Εκτύπωση του άρθρου

ΡΟΥΛΑ  ΑΛΑΒΕΡΑ

 


Στον Χρήστο ΄Αλ. 
οφείλω τους τρείς τίτλους
εδώ και είκοσι πέντε χρόνια
για το ποίημα.

 

 

Προσωπογράμματα


΄Ο,τι βασίστηκε σ έναν έρωτα πες το, έλξη,
ήταν ένα χαρτάκι της λογοκρισίας
από τη Μέση Ανατολή: «΄Όταν η πατρίς αγωνίζεται
να λείπουν τα γλυκανάλατα ερωτόλογα». ΄Ετσι.
Μάλλον δεν ήσαν γλυκά ανάλατα, αλλά ποιός
ενδιαφέρεται σε καιρό πολέμου, μη πόλεμος,
ό,τι κι αν έτυχε μετά τον πόλεμο μη πόλεμο,
η Μ. απότομα σώπασε,
τυλίχτηκε σε κονιάκ χρώμα,
ήταν, -να ήταν το κλασσικό five-ο-clock-,
και με μια σφυριά στον αέρα,
στο χρώμα κονιάκ ή πράσινο οινόπνευμα,
κατάπινε τα εμετά της.
Ποτέ ξανά δεν έβαλε τα μαργαριτάρια της,
Ιβουάρ, μόνο τα μούσκευε στο τσάϊ στις επτά.

΄Εβλεπα εφιάλτες γύρω στα πέντε μου,
σκορπιούς, κατσαρίδες, μαύρα έντομα.
Φοβόμουν τα μαύρα έντομα, αλλά δεν ήξερα,
παιδί στα  πέντε του.
Χρόνια μετά ο Γιώργος Μουρέλος μου σύστησε
της Μαρίας Βοναπάρτη: « Η κόρη
και το δακτυλίδι της πεθαμένης μητέρας».

Ω! Γλυκύ μου έαρ!

   
Προσωποδράματα
 

Σε κούρασε τον αγαπούσες και τον
και τον
και σε 
και τον
και σε 

Τι αδικία!

Είχε στείλει το πορτοφόλιό της
στου Κρίστιαν Ντιόρ και στης Μαντάμ Gres.
Tην προσέλαβαν στο τιμ  του σχεδίου
ενδύματος. Δεν πήγε.

΄Εμεινε στη  Θεσσαλονίκη,
στην πόλη των ειρκτών, εξορίας,
άφωνη, ρημαγμένη, σκελετωμένη,
φαφούτα,
αυτή η ντελικάτη για να γλυκαίνεται
όταν η πατρίς αγωνιζόταν.

Αγωνίζονταν;
 

προσωποράματα


Πήγα την είδα στην Αθήνα, στον Ευαγγελισμό,
είχε τυφλωθεί, η δεξιά φτέρνα έγινε τρύπα,
κατάκοιτη,
έπιασε το φόρεμά μου, έτριψε το ύφασμα στα δάκτυλά της,

αναγνώρισε την κόρη της,
αναγνώρισα τη μητέρα μου,
και, τι αδικία!

Θεέ μου,
βοήθησέ με να βάλω την περικεφαλαία μου,
να φέρω στις γάμπες τις περικνημίδες,
να περάσω στο χέρι μου την ασπίδα
και να βγάλω από τη θήκη το βαρύ σπαθί μου,

όσο να βελτιώνω την πρόζα μου
της μνήμης,
όσο οφείλω: σφραγίς επί της παρειάς.

 

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 3 Οκτωβρίου 2022