Εκτύπωση του άρθρου

© Poeticanet 

 

 

Α. Αν μου ζητούσαν μια περίπτωση χαρακτηριστική νεοέλληνα ποιητή επηρεασμένου από τη φιλοσοφία, θα δυσκολευόμουν να βρω ενδεικτικότερη απ' αυτή του Άγγελου Σικελιανού. Τον Άγγελο Σικελιανό τον επηρέασε κυρίως το κίνημα της φιλοσοφίας της ζωής, κίνημα που πέραν από καθαρά φιλοσόφους, εκπροσωπήθηκε  και από  λογοτέχνες όπως ο Στέφαν Γκεόργκε .

Ας παραθέσω λίγα πληροφοριακά στοιχεία για αυτό το ρεύμα αντλημένα από το έργο του Ιωάννου Θεοδωρακόπουλου Τα σύγχρονα φιλοσοφικά Ρεύματα: “Ως φιλοσοφικό κίνημα η φιλοσοφία της ζωής στρέφεται κυρίως εναντίον της εννοιοκρατίας και της νοησιαρχίας, της απολυταρχίας δηλαδή των εννοιών και της ίδιας της νοήσεως, της πηγής των εννοιών, και εμφανίζεται με ένα πλήθος τάσεων και ροπών, σε διάφορους τομείς της ζωής, ατομικής, κοινωνικής, πνευματικής και πολιτικής, και στηρίζεται στα εξωλογικά στοιχεία της ζωής.  Η φιλοσοφία αυτή εξηγεί την άλογη πλευρά της ζωής, τη ζωτικότητα του “Διονυσιακού” ανθρώπου, όπως θα έλεγε ο Nietzsche, ο οποίος είναι και ένας από τους κυριότερους πρωταγωνιστάς του όλου κινήματος, εναντίον του “Απολλωνίου”.  Ο Ζαρατούστρας είναι μεγάλος συνήγορος της ζωής, αλλά και όλοι εμείς, λέγει ο Νίτσε,  είμεθα συνήγοροι της ζωής. Και προσθέτει: “Λαχταρώ τη ζωή, τη ζωή, τη ζωή”. Με πολλούς και ποικίλους τρόπους εξύμνησε ο Νίτσε τη ζωή, έτσι όπως την καταλαβαίνει αυτός, ενώ συχνά καταφέρεται κατά του λογικού, της διάνοιας.  “Η διάνοια”, λέγει, “είναι πλάνη”.  Αλλού πάλι χαρακτηρίζει τη “διάνοια” ως μέσο της απάτης.  Ο ίδιος όμως ο Νίτσε, εκτός από την καταπληκτική διαίσθηση, διαθέτει μια αδυσώπητη διανοητική δύναμη και αυτό είναι το τραγικό.  Και ίσως η υπερτροφική του διάνοια τον κάνει να λαχταρά τόσο τη ζωή, να νοσταλγεί τόσο το αγαθό που δεν έχει, δηλαδή τη ζωή.
 
 Η μεγάλη κίνηση των νέων πρώτα στη Γερμανία και έπειτα σε άλλες χώρες της Ευρώπης με την ομαδική έξοδο της νεότητας στη φύση, η αναμόχλευση της ερωτικής ζωής, η αναγέννηση του θρησκευτικού μυστικισμού, η αναπροσαρμογή της ιστορίας με βάση το υπόβαθρο της ζωής, η στροφή της πολιτικής προς τα αιτήματα της ζωής και πολλές άλλες παρόμοιες τάσεις εκβάλλουν στο μεγάλο ρεύμα που ονομάζεται “φιλοσοφία της ζωής”.” Στη συνέχεια ο Θεοδωρακόπουλος ονοματίζει τους κυρίοτερους εκπροσώπους του κινήματος. Αυτοί είναι ο  Guyau και ο Bergson στη Γαλλιά, ο   William James στην Αμερική, ο Nietzsche, ο Dilthey, ο Simmel, ο  M. Scheler, ο L. Klages, ο  Spengler και ο ποιητής  Stefan George στη Γερμανία. “Η ζωη”, επισημαίνει ο έλληνας στοχαστής, “ θεωρείται απ' αυτούς ως το όντως ον, ως το άμεσο, το πρωταρχικό.  Επίσης όλοι αυτοί βλέπουν τη ζωή ως κάτι που συνεχώς κινείται και μεταβάλλεται, επίσης ως κάτι που προοδεύει και κυρίως ως το κατ' εξοχήν δημιουργικό στοιχείο της ιστορίας”.  Και στη συνέχεια υπογραμμίζει και τούτο: “Δεν είναι φιλόσοφοι της ζωής μόνο εκείνοι που στηρίζονται  στη βιολογία, αλλά εκείνοι που προχωρούν πέρα από τη βιολογία, δηλαδή που συμπληρώνουν την έννοια της βιολογίας περί ζωής με στοιχεία από τη ζωή του πνεύματος. Όπως είδαμε άλλωστε, η φιλοσοφία της ζωής κατέληξε σε πολλούς εκπροσώπους της σε μυθοποιία της ζωής.  Τα μυθικά σύμβολα και όχι η εννοιοκρατία της επιστήμης καλούνται τώρα ν' αποκαλύψουν το βάθος της ζωής.  Από την εποχή του ρομαντισμού  μέχρι του Νίτσε, του Ρίλκε και του Στέφαν Γκεόργκε ο μύθος αποκτά μία γοητεία και μία δύναμη πολλή μεγάλη”.
 
Β.  Μέσα στ' αυτό το πλαίσιο μπορούμε να διαβάσουμε καλύτερα τα θεωρητικά κείμενα του Σικελιανού, με πιο χαρακτηριστικό τους τον Πρόλογο  στο Λυρικο Βίο (αλλά  την μεγαλόπνευστη σύνθεση  Πρόλογος στη Ζωή τη δεύτερη πράξη του σικελιανικού έργου,  που  αυτή είναι μια είσοδος στον χώρο του μυθικού, και μάλιστα σε μια περιοχή του, όπου κυριαρχούν οι μορφές κι οι δυνάμεις της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ο Αχιλλέας, ο Ηρακλής, η Ορθία Αρτέμιδα, ο Διόνυσος, η Διοτίμα, η Εστιάδα, ο Απόλλων).
 
Η λυρική και ευρύτερη πνευματική προσπάθειά του Σικελιανού, όπως φαίνεται σ΄αυτά τα κείμενα,  έρχεται σε ρήξη με την Ευρωπαϊκή Λογοκρατία και με τον στηριγμένο σε εκείνη νεότερο δυτικό πολιτισμό στις κυρίαρχες πολιτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές πραγματώσεις του. Για τον Σικελιανό ο ορθολογισμός ακρωτηριάζει εσωτερικά τον άνθρωπο, αφού αναπτύσσει τις μηχανικές ικανότητες της διανόησης σε βάρος των βιολογικών λειτουργιών που τον εναρμονίζουν  με τον εαυτό του και με τον κόσμο. Για τον Λευκάδιο ποιητή η ύψιστη ανθρώπινη λειτουργία δεν είναι η ικανότητα του συλλογισμού αλλά η αισθαντικότητα. Η τελευταία δεν πρέπει να εννοηθεί μόνον ως απλή λειτουργία των αισθήσεων. Η αισθαντικότητα είναι η συνεργασία όλων των αισθητικών, ψυχικών και γνωστικών ιδιοτήτων του ανθρώπου, χάρις στην οποία επιτυγχάνεται η ‘ερωτική, δημιουργική και γνωστική ενότητά του’ με τον κόσμο, η βιωματική δηλαδή σύνδεσή του με το σύμπαν. Έτσι, το ψυχικό κέντρο του ανθρώπου συμπίπτει με το κέντρο του παντός. Ας προσέξουμε πως, ενώ ο Σικελιανός αποστρέφεται την ικανότητα του μηχανικού συλλογισμού (η οποία σήμερα, με την αλματώδη ανάπτυξη των υπολογιστικών μηχανών, έχει πάρει διαστάσεις που  δεν θα μπορούσε καν να υποπτευθεί), συμπεριλαμβάνει στην έννοια της αισθαντικότητας και τον γνωστικό ενθουσιασμό των μεγάλων επιστημόνων. Ο Πλούταρχος χαρακτηρίζει τον Αρχιμήδη μουσόληπτο. Παρόμοια, ο  Einstein, σε ένα χωρίο του που αναφέρεται απ’ τον έλληνα λυρικό, γεραίρει  τους μεγάλους μουσόληπτους επιστήμονες: «Ποια τρίσβαθη χαρά στη γνώση της οικοδομής του κόσμου», γράφει ο Einstein και παραθέτει ο Σικελιανός, «ποιος πόθος διάπυρος στο να συλλάβουνε έστω και ελάχιστες ακτίνες από τη θαυμαστή λάμψη του παντός, έπρεπε να κατέχουν ένα Κέπλερ ή ένα Νεύτωνα, για να μπορέσουνε, στο διάστημα μιας μοναξιάς ολόκληρης ζωής, να επιδιώξουν να ξεμπλέξουν κάτι απ’ το αίνιγμα των ουρανών;».     
 
Σε θεωρητικά του κείμενα  ο Σικελιανός σκιαγραφεί την καταστροφική πορεία της δυτικής λογοκρατίας από την αρχαιότητα ως τις μέρες του. Αναγνωρίζει στην κλασσική Ελλάδα μια εποχή ‘αγνού συνδυασμού εμπειρίας, αισθαντικότητας και καθαρού συλλογισμού’. Σ’ αυτόν, άλλωστε, τον συγκερασμό χρωστούμε ό, τι καλύτερο και αρτιότερο έδωσε ο ελληνικός πολιτισμός. Με το σοφιστικό όμως κίνημα ο στείρος ορθολογισμός κερδίζει βαθμιαία έδαφος και η αρμονική ενότητα ζωής και στοχασμού  διασπάται. Αυτή την εξέλιξη, που οδήγησε στην παρακμή του αρχαίου Ελληνισμού, δεν  μπόρεσαν να αναχαιτίσουν μήτε ο Πλάτων μήτε  τα τελευταία προπύργια της αρχαίας θρησκευτικότητας, τα ιερά των Δελφών και της Ελευσίνας.
 
Στον νεότερο κόσμο η εξάπλωση της λογοκρατίας ακολουθεί τον εκτοπισμό της πίστης μετά την εκπνοή του μεσαίωνα και σημαδεύεται από τη σκέψη τεσσάρων φιλοσόφων: του Καρτέσιου, του Βάκωνος, του Σπινόζα και του Κάντιου. Ο Βάκων κηρύττει ως απόλυτο κριτήριο της γνώσης το πείραμα. Ο Καρτέσιος πάλι θέτει με το ‘cogito ergo sum’ τον θεμέλιο λίθο του υποκειμενικού ιδεαλισμού, που βασίζεται στην αυτονομία και την κυριαρχία της νόησης επί της εμπειρίας, και χαράζει έτσι τη φιλοσοφική οδό που θα οδηγήσει στην Κριτική του Καθαρού Λόγου.
 
Στον εικοστό αιώνα ωστόσο σημειώνεται γενικευμένη αντίδραση ενάντια στη  καθιερωμένη λογοκρατία τόσο στην ποίηση (λ.χ. με τον Υπερρεαλισμό) και την φιλοσοφία  με το κίνημα της ‘φιλοσοφίας της ζωής’, που εκπροσωπούν κυρίως ο Μπερξόν  στη Γαλλία και ο Klages  στη Γερμανία, όσο και στην επιστήμη με τη θεωρία της σχετικότητας, τον Νεοπυθαγορισμό του Heisenberg ή την μεταγεωμετρία του Riemann και του Lobachevsky. Ο Έλληνας λυρικός στρατεύεται άτυπα στο αντιλογοκρατικό ρεύμα της φιλοσοφίας της ζωής. Για τον Σικελιανό η ποίηση είναι η κιβωτός των δημιουργικών αρχών της ζωής, αφού μόνον εκείνη μπορεί να συλλάβει με πληρότητα την βιολογική και κοσμική ταυτόχρονα αλήθεια. Κάθε άλλη προσέγγιση της τελευταίας μοιάζει με το εγγεγραμμένο ή περιγραμμένο πολύγωνο σε σχέση με τον τέλειο κύκλο.
 
Γ.    Τελειώνω αυτή την επισκόπηση επισημαίνοντας κάποιες συνάφειες ανάμεσα στον Σικελιανό κι έναν από τους βασικούς εκπροσώπους του κινήματος, τον Ludwig Klages,  που την αντιλογοκρατική εκστρατεία του τη μνημονεύει ο Σικελιανός στον Πρόλογο .  Κεντρικός άξονας  της φιλοσοφίας του  Klages  είναι η συνείδηση του σύμπαντος κι η προσπάθεια της βιωματικής επανασύνδεσης του ανθρώπου με εκείνο. Μια όμορφη φράση του  εκφράζει όλην αυτή την βιοθεωρία. ‘Τώρα’, γράφει ο Κλάγκες, ‘ ακόμη κι η γλαυκότερη ημέρα σκεπάζει σαν πέπλος τα έναστρα βάραθρα της κοσμικής νύχτας’. Εδώ η λατρεία της νύχτας του Νοβάλις και των ρομαντικών προσλαμβάνει διαστάσεις κοσμικού βιώματος.
 
Ο Κλάγκες, προχωρώντας πέρα απ’ τον διονυσιασμό του Νίτσε, απολήγει στην προϊστορική μητριαρχία, στην εποχή δηλαδή πριν η ανάπτυξη της διανόησης διασπάσει την ενότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Εδώ η επίδραση του Κλάγκες  στον Σικελιανό είναι προφανής. Η φυσιοκρατία του πρώιμου Σικελιανού (π.χ. στον Αλαφροϊσκιωτο) εκπνευματώνεται  στα έργα της ωριμότητάς του και αποκτά με την προσφυγή στις μητριαρχικές δοξασίες θρησκευτικό υπόβαθρο. Η Μητέρα-Θεά, άλλωστε, κατέχει κεντρική θέση στον ώριμο Σικελιανό. Ακόμη κι ο χριστιανικός μύθος στις μεγάλες χριστιανικές συνθέσεις του  (δηλαδή την Μητέρα Θεού και το Πάσχα Των Ελλήνων)  παίρνει μια διάσταση μητριαρχική, καθώς ο Σικελιανός, συγκρητίζοντας, ταυτίζει την Παναγία με την Δήμητρα και κατ’επέκτασιν μ’ όλες τις μητέρες- θεές των αρχέγονων θρησκειών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της στροφής του Σικελιανού στην προϊστορική και προελληνική μητριαρχία είναι η τραγωδία του Ο Δαίδαλος στη Κρήτη, όπου η βουβή διαπάλη  ανάμεσα στον Μίνωα και την Πασιφάη είναι  ταυτόχρονα κι η διαπάλη  ανάμεσα στη βάρβαρη πατριαρχία και την αρχέγονη μητριαρχία.
 
Μια άλλη βασική ομοιότητα ανάμεσα στον Κλάγκες και τον Σικελιανό είναι η θεώρηση του διπολικού χαρακτήρα της πραγματικότητας. Τόσο στον Κλάγκες όσο και στον Σικελιανό  αντιθέσεις όπως ζωή-θάνατος  αποτελούν διαφορετικές όψεις της ίδιας αέναα μεταβαλλόμενης πραγματικότητας. Κι ο Γερμανός στοχαστής  κι ο Έλληνας λυρικός συναντούν έτσι  τον Ηράκλειτο (Διόνυσος κι  Άδης είναι το ίδιο).
 
Αν και οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι είναι αγαπητοί και στον Κλάγκες και τον Σικελιανό, ο πρώτος, καθώς και ο Ερνστ Γιούγκερ αργότερα, θα προκρίνει τους πολιτισμούς της Ανατολής τον Χαλδαϊκό, τον Ινδικό, τον Αιγυπτιακό- από  των Ελλήνων. Τούτο συμβαίνει,  γιατί στους Έλληνες απουσιάζει το κοσμικό βίωμα που προαναφέραμε και που  κυριαρχεί στους πολιτισμούς της Ανατολής. Οι Έλληνες ζούσαν περικλεισμένοι στον οικείο κόσμο που τον  έκλεινε ο θόλος της ημέρας. Αγνοούσαν το αίσθημα του απείρου.  Αυτό το κοσμικό βίωμα, κρυσταλλωμένο επίσης  στην εικόνα της νύχτας, κρηπιδώνει όλο τον όψιμο Σικελιανό. Αλλά ο Σικελιανός θα αναζητήσει στην ίδια την ελληνική αρχαιότητα, και πιο συγκεκριμένα στους ορφικούς και τα ιερά των Δελφών και της Ελευσίνας,  τις επιβιώσεις της αρχαίας σοφίας και θα προσπαθήσει να ενσωματώσει το κοσμικό βίωμα και την καθολική ενότητα των μητριαρχικών θρησκειών στο δικό του ρηξικέλευθο όραμα του Ελληνισμού.  
 
Γιώργος Βαρθαλίτης
 

Ημ/νία δημοσίευσης: 13 Σεπτεμβρίου 2020