Εκτύπωση του άρθρου

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΙΔΗΡΑ

 

 

Τέσσερα ποιήματα

 

Συγχώρεση

Ξεχύθηκε η άνοιξη ακάθεκτη
σε δρόμους, κήπους και πλατείες
αμέτοχη όλως διόλου
στα προσωπικά μας πάθη.
Μεγάλη Τρίτη. Αλλοίμονο
δίχως καν το τροπάριο της Κασσιανής
πώς γίνεται ο καθένας μας
στ’ αλήθεια να μετανοήσει;
Όλοι μέσα στα σπίτια μας
σαν σαλιγκάρια περιμένουμε
μία βροχή σωτήρια
μετά να ξεμυτίσουμε λιγάκι.
Θεέ μου! Ξέρω,  Σε σταυρώσαμε
πολλές φορές
μη μας στερήσεις όμως
την Ανάστασή σου.  


Το πρόσωπό Σου

Κάποιοι μου λένε
πως δεν έχεις πρόσωπο.
Μα εγώ ώς τώρα
ατενίζω την μορφή σου
στην ανθρώπινη εκδοχή
του Ιησού.
Συγχώρεσέ με.
Έγινες άνθρωπος
για χάρη μου.
Και πόνεσες
τον πόνο μου
για να συναισθανθείς.
Και όταν αναστήθηκες
απλώθηκε η μορφή σου
ώς τα πέρατα
και περιέχει
όλων μας  τα πρόσωπα.

Γιατί ο καθείς μας είναι Εσύ
μόριο ελαχιστότατο
του εαυτού Σου.


Γιὰ τὴν Πατρίδα  

Θά ‘μουν στὰ δεκατρία, ἔφηβη
ὅταν ρούφηξα κυριολεκτικὰ
τῆς Δἐλτα τὸ «Γιὰ τὴν Πατρίδα».
Ἤτανε τότε ποὺ τὸ πῆρα ἀπόφαση
ὅτι στὸν γιό μου θά’ δινα
τὸ λατρεμένο μου ὄνομα «Ἀλέξης»
Γεννήθηκε ἕνα ἡλιόλουστο πρωί.
Ἀγόρι, τεσσεράμισι κιλά,
εἶπε μὲ στόμφο ο γιατρός.
Ὄχι, δὲν θυσιάστηκε γιὰ τὴν πατρίδα
ὅπως ὁ ἄλλος τοῦ παραμυθιοῦ.
Ὅμως τὸν πῆρε σβάρνα ἕνας Βούλγαρος.

Τί ἤθελα κι ἐγὼ καὶ διάβαζα
τόσα πολλά βιβλία;

Η ωραία «θυμωμένη»

Πανέμορφη η μικρή 
«πιρκγήπισσα» απεχθανόταν
τα φιλιά. Έτσι τ’ αδέρφια της
σκαρφίζονταν πολλά
και διάφορα παιχνίδια
για να την φιλήσουν.
Την έντυναν βασιλοπούλα
κι ύστερα την τρυπούσε
τάχατες  τ’ «αβράχτι»
για να κοιμηθεί.
Μετά μπαίνανε στη σειρά
και την φιλούσαν
για να την αναστήσουν.
Ο πρώτος, ο δεύτερος
στον τρίτο θύμωνε:
Ένα φιλί μου φτάνει
και μου περισσεύει
για να ξυπνήσω! φώναζε
και τους κυνηγούσε.

Ωραία θυμωμένη μου
θα μεγαλώσεις και κάποτε
θα λαχταράς να σε ξυπνάει
με φιλιά ο ανύποπτος
κι άγνωστος όλως διόλου τώρα
 «πρίγκηπάς» σου.

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 10 Σεπτεμβρίου 2021