Εκτύπωση του άρθρου


 

Ότι η Μνήμη είναι θεά της Ποίησης και  κόρη της Μνημοσύνης είναι γνωστό, αν το δεχτούμε και δεν πιστέψουμε πως πρόκειται για την ίδια θεά με την οποία κοιμήθηκε ο Δίας και γέννησε τις Μούσες. Όπως και να ’χει είναι η μητέρα των Μουσών που προστατεύουν τις Τέχνες. Αυτήν επικαλείται ο Όμηρος και στα δύο έπη του, τη Μνήμη θεά και Μούσα του έπους Καλλιόπη για να μπορέσει να ψάλλει την οργή του Αχιλλέα -Νήνιν άειδε, θεά-  στην Ιλιάδα και τον άνδρα τον πολυμήχανο -Άνδρα μοι έννεπε Μούσα πολύτροπον- στην Οδύσσεια. Από εκεί και έπειτα, η επίκληση της Μούσας είναι πλέον κανόνας σε όλους τους ποιητές. Και οι νεότεροι, ακολουθώντας το παράδειγμα των παλαιότερων, ιδού πώς μπαινοβγαίνουν στην παράδοση:

Μνήμη θεά έλα κοντά / την ιστορία πες ξανά
για την Αθήνα, για την Αθήνα / και για την ήττα των Περσών  /
κοντά στη Σαλαμίνα.  
Κι ύστερα πες μας και για μας / και για τον Λεωνίδα μας,
το παλικάρι , το παλικάρι, που ήταν σαν άντρας δυνατός
 γενναίος σα λιοντάρι.
Στης Θερμοπύλας το στενό, /φώναξε κι είπε στον εχθρό
δεν θα περάσεις, δεν θα περάσεις / ένας αυτός κι εκείνοι
σαν την άμμο της θαλάσσης.

Χορεύει ο χορός των ανδρών και επικαλείται τη Θάλεια, θέα και Μούσα της κωμωδίας,  σε μία Λυσιστράτη του Αριστοφάνη από το  Κ.Β.Θ.Ε το 1983, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά και μουσική Γιώργου Κουρουπού.  Όμως, αν και για αρχαία κωμωδία πρόκειται, του 411 π.Χ. συγκεκριμένα, τοποθετημένη μέσα στον Πελοποννησιακό Πόλεμο δηλαδή (431-404 π.Χ), αν  και θέλει ακόμα εφτά χρόνια για να τελειώσει ο φαρμακερός και χειρότερος όλων, όπως αποκαλεί ο Θουκυδίδης αυτόν τον πόλεμο  -«μέγαν τε και αξιολογώτατον των προγεγενημένων» και «κίνησις γαρ αύτη μεγίστη δη τοις Έλλησιν εγένετο»- με τραγωδία, μοιάζει και Μούσα της η Μελπομένη θα μπορούσε να είναι. Ωστόσο,  αφού κανείς δεν θα διαφωνούσε πως κρύβεται και η Ιστορία πίσω από τη κωμωδία, επόμενο είναι και η Κλειώ αυτοδικαίως να προσέρχεται! Η υπόθεση όμως εμπεριέχει και ωραία ερωτικά μέλη οπότε, ιδού, από κοντά και η Ερατώ και γενικώς όλες, πιασμένες εν χορώ, να  βοηθούν τον ποιητή και, αν είναι ραψωδός, ακόμα περισσότερο, να θυμηθεί κι εκείνος τα λόγια τα μεγάλα και να τραγουδήσει με γλυκοκαληκέλαδο λαρύγγι.

Η Μνήμη, λοιπόν, πανταχού παρούσα και χωρίς αυτήν έργο δεν γίνεται κανένα. Όλη η μεγάλη ποίηση έχει αντλήσει το υλικό της από τα πάθη της πατρίδας κυρίως. Και λέω «κυρίως» επειδή όλα τα μεγάλα έργα -ελληνικά και ξένα- από τα πάθη της πατρίδας ξεκινούν γιατί αν αυτή είναι  καλά τότε είμαστε και εμείς καλά και κάνουμε φίλους : «η δ’ έστιν η σώζουσα και ταύτης έπι/ πλέοντες ορθής. τους φίλους ποιούμεθα», μας λέει ο Σοφοκλής. Με τα πάθη της πατρίδας όλη η παραδοσιακή ποίηση και με αυτά και η  ανθρώπινη μοίρα υφαίνεται. Είχε δίκιο ο Αισχύλος που μόνο το Μαρθώνιον άλσος μνημόνευσε στο επιτάφιο επίγραμμά του και όχι τα έργα του που δεν θα έγραφε αν η πατρίδα δεν του έδινε την ευκαιρία.  

Στα χρόνια τα νεότερα, ο Διονύσιος Σολωμός και ο Ανδρέας Κάλβος θα επικαλεστούν τη θεά- Μνήμη-Μούσα και θα θέσουν τη Λύρα τους στην υπηρεσία της πατρίδας. Συχνά η ίδια η πατρίδα θα εμφανιστεί ως Μούσα

Το χάραμα πήρα του Ήλιου το δρόμο /κρατώντας τη λύρα/ Τη δίκαιη στον ώμο / Κι απ’ όπου χαράζει/ Ως όπου βυθά …ο Διονύσιος

Ω Φιλτάτη πατρίς, Ω θαυμασία νήσος, /Ζάκυνθε∙ συ μου έδωκας/ Την πνοήν και του Απόλλωνος/ Τα χρυσά δώρα … ο Ανδρέας.

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
                      Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί

Ο Γιώργος Σεφέρης μιλάει με την ιστορία, με τους μύθους με τις μυρωδιές, όπως αναδύονται από το γη, το χώμα και τα πεύκα. Την ίδια ιδέα θα βρούμε συχνά σε παραλλαγές. Στο ποίημα «Μνήμη Α΄», τον ακούμε:

Κι εγώ στα χέρια μου μόνο μ’ ένα καλάμι·/ ήταν έρημη η νύχτα το φεγγάρι στη χάση/  και μύριζε το χώμα από την τελευταία βροχή./ Ψιθύρισα· «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί,/ ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει, / ό,τι σκοτώνουν τη μέρα τ’ αδειάζουν με κάρα πίσω απ’ τη ράχη».

Σ’ αυτούς τους στίχους (α΄ στροφή του ποιήματος) είναι προφανής η λειτουργία της μνήμης, η οποία παίζει μέσα από τον παρελθοντικό χρόνο του ρήματος «ήταν» και από την αναδυομένη ανάμνηση της μυρωδιάς από το βρεγμένο χώμα. Η φύση σε πλήρη σύνδεση με το  αίσθημα, το φεγγάρι στη χάση, δεν εμποδίζει με το φως του, όπως θολώνει τα πάντα,  όταν είναι  σε γέμιση. 

Στο ποίημα «Μνήμη Β΄» με την ένδειξη «Έφεσος», οι στίχοι θυμάμαι ακόμη / Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο /που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα, τίθεται το ερώτημα, σε ποιον αναφέρεται ο ποιητής; Στον Εφέσιο Ηράκλειτο ή στον Άγγελο Σικελιανό που και εκείνος ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων/ όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα», και μετά οι στίχοι «Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας: “αφήστε με ν’ ακούσω τον αδελφό μου”. Ποιον αδελφό εννοεί ο Σεφέρης; Τον πρόσφατα χαμένο αδελφό του Άγγελο στην Αμερική (19-1-1950), τον ένα χρόνο μετά Άγγελο Σικελιανό (19-6 1951) ή τον αρχαιότερο Ηράκλειτο που κάπου, εδώ γύρω, στην Έφεσο, η ψυχή του πετά;

Ο γύπας τρώει κάθε μέρα το συκώτι του Προμηθέα, αλλά εκείνο ξαναγεννιέται. Έτσι και ο ποιητής, κάθε μέρα χάνει το κουράγιο του και κάθε νύχτα το ξαναβρίσκει. Βρίσκει τη δύναμη να υπερβεί με τη σκέψη τη ζωή που τον υπερβαίνει με τα δικά της απρόοπτα και τον κάνει να απελπίζεται και μέσα από την απελπισία του να ξαναβρίσκει τη δύναμη να συνεχίζει. Με το αίμα του γράφει την ιστορία του, το ποίημα. Η μνήμη είναι η πηγή κάθε τέχνης.

Γυμνοπαιδίες. Πόσο βαθιά και πόσο μακριά πάει ο νους ακούγοντας τη λέξη «Γυμνοπαιδία»; Από πού μας έρχεται; Από την αρχαία Σπάρτη ή από την αρχαία Βαβυλώνα; Από πού καταφθάνουν εκείνοι οι έφηβοι που παλεύουν ή παίζουν γυμνοί;

Ο Σεφέρης μας δίνει δύο ποιήματα με τίτλο αυτό το αγωνιστικό παιχνίδι, την Γυμνοπαιδία ή Γυμνοπαιδιά. Από την πρώτη απομονώνω τους στίχους:

Βωμοί γκρεμισμένοι / κι οι φίλοι  ξεχασμένοι/ φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη (Α΄ Σαντορίνη)

Τι φέρνει η μνήμη του ποιητή στο ποίημα; Πέραν των όσων ιστορικών και  αρχαιολολογικών στοιχείων, κάτι πιο σύγχρονο φέγγει στους στίχους. Είναι ο απελπισμένος Κώστας Καρυωτάκης: 

«Είμαι ο Φαίδων ριγμένος στη λάσπη. Θαυμαστό βιβλίο, που οι έννοιές του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή, από τα στοιχεία και τους ανθρώπους».

Οι «γκρεμισμένοι βωμοί» έρχονται κατευθείαν από το «Ιωνικόν» του Κ. Π. Καβάφη: Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,/γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί. Σαν μίτος διατρέχει η ιδέα τα ποιήματα, συνδέοντας τον ένα ποιητή με τον άλλο. Ο Καβάφης άλλωστε έχει μιλήσει για τις «αγαπημένες «Φωνές» και διόλου δεν μας παραξενεύει ο Σεφέρης που επίσης ακούει Φωνές από την πέτρα και από τον ύπνο/ βαθύτερες εδώ που ο κόσμος σκοτεινιάζει,/ μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό (Γυμνοπαιδία Β΄ , Μυκήνες)

Κοιμούμαι κι η καρδιά μου ξαγρυπνά, μας υπενθυμίζει στο «Όνειρο» και είναι πολλοί οι λόγοι της ξαγρύπνιας του. Άλλοτε συλλαβίζει τα άστρα, να βρει τη μοίρα του, άλλοτε αστρονομίζεται, να βρει τον δρόμο του, άλλοτε είναι τα αηδόνια που δεν τον αφήνουνε να κοιμηθεί στις Πλάτρες, πάντοτε είναι «οι ευθύνες που αρχίζουν από τα όνειρα». Με άλλα λόγια είναι επειδή  «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί».                                                  *

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)
                     Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω

Ο παραπάνω στίχος από το Άξιον Εστί, «Τα Πάθη, Ε΄» του Οδυσσέα Ελύτη δεν μας θυμίζει απλώς τη σημασία της Μνήμης, αλλά και την τοποθετεί στο ψηλότερο βάθρο, στα ψηλά και αθάνατα βουνά, προσδίδοντάς της ηγετική και ακατάλυτη δύναμη. Τόσο ψηλή, τόσο αγέρωχη, τόσο δυνατή, τόσο θεϊκή∙ παρακαταθήκη και θησαυροφυλάκιο εθνικών και θρησκευτικών τιμαλφών, όπως φαίνεται και από τους στίχους του ίδιου ποιήματος Τα θεμέλιά μου στα βουνά   / και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους / και πάνω τους η μνήμη καίει/ άκαυτη βάτος! (Ψαλμός Ε΄)

Από το σύνολο των αγωνιστών ο ποιητής θα επιλέξει αντιπροσωπευτικά την τριάδα των θαλασσομάχων: Βοηθός και σκέπη μας Άη Κανάρη!/ Βοηθός και σκέπη μας Άη Μιαούλη/ Βοηθός και σκέπη μας Αγιά Μαντώ! (Ψαλμός ς΄), προβάλλοντας τη θαλασσινή πλευρά της Ελλάδας, όπου και κρίθηκε -στο Ναβαρίνο- το τέλος του Αγώνα. Επίσης δεν θα λησμονήσει να υπενθυμίσει τους δυο κορυφαίους των Γραμμάτων μας για τη λαλιά που δεν ξέρει από ψέμαΌπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,/ όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Ψαλμός ΙΑ΄).

Προηγουμένως έχει υμνήσει τη γλώσσα την ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου (Ψαλμός Β΄) και εκεί έχει αναφερθεί συνολικά στο ελληνικό τοπίο –θαλασσινό και στεριανό-,  παράδοση και αγώνες των Κλεφτών, Χριστός Ανέστη και Δόξα Σοι  με καταληκτικά τα πρώτα λόγια του Ύμνου.

Και με τον Ύμνο υποδηλώνεται ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν και με τα πρώτα λόγια η αρχή του: Σε γνωρίζω από την κόψι / Του σπαθιού την τρομερή και ο χαιρετισμός του ποιητή: Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά.

Ο Ελύτης άνοιξε τον ψαλμό με τον  Όμηρο, τον γενάρχη της Ποίησης, στην κορυφή και τον έκλεισε με τον Εθνικό μας Ποιητή Διονύσιο Σολωμό, αφού διέτρεξε όλη τη ράχη της Ελλάδας, στεριά και θάλασσα, γη και ουρανό, θρησκευτική και εθνική παράδοση. Να μην ξεχάσουμε ότι η αφορμή του ποιητή είναι ο πόλεμος πάνω στα βουνά που και ο ίδιος πολέμησε. Τα  λόγια του Ύμνου, καθώς και όλος ο Ψαλμός, συνιστούν ένα είδος Αντίστασης, ο καθείς και τα όπλα του. Και έτσι φτάνει να είναι ο ίδιος ένα άλλο είδος εργάτη, όχι με ξινάρι στα χέρια ούτε με ντουφέκι, αλλά με πένα, για να γράψει, να γίνει νέος Όμηρος και νέος Σολωμός. 

Η συνταύτιση ενός φυσικού στοιχείου –βουνό και βάτος- με το εθνικό χρέος και την ευθύνη  του καθενός, δεμένα με τη θρησκευτική παράδοση  δίνουν στη Μνήμη τρισυπόστατη ιερότητα. Αν η Μνήμη είναι θεά για τον αρχαίο ποιητή, θεά και φύση και εθνικό χρέος ταυτοχρόνως είναι και για τον νεότερο.   Με τη δύναμή της ενισχυμένος θα μπει στη φωτιά και χωρίς αυτήν, τη Μνήμη, θα πράξουν το «Κακό» οι «Άλλοι». Ο Ελύτης θα μιλήσει γι’ αυτούς αντιπαραβάλλοντάς τους με τους Έλληνες, και προβάλλοντας τι έχουν οι Έλληνες που δεν έχουν «Κείνοι»: 

Κείνοι που επράξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύννεφο./ Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά/…/ παππού  δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένον άνεμο,/ στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα / με πικραμένα μάτια/ … δεν είχαν πίσω τους αυτοί/ θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή/ ή  μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό / χορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

Έτσι ο Ελύτης συνθέτει το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας και μέσα από τον έπαινο του παλικαριού υμνεί όλους εκείνους τους ανώνυμους που έπεσαν για την πατρίδα. Όπως ο  Θουκυδίδης, μας παρέδωσε τον Επιτάφιο του Περικλή, που εκφώνησε στο Δημόσιο Σήμα για τους νεκρούς του πρώτου έτους του πολέμου, αρχίζοντας τον έπαινο από τους προγόνους και την πόλη, έτσι και ο Ελύτης άρχισε από τους προγόνους και την Ελλάδα.  Γιατί και στο Άξιον Εστί και στο Άσμα και σε όλο το έργο του η Ελλάδα είναι το κέντρο και ο μύθος της. Έτσι, δεν αρπάζει απλώς την ευκαιρία, για  να υμνήσει το τοπίο και τους ανθρώπους του, το έχει καταγεγραμμένο στο DNA του,

Ανοίγω το στόμα μου * κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
………………………………………………………..

Χαράζω τις φλέβες μου * και κοκκινίζουν τα όνειρα

δείχνοντας πώς ο ίδιος ο τόπος επιβάλλει το ήθος του στον άνθρωπο που το κατοικεί και ο άνθρωπος που το κατοικεί έχει ευθύνες για την υπεράσπισή του.

                Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω

Σημείωση. Δεν χρειάζεται να το πω, αλλά θα το πω: Το κεφάλαιο είναι πολύ μεγάλο αλλά ο χώρος δεν επιτρέπει μεγαλύτερη επέκταση…

Ανθούλα Δανιήλ

 



 

Η Μνήμη, μαζί με την Μελέτη και την Αοιδή είναι οι τρεις αρχαιότερες Μούσες, προστάτιδες  της Ποίησης.  Ο Όμηρος, στο προοίμιο της Οδύσσειας,  επικαλείται την Μνήμη. «Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη…» Ζητάει από την Μούσα να τού τραγουδήσει την περιπετειώδη επιστροφή του πολύπραγου ήρωα στην πατρίδα Ιθάκη. Στις αρχαϊκές εκείνες προφορικές εποχές, η ποίηση –λυρική ή επική- «απομνημονεύει», «μελετάει» και «τραγουδάει». Οι ποιητές συνθέτουν και απαγγέλουν οι ίδιοι στο κοινό τα μεγάλης συνήθως έκτασης ποιήματά τους. Στη συνέχεια, αυτά τα ποιήματα απομνημονεύονται, αναπαράγονται και μεταδίδονται σε άλλους χώρους και τόπους από συντεχνίες ραψωδών και αοιδών.

Με την ανάπτυξη της γραφής, ο προφορικός λόγος  καταγράφεται πλέον, η ποίηση αποτυπώνεται, η τεχνική της αποστήθισης περισσεύει. Ωστόσο η Μνήμη, Μούσα της Ποίησης, παραμένει πιστή σύντροφος του ποιητή. Με το χάρισμα της έμπνευσης, τον οδηγεί τώρα σε προσωπικούς ενδότερους υποσυνείδητους χώρους, σε ανεξερεύνητους ατομικούς και συλλογικούς τόπους. Έτσι και τα ποιήματα αποκτούν πλέον δική τους μνήμη. Η αποσπασματική επιλογή στίχων  Ελλήνων ποιητών που ακολουθεί είναι ένα ελάχιστο δείγμα της ευδόκιμης σχέσης Μνήμης και Ποίησης.

Κ. Καβάφης  (1863-1933 )       

Θυμήσου, Σώμα…     

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες, / όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,/ αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα /γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά, /κ’ ετρέμανε μες στην φωνή —  και κάποιο / τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε. / Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,

μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες / εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν, θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·

Σε όλες της εκφάνσεις της πολυεπίπεδης καβαφικής ποίησης, η Μνήμη έχει τον κύριο λόγο. Το παρελθόν ως αναπόληση ή ανάμνηση προσώπων, γεγονότων και τόπων άλλων καιρών, επισημαίνει την επικαιρότητά του και στο παρόν. Ως νουθεσία για το μέλλον.

          ……………………………………………………………………

Α. Σικελιανός  (1884-1951)

Το τραγούδι των Αργοναυτών       

Στο μέγα απάνω το πανί, για θύμηση μονάχη           7
της γης που πλέον αφήναμε, γαλήνια ζωγραφιά.
ένα τσαμπί ολοφώτεινο, ένα μεγάλο αστάχυ
ιστορισμένο επαίρναμεν, αιώνια συντροφιά. 

Της χώρας ως μακράιναμεν από τη μάταιη λήθη,     10
στους ώμους μας παράστεκεν η Χάρη και η Σιγή
νοτιάς, βοριάς ή ζέφυρος μάς γέμιζε τα στήθη,
κάθε στιγμή ήταν πάλεμα βουβό και προσταγή. 

Στον στοχαστικό λυρικό λόγο του Σικελιανού, η Μνήμη μεταφέρει ποιητικά στο παρόν την αρχαία ελληνική ενορατική ατμόσφαιρα των μύθων, των μυστηρίων, του Ορφισμού. Να συνοδεύουν το υπερβατικό ταξίδι του ποιητή στον κόσμο,  με «ένα μεγάλο αστάχυ ιστορισμένο».                                …………………………………………………………………………………………

Γ. Σεφέρης   ( 1900-1971)

Μνήμη, Α΄

κα  θάλασσα οκ στιν τι *

Κι εγώ στα χέρια μου μόνο μ’ ένα καλάμι·
ήταν έρημη η νύχτα το φεγγάρι στη χάση
και μύριζε το χώμα από την τελευταία βροχή.
Ψιθύρισα· «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί,
ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει,      5
ό,τι σκοτώνουν τη μέρα τ’ αδειάζουν με κάρα πίσω απ’ τη
                                                                        /ράχη

Τα δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ’ αυτή τη φλογέρα
που μου χάρισε ένας γέροντας βοσκός επειδή τού είπα
                                                                / καλησπέρα   
                          οι άλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμό·  
9    ……………………….

*Αποκάλυψη Ιωάννη, Κ. 21

Η Μνήμη είναι η Ψυχή της σεφερικής ποίησης. Ο εσώτατος δεσμός του μυθικού και ιστορικού παρελθόντος του ποιητή με τις  υπαρξιακές αναζητήσεις του στον σύγχρονο κόσμο. Μια διαδρομή από το υποσυνείδητο στο συνειδητό, που «όπου και να την αγγίξεις πονεί». Ενάντια στη Λήθη.
                 ……………………………………………………..

Α. Εμπειρίκος  (1901-1975)

Στροφές στροφάλων  

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων          

…………………………………….

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη

Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.
               

Υπό την απειλή του επερχόμενου 1940, το «υπερωκεάνειον» του Εμπειρίκου, αφήνει πίσω τα βρωμερά αγκυροβόλια,  τραγουδώντας  και πλέοντας με  «την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια». Ανάκληση της ονειρικής «Οδύσσειας» του ποιητή με ρότα τον ελεύθερο, υπερρεαλιστικό κόσμο του.

                ……………………………………………………

Οδ. Ελύτης   (1912-1996)

 Ηλικία της γλαυκής θύμησης   
             

… Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα                   

Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια

…. Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το
           ανθρώπινο βάρος  σου
Το  ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία….

… Σ’ άφησα τότες,

… Τώρα θα ‘χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό       

Θα ‘χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο.

Μνεία στον αισθησιασμό κάποιου Απρίλη, βίωμα της πρώτης νιότης του Ελύτη.  Η θύμηση του γλαυκή , ουρανός και θάλασσα, φέρνει στην επιφάνεια μια εσωτερική περιπέτεια του. Από το άλλοτε  στο τώρα, ο ποιητής εμμένει να υπενθυμίζει την προαιώνια σχέση του έρωτα με το Αιγαίο.

               …………………………………………………………….

Μ. Σαχτούρης  (1919-2005)

Η λησμονημένη VI       (1945)

Η λησμονημένη είναι ο στρατιώτης που σταυρώθηκε
η λησμονημένη είναι το ρολόγι που σταμάτησε
 η λησμονημένη είναι το κλωνάρι που άναψε
η λησμονημένη είναι η βελόνα που έσπασε
η λησμονημένη είναι ο επιτάφιος που άνθισε
η λησμονημένη είναι το χέρι που σημάδεψε
η λησμονημένη είναι η πλάτη που ανατρίχιασε
η λησμονημένη είναι το φιλί που αρρώστησε
η λησμονημένη είναι το μαχαίρι που ξαστόχησε
η λησμονημένη είναι η λάσπη που ξεράθηκε
η λησμονημένη είναι ο πυρετός που έπεσε
πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
                                        

Η Μνήμη αποκαλύπτει ένα στοιχειωμένο από τη Λήθη εφιαλτικό κόσμο. Τον κόσμο της αγωνίας, οδύνης και φρίκης, μετά το 1940,  χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου.  Ένα νεανικό ποίημα του Σαχτούρη που προοιωνίζεται το υπαρξιακό αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου.                     …………………………………………………. 

Οι νέες εποχές του σήμερα, με επιτακτικό στόχο το μέλλον, απομακρύνονται συνεχώς κι ολοταχώς από το παρελθόν. Ωστόσο για να μη χάνουν  στην τόση βιασύνη τους αξιοσημείωτα ενδιάμεσα δεδομένα, επινόησαν και καθιέρωσαν μια Μνήμη άλλη, τεχνητή. Υψηλοτάτης τεχνολογίας, αποθηκεύει και αποδίδει αυτοστιγμεί αμέτρητες  πληροφορίες για όλα σχεδόν και κάθε τι, που κάποιος αγνοεί ή δεν θυμάται.

Και η ανθρώπινη Μνήμη; Ακυρώνεται; Χάνεται; Αναρωτιούνται πολλοί… Ένα είναι βέβαιο. Ενόσω η τεχνητή Μνήμη παραμένει μηχανική, προγραμματισμένη, χρηστική, η έμψυχη ανθρώπινη Μνήμη υπερέχει. Συναισθηματική, απρογραμμάτιστη, δημιουργική, συνεχίζει να χρησμοδοτεί, να τραγουδάει, να απαγγέλλει, να ιστορεί, να ποιεί κόσμον και Ποίηση: του αιώνιου και του εφήμερου, της συνείδησης και του υποσυνείδητου, των αισθήσεων και των παραισθήσεων, του ειπωμένου και του ανείπωτου… Και θα συνεχίζει να καταγράφει, να μεταβιβάζει και να εμπνέει, επικυρώνοντας την προαιώνια φύση της.

Μάρω Παπαδημητρίου

 



 

Ένα από τα πιο εμβληματικά ποιήματα του Derek Walcott, ποιητή με καταγωγή από την Αγία Λουκία της Καραϊβικής, είναι το «Η Θάλασσα είναι Ιστορία» (The Sea is History). Eίναι εμβληματικό με την έννοια ότι ανακεφαλαιώνονται σ’ αυτό όλα τα ζητήματα της μετα-αποικιακής ποίησης και αναδεικνύονται τα ανοιχτά ερωτήματα που πυροδοτούν την έμπνευση του Walcott από τα ιστορικά και τα γλωσσικά έως τα καθαρά ποιητικά.

Η ιστορία για τους λαούς της Καραϊβικής είναι έννοια πολύ διαφορετική από το συνεχές της ιστορικής αντίληψης των δυτικών. Για τους πρώτους η ιστορία είναι μια βίαιη κοσμογονία. Η δική τους ιστορία αρχίζει από τη στιγμή που εισβάλλουν στα εδάφη τους οι δυτικοί κονκισταδόρες και παύουν οι ιθαγενείς να είναι φυλές στον δικό τους χρόνο και πολιτισμό, γίνονται κομμάτι της ενοποιημένης ιστορίας της νεωτερικότητας και του δυτικού πολιτισμού. Την ίδια στιγμή αυτή η «γένεση της ιστορίας» τους γίνεται το συλλογικό τους τραύμα γιατί συνοδεύεται από μαρτύρια, από τη μεταφορά και αγοραπωλησία αφρικανών ως σκλάβων στις νέες χώρες, την υποταγή ιθαγενών και νεοφερμένων στους δυτικούς αφέντες που θα διοικούν τον τόπο και θα απομυζούν τον πλούτο του. Ο κόσμος των Δυτικών Ινδιών εισέρχεται στο προσκήνιο της ιστορίας χωρίς μνήμη. Η μνήμη της προϊστορίας τους (πριν τις κατακτήσεις και τις αποικίες) είναι άχρηστη και υπό διαγραφή. Όταν ξυπνάει σε στιγμές επαναστατικές ξυπνάει και το χάος των ταυτοτήτων και μαζί ό,τι αρνητικό συμπαρασύρει αυτό : αποκλεισμούς, περιχαρακώσεις, στερεότυπα και ανταγωνισμούς. Η μνήμη κατά τον  Walcott «αναπαράγεται και στα δύο στρατόπεδα ως μνήμη των θυμάτων και μνήμη των θυτών. Οι δύο αυτές ανταγωνιστικές μνήμες παράγουν μία φιλολογία αντεγκλήσεων, εκδίκησης και απόγνωσης εκ μέρους των απογόνων των θυμάτων και μια φιλολογία ενοχής από την πλευρά των απογόνων των δυναστών. Κοινός τόπος το πάθος και η πολεμική»[1].

Ο Walcott νιώθει δυσφορία με την προσέγγιση της ιστορίας μέσω της μνήμης κι αυτό το αναλύει διεξοδικά στο πολύ γνωστό δοκίμιό του Η Μούσα της Ιστορίας (The Muse of History). Αποκαλεί την ιστορία «μέδουσα του Νέου Κόσμου» και γράφει ότι για τον ποιητή «είναι αυτο-βασανισμός να βλέπει την ιστορία ως γλώσσα, στην οποία περιορίζει τη μνήμη του στα δεινά που υφίσταται το θύμα».

Το ποίημα «Η Θάλασσα είναι Ιστορία» ξεκινάει με τα ερωτήματα «πού είναι τα ηρώα σας, οι μάχες σας; Πού είναι η φυλετική σας μνήμη;», ερωτήματα που απευθύνονται στους αυτόχθονες των νέων χωρών και τις φυλές τους. Ο ποιητής αναλαμβάνει να καθοδηγήσει τους φανταστικούς συνομιλητές του (μαζί με τους αναγνώστες του) στον κόσμο όπου κυρίαρχη είναι η θάλασσα. Μας προσκαλεί όλους (της εποχής του και του μέλλοντος) να βουτήξουμε στον ωκεανό των εικόνων και στο βυθό των συνειρμών με εκείνα τα προστατευτικά γυαλιά (goggles) που θα μας βοηθήσουν να δούμε μία άλλη όψη των πραγμάτων, αλληγορική και πολυσήμαντη με οδηγό την ποίησή του.

Το ταξίδι μέσα σ’ ένα παρελθόν μυθικό με τη συνδρομή της βιβλικής διαλέκτου μας αποκαλύπτει τι μας παρουσιάζεται παραπλανητικά ως ιστορία. Πρέπει να τα ξεπεράσουμε και να δούμε πέρα από αυτά. Η ιστορία δεν είναι οι ταυτότητες και η μάχη μεταξύ τους. Η μάχη είναι τεκμήριο της ιστορίας, αλλά όχι η ίδια η ιστορία. Για να μπορέσουμε να απελευθερωθούμε από την ειρκτή και απομόνωση των ταυτοτήτων πρέπει να υπάρξει ένα διαλυτικό γι’ αυτές στοιχείο, κάτι που θα μας ενοποιεί όλους σε μια ενιαία αφήγηση. Το στοιχείο αυτό είναι η θάλασσα. Η θάλασσα είναι η ίδια μια αυτοκρατορία, όπως τονίζει ο Walcott σε μία συνέντευξή του. Απέναντί της όλες οι μνήμες είναι κοινές, μνήμες δέους και θαυμασμού. Για να απελευθερωθούμε από τις θραυσματικές αφηγήσεις, τις θραυσματικές ταυτότητες, πρέπει να κάνουμε κριτική στην ιστορία, να υπερβούμε τις ταυτότητες, να αντιλαμβανόμαστε την κοινή κληρονομιά γλώσσας και κουλτούρας που υπερχειλίζει μέσα μας και έξω μας καταργώντας κάθε σύνορο και διαχωριστική γραμμή.

Η θάλασσα είναι ιστορία[2]

Πού είναι, μάρτυρες, τα ηρώα σας, οι μάχες σας;
Πού είναι η φυλετική σας μνήμη; Κύριοι ,
είναι σ’ αυτή τη γκρίζα αψίδα.  Τη θάλασσα. Η θάλασσα
τα κλείδωσε μέσα της. Η θάλασσα είναι Ιστορία.

Πρώτα ήταν το σκάρτο καύσιμο,
βαρύ σαν χάος·
έπειτα, σαν φως στο τέρμα της στοάς,

το φανάρι μιας καραβέλας,
κι αυτό ήταν η Γένεση.
Και ήρθαν ύστερα οι στριμωγμένες κραυγές,
τα σκατά, οι στεναγμοί :

Έξοδος.
Κόκαλο με κόκαλο τα έσμιξε το κοράλι,
επένδυση ψηφιδωτή
που ευλόγησε ο ίσκιος των καρχαριών,

αυτή ήταν η Κιβωτός  της Διαθήκης.
Και ήρθε από τα ξηλωμένα καλώδια
του ηλιακού φωτός πάνω στον θαλάσσιο πυθμένα

η θρηνητική άρπα της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας,
καθώς οι λευκές κυπραίες μαζεύονταν σαν χειροπέδες
πάνω στις πνιγμένες γυναίκες,

και ήταν αυτά τα ελεφαντένια περικάρπια
του Άσματος του Σολομώντα,
μα ο ωκεανός γύριζε συνεχώς λευκές σελίδες
γυρεύοντας την Ιστορία.
Και ήρθαν οι άντρες με μάτια βαριά σαν άγκυρες
που βυθίστηκαν χωρίς τάφους,

μπριγάδες που τσίκνιζαν βοοειδή,
παρατώντας τα καψαλισμένα τους πλευρά σαν φοινικόφυλλα στην ακτή,  
και ήρθαν τα αφρισμένα από λύσσα σαγόνια

του παλιρροϊκού κύματος που κατάπιε το Port Royal,
και αυτό ήταν ο Ιωνάς,
μα πού είναι η Αναγέννησή σας;

Κύριε, είναι κλεισμένη στην άμμο της θάλασσας
πέρα εκεί και πάνω από την υφαλοκρηπίδα που ανταριάζει,
εκεί που πλέουν οι κορβέτες·

έχε τα μάτια ανοιχτά μ’ αυτά τα προστατευτικά γυαλιά, θα σ’ οδηγήσω εκεί ο ίδιος.
Όλα είναι υπαινικτικά κι υποθαλάσσια,
μέσα από κοραλλένιες κιονοστοιχίες,

πάνω από τα γοτθικά παράθυρα των αλκυονοειδών
και ως εκεί που ο επινέφελος, με μάτι σαν από όνυχα,
παίζει τα βλέφαρά του, φορτωμένος τα πολύτιμα πετράδια του, σαν φαλακρή βασίλισσα·

κι αυτές οι σαν βουβώνες σπηλιές με τα βαλανόστρακα
λαξεμένες σαν πέτρα
είναι οι καθεδρικοί μας,

και το καμίνι πριν τους τυφώνες:
Γόμορρα. Κόκκαλα τριμμένα σ’ ανεμόμυλους
που έγιναν μάργα κι αραβοσιτάλευρο,
και αυτό ήταν οι Θρήνοι-
αυτό ακριβώς ήταν οι Θρήνοι, 
δεν ήταν η Ιστορία·

και, σαν κατακάθι στο στεγνό χείλος του ποταμού,
άρχισαν τα  καφετί καλάμια των χωριών
να τυλίγονται και να σχηματίζουν πόλεις,

και το βράδυ, χορωδίες από μυγάκια,
και πάνω απ’ αυτά, οβελίσκοι
να λογχίζουν το μέρος του Θεού
όπως όρισε ο υιός Του, κι αυτή ήταν η Νέα Διαθήκη.

Κι ακολούθησαν οι λευκές αδελφές χειροκροτώντας
την εξέλιξη των κυμάτων,
κι αυτή ήταν η Χειραφέτηση-

αγαλλίαση, ω αγαλλίαση-
που έσβηνε γοργά
καθώς στέγνωνε στον ήλιο η θαλάσσια δαντέλα,

αλλά ετούτο δεν ήταν η Ιστορία,
αυτό ήταν μόνο η πίστη,
και ύστερα κάθε βράχος κομματιάστηκε στο δικό του έθνος·

κι έγινε η σύνοδος των μυγών,
και ήρθε ο ερωδιός με καθήκοντα γραμματέα,
και ο βουβαλοβάτραχος κοάζοντας για μία ψήφο,

πυγολαμπίδες με λαμπρές ιδέες
και νυχτερίδες σαν πρέσβεις αεριωθούμενοι
και οι μάντισσες σαν αστυνομία σε χακί,

και οι χνουδωτές κάμπιες των δικαστών
εξετάζοντας κάθε υπόθεση προσεκτικά,
και ύστερα στα σκοτεινά αυτιά της φτέρης

και στ’ αλμυρά κρυφόγελα των βράχων
με τις θαλάσσιες λίμνες τους, έφτασε ο ήχος
σαν ψίθυρος χωρίς ηχώ

της Ιστορίας, που άρχιζε στ’ αλήθεια.

Μετάφραση : Εύη Μανοπούλου

 


[1] Ενδιαφέρουσα ανάλυση στο άρθρο του Manash Firaq Bhattacharjee, «The Problem of Memory : Reading Derek Walcott’s “Muse of History”»



 

Τι άλλο είναι άραγε  η ποίηση παρά το ευγενές απόσταγμα της μνημονικής εμπειρίας; Αυτή την αλήθεια κρύπτει στο βάθος του  ο αρχαίος μύθος όταν αναφέρει πως οι Μούσες είναι  κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, πως έχουν δηλαδή προκύψει από το ερωτικό σμίξιμο του αθάνατου άρχοντα θεών και ανθρώπων με τη Μνημοσύνη, προσωποποίηση της μνήμης, αναντικατάστατη αρωγό του ποιητή και εγγυήτρια μιας ιδιότυπης αθανασίας.

Τόσο η Ιλιάδα  όσο και η Οδύσσεια ήδη με τον  πρώτο τους στίχο (Μῆνιν ἄειδε, θεά… καιἌνδρα μοι  ἔννεπε Μοῦσα πολύτροπον, αντίστοιχα) με την επίκληση-παράκληση του δημιουργού προς τη Μούσα να συναινέσει και να ενθαρρύνει το δύσκολο και προφανώς πολύμοχθο έργο της αφήγησης,  αναδεικνύουν την άρρηκτη σχέση της ποίησης με τη θυγατέρα της Μνημοσύνης.

 Είναι χρέος του δημιουργού να κινητοποιεί στην αρχή του έργου του τη θεϊκή δύναμη των Μουσών και της μητέρας τους της Μνημοσύνης υποστηρίζει και ο Πλάτωνας στον Ευθύδημό του: ὥστ' ἔγωγε, καθάπερ οἱ ποιηταί, δέομαι ἀρχόμενος τῆς διηγήσεως Μούσας τε καὶ Μνημοσύνην ἐπικαλεῖσθαι.

Αδιάσπαστη λοιπόν η σχέση της ποίησης με τη μνήμη: Πριν από την εφεύρεση και διάδοση της γραφής η μνήμη θεωρούνταν βασική αρετή των ποιητών  που όφειλαν να απομνημονεύουν και να παρουσιάζουν προφορικά τα πολύστιχα έργα τους˙ μετά από  την  καθιέρωση του γραπτού λόγου -ήδη κατά την αρχαιότητα- η ποίηση, χαραγμένη και  αποτυπωμένη σε τύμβους, μαρμάρινες στήλες, σε παπύρους ή σε περγαμηνές κατέθετε πλέον το έργο της  ως κτῆμα εσαεί, ως ένα  αιώνιο και άφθαρτο δώρο της μνήμης.  

Για τη Σαπφώ η μνήμη είναι η λυδία λίθος πάνω στην οποία δοκιμάζεται η αξία ενός ποιητικού έργου

Σαπφώ, απόσπασμα 55 [1]

εσύ νεκρή θα κείτεσαι· μνήμη καμμιά
ποτέ δεν θα σ' ακολουθήσει εσένα
γιατί εσύ δεν άγγιξες τα ρόδα της Πιερίας·
λησμονημένη θα γυρνάς μες στο παλάτι τού Άδη
μαύρη σκιά πού φτερουγίζει
ανάμεσα στους μαύρους πεθαμένους.

(μετάφραση: Τασούλα Καραγεωργίου)

Πρόκειται για το σαπφικό απόσπασμα 55 με έμμεσα αλλά ευκρινή τα στοιχεία μιας πρώιμης αυτοαναφορικότητας. Ίσως μάλιστα να είναι ένα από τα πρώτα ποιήματα ποιητικής. Τα όσα συμβαίνουν σ' αυτό προβάλλονται στο μέλλον — το εγγύς και το απώτερο· τα ρόδα των Μουσών είναι εγγύηση αθανασίας, ένα αιώνιο αντίδοτο στη φθορά. Όσοι δεν τ' άγγιξαν ποτέ, όπως η «άμουση» γυναίκα τού σπαράγματος, δεν έχουν μερίδιο στη μνήμη (τη μνημοσύνη τού ποιήματος πού τόσο εύστοχα η αρχαιοελληνική μυθική παράδοση τη θέλει μητέρα των Μουσών), επομένως καταδικάζονται για πάντα στο έρεβος της αιώνιας λήθης.Η ισορροπία των δίστιχων άρσεων καί θέσεων αναδεικνύει ως κυρίαρχη την αντίθεση ανάμεσα στη μνήμη καί στη λήθη. Οι μέλλοντες πού κυριαρχούν στο ποίημα προφητεύουν γιά την άμουση γυναίκα αιώνια ακινησία στον χώρο της μνήμης (κείσηι) καί αέναη κινητικότητα στον χώρο της λήθης (φοιτάσηις).

Συνώνυμη του πραγματικού θανάτου  θεωρείται η λήθη  και σε μια ορφική επιγραφή που είναι χαραγμένη σε χρυσό έλασμα, το οποίο βρέθηκε μέσα σε χάλκινη ταφική υδρία του 4ου αι. π.Χ. στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας. Η επιγραφή, που είναι ένα είδος διαβατηρίου για τη χώρα του Άδη, καθοδηγεί την ψυχή του νεκρού, που ανήκει στους εκλεκτούς και τους μυημένους,  για το τι θα συναντήσει κατά το ταξίδι της στον Κάτω Κόσμο:

«Θα βρεις στου Άδη τα παλάτια δεξιά μια βρύση και κοντά της άσπρο κυπαρίσσι˙ σ' αυτή τη βρύση μη ζυγώσεις˙ πιο πέρα θα' βρεις να κυλάει απ' τη λίμνη το κρύο νερό της Μνημοσύνης˙ από πάνω της θα στέκουν φύλακες˙  αυτοί θα σε ρωτήσουν, γιατί πας εκεί˙ και συ να τους πεις όλη μα όλη την αλήθεια˙ να πεις είμαι παιδί της Γης και τ' Ουρανού με τ' άστρα, με λεν' Αστέριο˙ διψώ˙ μα δώστε μου να πιω από τη βρύση» (μετάφραση των Στέφανου Ν. Κουμανούδη και Άγγελου Ματθαίου)[2]

Η υπόδειξη να μη ζυγώσει η ψυχή τη βρύση της λήθης, αλλά να ικανοποιήσει τη δίψα της πίνοντας από το δροσερό νερό της Μνημοσύνης, αναδεικνύει την αδιάκοπη  μάχη της μνήμης με τη λήθη  και, σε τελευταία ανάλυση, τη  μάχη της ζωής με τον θάνατο. Πρόκειται για μύθο που επιβιώνει στη λαϊκή παράδοση και αναπαράγεται  σε σπαρακτικά συγκινητικές στροφές στο πολύστιχο ποίημα Τάφος  του Κωστή Παλαμά:…

Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλάρης,
κοίταξε απ’ το χέρι του
τίποτε να μην πάρεις.

Κι αν διψάσεις, μην το πιεις
από τον κάτου κόσμο
το νερό της αρνησιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο!

Μην το πιεις, κι ολότελα
κι αιώνια μας ξεχάσεις·
βάλε τα σημάδια σου
το δρόμο να μη χάσεις,

Εξάλλου σε όλους τους νεοέλληνες ποιητές η συνείδηση πως το ποίημα είναι ένα δώρο της μνήμης που βρίσκεται σε διαρκή αντινομία με τη φθορά και τον θάνατο είναι συνεχώς παρούσα: στην «παλαιή, γλυκειά κι αστοχισμένη» παιδική μνήμη του Σολωμού, στην πανταχού παρούσα παραμυθητική μνήμη του Καβάφη που φυλάττει «τα γκρίζα μάτια» και «το ωραίο πρόσωπο …ως ήσαν»,  στα φεγγάρια του Σεφέρη, στην πληγωμένη από την ιστορία γυμνή μνήμη του Ρίτσου, στην «άκαυτη βάτο» του Ελύτη. Το θέμα είναι ανεξάντλητο. Αξίζει να επισημάνουμε ότι η μνήμη δεν παρίσταται πλέον στη νεώτερη ποίηση ως θεά αλλά ως αφηρημένη έννοια, με κυρίαρχη όμως πάντα την παρουσία της στο ποίημα.

Εξαίρεση αποτελεί ο Ανδρέας Κάλβος, ο οποίος στον Πρόλογο της Λύρας υιοθετώντας κλασσικιστικά πρότυπα  απευθύνεται στη Μνημοσύνη με τους όρους ενός αρχαίου έλληνα ποιητή, σαν να είναι η θεά –μητέρα των Μουσών. Με τους στίχους του στους οποίους εμπιστεύεται τη διαμόρφωση επαναστατικής συνείδησης  στην ανάκληση της ιστορικής μνήμης κλείνουμε το σημείωμά μας:

Πολυτέκνου θεάς, ω Μνημοσύνης
θρέμματα πτερωτά, χαραί του ανθρώπου,
και των μακάρων Ολυμπίων αείμνηστα
κι ευτυχή δώρα· επί τα νώτα ακάμαντα
των ζεφύρων, πετάξατε ταχέως.
Εσάς προσμένει η γη μου·

(Ανδρέας Κάλβος, Πρόλογος στη Λύρα)


[1] Σαπφώ, απόσπ. 55    

κατθάνοισα δὲ κείσῃ οὐδέ ποτα μναμοσύνα σέθεν
ἔσσετ’ οὐδὲ πόθα εἰς ὔστερον· οὐ γὰρ πεδέχῃς
  βρόδων
τὼν ἐκ Πιερίας, ἀλλ’ ἀφάνης κἀν Ἀίδα δόμῳ
φοιτάσῃς πεδ’ ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποταμένα.

[2] Λένα Αντζουλή,  Γιώτα Κριτσέλη, Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Σταύρος Τσιτσιρίδης, Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας , Τόμος Β', ΟΕΔΒ, σ.373-374

Τασούλα Καραγεωργίου

 



                                              

Λένε πως ένα φύλλο ραγίσει, αυτό που θα βρει κανείς είναι μονάχα τραγούδια. Σε τέτοια παράδοξα μέρη κατοικούν. Μικροί φεγγίτες, παράθυρα να σκύψεις να δεις τα περασμένα. Εκείνα που έγιναν και σε αφορούν σε ένα επίπεδο προσωπικό και τα άλλα που σε κεντρίζουν γιατί είναι μέρος του κόσμου που κουβαλάς. Λένε πως μες στους στίχους θα βρεις τις πεποιθήσεις και τα οράματα, τα προαισθήματα και τις διαθέσεις, τα παραμύθια και τις φαντασίες. Θα συναντήσεις την ομορφιά της ζωής και το αντίθετό της. Η ποίηση που σημαίνει μνήμη, που την ενσαρκώνεται και την κάνει δεύτερο δέρμα της, ένα σύμπαν δίχως προπλάσματα. Μια λαμπρή αφαίρεση της καρδιάς.

Λένε πως ένα φύλλο σπάσει εντός του θα αντικρίσεις το ποιητικό ειδύλλιο που ανθίζει πάντα πάνω από τις στάχτες της ανθρώπινης τραγωδίας. Στίχοι κλειδιά που ανοίγουν κόσμους, σύμβολα και χειρονομίες ενός κάποιου καιρού που μας κατοικούν, νησίδες κρεμαστές πάνω στα χείλη μας. Τραγούδια δημοτικά, ποίηση αφοσιωμένη στην μικρή ή την μεγάλη αιωνιότητα, στροφές που μας κατοικούν, μια ακόμη διάσταση στον τρόπο που εκτιμούμε αυτήν εδώ την πραγματικότητα και την αποτιμούμε. Φωνές περαστικές, λέξεις και ρίμες που συνδέουν στιγμές, υφαίνοντας ατμόσφαιρες με το παλιό ροδάνι.

Και εμείς που μεταλαβαίνουμε την ποίηση, που θα πει βρίσκω το μονοπάτι της μνήμης και του ονείρου, πλέω σε θάλασσες σβησμένες από χάρτες, ακατόρθωτες για τις πυξίδες. Μνήμη, σκιές από το κουρασμένο και ένδοξο μπαλέτο αυτής εδώ της ανθρωπότητας. Μια χούφτα νοσταλγία στα μάτια, αυτό είναι τα ποιήματα. Όσα φυλάξαμε κάποτε για την ώρα της μεγάλης ανάγκης, αυτό και τίποτε. Το πιο μνημειώδες κομμάτι μας, το γλυκό και άγριο χώμα που μας συνθέτει, ο ψίθυρος της νύχτας που μας δανείζει τα λόγια για να θυμηθούμε και να αγαπήσουμε ξανά όσα διαθέτουν πια την ηλικία του Θεού. Η ποίηση που μας συνδέει με το παρελθόν, η ποίηση ως εκούσια προσφορά στην ανθρώπινη συνείδηση και πάλι ως αποχαιρετισμός και νεύμα αχνό. Αν δεν ήταν τα ποιήματα και τα τραγούδια όλα θα παρέμεναν αμετάδοτα και χαρτονένια. Ακόμη και η μνήμη.

Οι πρόγονοι που αφήνουν λέξεις στην ράχη του βουνού, όλη αυτή η ταμιευμένη σιωπή από τις ανθρωπότητες που πέρασαν, αυτό το δίχως επανάληψη επίκεντρο της ψυχής που μετατοπίζεται και που πονά, το πνεύμα ενός κόσμου που ξαναζεί πιο ζωντανό από ποτέ, χθόνιο και απέραντο, έξω από κάθε υπαινιγμό. Αυτό είναι η ποίηση, μια μνήμη γραμμένη με την αλήτικη αγιότητα που χρειάζεται για να πει κανείς το πώς και το γιατί των ανθρώπων που συντρίφτηκαν, των λαών που αποδεκατίστηκαν, των ηρώων που συνάντησαν την πικρή του δόξα.

Στις δοκιμές του πρόωρα χαμένου και αναντικατάστατου Κωστή Παπαγιώργη, το λέει καθαρά. Με τα χείλη που έχω με αυτά τα χείλη φιλώ. Τέτοια χείλη είναι τα ποιήματα και εμείς που κοινωνούμε, σαν να ξεδιψάμε και σαν να θυμόμαστε.

Απόστολος Θηβαίος

 



 

Ο Leopardi υπογραμμίζει σε πολλές σελίδες του Zibaldone ότι η μνήμη συνδέεται με το ζήτημα της ευτυχίας, αφού η ανάμνηση μακρινών γεγονότων προκαλεί ένα συναίσθημα από το οποίο το υποκείμενο μπορεί να αντλεί ευχαρίστηση. Αυτό μάλιστα συμβαίνει ακόμη και όταν τα γεγονότα που θυμόμαστε είναι οδυνηρά. Έτσι, στο σύντομο ειδύλλιό του «Alla luna», που συντέθηκε το 1820, ο μοναχικός ποιητής απευθύνεται στη Σελήνη, τη μυστική και έμπιστη φίλη του, ενθυμούμενος την ίδια μέρα ενός άλλου χρόνου, όταν είχε ανέβει στον λόφο να την κοιτάξει με μάτια θλιμμένα και κλαίγοντας. Ο ποιητής εξομολογείται, εκφράζει τα συναισθήματά του και αφηγείται τα βάσανά του. Πρόκειται για ένα ποίημα, στο οποίο ο πόνος φαίνεται να είναι κυρίαρχος τόσο του παρόντος όσο και του παρελθόντος, αφού η ψυχική κατάσταση του ποιητή δεν άλλαξε μέσα στον χρόνο. Ωστόσο, ο ποιητής βιώνει ένα είδος ικανοποίησης, όταν θυμάται τον πόνο του παρελθόντος, γιατί είναι πάντα γλυκό να θυμάται κανείς, ειδικά όταν είναι νέος και η ελπίδα (δηλαδή το μέλλον που τον περιμένει) εκτείνεται σε έναν μεγαλύτερο χρόνο από τη μνήμη (το παρελθόν, αυτό που έχει ήδη περάσει). Όταν είναι κανείς νέος, συχνά αφήνει τον εαυτό του να ικανοποιηθεί από τον πόνο, να απολαύσει τα πικρά δάκρυα, αλλά μόνο επειδή περιμένει ότι το μέλλον θα του επιστρέψει αυτό που έχει στερηθεί.

Όταν, όμως, οι αναμνήσεις είναι πρόσφατες και διατηρούν ακόμα την ακρίβεια του πραγματικού γεγονότος, δεν αποκτούν την απροσδιοριστία που παρέχει μια αίσθηση ευχαρίστησης. Έτσι, σε άλλο σύντομο ειδύλλιο, στο «La sera del dì di festa», αφού ο ποιητής περιγράφει ένα ήρεμο τοπίο, θυμάται τη γυναίκα που γνώρισε εκείνη την Κυριακή και άνοιξε μια πληγή στο στήθος του. Η μνήμη, όμως, είναι πολύ φρέσκια, για να κατορθώσει να μεταμορφώσει την απογοήτευση. Η επίγνωση της παροδικότητας της ζωής, της εφήμερης και φευγαλέας όψης των στιγμών, ακόμη και των πιο όμορφων, μας κάνει να αντιληφθούμε το βάθος της θλίψης του: ακόμα και η ευτυχισμένη στιγμή φαίνεται να χαρίζεται στους ανθρώπους για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς όλα φέρουν το σημάδι του εφήμερου.

Για αυτούς τους λόγους, μόνη παρηγοριά είναι να αφεθεί κανείς σε πιο μακρινές αναμνήσεις, αυτές της παιδικής ηλικίας. Μια τέτοιου είδους ανάμνηση είναι ευχάριστη και απολύτως ποιητική. Έτσι, ο Leopardi δημιουργεί μια ποιητική της ανάμνησης. Άλλωστε, μέσα από το φίλτρο της τέχνης είναι δυνατό να επαναφέρουμε στη ζωή ακόμα και αυτούς που δεν είναι πια μαζί μας, τους νεκρούς. Αυτό συμβαίνει στο ποίημα «A Silvia», στο οποίο αντηχεί ζωντανό ξανά το τραγούδι του δεκαοχτάχρονου κοριτσιού, που πέθανε σε τόσο τρυφερή ηλικία. Όμως, ο ποιητής γνωρίζει καλά την απάτη που εξυφαίνεται στο ποίημα. Η πραγματικότητα είναι απολύτως διαφορετική: ο θάνατος δεν αναιρείται. Η ποίηση δεν μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως και επαρκώς στην επιθυμία μας να αγγίξουμε την αιωνιότητα. Στο τέλος του ποιήματος, η Silvia γίνεται ένα σύμβολο της ελπίδας και της νεότητας, που είναι συνυφασμένες με την ψευδαίσθηση. Μαζί με τη Silvia χάνεται η αυταπάτη της ευτυχίας.

Στο Zibaldone ο ποιητής αναρωτιέται γιατί το σύγχρονο, το νέο, πολύ δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως κάτι το ρομαντικό, ενώ το αρχαίο, το παλιό, μπορεί να έχει αυτή τη διάσταση. Η απάντηση που δίνει είναι ότι όλες σχεδόν οι απολαύσεις της φαντασίας και του συναισθήματος συνίστανται στην ανάμνηση. Υποστηρίζει επίσης ότι οποιοδήποτε αντικείμενο ή τοπίο, όσο όμορφο κι αν είναι, αν δεν ξυπνά καμία ανάμνηση, δεν είναι καθόλου ποιητικό. Η ανάμνηση είναι ουσιαστική στο ποιητικό συναίσθημα, επειδή το παρόν, όποιο κι αν είναι αυτό, δεν μπορεί να είναι ποιητικό. Και όσο πιο μακρινή και ασυνήθιστη είναι η ανάμνηση, τόσο πιο γλυκιά φαντάζει, γιατί, υπόκειται περισσότερο στην ψευδαίσθηση.

Άννα Γρίβα

 



 

Η μνημονική διαδικασία και αφόρμηση για τη δημιουργία ενός ποιήματος αποτελεί μια πάγια μέθοδο και τακτική όλων των ποιητών διαχρονικά και οι όποιες εξαιρέσεις έρχονται απλώς για να επιβεβαιώσουν τον κανόνα. Ακόμα και στο έργο δημιουργών που ελάχιστα καταπιάστηκαν με το θέμα της μνήμης, μπορεί κανείς να συναντήσει ποιήματα με τα οποία επιχειρείται η καταβύθιση και η αποτύπωση στιγμών του παρελθόντος βίου με στόχο βέβαια πάντα τη μνημείωσή τους, τη διαρκή και παντοτινή τους διάσωση μέσα σε ένα άρτιο αισθητικά και πολυδύναμο σημασιολογικά περιβάλλον. Η πρώτη, λοιπόν, εντύπωση και εικόνα που σχηματίζεται είναι αυτή της εναγώνιας μέριμνας και φροντίδας του καλλιτέχνη να μεταφέρει στο παρόν της δημιουργίας κομμάτια του παρελθόντος προκειμένου να τα περισώσει από τη λήθη και τις επικαλύψεις που ο χρόνος αναπόφευκτα επιφέρει. Αυτή η εντύπωση ωστόσο είναι μάλλον παραπλανητική. Γιατί αυτή και μόνο αυτή η καταφυγή στην τέχνη και την ωραιοποιητική της λειτουργία και διάσταση, αυτόματα, μεταφέρει τη μνήμη ένα βήμα πιο κοντά στη λήθη. Η ανάκληση του παρελθόντος, με άλλα λόγια, όταν επιχειρείται μέσα στο πλαίσιο της σύνθεσης αποκαλύπτει πολύ περισσότερο τη διάθεση του καλλιτέχνη να αποσιωπήσει, να λειάνει, να παραλλάξει, να βελτιώσει ή να αναδιαμορφώσει όλο εκείνο το οικοδόμημα το οποίο, έξω από το ποίημα, θα αποτελούσε μια ρεαλιστική εκδοχή επενδεδυμένη με τα αιχμηρά και, γιατί όχι, οδυνηρά της υλικά. Από τη στιγμή, όμως, που το παρελθόν, οι στιγμές και τα πρόσωπά του, εισέρχονται στη διαδικασία της μεταστοιχείωσης που τελείται με τους όρους μιας αισθητικής προσέγγισης η οποία υπαγορεύεται και υπακούει στην ποιητική κάθε λογοτέχνη, όπως μπορεί να νοηθεί ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει και χειρίζεται τη σύλληψή του, το ρεαλιστικό πλαίσιο χάνεται, εξαφανίζεται και στη θέση του μπαίνει, ως προτεραιότητα και πρωταρχή, η καλλιτεχνική αρτίωση η οποία αναπόφευκτα επιφέρει την αλλοίωση της μνήμης, τη στρέβλωσή της και, εν τέλει, μια πρώτη υποψία ότι η αναμνηστική αφορμή και λειτουργία γίνεται ακριβώς χάριν της λησμονιάς. Ακόμα και η ίδια η πράξη της συγγραφής και της σύνθεσης, η ίδια η επιλογή του στιχουργικού σχήματος προκειμένου να γίνει το καλούπι μιας ή περισσότερων αναμνήσεων αποτελεί ένα κατά πολύ γενναιότερο βήμα προς τη λήθη παρά προς την ανασύνθεση των περασμένων, από τη στιγμή που καταδεικνύει τη διάθεση του δημιουργού να «απαλλαγεί» από το βάρος της μνήμης, από το φορτίο του παρελθόντος προκειμένου να προχωρήσει ελεύθερος, διαυγής και ανάλαφρος πια στο παρόν και το μέλλον του. Ιδωμένο από αυτή την άποψη το ποίημα γίνεται το μνήμα της μνήμης, το όχημα εκείνο που αποκτά μια διττή και διφυή υπόσταση, καθώς αποτελεί ταυτόχρονα έναν σταθμό και ένα ταξίδι, καθώς ακινητεί εμπεριέχοντας την κίνηση προς αυτό που υπήρξε και δεν υπάρχει πια. Αν υιοθετήσει κανείς αυτή την οπτική μπορεί να θεωρήσει την ποίηση της μνήμης ως αποτέλεσμα όχι τόσο της πρόθεσης του δημιουργού να ψηλαφήσει το παρελθόν, όσο της βούλησής του να το αντιπαρέλθει, να το προσπεράσει, να το λησμονήσει έχοντας όμως αποτίσει σε αυτό τον πιο άξιο φόρο τιμής, το ποίημα. Το ποίημα ως κιβωτό των περασμένων, των πεπραγμένων, των βιωμάτων και εμπειριών, ή, αντίστροφα, ως το ξέσπασμα εκείνο, εν είδει καταιγίδας, που, μετά το πέρας του αφήνει ένα τοπίο ολοκάθαρο, απαλλαγμένο από τα ίχνη της πρότερης παρουσίας.

Ευσταθία Δήμου

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 2 Ιανουαρίου 2022