Εκτύπωση του άρθρου

ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ

 
 
Τρία ποιήματα
(από την υπό έκδοση συλλογή Δαιμόνιοι)
© Poeticanet 
 
 
 
 
 
600 π. Χ.
 
ΣΑΠΦΩ ΚΑΙ ΚΛΕΪΣ
 
«Να τραγουδά ολονυχτίς
και να μη νοιάζεται
αν έφαγε αν ήπιε το παιδί
αν ντύθηκε καλά
να μην κρυώσει
κι εκείνο μες στα πόδια της
να φέρνει σβούρες
και να γελά σαν μεθυσμένο
απ’ τη φωνή της
και τα χάδια της»
 
Μα τι κι αν λέγαν οι γυναίκες
ότι δεν νοιάζεται
αν έφαγε αν ήπιε το παιδί
Όταν εκείνη τραγουδούσε
για τη μικρή Κλεΐδα της
-που ήταν χρυσάφι πιο ακριβό 
από τα πλούτη των Λυδών-
το σπίτι τους λουζόταν μ’ ένα φως 
που έρεε απ’ τα έγκατα
κι έτσι όλοι κάποτε πιστέψαν
πως όποιος μπαίνει εκεί
δεν τρώει δεν πίνει
χειμώνα δεν φοβάται
ούτε θάνατο
 
Σαν πεταλούδα εκεί
μπορείς να ζεις 
με νέκταρ τον άνεμο.
 
 
1566
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ GIULIA GONZAGA
 
Μιλούσε για όλα: 
για τους δόλους τα πάθη
τις ανίερες σκέψεις της
μιλούσε για όλα 
και για όλα μετάνιωνε.
 
Ύστερα σώπασε. 
Λέξη δεν είπε
για τον ιππότη που την έσωσε  
απ’ τις ορδές του Μπαρμπαρόσα: 
την έσωσε την έκρυψε 
και την οδήγησε με ασφάλεια στην πόλη. 
Και τότε εκείνη διέταξε τον θάνατό του 
γιατί κυνηγημένοι στα βράχια όταν έτρεχαν 
αστράψαν οι μηροί της στον ήλιο 
και τα μάτια του είδαν 
γυμνό να ατμίζει το κάλλος της. 
 
Μα τώρα σώπαινε. 
Σαν να μην ήταν φόνος αυτός 
παρά μονάχα η εκπλήρωση 
του δικού της παράφορου νόμου.
 
 
1616
H ARTEMISIA GENTILESCHI ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ 
                                                      στον Παναγιώτη Αρβανίτη
 
Οι τοίχοι τα τραπέζια τα πατώματα
γεμάτα με το κεφάλι του Ολοφέρνη
κάποτε να το κρατά η Ιουδήθ
κι άλλοτε στα χέρια μιας δούλας
 
Μα εκείνη κοιτά τα κεφάλια
και νιώθει μες στα σπλάχνα της
βαριά τη ματαιότητα:
«Ιουδήθ, πόσες βραδιές
σε συλλογίστηκα
να σκέφτεσαι τον φόνο
κι ύστερα να έρχονται σμήνη αγγέλων
πανάρχαια Χερουβείμ
να σου ακουμπούν στο χέρι το σπαθί
θέλγητρα να ραίνουν στη μορφή σου
κι εσύ να μην μπορείς ν’ αντισταθείς
σ’ αυτό το πάγωμα του χρόνου
όπως δεν μπόρεσα κι εγώ 
που τώρα φλέγομαι 
μέσα στις λάσπες και τα χρώματα
εγώ που όταν τα χέρια μου 
ανήσυχα κινούνται
κρατώ ακίνητη 
των γυναικών τη μοίρα 
σαν μια πληγή παλιά 
που σκίζεται και ρέει
ακόμη κι αν κανείς δεν την αγγίζει».
 
Και τότε άνοιξαν τα χρώματα
σαν καταρράκτης
και η μορφή της
βιβλική 
αρχαία
με τα μαλλιά ολόμαυρα
στάθηκε μπρος της
χωρίς φωνή 
Και το αίμα έρεε
από τα χέρια της 
στο δωμάτιο
κι ύστερα στον δρόμο
κι ανέμιζε η πόλη κατακόκκινη
μέχρι που όλοι πίστεψαν 
πως ο θεός τη μέρα εκείνη
πρόσφερε επιτέλους την πορφύρα του
το βασίλειό του στη γη.

Ημ/νία δημοσίευσης: 14 Σεπτεμβρίου 2020