Εκτύπωση του άρθρου
ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ ΘΑΝΑΣΗΣ


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Μη με ρωτάτε γιατί έρχομαι κι επανέρχομαι.
Γιατί με βασανίζουν τα ίδια θέματα πάντα.

Στο βάθος δεν έκανα τίποτ’ άλλο παρά να μιλώ για το
       αίμα μου.
Για τις μέρες που υπήρξαν τόσο θολές.
Για τις νύχτες τις τόσο τρομερές και απάνθρωπες.

Γι’ αυτό φαίνομαι τόσο μονότονος, τόσο περιορισμένος.
Πιασμένος στο ίδιο δόκανο πάντα.

Γιατί δεν μπόρεσα να ξεφύγω απ’ αυτόν το φοβερό εφιάλτη.
Απ’ τον τετρακέφαλο σκύλο που δε μ’ άφησε ούτε λεπτό.

Θέλω να πω, η ζωή μου στάθηκε μετρημένη.
Απ’ τον ένα, όχι στον άλλο φόβο, στον ίδιο πάλι. Γι’ αυτό.

                                                   


ΕΝΝΙΑ ΜΙΚΡΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΓΙΑ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ

                                         Ι

Απ’ τα  πικρά τα βάσανα γεννιέται η περηφάνια.

                                        
ΙΙ

Πέρα απ’ τα φώτα κι απ’ τα πρόσωπα.
Πέρα απ’ τη δόξα των άλλων και τη σιγουριά
υπάρχει πάντα μια καρδιά που ξαγρυπνάει ασκλάβωτη.

                                           
ΙΙΙ

Ματωμένο αγρίμι γυρνώντας στην ερημιά.
Με δαγκωμένο σκούξιμο αλυχτώντας.
Με τρία ποδάρια πηγαίνοντας.
Με τρία ποδάρια κι απ’ αυτά το ένα χτυπημένο
και το άλλο αφημένο στο δόκανο.

Και το αίμα να πέφτει πάνω στο χιόνι, παγώνοντας.

                                          
ΙV

(Καλά την έχουν τώρα οι φρόνιμοι στα σπίτια τους.
Καλά τη βγάζουν στα ζεστά τους σπίτια
καλά κοιμούνται σε ζεστή αγκαλιά.

Και τα ντουφέκια πέρα πέφτουν.
Πέρα γαβγίζουν τα σκυλιά, χτενίζουν τ’ αποσπάσματα).

                                           
V

Κυκλωμένο αγρίμι παλεύοντας μονάχο του
στα σκοτεινά και στ’ άγρια.

Ξέροντας πως δεν έχει άλλη ελπίδα.
Ξέροντας πως δεν έχει άλλο πια
μήτε γλυκό ζευγάρωμα κάτω από το φεγγάρι
μήτε γιουρούσια, μήτε πανηγυράκια
κάτω από τα δασιά πλατάνια κι απ’ τα έλατα.

                                          VI

Πεθαμένο αγρίμι κομμένο μέσα στη νύχτα.
Με το κορμί του παρατημένο στα όρνια
και το κεφάλι του μπηγμένο στη φούρκα, δοσμένο στο ανάθεμα.

Δοσμένο στο ανάθεμα και στους προσκυνημένους.

                                         VII

Ά, τι πικρή, τι μπάσταρδη εποχή για τους κατατρεγμένους.
Γι’ αυτούς που πέφτει ο δύσκολος καιρός κι ο ανάποδος
      χειμώνας
Που σκοτεινιάζουν τα βουνά και κλείνουν τα φαράγγια
και σταματούν τα ρέματα.


Και πουθενά ν’ ανοίξει μια χάντρα ο ήλιος.
Να ρίξει ο κλέφτης τη βελέντζα απάνω στα χαμόκλαδα
να πέσουν και τα κρούσταλλα, να λιώσουν και τα χιόνια.

                                        VIII

Όμως δεν είναι τούτος ο χειμώνας, χρόνια τώρα που κρατάει
δεν είναι τούτος ο κακός  χειμώνας πέρασμα.

Να’ ρθει ξανά μια άνοιξη, να’ ρθει  ένα καλοκαίρι.
Να σμίξει ασκέρι στα βουνά.

Χλωμά τσογλάνια έχουν πιάσει τα στενά.
Πιάσαν τα πόστα, πιάσαν τα περάσματα.

                                       IX

Δε μένει άλλος δρόμος.
Με τα κοντά μαχαίρια τώρα. Στα τυφλά.
Με τα κοντά μαχαίρια να ριχτούμε, να τελειώνουμε.

                                                  Από τη συλλογή: Ο μουγκός τραγουδιστής, 1982


Θανάσης Κωσταβάρας

Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Μαΐου 2008