε
Εμείς που στραγγαλίζουμε και φυλακές ιδρύουμε.», 
Γνέφουν το ’να στ’ άλλο τα χουλιάρια κι οι καρέκλες
 
«Μες στην ευτέλεια διαβαίνουν οι θεοί.
Μα της ευτέλειας τη στριμωγμένη λάμψη τσάμπα δεν τη δωρίζουμε. 
Όχι, τέτοια χάρη δεν κάνουμε στο πλήθος.
Πέλματα δεν μας πρέπουν εναρμόνια
Κι είναι Μυστήριο που μας διασχίζουν.
Μα να σταθεί το Φως γυμνό δίχως τις φυλακές του, 
Αδύνατον.», 
Μουρμουρίζουν.  
 
Ανυποψίαστα τα δάχτυλά του ζούλαγαν ήδη
Στ’ ανώγι τη σάρκα του Ανήκουστου
Στη δεύτερη της φυσικής βαθμίδα
 

Ο Στάθης Κομνηνός σπούδασε κλασική φιλολογία και έχει εξειδίκευση στις σημιτικές γλώσσες (αραβικά, εβραϊκά, συριακά/αραμαϊκά). Παράλληλα, έκανε μουσικές σπουδές στη θεωρία, αρμονία και αντίστιξη, καθώς και στην ανατολική μουσική (ελληνική/βυζαντινή). Είναι ποιητής, μεταφραστής, αρθρογράφος, κριτικογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ερευνητής. Έχει συμμετοχή σε πολλά συνέδρια, κυρίως σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση των σχέσεων θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών.Μεταφράζει από και προς 12 γλώσσες και έχει συνεργαστεί με πλήθος εκδοτικούς οίκους και έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά (Παπαδήμας, Δόμος, Παρουσία, Ακρίτας, Λιβάνης, Αρχείο Κρήτης, κλπ κι επίσης ΝΕΜΕΣΙΣ, Κουκούτσι, Πρωτάτον, Τόλμη, Εξιτήριον, Cantus Firmus, τοvivlio.net , Φρέαρ, Διάστιχο, Βακχικόν, Litteraterra, Ηνιοχείν, Fractal κλπ).

 

 

 

Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Οκτωβρίου 2023