Εκτύπωση του άρθρου

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

 

 

 

Τα σπίτια μου

 

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ


Πατώ στις μύτες των ποδιών
διασχίζω τους τεράστιους διαδρόμους
ο αδελφός μου αγέννητος ακόμα
κοιμάται στο μικρό κρεβάτι του
βάζω το δάχτυλο στο στόμα και το πιπιλώ
ο μπαμπάς θα μου το βαφτίσει στο κινίνο
ίσως μία μέρα μου το κόψει με μαχαίρι.
Η μαμά φοράει την βελούδινή της ρόμπα
και σιγά σιγά η λευκή της σάρκα γίνεται καπνός.
Ο παππούς ψήνει μία ρέγκα στο μπαλκόνι
και η γιαγιά τραγουδά μία άρια.

 

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ


Είναι τόσο μεγάλο που κυκλοφορούμε μέσα με έναν χάρτη
Ο μπαμπάς επικοινωνεί με τη μαμά με ένα χωνί
αλλά πάλι στο τραπέζι δεν ακούγονται.
Τα δωμάτια αλλάζουν συνέχεια θέση
αλλά η κρεβατοκάμαρα βλέπει πάντα στον φωταγωγό. 
Το διπλό κρεβάτι των γονέων κόπηκε ξαφνικά στα δύο
ή κάποιος το πριόνισε.
Ένας χωροφύλακας μας έβαλε πρόστιμο
για υπερβολική ταχύτητα,
το σπίτι αυτό έτρεχε χωρίς φρένα  
κατευθείαν στον γκρεμό.

 

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΒΑΣ. ΟΛΓΑΣ


Ο εξωτερικός τοίχος λείπει
γιατί γκρεμίστηκε απ’ τον σεισμό
έτσι βλέπουμε ανεμπόδιστα την κίνηση στον δρόμο
η μητέρα όταν έφυγε πήρε και όλα τα έπιπλα μαζί 
έτσι ψήνουμε παχουλά κάστανα στα σανίδια του πατώματος.
Όταν έρχονται οι φίλες
καθόμαστε κατάχαμα
επινοώ μία μητέρα σφουγγαρόπανο 
που είναι πολύ απασχολημένη
γι’ αυτό δεν μπορεί να σερβίρει κουλουράκια.
 

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΙΑΤΡΕΙΟ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΓΓΕΛΑΚΗ

 

Υπάρχει μία σιαμέζα γάτα
με κρύα γαλάζια μάτια
και τεράστια πέλματα
και όλη μέρα τρέχουμε δεξιά και αριστερά
μήπως μας συνθλίψει.
Οι λεύκες απέναντι μας γρατζουνούν στο πρόσωπο
όταν πιανόμαστε στα χέρια με τον αδελφό
και ο πατέρας προσπαθεί να μας χωρίσει.
Με τις ώρες απομονωμένος τα βράδια στο γραφείο 
βουτά ένα πινέλο σε ηρεμιστικά και αλκοόλ
και συγκολλά τα κομμάτια της σπασμένης του καρδιάς.

 

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ


Είναι γεμάτο ποντικοπαγίδες
αλλά τα μόνα που παγιδεύονται
είναι κάποια σκούρα ψωμιά
από τον αποκάτω φούρνο.
Στο κέντρο του μία φώκια σόμπα
μπουμπουνίζει
αλλά ούτε εγώ ούτε η συγκάτοικος
θα βρούμε ποτέ τη σωστή θερμοκρασία.
Εγώ πάντα θα ζεσταίνομαι κι αυτή πάντα θα κρυώνει.
Στο τέλος θα αρραβωνιαστεί έναν ποντικοκυνηγό
κι εγώ θα μείνω μόνη
να κρεμάω εσώρουχα σε σκοινιά πάνω απ’ τον δρόμο
ενώ ο πατέρας σ’ αυτό το ίδιο σπίτι 
θα έρθει χαρούμενος να αναγγείλει έναν γάμο
στον οποίο εγώ δεν θα είμαι καλεσμένη.
Κάποτε βέβαια αυτό θα διορθωθεί
αφού θα είμαι ευπρόσδεκτη  
από τη νεαρή σύζυγο 
τη μέρα της κηδείας του.

 

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΚΑΡΑΟΛΗ

 

Είναι στη μέση ενός πάρκου με σκυλιά.
Τις νύχτες ουρλιάζουν απειλητικά,
γλύφουν τα ντουβάρια με τη γλώσσα τους
ξεσκίζουν την πόρτα με τα νύχια τους.
Καραδοκούν να μας κατασπαράξουν.
Στα παρτέρια κάτω φύονται περίεργα χρυσάνθεμα
που έφθασαν πια στο ύψος του μπαλκονιού μας.
Χρυσά μυγάκια κυκλοφορούν μέσα στο σπίτι
είναι λέξεις που περιμένουν να σταλάξω
σε δοκιμαστικούς σωλήνες το χρυσάφι τους,
το απόγευμα όμως καλύπτουν τα μπράτσα μου
και με απομυζούν.
Στις ντουλάπες τα ρούχα ελαττώνονται,
οι καμπαρντίνες φεύγουν με μία βαλίτσα στο χέρι,
οι ομπρέλες ύπουλα πηδούν απ’ το παράθυρο.
Υπάρχει άραγε προετοιμασία για ταξίδι;
Η ψάθα πάντως γράφει καλωσόρισες.

 

Χλόη Κουτσουμπέλη
© Poeticanet

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 5 Ιουνίου 2023