Εκτύπωση του άρθρου

Νicolae Τzone

 

 

Επιμέλεια και Μετάφραση: Άντζελα Μπράτσου

 

 

Ο Νicolae Τzone γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1958, στο χωριό Malu, έναν οικισμό που βρίσκεται στο 510 χιλιόμετρο στον Δούναβη (στο Giurgiu φτάνει κανείς σε μισή ώρα με τα πόδια).

Είναι μέλος της ένωσης συγγραφέων, τμήμα ιασίου, παράρτημα ποίησης.
Ίδρυσε και διευθύνει τον εκδοτικό οίκο vinea (από το 1990...) και το ινστιτούτο έρευνας της ρουμανικής και ευρωπαϊκής πρωτοπορίας - icare (από το 1998...).
Ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ένωσης συγγραφέων μεταξύ 2004 - 2009.

Το 2012, παρουσίασε το διδακτορικό του στη σχολή γραμμάτων του Βουκουρεστίου, με την διδακτορική διατριβή: «Ο geo bogza και το ρουμανικό avant-garde».

δημοσιευμένοι τόμοι (επιλογή):
«nicolae magnificul/ο νικολάε ο μεγαλοπρεπής», στίχοι (εξώφυλλο και εικονογράφηση nicolae de popa), εκδοτικός οίκος vinea, 2000;
«capodopera maxima/το μέγιστο αριστούργημα», στίχοι (με πρόλογο και πορτρέτο του συγγραφέα από τον șerban foarță, επίλογος του șerban axinte, εξώφυλλο τόμου και σχέδια: mihaela șchiopu), εκδοτικός οίκος vinea, 2007;
«viaţa cealaltă şi moartea cealaltă/η άλλη ζωή και ο άλλος θάνατος», στίχοι (πρόλογος: gheorghe grigurcu· επίλογος: emanuela ilie· εικονογράφηση nicolae makovei), 2010· 
Αυτοί οι τρεις τόμοι αποτελούν μια τριλογία, που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε έτσι στη διάρκεια μιας δεκαετίας.

«manualul de literatură/το εγχειρίδιο λογοτεχνίας». ένα βιβλίο γραμμένο από τον daniel bănulescu, μια ανθολογία ποιημάτων (συν-συγγραφέας, μαζί με τους: daniel bănulescu, mihail gălățanu, ioan es. pop, cristian popescu, lucian vasilescu, floarea ţuţuianu)· πρόλογος του alex. ștefănescu· επίλογος του horia gârbea, εκδοτικός οίκος vinea, 2004.
«oase de înger/ new york. bucureşti/αγγελικά οστά/ νέα υόρκη βουκουρέστι», στίχοι (με πρόλογο του συγγραφέα, πρόλογο του felix nicolau, «μετάλογο» του daniel bănulescu, lucian vasilescu, ioan es. pop, mihail gălățanu, marin mincu· εικονογραφήσεις του maxim dumitraş, εκδοτικός οίκος, vinea 2009 

 

Νicolae Τzone născut pe 10 mai 1958, la malu, așezare aflată la kilometrul 510 pe dunăre (la giurgiu se ajunge, pe jos, într-o jumătate de ceas).
membru al uniunii scriitorilor, iași, filiala poezie. 
a înfiinţat şi conduce editura vinea (din 1990...) şi institutul pentru cercetarea avangardei româneşti şi europene – icare (din 1998...). 
membru în consiliul de conducere al uniunii scriitorilor între 2004 - 2009.
a susţinut, în 2012, doctoratul la facultatea de litere din bucureşti, cu lucrarea: „geo bogza şi avangarda românăˮ.

volume publicate (selecţie): 
„nicolae magnificulˮ, versuri (coperta şi ilustraţiile nicolae de popa), editura vinea, 2000; 
„capodopera maximaˮ, versuri (cu un preambul şi un portret al autorului de şerban foarţă, postfaţă de şerban axinte, coperta volumului şi planşele: mihaela şchiopu), editura vinea, 2007; 
„viaţa cealaltă şi moartea cealaltăˮ, versuri (prefaţă: gheorghe grigurcu; postfaţă: emanuela ilie; ilustraţii de nicolae makovei), 2010; 
aceste trei volume alcătuiesc o trilogie, scrisă și publicată ca atare în decurs de un deceniu.

„manualul de literaturăˮ. o carte alcătuită de daniel bănulescu, antologie de versuri (coautor, alături de: daniel bănulescu, mihail gălăţanu, ioan es. pop, cristian popescu, lucian vasilescu, floarea ţuţuianu); prefaţă de alex. ştefănescu; postfaţă de horia gârbea, editura vinea, 2004.
„oase de înger/ new york. bucureştiˮ, versuri (cu un cuvânt înainte al autorului, o prefaţă de felix nicolau, o „postfaţă” de daniel bănulescu, lucian vasilescu, ioan es. pop, mihail gălăţanu, marin mincu; ilustraţii de maxim dumitraş), editura vinea, 2009

 


CITEȘTE-MĂ CA SĂ NU POT MURI LINIȘTIT


citeşte-mă ca să nu pot muri liniştit ca să pot să cred 
că măcar o singură dată nu ai înţeles pe deplin totul 
umbra asta albăstrie de praf dintre o literă şi alta 
este pielea mea subţire şi fină care îmi acoperă 
cu vitejie oasele
sunetul ăsta imperceptibil dintre un cuvânt şi altul 
este zgârciul care îmi ţine urechea lipită de cap foarte strâns
soarele negru care răsare la începutul poemului care tocmai se scrie
cu demnitatea împăratului stăpânind imperii de singurătate 
este una din pătrimile inimii mele
soarele alb care vine la mine uneori din miezul luminii 
care nu se vede de muritori şi îndeobşte nici chiar de nemuritori 
este a doua pătrime a inimii mele
sunt omul cu o jumătate de inimă de când am înviat dintre morţii 
care îşi iubesc moartea
citeşte-mă ca să nu pot muri liniştit ca să pot să cred 
că măcar o singură dată nu ai înţeles pe deplin totul 
*
de iarbă sunt sau de piatră de apă sunt sau de foc
pe obrazul meu trec cămilele vieţii şi morţii 
de pe un deşert pe altul 
unul mai vast decât celălalt
 

atunci a ieşit din ascunziş poemul care nu vorbeşte 
cu niciunul dintre semenii mei
îngere câte aripi ai putrezit în zbor până să ajungi 
să vrei să mori sub limba mea

*
întoarce-mă de pe o parte pe alta ca pe o pietricică
luată în palmă
pune inima ta peste viaţa mea să nu mor neacoperit 


*
poftim bea pământ negru de cea mai bună calitate 
din palmele mele fragede nenăscute încă
şi mă rog al cui câine din viaţa cealaltă mă latră 
cu atât de multă consideraţie
încât mă întreb dacă nu cumva i-am ucis stăpânul
înainte chiar de a mă naşte
câinele a tăcut pisica a tăcut lumina a tăcut 
întunericul a tăcut

 

ΔΙΑΒΑΣΕ ΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ


 

διάβασέ με για να μην μπορώ να πεθάνω εν ειρήνη για να μπορέσω να πιστέψω
ότι έστω και μια φορά δεν κατάλαβες πλήρως το καθετί
αυτή η γαλαζωπή σκιά της σκόνης μεταξύ το ένα γράμμα και το άλλο
είναι το λεπτό και φίνο δέρμα μου που μου καλύπτει
με γενναιότητα τα οστά
αυτός ο ανεπαίσθητος ήχος ανάμεσα στη μια λέξη και στην άλλη
είναι ο χόνδρος που μου κρατάει το αυτί κολλημένο πολύ σφιχτά στο κεφάλι  
ο μαύρος ήλιος που ανατέλλει στην αρχή του ποιήματος που μόλις γράφεται
με την αξιοπρέπεια του αυτοκράτορα που κυβερνά αυτοκρατορίες της μοναξιάς
είναι μια από τα τέταρτα της καρδιάς μου
ο λευκός ήλιος που καμιά φορά έρχεται σε μένα από τον πυρήνα του φωτός
που δεν το βλέπουν οι θνητοί και συνήθως ούτε καν οι αθάνατοι
είναι το δεύτερο τέταρτο της καρδιάς μου
είμαι ο άνθρωπος με μισή καρδιά από τότε που ανέστησα από τους νεκρούς
που ερωτεύονται τον προσωπικό τους θάνατο

διάβασέ με για να μην μπορώ να πεθάνω εν ειρήνη για να μπορέσω να πιστέψω
ότι τουλάχιστον μια φορά δεν κατάλαβες πλήρως το καθετί

*
χορταρένιος είμαι ή πέτρινος υδάτινος είμαι ή πύρινος 
στο πρόσωπό μου περνούν οι καμήλες της ζωής και του θανάτου  
από τη μια έρημο στην άλλη
η μια πιο απέραντη από την άλλη 

*

ορίστε, πιες μαύρο χώμα καλύτερης ποιότητας
από τις τρυφερές ακόμη αγέννητες παλάμες μου

και παρακαλώ, ποιανού σκύλο αλλοτινής ζωής με γαβγίζει 
με τόση εκτίμηση
ώστε να αναρωτιέμαι μήπως έχω σκοτώσει το αφεντικό του
πριν καν γεννηθώ

ο σκύλος σώπασε η γάτα σώπασε το φως σώπασε
ο σκότος σώπασε  
τότε βγήκε από την κρυψώνα του το ποίημα που δεν μιλά 
σε κανέναν από τους συνανθρώπους μου

άγγελε, πόσα φτερά σου σάπισαν στην πτήση μέχρι να φτάσεις
να ευχηθής να πεθάνεις κάτω από τη γλώσσα μου 

*
γύρισέ με από την μια μεριά στην άλλη σαν ένα βοτσαλάκι
πιασμένο στην παλάμη 
βάλε την καρδιά σου πάνω στη ζωή μου για να μην πεθάνω απροστάτευτος 

______


Cine


doamne
 întreb 
din norul 
de sus 
cine 
va
câştiga

cine 
va fi 
mortul 
morţilor

se numără 
de zor 
pietre 
ţărână
și fructele
azvârlite 
pe dușumeaua 
bisericii

tu vei 
câstiga 
îmi răspunde 
dumnezeu

de ce crezi 
că stau 
pe norul 
acesta 
agăţat 
ca și tine
de cuiul 
din lemn 
de corcudus

 
Ποιος


κύριε
ρωτάω
από το σύννεφο
το από πάνω
ποιος
θα
νικήσει

ποιος
θα είναι
ο νεκρός
των νεκρών

μετρούνται
βιαστικά 
πέτρες
χώμα
και τα φρούτα
πεταμένα
στο πάτωμα
της εκκλησίας

εσύ θα
νικήσεις
μου απαντά
ο θεός

γιατί νομίζεις
ότι κάθομαι
πάνω στο σύννεφο
αυτό
κρεμασμένος
όπως κι σύ
από το καρφί 
φτιαγμένο από ξύλο
κορομηλιάς

 

m-au spălat

de nisip 
și de frunze

m-au șters
cu un cearşaf
alb
încet
foarte încet
peste
trup
 

în urechi 
îmi crescuseră 
alge
din buzele
mele
foarte
frumoase
pe când
respiram încă
atârna
un mănunchi 
de licheni

în orbitele
ochilor
străluceau
perle
de
nămol

nu mă plângea 
nimeni

eram
mai degrabă 
trist decât 
mort

 

έπλυναν από πάνω μου

 

Από την άμμο
και τα φύλα 

με σκούπισαν
με λευκή
σινδόνη
αργά
πολύ αργά
πάνω από
το σώμα

στ’ αυτιά
μου είχαν μεγαλωσει
φύκια
απ’ τα πολύ 
όμορφα 
μου
χείλη
ενώ
ανάσανα ακόμη
κρεμόταν
μια δέσμη
λειχήνων

μέσα στους οφθαλμικούς 
κόγχους 
έλαμπαν
μαργαριτάρια
από
λάσπη

 

δεν με θρηνούσε
κανείς

ήμουν
μάλλον
λυπημένος και όχι
νεκρός

© Poeticanet

 

SCRIPTORIUM

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Ιουνίου 2023