Εκτύπωση του άρθρου

JOHN BALABAN

 

Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Jon Thompson με τον ποιητή John Balaban.

Balaban, John. Interview by Jon Thompson. Free Verse, the Journal, 6 & 14 Nov. 2001, http://freeversethejournal.org/issue-1-john-balaban/.

 

Μετάφραση: ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ ΕΛΕΝΗ

Επιμέλεια: Λιάνα Σακελλίου

 

FV: Θα ήθελα να αρχίσω με το αναπόφευκτο, τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. Το έργο σας γυρίζει συνεχώς πίσω στη βία και στον πόλεμο. Ποια είναι, για εσάς, η σχέση μεταξύ βίας και ποίησης; Έχει, για εσάς, ο ποιητής την ευθύνη να θίξει τη βία;

JB: Δεν ξέρω αν πρόκειται τόσο για τη σχέση ανάμεσα στη βία και την ποίηση όσο ανάμεσα στην ποίηση και τον πόλεμο. Υπάρχει μια πανάρχαια σύνδεση μεταξύ των δύο: ο Δάντης είπε πως τα θέματα που αρμόζουν στην ποίηση είναι η αγάπη, η αρετή και ο πόλεμος. Γιατί να το πει αυτό ο Δάντης; Συχνά το αναρωτιέμαι. Αναρωτιέμαι αν πρόκειται απλά για μία μεσαιωνική αντίληψη περί κατάλληλων θεμάτων, βασισμένη στην κλασσική και νεοκλασική παράδοση. Πιστεύω πάντως πως σε αυτή τη στάση κρύβεται μια διαχρονική αλήθεια, υπό την έννοια του ότι πρόκειται για το ίδιο θέμα. Στον πόλεμο οι άνθρωποι είναι γυμνοί, βλέπεις τα πράγματα βαθύτερα, πιο αληθινά απ’ όσο θα μπορούσες να αντιληφθείς, ας πούμε, τις συνήθεις αμφιέσεις της πολιτισμένης συμπεριφοράς. Έτσι, στη βία του πολέμου ανακαλύπτεις την αγάπη και την αρετή, ανακαλύπτεις την ανθρώπινη φύση γρήγορα και άμεσα.

FV: Άρα έχει, για εσάς, η ποίηση την ικανότητα να θίξει τη βία του πολέμου; Σαφώς και έχετε γράψει πεζογραφία, αλλά μου φαίνεται πως ως επί το πλείστον η καριέρα σας είναι αυτή ενός ποιητή που επιστρέφει ξανά και ξανά σε αυτά τα κύρια θέματα.

JB: Έχει και δεν έχει. Η ικανότητα της ποίησης να ακολουθεί και να εξελίσσεται όπως οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν είναι τόσο σπουδαία. Φαντάσου για παράδειγμα τους ποιητές του Πρώτου Παγκόσμιου και την υπεράνθρωπη προσπάθεια, φέρ’ ειπείν, του Wilfred Owen να βρει το μέσο που θα μετέφερε το μήνυμα, φαντάσου την εφευρετικότητά του στη χρήση της ατελούς ομοιοκαταληξίας, επειδή ναι μεν ήθελε αυτή την ευχαρίστηση που προσφέρει η τέλεια ομοιοκαταληξία, χρησιμοποιώντας ωστόσο ζεύγη ατελώς ομοιοκατάληκτα στα ποιήματα που είχαν να κάνουν με τον Α’ Π.Π. και τις αλληγορίες του, ώστε θίγοντας τον πόλεμο τουλάχιστον να μην προέβαλε τη δόξα του πολέμου στην οποία εκείνος και ο περίγυρός του αναγκάζονταν να πιστέψουν. Έκτοτε και ιδιαίτερα μετά τον Α’ Π.Π. είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς οποιονδήποτε ποιητή να εκθειάζει τις πράξεις πολέμου. Και είναι ακόμα πιο δύσκολο να το φανταστείς αυτό για τους πολύπλοκους πολέμους μετά τον Β’ Π.Π. Μόνο που η ποίηση έχει αυτή την απίστευτη ικανότητα να δημιουργεί εικόνες, και αυτές οι εικόνες πολέμου μπορούν να αναμειχθούν με εικόνες καθημερινής ζωής και έναν πολιτισμό που αφενός καταδικάζει τον πόλεμο, αφετέρου έχει μεγάλη οικειότητα με αυτόν, ή ίσως και ανοσία σε αυτόν. Όλα αυτά μπορεί να τα κάνει η ποίηση. Από την άλλη υπάρχουν πράγματα τα οποία η ποίηση, τουλάχιστον όπως εγώ τη φαντάζομαι, δεν αρκεί για να αντιμετωπίσει. Σε αυτές τις περιπτώσεις στρέφομαι στο πεζό κείμενο. Ένα από τα μυθιστορήματα που έγραψα, το Coming Down Again, πραγματεύεται τους ίδιους ανθρώπους και τους ίδιους χαρακτήρες, αλλά τα προτερήματα της πρόζας είναι εμφανή: διάλογος, πλοκή, χαρακτήρας, σκηνικό – όλα αυτά είναι αρκετά δύσκολο να τα μεταφέρεις πιστά στον ποιητικό λόγο. Δοκίμασα μέχρι και το μη λογοτεχνικό πεζό κείμενο. Όχι ότι τα παράτησα, απλά δεν πίστευα πως είχα τελειώσει με τα πρόσωπα και τα γεγονότα του Βιετνάμ, κι έτσι δοκίμασα τη δημιουργική μη λογοτεχνική γραφή για να γράψω τα απομνημονεύματα μου, το είδα με άλλο μάτι.

FV: Νιώθετε πως αν δεν είχατε θίξει τη βία του πολέμου, του πολέμου στο Βιετνάμ, θα είχατε υπεκφύγει ή αποποιηθεί των ευθυνών σας σαν ποιητής; Ή προήλθε για εσάς από κάποια πιο εσωτερική κλίση;

JB: Όπως;

FV: Υποθέτω πως εννοώ ότι ποιητές όπως εσείς, με αυτογνωσία και αποφασιστικότητα, επωμίζονται το βάρος του να θίξουν τη βία τέτοιου είδους και τα επακόλουθά της… άλλοι ωστόσο δεν το κάνουν. Θα ήθελα να ακούσω τις σκέψεις σας πάνω στο θέμα αυτής της ευθύνης, εφόσον θεωρείτε πως υπάρχει αυτή η ευθύνη.

JB: Λοιπόν, πρώτα απ όλα, έχει περάσει πολύς καιρός από την ανάμειξή μου με τον πόλεμο αυτόν ή την οποιαδήποτε υποχρέωση να γράψω επ’ αυτού.

FV: Σίγουρα.

JB: Και είμαι σίγουρος πως ο νεαρός που πήγε στο Βιετνάμ στα είκοσι, στα εικοσιπέντε του είχε κάθε λογής αίσθηση ευθύνης, είτε ηθική, είτε πολιτική.  Ήμουν ενάντια στον πόλεμο, στον οποίο εμπλεκόμουν ως καθηγητής γλωσσολογίας σε ένα Βιετναμέζικο πανεπιστήμιο. Μου φαινόταν κάπως άχρηστο. Στην ουσία αυτό που μάλλον έκανα ήταν να πάρω την θέση κάποιου Βιετναμέζου καθηγητή στην τάξη, ωθώντας τον στη μάχη. Μετά πήγα να δουλέψω για μία ομάδα που φρόντιζε παιδιά τραυματίες πολέμου, ήμουν ο εκπρόσωπός τους στο πεδίο της μάχης και βοηθούσα να απομακρύνουμε παιδιά που ήταν τόσο τραυματισμένα για να νοσηλευτούν στο Βιετνάμ, που τα στέλναμε στις ΗΠΑ. Κι έπειτα η δουλειά μου ήταν να τα βοηθήσω να επιστρέψουν μετά από πολλά χρόνια και έτι περισσότερα χειρουργεία. Οπότε έχοντας κάνει αυτό και έχοντας τραυματιστεί ο ίδιος στην επίθεση του Τετ, δεν έβλεπα και άλλη επιλογή επί του θέματος. Δεν έκατσα να το επεξεργαστώ και πολύ μέσα μου.

FV: Λόγω της οικειότητας που χαρακτήριζε αυτόν το βίαιο πόλεμο;

JB: Ναι. Όταν βλέπεις ολόκληρα χωριά να καίγονται ολοσχερώς από βόμβες, και μετά στα νοσοκομεία τα παιδιά του χωριού που επέζησαν, όταν μαθαίνεις λόγω της δουλειάς σου τις οικογενειακές τους ιστορίες, όταν τα βλέπεις να επιβιβάζονται στο αεροπλάνο, μακριά από τον αχταρμά της γραφειοκρατίας που επέβαλε η διοίκηση στη Σαϊγκόν, δεν μπορείς να το αγνοήσεις· καταλαμβάνει όλο σου το είναι, σαν κάποιου είδους υποχρέωση, υποθέτω. Και ίσως εσφαλμένα πίστευα πως ήμουν ο μόνος που μπορούσα να αποτυπώσω στο χαρτί αυτά που ζούσα. Όπως αποδείχτηκε υπήρχαν πολλοί λαμπροί συγγραφείς στο Βιετνάμ –ο Tim O’Brien, ο Steven Wright, και κάποιοι καλοί ποιητές όπως ο W.D. Erhart. Οπότε ναι, το έβλεπα σαν μία πολύ ξεχωριστή υποχρέωση. Άρα είχα κάποιου είδους ηθική ή πολιτική παρόρμηση να γράψω. Το πρόβλημα έγκειται στο πως να πεις την ιστορία χωρίς να ηθικολογήσεις. Πώς λες την ιστορία χωρίς απλά να πεις στον αναγνώστη αυτό που ήδη περιμένει να ακούσει; Σαφώς όλο αυτό έχει να κάνει με την ποίηση και τους τρόπους της. Όπως λέει ο (Wilfred) Owen “O οίκτος βρίσκεται στην ποίηση”…

FV: Θα σας παραθέσω κάποια λόγια του John Berger που θίγουν τη σχέση μεταξύ βίας και ποίησης: “Η ποίηση δεν μπορεί να αντιστρέψει καμία απώλεια, μπορεί ωστόσο και αψηφά αποστάσεις που χωρίζουν, μέσω της διαρκούς της προσπάθειας να συγκεντρώσει πάλι όσα έχουν διασκορπιστεί”. Θα συμφωνούσατε με αυτό;

JB: Καλό μου ακούγεται. Μακάρι να το είχα σκεφτεί ο ίδιος [γέλιο]. Υπάρχει μια αρχαία μαγεία στην ποίηση. Σαν εκείνο το παλιό σκωτσέζικο ποίημα: “Εννιά φορές εδιάβη από το κεφάλι της τριγύρω. Εννιά φορές από τα πόδια της τριγύρω.” Πρόκειται για ένα ποίημα που έχει να κάνει με μαγεία, με ξόρκια, και ξανασυγκεντρώνει, για να δανειστώ τη λέξη του Berger, πράγματα που ωθήθηκαν το ένα μακριά από το άλλο, σπασμένα και κατακερματισμένα, και τα φτιάχνει πάλι ολόκληρα μέσω της δύναμης των λέξεων. Οπότε ναι, υπάρχει και αυτή η πλευρά. Υποθέτω πως την αποφεύγω, πράγματι, πάντα απέφευγα την ποίηση ως μέθοδο ίασης –αν και αναμφίβολα είναι- διότι στην εγωκεντρική κουλτούρα των Αμερικάνων ακούγεται σαν αυτές τις θεραπείες αυτοβελτίωσης. Κάπως έτσι η ποίηση γίνεται εργαλείο στα χέρια όσων θέλουν να ‘βελτιώσουν’ τις εγωιστικές ζωούλες τους και επ ουδενί δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Δεν είναι το ίδιο με το να αγοράζεις το βιβλίο της δίαιτας Άτκινς.

FV: Θεωρώ πως το ίδιο πιστεύει και ο Berger. Σε ένα απόσπασμα του δοκιμίου πριν από αυτό που σας διάβασα, ερευνά τη σχέση ποίησης και βίας υπό το πρίσμα των βασανιστηρίων και του πολέμου, και μοιάζει να καταλήγει στην ιδέα της ποίησης ως συμβολικής αντίστασης. Η ποίηση ξαναενώνει, και κάνει να μοιάζει οικείο, ό, τι η βία σπάει σε χίλια κομμάτια.

JB: Ξέρεις, η ποιήτρια που το γνώριζε αυτό καλύτερα από κάθε άλλον ήταν η Denise Levertov. Κατά τη γνώμη μου υπήρχαν πολύ λίγοι Αμερικανοί ποιητές που έγραψαν για τον πόλεμο στο Βιετνάμ με πειθώ. Όσο και αν εκτιμούμε και είμαστε ευγνώμονες για την προσπάθειά τους. Η Denise από την άλλη έφτασε μέχρι και να πάει η ίδια στο Βιετνάμ, κάτι που δεν ήταν εύκολο για εκείνη, ειδικά με τον πόλεμο, και αντιμετώπισε μεγάλη δυσκολία  με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ που δεν ενέκρινε διαβατήρια για επίσκεψη στο Βόρειο Βιετνάμ. Κι όμως κατάφερε να το δει, και βλέποντάς το κατάφερε να αρχίσει αυτή τη δουλειά της επανένωσης. Είναι ένα σπουδαίο ποίημά της που μιλάει για το χτίσιμο βωμών στους δρόμους, γι αυτές τις εύθραυστες κατασκευές που αποτέλεσαν ασπίδα από την αλόγιστη βία του πολέμου.

FV: Αυτό μου θυμίζει ένα ποίημα της –το “What Were They Like” (“Πως ήταν εκείνοι”). Είναι ένα ποίημα βασισμένο σε μια σειρά ερωταπαντήσεων. Ο βασικός του άξονας είναι ότι, ουσιαστικά, ο πολιτισμός του Βιετνάμ έχει καταστραφεί από αυτή τη βία, και ο ομιλητής θέτει ερωτήσεις για το Βιετνάμ με έναν αθώο τρόπο, αλλά υπάρχει ένας πολύ βίαιος λυρισμός, πολύ διακριτικός, στην απάντηση. Ας γυρίσω τώρα πίσω στο θέμα της ποίησής σας εν συνόλω, όχι μόνο για το Βιετνάμ, αλλά γενικά την ποίηση που τοποθετείται κατά ένα μέρος στον χώρο της Αμερικής. Μου φαίνεται πως τείνει σε ακραία περιβάλλοντα –ερήμους, ζούγκλες, αυτοκινητοδρόμους από τους οποίους περιμένεις το βίαιο και το απρόσμενο- ή σε ακραίες καταστάσεις, καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από βία –οικογενειακή βία (όπως στο “Words for My Daughter” (“Λόγια για την κόρη μου”), ή φυσικά στον πόλεμο, την πυρηνική απειλή, κατεξοχήν Αμερικανικές μορφές βίας –όπως στο “Hitchhiking and Listening to my CB Walkie-Talkie”- καυγάδες σε μπαρ, ρατσισμό… η εντύπωση που μου δίνεται από την ποίησή σας είναι ταυτόχρονα ένα αμείωτο ενδιαφέρον και μια αποστροφή προς τη βία. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ την ποίησή σας χωρίς βία ή έστω την απειλή βίας. Θεωρείτε πως υπάρχει μια αντίφαση σε αυτό;

JB: Νομίζω πως είναι σωστή η παρατήρησή σας, ιδιαίτερα σε αυτά τα ποιήματα, για το πόση βία κρύβουν. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο. Είναι επιτηδευμένο. Όταν γύρισα από το Βιετνάμ το 1970, δεν ήμουν καν σίγουρος αν θα μπορούσα να ζήσω σε αυτή τη χώρα. Ήμουν καταρρακωμένος από αυτήν την Αμερικανική έννοια της βίας. Και δεν ήμουν ο μόνος. Θυμάμαι στο Third Field Hospital στη Σαϊγκόν, όταν έδειχναν το “Straw Dogs”, ήταν ανυπόφορο. Απλά έφυγα, δεν μπορούσα να δω την ταινία διότι δεν άντεχα να δω τη βία. Ήταν πάρα πολλή για εμένα. Οπότε αν είναι να γυρίσεις εδώ, να φτιάξεις το σπίτι σου και τη ζωή σου σε αυτή τη χώρα δεν γίνεται να εθελοτυφλείς, να προσποιείσαι πως δεν υπάρχει. Και γι αυτό τον λόγο την έχω επιζητήσει. Όχι ψάχνοντας για μπελάδες, αλλά κάνοντας οτοστόπ απ άκρη σ’ άκρη των ΗΠΑ, κάτι που μοιάζει άκρως λογικό μόνο σε όσους έχουν βρεθεί στο Βιετνάμ. Έκανα οτοστόπ για να δω τη χώρα, να δω τι κάνουν οι υπόλοιποι Αμερικάνοι, διότι αν έκαναν τα ίδια που έκαναν στο Βιετνάμ τότε μου ήταν ξεκάθαρο πως δεν θα μπορούσα να ζήσω εδώ. Ωστόσο πράγματι, σε όλα αυτά τα ποιήματα, πέρα από τη βία, υπάρχουν στιγμές ευδαιμονίας, στιγμές καλοσύνης, και αυτό ήταν που έψαχνα –όχι τη βία, αλλά το αντίδοτο στη βία. Γι αυτό και τα ποιήματα. Αν δεν ήταν το Βιετνάμ, και αν δεν είχα πάει εκεί οικειοθελώς ως αντιρρησίας συνείδησης, τότε πιστεύω θα είχα γράψει πολύ διαφορετική ποίηση. Δεν ξέρω καν αν θα μου είχε αρέσει. Τα ενδιαφέροντα μου ήταν στον κλασσικό κόσμο. Θα είχα γράψει μια ποίηση ποτισμένη με πολλές κουλτούρες, με κουλτούρες να ακμάζουν και να παρακμάζουν, υπό την έννοια του (Oswald) Spengler. Είχα μελετήσει Λατινικά, Ελληνικά και Αγγλοσαξονικά και ήμουν γεμάτος από επιρροές. Είχα και μία τάση για το βουκολικό. Κι αυτό είναι ένα από τα υπόβαθρα σχεδόν σε όλα αυτά τα ποιήματα, καθώς και στα ποιήματα των οτοστόπ, αυτή η άκρως γαλήνια ομορφιά του τοπίου.

FV: Θα επανέλθω στο θέμα του αντιδότου, αλλά πρώτα θέλω να μάθω περισσότερα για αυτήν την ευαισθησία στη βία. Πιστεύετε πως το Βιετνάμ σας ευαισθητοποίησε σε άκρως Αμερικάνικες μορφές βίας; Ξέρετε, σαν το ποίημα (“To Elsie”) του (William Carlos) Williams “The pure products of America / go crazy…” (“Τα γνήσια προϊόντα της Αμερικής αφηνιάζουν…”;

JB: Σίγουρα. Παρόλο που είχα διαβάσει Williams πριν πάω στο Βιετνάμ, δεν νομίζω να είχα πολυκαταλάβει τι εννοούσε. Εκείνος καταλάβαινε –ήταν άλλωστε παιδίατρος και δούλευε στις φτωχογειτονιές του Rutherford στο Νιου Τζέρσεϊ. Εγώ από την άλλη, σαν άκρως ιδεαλιστής απόφοιτος πανεπιστημίου του οποίου τα αγαπημένα βιβλία ήταν από τον Μάιστερ Έκαρτ σχετικά με τον Χριστιανικό μυστικισμό και τον ειρηνισμό, ξαφνικά βρήκα τον εαυτό μου σε ένα λουτρό άγνοιας, ηλιθιότητας και αυθαίρετης βίας. Στις πρώτες μου βδομάδες εκεί γνώρισα έναν νεαρό γιατρό του Ναυτικού που ήθελε να μου δείξει τη συλλογή αυτιών που μάζευε σε βαζάκια. Όπως ένα παιδί θέλει να σου δείξει τον βάτραχό του. Ήταν πραγματικά περήφανος γι αυτό. Ήθελε να γίνουμε φίλοι και να μου δείξει κάτι πολύ ξεχωριστό που είχε βρει. Και φυσικά οδηγώντας στον αυτοκινητόδρομο βλέπω κάτι στη μέση της σκονισμένης ασφάλτου που κατέληξε να είναι ένα αληθινό ανθρώπινο κεφάλι. Ένας Θεός ξέρει πως βρέθηκε εκεί πέρα. Στιγμές σαν και αυτές στιγματίζουν την ψυχή σου με έναν πολύ αυθεντικό τρόπο. Οπότε ναι, είχα επίγνωση αυτής της Αμερικάνικης βίας, η οποία ξεχύθηκε και μέσα μου. Όταν γύρισα από το Βιετνάμ πιανόμουν συνεχώς στα χέρια, ενώ ποτέ στη ζωή μου δεν έμπλεκα σε καυγάδες. Όταν ήμουν μικρός και έβλεπα μπουνιές και ξύλο, έκανα εμετό, τόσο πολύ με τρόμαζε αυτού του είδους η βία. Κι όμως, όσο ειρηνιστής κι αν ήμουν, γυρνώντας από το Βιετνάμ είχα ένα μένος προς τη χώρα γενικά, το οποίο έπρεπε να διευθετήσω, εξ ου και τα οτοστόπ. Στο τέλος με συνέλαβαν για απόπειρα βιαιοπραγίας. Ήταν πολύ ντροπιαστικό. Ολόκληρος καθηγητής στο Penn State, και στην τοπική εφημερίδα το πρωτοσέλιδο να γράφει “Καθηγητής έδειρε…” [γέλιο], καθόλου καλή εικόνα. Κι όμως κατά έναν περίεργο τρόπο, έχοντας φτάσει κοντά στον θάνατο κι έχοντας συναναστραφεί με τόσους που πέθαναν, είχα τη βία ως γενική αρχή και έτρεφα μια πρωτόγονη πικρία προς συνομηλίκους μου που την είχαν αποφύγει, ακόμη και αν διαπραττόταν βία στο όνομά τους κάθε μέρα και νύχτα του πολέμου.

FV: Αυτή η ευαισθησία σας ακολούθησε;

JB: Έμεινε μαζί μου για πολύ καιρό. Είχα αυτή την αίσθηση πως είμαι άτρωτος, από σωματικής άποψης, για πολύ καιρό, οι περισσότεροι στρατιώτες έτσι ένιωθαν… είχαμε βρεθεί στο Βιετνάμ: τι άλλο μπορούσαν να μου κάνουν; Μπορούσα να πάθω τίποτα άλλο; Κάποιοι από αυτούς τους καυγάδες ήταν εντελώς παράλογοι, κυνηγώντας κάποιον που κρατάει μαχαίρι χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Τρέλα. Ωστόσο με τον καιρό επέστρεψε η κοινή λογική και εξημερώθηκα εκ νέου κατά κάποιον τρόπο. Όμως ένιωθα πως έφυγα κι επέστρεψα ως κάτι περίεργο, κι έπρεπε να ξαναμυηθώ στην κουλτούρα, σε αυτό αναφέρονται οι τελευταίοι στίχοι του “Words for My Daughter” (“Λόγια για την Κόρη μου)”…

FV: Η “αβοήθητη φυλή” (“the helpless tribe”);

JB: Ναι, η “αβοήθητη φυλή”, μια φράση που έκλεψα από τον William Meredith που την χρησιμοποίησε σε αρκετά διαφορετικά συμφραζόμενα. Αναφερόταν στον Robert Lowell όταν δούλευαν μαζί πάνω σε κάποια λιμπρέτα, και ο οποίος βρισκόταν σε ένα μανιακό επεισόδιο και η γλώσσα του γινόταν ολοένα και πιο παράλογη και δύσχρηστη. Ο Meredith έβλεπε πόσο απελπιστικά πήγαιναν τα πράγματα, κι όταν σε ένα σημείο ο Lowell του έδειξε όσα είχε γράψει, ο Meredith του απάντησε “Robert, νομίζω πρέπει να έρθεις λίγο πιο κοντά στη γλώσσα της φυλής.” Κάπως έτσι η έννοια του είμαστε μια φυλή, κι έχουμε τις συνήθειες μιας φυλής, μου φάνηκαν κατάλληλες γι αυτό το ποίημα. Οπότε το βρέφος που αποτελεί το διαβατήριο του ομιλητή του ποιήματος να γυρίσει στην πατρίδα είναι το μικρό κοριτσάκι.

FV: Που μας φέρνει στο θέμα του αντίδοτου. Θα μπορούσατε να μας πείτε για τον ρόλο που παίζει η αθωότητα στην ποίησή σας; Πολλά από τα ποιήματά σας μοιάζουν να ψάχνουν για την αρχή της αθωότητας ή της πληρότητας, ή κάποιας ενσάρκωσής τους. Σαν την κόρη στο ποίημα “Flying Home” (“Πετώντας σπίτι”). Κάποιες φορές η ενσάρκωση της αθωότητας ή της πληρότητας βρίσκεται στο πρόσωπο ενός αγαπημένου ή σε επαναλαμβανόμενες εικόνες κήπων και φύσης. Τι είναι η αθωότητα; Υπάρχει καθόλου; Κι αν ναι, πώς επιβιώνει ανάμεσα στη βία; Μιλήσαμε για το Βιετνάμ, όμως στην ποίησή σας είναι ξεκάθαρο πως η Αμερικανική εμμονή και δέσμευση στη βία έχουν επεκταθεί πέραν του πολέμου.

JB: Για εμάς, η βία αποτελεί ευκολότερη λύση απ ό τι, θεωρώ, σε άλλες κοινωνίες. Την παρούσα στιγμή, αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, υπάρχει ένα ντιμπέιτ για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν –για τον οποίον τάσσομαι υπέρ- γνωρίζω δε όσο οποιοσδήποτε άλλος τι  σημαίνει να λες ότι υποστηρίζεις τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Διότι έχω δουλέψει στα νοσοκομεία που εμφανίζονται οι λεγόμενες παράπλευρες απώλειες του πολέμου, όπου γνωρίζεις το μικρό κοριτσάκι του οποίου το χέρι κάηκε ολοσχερώς, και που εφόσον επιβιώσει δεν θα έχει ποτέ ξανά μια φυσιολογική ζωή. Μπορείς να διαβάσεις τις εφημερίδες και να ακούσεις τα νέα και να επεκτείνεις αυτή την έννοια, και τότε γίνεται φρίκη, αλλά μετά την αντισταθμίζεις με μια άλλη φρίκη, και βρίσκεις τον εαυτό σου να κάνει μαθηματικές εξισώσεις και να ζυγίζει τη μία φρίκη με την άλλη, προσπαθώντας να καταλήξεις σε κάτι ανθρώπινο και λογικό. Αλλά κόντρα σε όλα αυτά, όχι μόνο στην Αμερικάνικη, αλλά σε μία γενικότερη διάθεση των ανθρώπων για βία και χάος και απλές λύσεις, υπάρχει, νομίζω, μια διαχρονική αθωότητα και καλοσύνη στους ανθρώπους που είναι εν μέρει χρέος του ποιητή να φανερώσει. Να τη δει και να την αναγνωρίσει όποτε συμβαίνει, είτε στην απλή καθημερινή ζωή ή όπου αλλού. Δεν ξέρω αν απάντησα στην ερώτησή σας…

FV: Ναι… Αναρωτιέμαι αν κάποιες φορές στην ποίησή σας η αθωότητα ενσαρκώνεται, κι αν άλλες, η ποίησή σας μοιάζει να ξεφεύγει από αυτό και να κρατάει την αθωότητα σαν ένα ξεκάθαρα άπιαστο ιδεώδες.

JB: Άπιαστο δεν πάει να πει και ασύλληπτο.  Εάν υπάρχει μία διαφοροποίηση της βίας στην ποίηση, αυτή είναι ότι πρόκειται για μια αδιαμφισβήτητη βία που έχω ενσταλάξει στον αναγνώστη μέσα από εικόνες  που δεν θα ξεχάσουν, πιθανώς, και είναι σημαντικό η αθωότητα και η ομορφιά που βρίσκεται μέσα μας να υπερνικήσουν αυτή τη βία, άρα το βρίσκω ιδιαίτερα σημαντικό να δημιουργήσω μία αντίθεση μεταξύ των δύο. Στην ποίηση υπάρχουν και τα δύο, δεν μιλάμε για ένα ποίημα άσκοπης, τυφλής βίας, όπως το “Straw Dogs”, το οποίο ποιος το σκηνοθέτησε;

FV: O Peckinpah.

JB: Ναι, ο Peckinpah. Δεν βρήκα τίποτα που να σώζεται στην ταινία, ήταν σαν μια επίδειξη και σαν μία κριτική. Οπότε αν υπάρχει μία επίδειξη και μία κριτική σε αρκετά από τα ποιήματα, κάποιες φορές στο προσκήνιο, άλλες στο παρασκήνιο, τότε υπάρχει κάτι λυτρωτικό στην ανθρώπινη φύση, θα ήθελα να πιστεύω.

FV: Χρησιμοποιήσατε την λέξη αντίδοτο, που υπαινίσσεται ενός είδους αντίμετρο, ίσως και κάποια προφύλαξη. Για εσάς έχει αυτήν την προοπτική η ποίηση;

JB: Ναι. Υπάρχει ένα ποίημα στην συλλογή Locusts at the Edge of Summer, το “Thinking of Chinese Poets” (“Σκεπτόμενος Κινέζους Ποιητές”), ή κάπως έτσι, όπου στον Του Φου τον όγδοο αιώνα, βρίσκουμε έναν ποιητή που με απελπισία έγραψε για τη διαχρονική αξία της ποίησης όταν διαλύονται οι κοινωνίες και η βία επικρατεί. Κι όμως κανένας δεν θυμάται τον αυτοκράτορα εκείνης της εποχής. Κι αν τα γεγονότα αυτά έχουν συμβεί χιλιάδες χρόνια πριν, το ποίημα αυτό παραμένει. Ένα ποίημα χιλίων ετών, μεταφρασμένο στα Αγγλικά δεκάδες εκατοντάδες φορές, και αυτό είναι που μου φαίνεται διαχρονικό. Είναι το τέλειο αντίδοτο. Ακόμη και στο απεγνωσμένο ποίημα  για τη δύναμη της ποίησης να αποτελέσει αντίδοτο, η ίδια η ύπαρξη του ποιήματος αποτελεί αντίδοτο. Η λογοτεχνική παράδοση του Βιετνάμ έχει αποτελέσει για εμένα δάσκαλο για τριάντα χρόνια τώρα. Σκέφτεσαι τι έχει απομείνει, και δεν είναι τα σπουδαία πέτρινα μνημεία όπως  η Άνγκορ Βατ πλάι στους γείτονές τους Χμερ, είναι κάτι πολύ πιο εύθραυστο, αλλά στην πραγματικότητα πολύ πιο διαχρονικό. Η λαϊκή ποίηση, που δεν έχει καταγραφεί ποτέ, που συνεχίζουν και τραγουδούν εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια…

FV: Ο αυλός της ποίησης, υπό μιαν έννοια.

JB: Ναι.

[…]

Μετάφραση: Κουμαριανού Έλενα


 

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 20 Σεπτεμβρίου 2020