Εκτύπωση του άρθρου

ΘΕΜΗΣ ΤΑΣΟΥΛΗΣ

 


Όλα που χύνονται στο μαύρο απαλά

 

Κείθε το πέρασμα λευκό του σκοταδιού

Όπως το είχε περιγράψει ολόϊδιο η ψυχή μου.

Σαν κάλεσμα νερού απλωμένο σ’ αλλόκοτο χρόνο

στις παράλληλες της σιωπής

και σ’ άλλα που’ ρχονταν βιαστικά με χειμώνα.

 

Καρφωμένος πάνω στ’ αδιάφορο γαλάζιο

ανάμεσα από μαδέρια κι’ αξίνες στο χώμα, καρφιά,

όλα πλέοντας μουσικά,

σ’ ένα πρωί ή ένα απόγευμα θα’ ταν με μένα

-          αφού έτσι κι’ αλλιώς

ο χρόνος όλος είναι μια θάλασσα –

ξυλιασμένος πάνω στη χλόη, τα κομμένα λουλούδια,

είδα τα δάκρυα, την ξεραμένη γλώσσα,

όλα που χύνονται στο μαύρο απαλά,

στο ξεκίνημα των φυτών, των νερών, της καρδιάς μας.

 

Κάτι σαν να με πήγαινε μες στον αέρα ακτινωτά · 

ξεχύθηκα, γύριζε ένας χειμώνας

με χιονισμένους λύκους, φαλακρά παιδιά

κι’ έσβηνε η φλόγα π’ άφηνε απαλά

στον παγωμένο ουρανό την μιλιά μου.

 

Πάνω στα χώματα που’ χαν μουλιάσει

για να κοιμάμαι βαθιά,

ήρθε και χτύπησε η καρδιά μου

στη δική σου.

 

Τασούλης Θέμης

Ημ/νία δημοσίευσης: 23 Απριλίου 2007