Εκτύπωση του άρθρου

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ          

 

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ  ΣΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ

( …να παραμερίσω όλη τη λησμονιά  και 
στη θέση της ν´ ακουμπήσω μια μικρή ανεμώνη.)*

 

Στην πρόταση να γράψω για τον Τάσο Λειβαδίτη  ανέκυψαν, αυτόματα σχεδόν, τέσσερα προβλήματα-ερωτήματα. Το ένα βγήκε μέσα απ´ τ´ άλλο. Ζητήματα σοβαρά για μένα και προς στιγμήν ανέκοψαν τον ενθουσιασμό μου. Στην πορεία όμως απεδείχθη πως ήταν ο καμβάς για να συνεχίσω 

1. Τι παραπάνω θα μπορούσα να προσθέσω όταν για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη έχουν ήδη μιλήσει  έλληνες ποιητές, έγκριτοι κριτικοί λογοτεχνίας, σπουδαίοι συνθέτες  και τα  τραγούδια του είναι στα χείλη του κόσμου; Όχι, είπα, δεν πρέπει ν´ αρνηθώ στον εαυτό μου τέτοια τιμή. Και σκέφθηκα το στίχο του, «…κι´ αυτό το ρίγος που διατρέχει το σπίτι είναι από πράξεις που αποφύγαμε (και μετανιώσαμε)…»*

2. Άρα  θ´ αντιγράψω καλό λόγο ή θα παπαγαλίσω κοινοτοπίες για τις γενιές της ήττας ή της  ηττοπάθειας κατ´ άλλους. Θα  μιλήσω και του λόγου μου σαν εκείνους που δεν έχουν νοιώσει ή που αρνούνται να νοιώσουν  το ρόλο της αλήθειας στην σπειροειδή κίνηση. Και εννοούν πως η ζωή δεν είναι παρά μια παρτίδα σκληρό πόκερ όπου ο νικητής τα παίρνει όλα, πως  η πορεία διόλου δε μετράει, και προπάντων δε μετράει το ήθος και η αυτοθυσία μέσα σ´ αυτήν τη πορεία. Ο ποιητής όμως λέει πως, «…και τα όνειρα των τρελλών που είναι ίσως αθάνατοι -στιγμές που ανοίγεις ένα παράθυρο σα να λύνεις ένα αίνιγμα ή κλείνεις μια πόρτα σα να συνοψίζεις μια ζωή.»*

Θα μπορούσα επίσης να μην πλησιάσω καυτά ερωτήματα και στον επίλογο να  ψελλίσω κάποιες ενστάσεις  για δικαιολογία. Όχι, είπα, δεν μπορεί να είναι έτσι. Αρκεί να μην  κλείσω τα μάτια σ´ αυτή την  πρόκληση και θα υπάρχει τρόπος να μιλήσω πέρα απ´ τις ρετσέτες  των μανιακών του θριάμβου.  Άλλωστε αυτό τραγουδάει ο Τάσος Λειβαδίτης, «…γιατί δεν μπορεί να ζει κανείς μόνο με θαύματα…».*

3. Και πως θα άρχιζα, μήπως με το να ιστορήσω το «μαρτυρολόγιο» της ζωής του; Κάτι βέβαια που δεν πρέπει να  ξεχνάει κανείς. Αλλά και πάλι όλα έχουν γραφτεί με κάθε λεπτομέρεια. Δεν θυμάμαι τι ήταν το όχι αυτή τη φορά, ειπώθηκε πάντως. Θυμάμαι όμως αυτόν το στίχο, «Ώσπου στο τέλος κερδίζει μόνο όποιος χάνει: πανάρχαιη, ανεξήγητη ανταμοιβή.»*   

4. Τα τελευταία χρόνια ζω στην επαρχία. Άλλες φορές «Στα ψηλά βουνά». Στα σκιερά του Βελουχιού. Όπου μερώνει την αγωνία της εποχής ο μέγας άνεμος απ´ του Ζαχαρία Παπαντωνίου τη μεριά. Τούτον τον καιρό κατοικοεδρεύω σ´ έναν κόλπο  του Κορινθιακού λίγο πριν το Ιόνιο. Αντίκυρα. Μια μήτρα ελληνική ακόμη. Να λοιπόν το τέταρτο πρόβλημα. Στην Αθήνα μεταξύ όλων των άλλων έχω  εγκαταλείψει και τα βιβλία μου.  Έτσι ανέβηκα στη Λιβαδειά περισσότερο από καθήκον προς τον εαυτόν μου. Ήμουν βέβαιος πια ότι θα έπρεπε να αρνηθώ την ιδιαίτερα τιμητική πρόταση για μένα, να γράψω δηλαδή για έναν από τους πιο αγαπημένους ποιητές των Ελλήνων. Δεν είχα πολύ χρόνο στη διάθεση μου. Ούτε να φύγω για την Αθήνα ήταν εύκολο. Τι θα μπορούσε λοιπόν να βρει κανείς σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Κι´ όμως δεν είναι έτσι. Ανακάλυψα στο εξαιρετικό βιβλιοπωλείο και λογοτεχνικό στέκι «Σύγχρονη έκφραση» του εκδότη Νίκου Λαμπρόπουλου ό,τι ακριβώς έψαχνα. Την  τρίτομη συγκεντρωτική έκδοση, «Τάσος Λειβαδίτης - ΠΟΙΗΣΗ», του Κέδρου. Δεν είχα πλέον δικαιολογίες να κάνω πίσω. Και τότε ανακάλυψα τι έπρεπε να πράξω. Θα δούλευα πάνω σε δυο άξονες. «Θα δούλευα», «δυο άξονες», μωρέ, σα να πήραν αέρα τα μυαλά μου για λίγες γραμμές, μονολόγησα. Αλλά σκεφτείτε, πως μπαίνεις χωρίς έρμα σε μια τέτοια θάλασσα και μάλιστα χιλιοτραγουδισμένη αν δεν καβαλήσεις λίγο, λιγουλάκι έστω, το καλάμι;

Α. Ο Τάσος Λειβαδίτης μπορεί να έφυγε, αλλά η ποίηση του είναι ζωντανή. Εδώ δίπλα μας. Σαν φύλλωμα  αειθαλές  σείεται και αποτυπώνει τον άνεμο της μέρας μας. Ακόμη και την άπνοια που επικρατεί γύρω μας, αυτή περιγράφει. Άγαλμα από μια μαγική ύλη που αλλάζει στάσεις ανάλογα με την πορεία του φωτός. Σώμα αξιοπερίεργο που κινείται με άνεση ανάμεσα στις μελλοθάνατες στιγμές της καθημερινότητας μας… «Τ´ αγάλματα μιλούν τη νύχτα. Κι ας λένε οι άλλοι ότι παραμιλώ.»*

Β. Αποφάσισα να μελετήσω την τελευταία εν ζωή συλλογή του ποιητή, «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα”, Κέδρος 1987. Δίπλα μου εκείνος να με κοιτάει στα μάτια. Θέλει να δει το θάμπος. Τον αόρατο λυγμό, την κατανόηση του θαύματος της ζωής όπως την περιγράφει για μας… «και κάποτε θα τρομάξεις/ όταν καταλάβεις ποιος είσαι»*.

Την ίδια την ουσία της εξέλιξης περιγράφει.  Όπου κάθε φορά ο θάνατος μας πάει στο επόμενο βήμα. Όπου το επόμενο βήμα αφήνει το χνάρι του πλάι από την προηγούμενη διασκελιά. Όπου ο θάνατος δεν είναι άλλος από τον μετασχηματισμό της ζωής. Και τραγουδώντας για τη ζωή μιλάς απλά για το θάνατο. Και κατανοώντας αυτή τη σχέση τίθεσαι παρά το πλευρό της ζωής αναπόφευκτα. Δεν λες ποτέ όχι στη ζωή. Ακόμα και όταν οδηγεί στον θάνατο. Στη μέγιστη ήττα… «Και πεθαίνουμε στερημένοι σ´ έναν παράδεισο από λέξεις»*. 

Και τότε κατανοείς  την πολύτιμη στιγμή της επαλήθευσης. Άρα μπορείς να την μεταδόσεις σ´ αυτόν που ακολουθεί. Έχεις την υποχρέωση να την φωνάξεις… «Λόγια που δεν τα καταλάβαμε παρά όταν ήταν πια αργά, πράξεις ακατανόητες που εξηγήθηκαν μια νύχτα σ´ έναν εφιάλτη κι´ ίσως η μεγάλη περιπέτεια μάς περίμενε σε μια πάροδο που δεν της δώσαμε σημασία.»* 

Ο Τάσος Λειβαδίτης εκτός από το να προσπαθεί να μας ενημερώσει, γράφει κυρίως για μας τώρα δα. Για τη γενιά μας που δεν είναι ούτε της ήττας, ούτε του θριάμβου. Όπου για πρώτη φορά στ´ αλήθεια μυρίζει ηττοπάθεια εδώ γύρω. Τη νύχτα φέρνει βήχα αυτή η μπόχα. Κι ο Τάσος Λειβαδίτης σ´ αυτή την εποχή της δύσπνοιας μοιράζει οξυγόνο. Οξυγόνο αλήθειας και ρεαλισμού.  Κι´ ας  προσπαθεί να μας κοροϊδέψει καμιά φορά πως τρέχει για τον εαυτόν του. Αν προχωρήσεις στην επόμενη στροφή θα τον ακούσεις ν´ απαγγέλλει αόρατος στο φως του ήθους του, στακάτα, δυνατά…  «Κι´ όταν δε πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.»*           

Για μας μιλάει.  Και μας κλείνει το μάτι έτσι … «Εξάλλου ήρθε ο καιρός να παραδεχτούμε ότι δεν κάναμε κι εμείς τίποτε σπουδαίο. Αλλά και ποιο είναι το σπουδαίο; Και σε τι θα βοηθούσε;/ Άνθρωποι που μας ξεγέλασε η τύχη ή μας πρόδωσε τ´ όνειρο κι´ ω μάταιες ελπίδες, πόσο σας αγαπήσαμε έναν καιρό»9*.  Ή άλλοτε έτσι… «Οι πιο ωραίες ιστορίες είναι αυτές που δε θα τις διηγηθεί ποτέ κανείς». Ή έτσι… - όταν τελειώναμε η θεία Ρόζα έκλαιγε και προσπαθούσε να συμμαζέψει ό,τι απόμεινε απ´ τη ζωή της σ´ έναν παλιό κορσέ – όταν βγαίναμε περπατούσαμε αμίλητοι, «είμαι μεγαλύτερη σου – σε αποπλανώ», μου ´πε κάποτε, «ναι, θεία – αλλά θα πάτε στον παράδεισο γι´ αυτό».*

Και μας κλείνει το μάτι γιατί ο Τάσος Λειβαδίτης είναι άνθρωπος συνειδητός. Και πιστεύει σ´ αυτό που βλέπει. Και τραγουδάει γι ´ αυτό που νοιώθει με ανοιχτά τα μάτια. Ούτε η νίκη, ούτε η ήττα τον ενδιαφέρει. Θα έλεγα μάλιστα πως η νίκη δεν τον ενδιαφέρει καθόλου και μάλλον τη θεωρεί απάνθρωπη∙ του θεού ένα πράγμα. Γι´ αυτό πολλοί άνθρωποι τον μίσησαν. Η πορεία όμως τον πονάει. Και πορεία σημαίνει κυρίως ήττα.  Και σκάβει με τα δάκτυλα στο βράχο το ημερολόγιο του. Γράφει για τη συντριβή  με οδύνη. Μια συντριβή που εμείς συχνά δε τη νοιώθουμε, επειδή έχουμε εκπαιδευτεί ή συνηθίσει να μην την αναγνωρίζουμε… «Ώσπου άρχισε να βρέχει κι οι στάλες πάνω στα τζάμια διαγράφονται δυσανάγνωστες σαν το δίκιο των ανθρώπων»*, «…γύρισα τότε στο σπίτι μου και πότισα τους πανσέδες που είναι ζωγραφισμένοι στο κάλυμμα του καναπέ…», «Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…».

Και τελειώνω με τούτο, γιατί δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε χρόνος ούτε χώρος, «…α, το ωραίο μυστήριο να ´σαι μονάχος, το μυστήριο να ´σαστε δυο ή το μέγα μυστήριο να ´μαστε όλοι…» 

Σημείωση:

αποσπάσματα από την ποιητική συλλογή
ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ
του Τάσου Λειβαδίτη
Εκδόσεις Κέδρος 1987

Σταύρος Σταμπογλης

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Απριλίου 2013