Εκτύπωση του άρθρου

«ΕΣΤΩ ΚΑΠΟΙΟ ΠΡΩΤΟΝΙΟ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΕΡΓΟ ΕΠΙΖΕΙ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ»

                                      

 

Μια συνομιλία του Αντώνη Φωστιέρη με την Ναταλία Μορελεόν

© Poeticanet

 

– Πότε συνειδητοποίησες ότι είσαι ποιητής;

– Ποτέ δεν το συνειδητοποίησα, κι ούτε πιστεύω πως μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει κάτι τέτοιο. Δεν μιλώ βέβαια για την αγάπη προς την ποίηση ή για την ικανότητα να γράφεις ποιήματα, αλλά για την ιδιότητα του ποιητή, αυτήν καθαυτήν, που σημαίνει κάτι πολύ σημαντικότερο: μια ποιότητα ψυχική και πνευματική, μια ορισμένη στάση ζωής, ένα πρίσμα θέασης του κόσμου, πολύ διαφορετικό από το σύνηθες. Τον τίτλο του ποιητή δεν σου τον απονέμει καμιά σχολή, κανένα πανεπιστήμιο, καμιά θεσμοθετημένη αρχή. Τις περισσότερες φορές τον απονέμεις αυτάρεσκα εσύ στον εαυτό σου ή σου τον αποδίδει το στενό σου περιβάλλον, απλώς επειδή δημοσίευσες μερικούς στίχους ή εξέδωσες μια συλλογή. Τι ευκολότερο από αυτό; Όμως το μέγεθος της ευκολίας δείχνει από μόνο του πόσο αφερέγγυος, σχεδόν πλαστός, είναι ένας τέτοιος τίτλος και πόσο μακριά βρίσκεται από την ουσία μιας τέχνης που φιλοδοξεί πρώτα-πρώτα να συλλάβει, και δευτερευόντως να εκφράσει, τον πυρήνα των πραγμάτων και των όντων. Θα έλεγα ότι υπάρχουν πολλοί που γράφουν πλήθος ποιημάτων χωρίς να είναι ποιητές και, αντιστρόφως, πολλοί που δεν έχουν γράψει ούτε ένα στίχο αλλά στην πραγματικότητα αξίζουν πολύ περισσότερο αυτόν τον χαρακτηρισμό, καθώς προσεγγίζουν το φαινόμενο της ζωής με συγκίνηση, διαρκή έκπληξη και θαυμασμό, αποδίδοντας στην κάθε στιγμή του βίου την τιμή και την ένταση που της αναλογούν.

– Έχεις ζήσει πολλά χρόνια στην Αμοργό; Πώς ήταν η ζωή σ’ ένα ελληνικό νησί του Αιγαίου;

– Η Αμοργός είναι ο τόπος καταγωγής μου. Ούτε γεννήθηκα ούτε μεγάλωσα εκεί. Όμως όλα τα προσχολικά και σχολικά καλοκαίρια τα περνούσα στο νησί αυτό, το πιο απομακρυσμένο των Κυκλάδων, σε έναν οικείο χώρο θαλπωρής και ξεγνοιασιάς, κοντά σε συγγενείς και φίλους. Επειδή δε οι διαστάσεις του χρόνου συστέλλονται και διαστέλλονται μέσα μας, ενδεχομένως εκείνα (αλλά και όλα τα επόμενα) καλοκαίρια στην Αμοργό άφησαν μέσα μου πολύ έντονο βιωματικό αποτύπωμα και εικόνες ανεξίτηλες. Κυρίως ώς τα τέλη της δεκαετίας τού '60 η ζωή εκεί έμοιαζε με καταβύθιση στα βάθη του παρελθόντος. Δεν υπήρχε ακόμα ηλεκτρικό –άρα ούτε ψυγεία, κουζίνες, θερμοσίφωνες, τηλεοράσεις–, οι εσωτερικές μετακινήσεις γίνονταν με γαϊδούρια και καΐκια, πλοίο της γραμμής περνούσε μία ή δύο φορές την εβδομάδα. Κατεβάζαμε τα φρούτα στο πηγάδι για να κρυώσουν και το βράδυ ανάβαμε λάμπες πετρελαίου για να βλέπουμε. Μια ατμόσφαιρα αυθεντικά υποβλητική, σχεδόν μυστηριακή, με τους άπειρους ήχους της φύσης να οργιάζουν όλη μέρα, με τον παφλασμό του κύματος να κρατάει τον ρυθμό, και με τα εκατομμύρια αστέρια να ξεχωρίζουν ένα-ένα, στο κατάμαυρο φόντο της νύχτας. Οι ντόπιοι μιλούσαν με χαρακτηριστική προφορά μια γλώσσα που διατηρούσε πολλές ιδιωματικές λέξεις και αρχαϊκούς τύπους, ο τουρισμός ήταν σχεδόν ανύπαρκτος, και η καθημερινότητα δεν πρέπει να απείχε πολύ από εκείνη των αρχαίων ή των βυζαντινών κατοίκων – με τη διαφορά πως δεν υπήρχε πια ο φόβος των πειρατών, που για αιώνες λυμαίνονταν το Αιγαίο. Λίγο αργότερα ήρθε το ηλεκτρικό, τα αυτοκίνητα, ο τουρισμός και η “εξέλιξη”. Οπότε όλα βυθίστηκαν, οριστικά πλέον, στα βάθη του παρελθόντος.

– Τι ρόλο παίζει η φύση στην ποίησή σου; Ποια ιδιαίτερα στοιχεία της;

– Μολονότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου το έζησα στην Αθήνα και ένα πολύ μικρότερο στο Παρίσι, μολονότι δηλαδή οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις μου –αν εξαιρέσουμε τις θερινές παρενθέσεις της Αμοργού– προέρχονται κατεξοχήν από αστικό περιβάλλον, και μολονότι τα ποιήματά μου περιστρέφονται κυρίως γύρω από θεωρητικά ζητήματα, παρατηρώ ότι ταυτόχρονα βρίθουν από εικόνες της φύσης, από αναφορές σε γεωφυσικούς σχηματισμούς, τμήματα τοπίων, συνήθη ή έκτακτα φυσικά φαινόμενα, άνθη, φυτά, έντομα (πολλά έντομα), πουλιά, όντα της ξηράς και της θάλασσας, “ζώα μικρά μετά μεγάλων”. Το γεγονός αυτής της πληθώρας παραξενεύει ακόμα κι εμένα. Η πειστικότερη ερμηνεία που μπορώ να δώσω (ή να επινοήσω) είναι ότι η φύση και τα στοιχεία της είναι φορείς μιας απόλυτης γνησιότητας, αρχετυπικές μήτρες απ’ όπου ξεπήδησαν όλα, και αυτό λειτουργεί εντός μου καταλυτικά. Με καθηλώνει η κρυμμένη τάξη που κανοναρχεί το κάθετί, η συνύπαρξη των πάντων με τα πάντα, η μυστική τους αλληλουχία και αλληλεπίδραση, η ρυθμιστική δύναμη του ενστίκτου, που δρα σαν τσιπάκι σφηνωμένο στο κύτταρο, η ιλιγγιώδης ακινησία του σύμπαντος. Με εκπλήσσει η έλλειψη ηθικής με βάση τα ανθρώπινα μέτρα, η εξοργιστική επιβράβευση της ισχύος, η επανάληψη του παλαιού με το πρόσχημα της διαρκούς ανανέωσης, ο εγκιβωτισμός του μεγάλου μέσα στο μικρό, το αλόγιστο ξόδεμα της ζωής, η παράβλεψη του θανάτου για τη διατήρηση ενός χαοτικού ισοζυγίου. Ίσως αυτός να είναι, άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο οι αναφορές μου στη φύση και στα επιμέρους στοιχεία της δεν έχουν χαρακτήρα περιγραφικό ή ρεαλιστικό, αλλά λειτουργούν κατά το πλείστον με τρόπο έμμεσο, μεταφορικό και αλληγορικό, προβάλλοντας επάνω τους ιδιότητες, χαρακτηριστικά και συμπεριφορές ενός ελάχιστου μέλους της ίδιας της φύσης, που κατόρθωσε να γιγαντωθεί υπέρμετρα και να σταθεί ακόμη και απέναντί της με αξιώσεις αλαζονικές: του ανθρώπου.

– Οι μελετητές και οι κριτικοί συνηθίζουν να κάνουν λόγο για διάφορες ομάδες, σχολές και ρεύματα. Η αναφορά τους όμως σε γενιές (όπως π.χ. η γενιά του '70, στην οποία υποστηρίζουν ότι ανήκεις) μήπως τεμαχίζει αυθαίρετα τον ενιαίο χρόνο της λογοτεχνίας;

– Η κατάταξη σε γενιές αποτελεί μια διαδικασία που διευκολύνει τους γραμματολόγους και τους ιστορικούς της λογοτεχνίας στο δικό τους έργο, χωρίς αυτό να έχει καμιά επίπτωση στην ουσιαστική λειτουργία της ίδιας της ποίησης, η οποία πορεύεται συναιρώντας το συγχρονικό και το άχρονο σε ενιαία διάσταση. Μιλάει για το Σήμερα ή για το Χτες, αλλά έχει στραμμένο το βλέμμα της προς το Πάντα. Μπορώ να καταλάβω ότι η γενεαλογική ταξινόμηση χρησιμεύει στην κατάτμηση αυτού του διαχρονικού ποιητικού σώματος σε μικρότερα μέρη, ώστε η προσέγγιση και η ανάλυσή του να γίνεται λυσιτελέστερα, όμως δεν μπορώ να συμφωνήσω με τον μηχανιστικό αυτοματισμό μιας ταξινόμησης που τείνει να γίνεται αποκλειστικά με κριτήριο χρονολογικό. Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για “γενιά του ’60”, “του ’70”, “του ’80”, “του ’90” και ούτω καθεξής, καταντάει αστείο. Οι λογοτεχνικές γενιές ούτε ταυτίζονται με τις βιολογικές, ούτε ανανεώνονται ανά συγκεκριμένα και τακτά διαστήματα, πολλώ μάλλον ανά δεκαετία. Σύμφωνα με τον κανόνα, ως μοναδικό κριτήριο θεωρείται το ριζικά νέο στοιχείο που μπορεί να κομίζει μια ομάδα ποιητών ή πεζογράφων σε μια συγκεκριμένη στιγμή, και όχι η στιγμή αυτή καθαυτήν. Πολλές φορές μια λογοτεχνική γενιά μπορεί να απέχει αρκετές δεκαετίες από την προηγούμενη, αν τίποτα δεν έχει αλλάξει σημαντικά, άλλοτε μπορεί να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής. Αν δεχτούμε, λογουχάρη, ως γενιά τη γενιά του 1920 (των νεοσυμβολιστών, με προεξάρχοντα τον Καρυωτάκη), αυτή απέχει ελάχιστα από τη γενιά του '30, που εισήγαγε τον μοντερνισμό. Η λεγόμενη “γενιά του '70”, για την ύπαρξη της οποίας διατηρούσα επί πολλά χρόνια επιφυλάξεις, σήμερα πιστεύω ότι όντως πληροί τις περισσότερες προϋποθέσεις που να δικαιολογούν αυτόν τον χαρακτηρισμό, καθώς, παρά τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα της, διαχώρισε τη φυσιογνωμία της από την προϋπάρχουσα ποίηση, και αυτήν τη φυσιογνωμία την διατήρησε με συνέπεια.  

– Η λογοτεχνία είναι πράγματι ένα πεδίο απόλυτης ελευθερίας, όπου μπορείς να αυτοσχεδιάζεις και να εκφράζεσαι όπως ακριβώς επιθυμείς;

– Η ελευθερία σου δεν είναι τόσο πλήρης όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως, καθώς συνυφαίνεται με μιαν άκρα αυστηρότητα. Σου διατίθεται ένας τεράστιος χώρος, μέσα στον οποίο έχεις τη δυνατότητα να αναπτύξεις την εκφραστική σου ατομικότητα, σύντομα όμως αντιλαμβάνεσαι ότι ο χώρος αυτός είναι περιφραγμένος. Το κυριότερο πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι η περίφραξη είναι αόρατη, οι κανόνες σιωπηροί, ή τόσο αόριστοι ώστε χρειάζεται να τους επεξεργάζεσαι, να τους εξειδικεύεις και να τους εσωτερικοποιείς, σε κάθε βήμα. Για να μην προχωράς στα τυφλά, αντιλαμβάνεσαι την ανάγκη να υπάρξουν οπωσδήποτε κάποιοι κανόνες, τους οποίους εντέλει καλείσαι να τους θεσπίσεις μόνος σου, για τον εαυτό σου, εναρμονισμένους με το σύνταγμα της προσωπικής σου αισθητικής.

– Με το γράψιμο ασχολείσαι καθημερινά, όπως κάνουν αρκετοί ποιητές, και με συγκεκριμένο ωράριο εργασίας;

– Αν η λατινική προτροπή “Νulla dies sine linea” (“Nα μην περνάει ούτε μέρα χωρίς να γράψεις έστω μια γραμμή”) ήταν κανόνας απαράβατος, θα ήμουν χαμένος από χέρι. Όχι μόνο δεν γράφω –ούτε προσπαθώ να γράψω– κάθε μέρα, αλλά μπορεί να περάσω εβδομάδες και μήνες πλήρους αγρανάπαυσης. Συνήθως γράφω τα καλοκαίρια, στην Αμοργό, αν και ανά πάσα στιγμή μπορεί να κρατήσω σημείωση από μια σκέψη, μια εικόνα, ένα στίχο που ίσως εμφανιστεί αναπάντεχα. Το μεγάλο πλεονέκτημα της ποίησης, και γενικότερα της γραφής, είναι πως δεν εξαρτάσαι από κανέναν κι από τίποτα, ούτε χρειάζεσαι υλικά για να δουλέψεις. Ένα χαρτί κι ένα μολύβι αρκούν. Και τώρα πια, για τους εξπέρ των ηλεκτρονικών, ούτε καν αυτά. Σ’ ένα μικρό φορητό λάπτοπ μπορούν να γράφουν, να διορθώνουν, να αποθηκεύουν και να μεταφέρουν μαζί τους τα πάντα. Η φράση του Βίαντα του Πριηνέα “Τα εμά πάντα μετ’ εμού φέρω”, που απαθανατίστηκε και στα λατινικά από τον Κικέρωνα ως “Omnia mea mecum porto” (“Όλα τα δικά μου τα κουβαλάω μαζί μου”, υπαινικτική αναφορά στο ανθρώπινο μυαλό), μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας απέκτησε τώρα μια διαφορετική, τραγικά ειρωνική αλλά απολύτως κυριολεκτική, σημασία.

– Οι διακειμενικές αναφορές στα ποιήματα και στις συνεντεύξεις σου μαρτυρούν ότι έχεις εντρυφήσει πολύ σοβαρά στο έργο μεγάλου αριθμού ελλήνων και ξένων ποιητών. Ποιοι από αυτούς θεωρείς ότι ενδέχεται να σου έχουν ασκήσει κάποια άμεση ή έμμεση επιρροή;

– Αν ήθελα να αποφύγω την απάντηση, θα έλεγα αόριστα: “Όλοι και κανένας”. Αν ήθελα να απαντήσω με ειλικρίνεια και με το χέρι στην καρδιά, θα έλεγα το ίδιο: “Όλοι και κανένας”. Όλοι, αλλά κανένας πολύ συγκεκριμένα και καταλυτικά. Η ποίηση είναι μια γλώσσα κοινή, και καμιά γλώσσα δεν μπορεί να διαμορφωθεί εκ του μηδενός, ούτε να προκύψει με παρθενογένεση. Διαπλάθεται σε βάθος χρόνου, από όλους όσοι την μιλούν, είτε πρόκειται για κορυφαία πνευματικά μεγέθη είτε για ανθρώπους αμαθείς και απλοϊκούς. Με τον ίδιο τρόπο σχηματίστηκε και η ιδιαίτερη γλώσσα της ποίησης, από αμέτρητους –άγνωστους και άδοξους στη συντριπτική τους πλειοψηφία– χρήστες, που την χρησιμοποίησαν και την λείαναν με τον δικό του τρόπο ο καθένας. Αυτοί οι τρόποι βρίσκονται σήμερα χωνεμένοι μέσα στη δική μας φωνή, κι ας μην το ξέρουμε, κι ας μην μας αφήνει να το παραδεχτούμε η φιλαυτία και η αλαζονεία μας. Κάποιο μόριο, κάποιο άτομο, έστω κάποιο πρωτόνιο από το DNA τού κάθε ποιητικού έργου επιζεί ακόμα και τώρα αφανώς, σχηματίζοντας, μαζί με χιλιάδες άλλα, το μεγάλο σώμα της ποίησης, συνθέτοντας ένα τεράστιο παζλ που μπορεί στα μάτια των τρίτων να φαίνεται συμπαγές και ενιαίο. Πολλοί από όσους προηγήθηκαν λοιπόν, επώνυμοι και ανώνυμοι, είμαι σίγουρος ότι άσκησαν επάνω μου κάποια επιρροή, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και αόρατοι οδήγησαν τα βήματά μου. Από την άλλη πλευρά, παρ’ όλη την αγάπη που μου γέννησε το έργο συγκεκριμένων ποιητών, νομίζω ότι κανένα δεν ανταποκρίθηκε απόλυτα στις εκφραστικές μου ανάγκες αλλά πάντα άφηνε ένα σημαντικό κενό, που γράφοντας προσπάθησα (και που μέχρι τώρα προσπαθώ) να το καλύψω.   

– Πιστεύεις πως η ποίηση μπορεί να διδαχθεί με κάποιον τρόπο, ή απευθύνεται κυρίως στο ασυνείδητο του αναγνώστη, άρα η οποιαδήποτε παρέμβαση ή οδηγία μπορεί να είναι βλαπτική;

– Εφόσον η ποίηση συνιστά μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα, πιστεύω ότι, έστω θεωρητικά, μπορεί να υπάρξει κάποια Μέθοδος εκμάθησης αυτής της γλώσσας, όπως συμβαίνει με κάθε άλλη γλώσσα. Μιλώ κυρίως για την λογοτεχνική αγωγή στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης (δηλαδή για την αναγνωστική εξοικείωση με τα λογοτεχνικά κείμενα από πολύ νεαρή ηλικία), όχι για την ταχύρρυθμη προετοιμασία επίδοξων ποιητών και συγγραφέων μέσω σεμιναρίων δημιουργικής γραφής. Αυτό που λείπει περισσότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι η δημιουργική ανάγνωση, η ευαισθητοποίηση δηλαδή του αναγνώστη στην αναγνώριση, στην πρόσληψη, και εντέλει στη δυνατότητα απόλαυσης όλων εκείνων των φανερών ή κρυφών στοιχείων, νοηματικών και συναισθηματικών, θεματικών και μορφολογικών, που προσδίδουν στο κείμενο καλλιτεχνική γοητεία. Άλλωστε, μια τέτοια διαδικασία ποιοτικής ανάγνωσης είμαι σίγουρος ότι θα λειτουργούσε ταυτόχρονα και ως ένα πρώτο στάδιο προετοιμασίας για δημιουργική γραφή, αφού ο συγγραφέας ξεκινάει ως αναγνώστης, και ο καλός συγγραφέας παραμένει καλός αναγνώστης διά βίου.

– Έχουν μελοποιηθεί πολλά ποιήματά σου ή έχεις γράψει ποτέ στίχους ειδικά για να γίνουν τραγούδι; Στο παρελθόν, η μελοποίηση του Ελύτη και του Σεφέρη από τον Θεοδωράκη έφερε την ποίηση σε επαφή με το ευρύ κοινό.

– Ελάχιστα ποιήματά μου έχουν μελοποιηθεί και δισκογραφηθεί (από τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Θανάση Νικόπουλο), αλλά αυτό δεν με στενοχωρεί καθόλου. Ούτε στίχους για τραγούδι έγραψα ποτέ, γιατί έχω την εντύπωση πως, τις περισσότερες φορές, η μοναδική σχέση της στιχουργίας με την ποίηση περιορίζεται στο ότι και οι δύο χρησιμοποιούν λέξεις, μέτρο και ρίμα, όπως η σχέση της ζωγραφικής με τον ελαιοχρωματισμό έγκειται στο ότι και στα δύο χρησιμοποιεί κανείς χρώματα και πινέλα. Αλλά ούτε η μελοποίηση αυτούσιων ποιητικών έργων είναι πάντα χωρίς προβλήματα. Οι περιπτώσεις που αναφέρατε, χωρίς να είναι βέβαια οι μοναδικές, αποτελούν ευτυχή μειοψηφία σε ένα τεράστιο σύνολο μουσικών συνθέσεων κάθε μορφής (από την όπερα και το ορατόριο ώς το έντεχνο τραγούδι), που μπορεί μεν να στηρίχθηκαν σε ποιητικά έργα, ακόμη και σημαντικά, όμως παρέμειναν στην αφάνεια. Δυστυχώς, όχι άδικα. Οι περισσότερες από αυτές τις μελοποιήσεις είναι απολύτως συμβατικές, άχρωμες και, ως εκ τούτου, αδιάφορες. Αντί να αναδεικνύουν το ποίημα και να ακολουθούν τους ρυθμικούς του δρόμους, συνήθως κινούνται κόντρα σ’ αυτούς και αποδυναμώνουν το νόημα περιχύνοντάς το μ’ έναν ανούσιο ηχητικό χυλό. Τελικά, φαίνεται πως η μείξη των Τεχνών δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση όσο την φανταζόμαστε και όσο θα την ευχόμασταν. Η ποίηση είναι για να διαβάζεται, η μουσική για να ακούγεται. Το ότι μερικές φορές η ένωσή τους ευοδώνεται, αυτό αποτελεί την σπάνια, αν και πολυπόθητη, εξαίρεση.

– Εντούτοις έχουν ήδη κυκλοφορήσει δύο Λευκώματα με πρωτότυπα ζωγραφικά και χαρακτικά έργα του Αλέκου Φασιανού και του Γιάννη Ψυχοπαίδη εμπνευσμένα από την ποίησή σου. Στη συνάντηση της ποίησης με τις εικαστικές τέχνες δεν θεωρείς ότι υπάρχουν εμπόδια ;

– Φυσικά υπάρχουν, αλλά νομίζω πως είναι λιγότερα. Στη μελοποίηση η μουσική ενσωματώνει και εγκιβωτίζει το ποιητικό κείμενο αυτό καθαυτό, γίνεται ένα μαζί του, σε μιαν αξεχώριστη κράση. Ακούγοντας τις νότες προσλαμβάνεις ταυτόχρονα και τον ποιητικό λόγο. Ενώ η ζωγραφική, μπορεί μεν να εμπνέεται από ένα ποίημα, όμως το έργο που προκύπτει έχει τη δική του αυτονομία σε σχέση με το αρχικό του ερέθισμα, το οποίο δεν είναι καν αναγκαίο να δηλωθεί. Ούτως ή άλλως, πολλά έργα όλων των Τεχνών προκύπτουν δευτερογενώς, αντλώντας έμπνευση ή αφορμή από το πνευματικό ερέθισμα που έχει προκαλέσει ένα έργο άλλης Τέχνης. Συχνά μάλιστα το νέο έργο που προκύπτει έχει ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά με το αρχικό, ή και κανένα αναγνωρίσιμο στοιχείο που να το συνδέει μ’ εκείνο. Σημαντικότερο ρόλο διαδραματίζει η ψυχική ευφορία που ενεργοποιεί τη δημιουργική διάθεση του καλλιτέχνη και πολύ μικρότερο η οποιαδήποτε θεματική συγγένεια.

– Το ποιοτικό επίπεδο της ελληνικής ποίησης θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό. Ποια είναι η στάση του αναγνωστικού κοινού και πώς έχει διαμορφωθεί το εκδοτικό τοπίο;

– Παντού και πάντα, η ποίηση συντηρεί ένα αριθμητικά μικρό αλλά μάλλον συνειδητό ακροατήριο. Το ίδιο συμβαίνει βέβαια και στην Ελλάδα. Εκτός από κάποιες συγκεκριμένες περιόδους –όπως λογουχάρη τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, στο πλαίσιο μιας γενικότερα αυξημένης κίνησης περί την λογοτεχνία–, τα ποιητικά βιβλία παραμένουν κτήμα των ολίγων ενδιαφερομένων, οι περισσότεροι των οποίων είναι γράφοντες κι εκείνοι. Οι εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν ποίηση με μεγάλη φειδώ, πολλοί από αυτούς ζητούν την πλήρη κάλυψη των εξόδων από τους ίδιους τους δημιουργούς, οι βιβλιοπώλες αρνούνται να παραλάβουν βιβλία νέων ή άγνωστων ποιητών, και οι συλλογές διακινούνται συνήθως υπογείως, εκτός εμπορίου, σε ένα κλίμα που κάπως θυμίζει “σαμιζντάτ”, την κυκλοφορία δηλαδή παράνομου επαναστατικού ή αντικαθεστωτικού υλικού σε δύσκολους καιρούς. Αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Γιατί στην πίσω όψη, το τοπίο προβάλλει διαφορετικό, αν και στην ουσία παραμένει ίδιο: μια εντυπωσιακή, διαρκής και ενθουσιώδης προσέλευση νέων προς εθελοντική κατάταξη στο σύνταγμα των ποιητών, αδιάκοπη εμφάνιση ιδιωτικών εκδόσεων, οργασμικός πληθωρισμός ποιητικού (ή “ποιητικού”) λόγου με αναρτήσεις στο διαδίκτυο και στα ποικίλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Από δίπλα, μια αυξημένη κριτική (ή “κριτική”) δραστηριότητα στα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, που προσπαθεί να αξιολογήσει (τις περισσότερες φορές απλώς να παρουσιάσει περιγραφικά) τις νέες εκδόσεις, χαρίζοντάς τους μια βραχύβια δημοσιότητα, πριν τις απορροφήσουν η αδιαφορία και η λήθη. Εν πάση περιπτώσει, όλο αυτό το σκηνικό, η δημιουργική φιλοδοξία και ο “αγώνας άγονος” να πετύχεις κάτι σ’ έναν στίβο τραχύ, εν γνώσει του γεγονότος ότι στις κερκίδες ελάχιστοι σε παρακολουθούν και ότι δεν σε περιμένει καμιά  ανταμοιβή (τουλάχιστον υλική), πιστεύω ότι προσδίδει σε κάθε ποιητική προσπάθεια ένα στοιχείο μεγαλείου και μια πνευματικότητα συγκινητική, άσχετα από την όποια αξία του αποτελέσματος.  

– Ένα ποίημά σου έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο “Δεν σκέφτομαι – άρα υπάρχω”. Πρόκειται για απλή παραδοξολογία, ή εκφράζει κάποια συγκεκριμένη θέση;

– Σε πρώτη ανάγνωση ο τίτλος αποτελεί βέβαια άμεση αναστροφή του γνωστού καρτεσιανού αξιώματος “Cogito, ergo sum”. Όμως το ποίημα δεν αποτελεί παραδοξολόγημα ούτε λογοπαίγνιο. Αυτό που πρεσβεύει είναι η υποψία πως η σκέψη διαμεσολαβεί αενάως στη σχέση μας με τον φυσικό, τον υλικό, τον πραγματικό κόσμο, μειώνοντας την ένταση –ώς ένα βαθμό και την έκταση– της υπαρξιακής επαφής μας μαζί του, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την αίσθηση και παραχωρώντας την πρωτοκαθεδρία στη νόηση. Αν μάλιστα ισχύει το δόγμα των γλωσσολόγων ότι η σκέψη ταυτίζεται με τη γλώσσα, και αν, όπως υποστηρίζουν ο Saussure κι ο Wittgenstein, με διαφορετική διατύπωση ο καθένας, ο κόσμος μας όντως σηματοδοτείται απόλυτα ή οριοθετείται από τη γλώσσα μας, τότε και η γλώσσα συμμετέχει σ’ αυτή τη δόλια συνωμοσία. Ο κόσμος που μας δόθηκε, μαζί με το μεγάλο δώρο της ζωής, είναι αυτός που είναι, χωρίς καμιά αξιολογική ετικέτα και χωρίς προσδιορισμούς. Το καλό και το κακό, το ωραίο και το άσχημο, το σημαντικό και το ασήμαντο, είναι εφευρήματα της ανθρώπινης σκέψης, που κόβει τον κόσμο σε χιλιάδες μικρά κομμάτια, στην απέλπιδα προσπάθειά της να τον διαχειριστεί. Και η μεγαλύτερη επιτυχία της είναι πως έχει εγκατασταθεί με τόσο εδραίο τρόπο στο κύτταρό μας, ώστε είναι αδύνατον να της ξεφύγουμε. Το άδειασμα του μυαλού από κάθε σκέψη –ακόμα και από τη σκέψη πως πρέπει ν’ αδειάσει από κάθε σκέψη– είναι μια από τις δυσκολότερες ασκήσεις, που πρακτικά μπορεί να διαρκέσει ελάχιστο χρόνο. Ίσως μέσα σ’ αυτόν τον ελάχιστο χρόνο, της μη-σκέψης, να έχεις τη δυνατότητα να νιώσεις με πιο άμεσο τρόπο την ύπαρξή σου να ενώνεται  με το σύμπαν. 

– Άρα και η ποίηση, που αναγκαστικά χρησιμοποιεί τη γλώσσα, θεωρείς ότι συμμετέχει σε αυτή την απομάκρυνση από την πραγματικότητα;

– Στις πιο επιφανειακές και επιπόλαιες χρήσεις της, θα ’λεγα πως ναι, συμμετέχει κι εκείνη σε μεγάλο βαθμό. Στις σοβαρότερες μορφές της, με τη λοξή και παραβιασμένη δομή τής συμβατικής γλώσσας, πιστεύω ότι η ποίηση τείνει να λειτουργεί ως μη-γλώσσα και να αμφισβητεί τα ετοιμοπαράδοτα σχήματα, χωρίς εντούτοις αυτό να ακυρώνει ή να αναιρεί τη διαμεσολάβησή της προς την όποια πραγματικότητα. Ήδη ο Πλάτων θεωρούσε ότι τα ποιητικά έργα απέχουν τρία σκαλοπάτια από την αλήθεια (“τριττὰ ἀπέχοντα τοῦ ὄντος ”, γράφει στην Πολιτεία του), λογαριάζοντας ως πρωταρχική αλήθεια τα αρχέτυπα των ιδεών. Αλλά ακόμα και αν παρακάμψουμε το πρώτο αυτό σκαλοπάτι και θεωρήσουμε ως αφετηρία ή σημείο αναφοράς τον υλικό κόσμο, πάλι τα ποιήματα κατασκευάζουν είδωλα των πραγμάτων και των όντων (“φαντάσματα γὰρ ἀλλ᾽ οὐκ ὄντα ποιοῦσιν”, γράφει λίγο παρακάτω, πολύ παραστατικά, ο ίδιος). Μάλλον όμως δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε φιλοσοφικούς αφορισμούς. Είδωλα και φαντάσματα γεννάει η ποίηση, άλλοτε μιμητικά και άλλοτε παραμορφωτικά της πραγματικής πραγματικότητας, είναι αυτονόητο και πασιφανές.

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Οκτωβρίου 2023