Εκτύπωση του άρθρου

ANDREI NOVAC 

 

Επιμέλεια-Μετάφραση: Άντζελα Μπράτσου

 

 


Născut la 1 iulie 1983, în Târgu-Jiu, cu studii de istorie și un doctorat în filologie (Universitatea de Vest din Timișoara), Andrei este lector universitar a fost directorul Centrului Național al Cărții din cadrul Institutului Cultural Român. Poet, membru al Uniunii Scriitorilor din România, a publicat opt volume de poezie și monografia Valentin Tașcu, solitarul promoției ’70. Volumul Regula timidității a fost nominalizat la Premiul „Mihai Eminescu”, acordat de Academia Română, 2018. A mai fost recompensat cu Premiul „Mircea Ciobanu”, acordat de Uniunea Scriitorilor din România; Premiul revistei „Convorbiri literare” (2019); Premiul Special, acordat de Filiala Timișoara a Uniunii Scriitorilor din România (2019) ș.a.


ANDREI NOVAC
Γεννημένος την 1η Ιουλίου 1983, στο Târgu-Jiu, με σπουδές Ιστορίας και διδακτορικό Φιλολογίας (Δυτικό Πανεπιστήμιο της Τιμισοάρα), ο Andrei είναι λέκτορας πανεπιστημίου και τέως διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου στο Ρουμανικό Πολιτιστικό Ινστιτούτο. Ο ποιητής, μέλος της Ένωσης Ρουμάνων Συγγραφέων, εξέδωσε οκτώ ποιητικούς τόμους και μια μονογραφία  Valentin Tașcu, solitarul promoției ’70/Ο Βαλεντίν Τάσκου, ο μονήρης της γενεάς του '70. Ο τόμος Regula timidității/ Ο κανόνας της συστολής προτάθηκε το 2018 για το Βραβείο «Mihai Eminescu», που απονέμεται από τη  Ρουμανική Ακαδημία. Επίσης, τιμήθηκε με το Βραβείο «Mircea Ciobanu», που απονέμεται από την Ένωση Ρουμάνων Συγγραφέων· με το Βραβείο του περιοδικού „Convorbiri literare” (2019)· με το Ειδικό Βραβείο, που απονέμεται από το Παράρτημα Τιμισοάρα της Ένωσης Ρουμάνων Συγγραφέων (2019), κ. ά.

 

 

căutări

unde au plecat toți ceilalți oameni din mine,
care au murit,
au îmbătrânit,
lumea li s- a părut mai mică,
eu doar constat
și prin singurătatea mea
toată această țară poate să mai aibă o mască,
prin inima ei trecem cu toții
și tineri
și bătrâni
și copii
și oameni blânzi
și liberi
stăm rezemați pe fiecare perete din piatră,
nu știu unde au plecat toți
dar, așteptarea care s- a lăsat,
este din ce, în ce, mai clară.


αναζητήσεις
 

που πήγαν όλοι εκείνοι οι άλλοι άνθρωποι από μέσα μου,
που πέθαναν,
γέρασαν,
ο κόσμος τους φάνηκε πολύ μικρός,
εγώ απλώς διαπιστώνω
και μέσα από τη δική μου μοναξιά 
όλη αυτή η χώρα μπορεί να έχει και άλλο προσωπείο, 
από την καρδιά της περνάμε όλοι 
και νεαροί
και ηλικιωμένοι
και παιδιά
και ευγενικοί άνθρωποι
και ελεύθεροι
στεκόμαστε ακουμπισμένοι σε κάθε πέτρινο τοίχο,
δεν ξέρω πού πήγαν όλοι τους
αλλά, η αναμονή που τώρα επιφέρεται,
γίνεται όσο πάει και πιο ξεκάθαρη.


limite
 

fără să înțeleg lumea încă de la început,
crucile pe care eu le duc mai departe
sunt altfel,
nu am dreptul sa mă uit decât înainte,
drumul meu este mult mai lung
și chiar dacă nimeni nu înțelege nimic
mi- am câștigat dreptul să fiu liber,
fiecare respirație a mea
este ca un ordin răstit,
nu am voie să mă opresc,
totul este fără limite,
cu toate astea respir,
dau sens oamenilor din jurul meu.


όρια
 

χωρίς να καταλαβαίνω τον κόσμο ήδη από τις απαρχές του,
οι σταυροί που συνεχίζω εγώ να κουβαλάω πιο πέρα
είναι διαφορετικοί
δεν δικαιούμαι παρά να κοιτάζω μόνο μπροστά,
ο δρόμος μου είναι πολύ μακρύτερος 
κι ας μην καταλαβαίνει κανείς τίποτα
εγώ έχω κερδίσει το δικαίωμα να είμαι ελεύθερος,
η κάθε μου αναπνοή
είναι σαν μια οργισμένη διαταγή,
δεν μου επιτρέπεται να σταματώ,
όλα είναι απεριόριστα,
εν τούτοις αναπνέω,
δίνω νόημα στους ανθρώπους που είναι γύρω μου.


despre trădări, dragoste și iluzii

 

niciodată nu au fost mulți,
uneori, numărul lor era mai mare,
ca o noapte de vară
când libertatea se închina în fața unei cruci
la sfârșit nu rămâne decât pământul
din toate fețele pe care le- am văzut
rătăcite prin mine

atâtea biserici părăsite, atâtea cimitire cu gardul rupt,
apoi orașe cuprinse de ploaie și oameni cu inimile
fixate la ceasurile care bat ritmul firesc al vieților noastre de la început.


περί προδοσιών, ερώτων και ψευδαισθήσεων
 

δεν υπήρξαν ποτέ πολλοί,
υπήρξαν φορές που ο αριθμός τους ήταν μεγαλύτερος,
σαν μια καλοκαιρινή νύχτα
όταν η ελευθερία υποκλινόταν μπροστά σ΄ ένα σταυρό
στο τέλος το μόνο που μου έχει απομείνει είναι το χώμα
απ’ όλα τα πρόσωπα που έχω δει
να περιφέρονται μέσα μου χαμένα

τόσες εγκαταλειμμένες εκκλησίες, τόσα νεκροταφεία με σπασμένους φράχτες,
έπειτα πόλεις κατακλυσμένες από βροχές και άνθρωποι με καρδιές  
προσηλωμένες πάνω στα ρολόγια που χτυπούν τον φυσικό ρυθμό της ζωής μας απ’ την αρχή.

 

despre serile cu lumină și cu Dumnezeu
 

eu am crezut întotdeauna și nu am cedat niciodată
și într- un final s- a făcut lumină
după nopți întregi și dimineți înghețate

eram ca un orb desculț prin iarba tăiată
mărunt a cimitirelor de țară,
cu mâinile mele atingeam umbrele icoanelor,

un pelerinaj printre morțile care au trecut
repede prin viața de azi,
eu nu am timp și nici răbdare

ca o ploaie care transformă tăcerea în zgomot,
în toate este vorba doar de Dumnezeu.


Περί δειλινών με φως και με τον Θεό 
 

εγώ πάντα πίστευα και δεν υποχώρησα ποτέ 
ώσπου επί τέλους εγένετο φως 
μετά από ολόκληρες νύχτες και παγερά πρωινά

ήμουν σαν τυφλός ξυπόλητος στο ψιλο
κομμένο χορτάρι των επαρχιακών νεκροταφείων,
με τα χέρια μου άγγιζα τις σκιές των εικόνων,

ένα προσκύνημα μεταξύ των θανάτων που πέρασαν 
βιαστικά μέσα από τη σημερινή ζωή, 
εγώ ούτε χρόνο έχω ούτε υπομονή

σαν μια βροχή που μεταμορφώνει τη σιωπή σε ήχο,
σ᾽ όλα τούτα περί Θεού και μόνο είναι ο λόγος.

μισογεμισμένα με νερό


Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Ιουνίου 2023