Εκτύπωση του άρθρου

Δημήτρης Κόκορης


 

 

Ο Νίκος Πλουμπίδης ως λογοτεχνικός ήρωας: Γιάννης Ρίτσος, «Κάτω απ’ τη λήθη» (από τις Μαρτυρίες).

 

Οι  Μαρτυρίες του Γιάννη Ρίτσου περιλαμβάνουν τρεις σειρές ποιημάτων: Η πρώτη σειρά αποτελείται από εβδομήντα εννέα (79) ποιήματα, τα οποία γράφτηκαν από το 1957 έως το 1963. Στη δεύτερη σειρά υπάρχουν εκατόν δέκα (110) ποιητικές εγγραφές, που συντέθηκαν κατά τη διετία 1964-1965 και η τρίτη σειρά αποτελείται από σαράντα (40) ποιήματα, που δημιουργήθηκαν από το 1961 έως  το 1967. Για τις  Μαρτυρίες  ο Ρίτσος εκφράστηκε και δοκιμιακά, ξεκινώντας ενδεχομένως και  από την αίσθηση πως τα συγκεκριμένα ποιήματα , όχι τόσο ως προς το θέμα αλλά προφανώς ως προς τη λεκτική ποσότητα, διαφοροποιούνταν από τις υψηλότονες και λεκτικά πληθωρικές καταθέσεις, που συγκροτούσαν τη βασική συνιστώσα της ποιητικής παραγωγής του κατά τη δεκαετία του 1950.Οι χαρακτηρισμοί δεν συσχετίζονται μόνο με ευρείας ποιητικής ύλης υμνητικές συνθέσεις σαν  τον  Άνθρωπο με το γαρύφαλλο (1952), το  Γεια σου, Βλαδίμηρε Μαγιακόβσκη (1953) ή τον Αποχαιρετισμό (1957), αλλά αφορούν  και συνθέματα υπαρξιακής εμβάθυνσης σαν την Σονάτα του σεληνόφωτος (1956), που εκτείνεται σε  227 στίχους και επιπρόσθετα ενσωματώνει πεζόμορφη σκηνική οδηγία ως πρόλογο, καθώς και  πεζόμορφο επίλογο.

Ο Ρίτσος στο «μελέτημά» του «Σαν εισαγωγή στις  Μαρτυρίες»[1]το οποίο γράφτηκε  το 1962 - όταν πλέον είχε αποκρυσταλλωθεί η τεχνοτροπική  και θεματική ταυτότητα των ποιημάτων – είναι ακριβόλογος και επεξηγηματικός :

«Δεν μπορώ να πω ακριβώς , πώς και  γιατί, εγώ που, από κλίση και προτίμηση, εργάστηκα κυρίως σε πολύστιχα, συνθετικά ποιήματα, ασχολήθηκα με ιδιαίτερη επιμονή κι αγάπη, τόσα χρόνια συνέχεια, κ’ εξακολουθώ ως  τώρα, παράλληλα  μ’ όποια άλλη εργασία μου, ν’ ασχολούμαι αδιάπτωτα με τις “Μαρτυρίες”, αποδίδοντας μάλιστα ξεχωριστή σημασία σ’ αυτές , και να εξακολουθώ να γράφω αυτά τα λακωνικά και συχνά επιγραμματικά ποιήματα. Ίσως γιατί, από καταγωγή, είμαι  Λάκων (κι αυτό δεν είναι απλώς ένα λογοπαίγνιο), ίσως από μια τάση ν’ αποδείξω στους άλλους και στον εαυτό μου, την ικανότητα να εκφραστώ σ’ έναν κρουστό και  περιεκτικό λόγο, ίσως από μια διάθεση ξεκούρασης μετά την άγρυπνη υπερένταση μακρών δημιουργικών περιόδων, ίσως από ανάγκη καθημερινής άσκησης για αρτίωση  και ετοιμότητα της τεχνικής ώστε να μπορεί άμεσα και αλάθευτα να αξιοποιεί στην τέχνη, τα διαρκώς ανανεούμενα βιώματα , ίσως από προσπάθεια πύκνωσης της έκφρασης κι αντίδρασης προς τον κίνδυνο του πλατειασμού και του ρητορισμού που συχνά ενεδρεύει πίσω απ’ τα μεγάλα ποιήματα , ίσως απ’ την ανάγκη αστραπιαίας ανταπόκρισης σε καίρια και επείγοντα προβλήματα της εποχής μας, ίσως ακόμη απ’ τη θέληση απόσπασης και καθήλωσης  μιας στιγμής , που θα επέτρεπε μια “διά μικροσκοπίου” κατά βάθος εξέτασή της , και την ανακάλυψη όλων των  στοιχείων του χρόνου, που πιθανόν να εξανεμίζονταν  μέσα σ’ ένα απεριόριστο πλάτος – δηλαδή  μια “διά της διαιρέσεως” σύλληψη του αδιαίρετου, μια “διά της ακινητοποιήσεως” σύλληψη της αέναης κίνησης».[2]

Οι Μαρτυρίες συγκροτούνται από ολιγόστιχα ποιήματα με υπαρξιακούς αναπαλμούς και με κοινωνικές προεκτάσεις. Πρόκειται για ποίηση των συγκεκριμένων πραγμάτων, που όχι απλώς οριοθετούν αλλά και σημαδεύουν βαθιά όλες τις  αναδιπλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Γράφει ο Ρίτσος ως προς τα συγκεκριμένα ποιήματα και τα βασικά ποιητικά υλικά οικοδόμησής τους:

«Απέναντι των αντικειμένων δεν έχουμε ούτε εμείς προκαταλήψεις και ιδιοτέλειες και αντιθέσεις, ούτε καν  ανταγωνισμό και σεβασμό (όπως έχουμε έναντι των ιδεών και των αισθημάτων), γι’ αυτό μπορούμε  και να τα σεβαστούμε και να τα παραδεχτούμε και να τα εμπιστευθούμε».[3]

Ένας εμβριθής μελετητής της ποίησης του Ρίτσου, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, ψηλαφίζει τον πυρήνα μιας πτυχής της ποιητικής του δημιουργού, καταλήγοντας σε ομόλογες διαπιστώσεις:

«Χώμα, πέτρα και χρυσός στον ποιητικό κόσμο και διάκοσμο του Ρίτσου εναλλάσσονται και εξισώνονται. Τα καθημερινά, χρηστικά αντικείμενα αποκτούν έτσι πολύτιμη αξία. Το ανθρώπινο σώμα, γυμνό ή ντυμένο, διεκδικεί τη δική του, αναφαίρετη αρετή και ομορφιά. Εξαρτήματα και μέλη του έλκονται, ζευγαρώνουν και αμοιβαίως προστατεύονται μπροστά στη φθορά και στο θάνατο».[4]

Καιρός να πάμε στο ποίημα «Κάτω απ’ τη λήθη».[5] Η διαχρονική στόφα της υπαρξιακής αναζήτησης δεν οδηγεί τους στίχους του Ρίτσου στην απομάκρυνση από τα πολιτικά δρώμενα, από την ιστορική φόρτιση, από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ιδεολογική και κοινωνική. Η συναισθηματική διαύγεια και η δραστική υπαινικτικότητα του ποιήματος ενδυναμώνουν το πικρό συναίσθημα την ενοχής, εφόσον στην τελική εικόνα του ποιήματος  δεσπόζει η εκτέλεση ανθρώπων με ηθική ευθύνη και της Αριστεράς :

«Το μόνο απτό που απόμεινε από κείνον, ήταν το σακάκι του.
Το κρέμασαν εκεί, στη μεγάλη ντουλάπα. Ξεχάστηκε,
στριμώχτηκαν στο βάθος, απ’ τα δικά μας ρούχα, θερινά, χειμωνιάτικα,
κάθε χρόνο καινούργια, για τις καινούργιες ανάγκες μας. Ώσπου,
μια μέρα, μας χτύπησε στο μάτι, - μπορεί κι απ’ το περίεργο χρώμα του,
μπορεί κι απ’ την κοψιά της παλιάς μόδας. Πάνω στα κουμπιά του,
έμεναν τρία κυκλικά, ομοιόμορφα τοπία :
ο τοίχος της εκτέλεσης με τέσσερις τρύπες, κι ολόγυρα η τύψη μας
».

Η μνήμη και η ανάμνηση συγκροτούν μία μικρή και ιδιότυπη νίκη, όχι βέβαια, απέναντι στη φθορά, αλλά απέναντι στον χρόνο, κατά μίαν έννοια και απέναντι στον θάνατο. Εάν εκλάβουμε τον τελευταίο όχι απλώς ως ολική φθορά και πλήρη διάλυση της βιολογικής οργανικότητας, αλλά και ως οριστική λησμονιά, στο συγκεκριμένο ποίημα έχουμε κάτι που υποφώσκει πίσω από τη λησμονιά, δηλαδή «Κάτω απ’ τη λήθη», όπως μας λέει και ο τίτλος. Το παλιό σακάκι, το απορριγμένο και στριμωγμένο από τα ρούχα των ανθρώπων που βιώνουν τη ζωή τους με όρους παρόντος, μπορεί να είναι χρωματικά παράταιρο, παλιομοδίτικο και βεβαρυμμένο από τον χρόνο, με συνοδό την επίγνωση πως ήταν και δεν είναι «χρηστικό», ωστόσο υποβόσκει η «πολύτιμη αξία» του,[6] αφού πυροδοτεί την ανάμνηση του βίαιου θανάτου, στην οποία επιχωριάζουν τόσο η ενοχική διάθεση όσο και η διευρυμένη τύψη.

Ο χρόνος και ο θάνατος, τα θέματα που μαζί με τον έρωτα συγκροτούν τον διαχρονικό και υπερτοπικό άξονα του υπαρξιακού πυρήνα της ποίησης, επιτελούν εδώ κεντρικό ρόλο (ο έρωτας ως βίωμα και υπαρξιακή ανάταση καλύπτει το τοπίο αρκετών πολύ καλών ποιημάτων του Ρίτσου, αλλά το ίχνος του δεν είναι ορατό στο «Κάτω απ’ τη λήθη»).Ανιχνεύεται, όμως, και μία συνυπάρχουσα με την υπαρξιακή διάσταση των στίχων πολιτική και ιστορική φόρτιση: η δεκαετία του 1950 ως πρώτη μετεμφυλιακή δεκαετία ήταν και η σκληρότερη, στιγματισμένη και από θανατικές καταδίκες, και από εκτοπισμούς, και από καταδιώξεις των ηττημένων στον Εμφύλιο, αλλά και από πολιτικά λάθη, τόσο στρατηγικής όσο και ερμηνείας συνθηκών και περιστάσεων, που βαρύνουν την Αριστερά.

Τα ποιήματα της πρώτης σειράς των Μαρτυριών, στα οποία ανήκει και το «Κάτω απ’ τη λήθη» ξεκίνησαν να γράφονται το 1957. Σε τίνος ή τίνων την εκτέλεση αναφέρεται ο Ρίτσος, σφραγίζοντας επιβλητικά το κλείσιμο του ποιήματος; Το να δοθεί αμέσως μία απάντηση δεν είναι εύκολο. Πάντως, ο χαμηλός και εξομολογητικός τόνος του ποιήματος, που σκιαγραφεί την τύψη μιας συλλογικής ενοχής (αυτή δηλώνεται από τον τύπο της προσωπικής αντωνυμίας που ως γενική υποκειμενική προσδιορίζει την «τύψη»), δεν παραπέμπει σε μάρτυρα της Αριστεράς, ο οποίος εκτελέστηκε περιβεβλημένος με το φωτοστέφανο του κομματικού ήρωα. Καταθέτουμε την άποψη ότι το ποίημα ενσωματώνει μεν την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των τριών ακόμη ανθρώπων που εκτελέστηκαν μαζί του (= Ηλίας Αργυριάδης, Νίκος Καλούμενος, Δημήτρης Μπάτσης), αλλά κυρίως και βασικά αναφέρεται στην εκτέλεση και την κατοπινή αποκατάσταση από το Κόμμα του Νίκου Πλουμπίδη.

Οι Μπελογιάννης, Αργυριάδης, Καλούμενος και Μπάτσης εκτελέστηκαν στις 30 Μαρτίου 1952. Ο Πλουμπίδης[7] προσπάθησε με επιστολή του, πριν καταδικαστούν, να αναλάβει την ευθύνη της κατηγόριας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας διά του Γενικού Γραμματέα του Νίκου Ζαχαριάδη θεώρησε την επιστολή πλαστή και τον Νίκο Πλουμπίδη προδότη και χαφιέ. Ο τελευταίος, που παρά την ηθικά απαράδεκτη συμπεριφορά του Κόμματος απέναντί του ουδέποτε το απαρνήθηκε, συνελήφθη, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε στις 14 Αυγούστου 1954. Η ένατη Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας το 1958 «αποφασίζει την αποκατάσταση της μνήμης» και του Νίκου Πλουμπίδη (καθώς και των Γιώργου Σιάντου και Κώστα Καραγιώργη), επισημαίνοντας ότι «δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να στηρίζει την κατηγορία του προβοκάτορα και χαφιέ, που απέδωσε στους παραπάνω συντρόφους η παλιά καθοδήγηση με επικεφαλής τον Ν. Ζαχαριάδη».[8]

Έχουμε τη γνώμη πως ο Γιάννης Ρίτσος συνέθεσε το ποίημα «Κάτω απ’ τη λήθη» υπό το βάρος των συγκεκριμένων εξελίξεων, αφομοιώνοντας καλλιτεχνικά και την αρχική άδικη απάρνηση του Πλουμπίδη από το Κόμμα, αλλά και την κατοπινή αποκατάστασή του, ενσωματώνοντας και την τύψη της Αριστεράς για την απάνθρωπη μεταχείρισή του (σημειωτεόν πως η λέξη «τύψη», που προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «τύπτω», μπορεί να εκληφθεί και ως αμφίσημη: σημαίνει κατά μεταφοράν τον συνειδησιακό έλεγχο που προέρχεται από ενοχή για πράξη ή παράλειψη, αλλά κατά κυριολεξίαν δηλώνει και το σφοδρό χτύπημα, σαν αυτό που δέχτηκε ο Πλουμπίδης τόσο από τους ιδεολογικούς αντιπάλους όσο και από τους κομματικούς φίλους). Το ποίημα είναι ένα λειτουργικό δείγμα καλλιτεχνικού μοντερνισμού, που συμπυκνωμένα και υπαινικτικά αποδίδει όλη την τραγικότητα του ιστορικού γεγονότος: ο ελεύθερος στίχος και ο απλός – καθημερινός λεκτικός τόνος ενσωματώνουν ικανό βαθμό δραματικότητας, υπό την έννοια της πυκνής διαδοχής εικόνων, και μία επαρκή ποσότητα διάσπασης του λογικά και ρεαλιστικά αναμενόμενου,[9] εφόσον όλη η τραγικότητα της ιστορικής συνθήκης αποτυπώνεται σε ένα φθαρμένο πια αντικείμενο καθημερινής χρήσης, στο σακάκι με την «κοψιά της παλιάς μόδας». Ποια είναι τα «τρία, κυκλικά ομοιόμορφα τοπία»; Τα δύο αποδίδονται ποιητικά και το τρίτο βάσιμα υπονοείται: «Ο τοίχος της εκτέλεσης με τέσσερις τρύπες» (= πρώτο τοπίο) ανακαλεί στην ιστορική και αναγνωστική μνήμη τούς αρχικά τέσσερις εκτελεσμένους, του Νίκου Μπελογιάννη συμπεριλαμβανομένου. Το δεύτερο «τοπίο» καλύπτεται από τη συλλογική τύψη ως ενοχή. Υπό το βάρος των εξελίξεων εμμέσως πλην σαφώς υπονοούνται η εκτέλεση, η ανέντιμη κομματική μεταχείριση και η μεταθανάτια κατοπινή δικαίωση του Νίκου Πλουμπίδη, και αυτό είναι το τρίτο, υπονοούμενο, «τοπίο».

Η υπαρξιακή συνιστώσα ως ποιητική ενασχόληση με τον χρόνο και με τον θάνατο και η πολιτική – κοινωνική φόρτιση ως αποτύπωση και υπονόηση συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων συνυπάρχουν στο ποίημα, όπως συνυπάρχουν δυναμικά και στην όλη ποιητική του Ρίτσου. Όπως είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε και παλαιότερα,

«η δημιουργική συνύπαρξη (σε ποικίλες, βέβαια, διαβαθμίσεις) των κοινωνικοπολιτικών διακυβευμάτων και των υπαρξιακών αναζητήσεων και εσοχών είναι το βασικότερο θεματικό χαρακτηριστικό του ποιητικού προσώπου του Ρίτσου».[10]

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης είχε γράψει το 1993:

«Σήμερα ο Νίκος Πλουμπίδης κατέχει μια περίοπτη θέση στο “πάνθεο των ηρώων” του ΚΚΕ. Στο θαυμαστό φωτογραφικό λεύκωμα που εξέδωσε το ΚΚΕ το 1976 με τον τίτλο “ΚΚΕ 1918-1976” οι φωτογραφίες του Μπελογιάννη και του Πλουμπίδη έχουν τοποθετηθεί αντικριστά σε δυο σελίδες. Αυτοί οι δύο άνθρωποι αποτελούν δίδυμο, δε χωρεί καμιά αμφιβολία. Είναι τα δύο σκέλη της ίδια τραγικής ιστορία. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα, το φωτοστέφανο του Μπελογιάννη, είναι περισσότερο λαμπερό. Τότε τον τραγούδησαν οι ποιητές και τον έκαναν σύμβολο ζωγράφοι σαν τον Πικάσο. Τον Πλουμπίδη εκτός από το κόμμα, τον αγνόησε τότε και η “στρατευμένη” τέχνη».[11]

Ο Ραφαηλίδης έχει δίκιο, εφόσον βάσιμα υποθέτουμε ότι το «τότε» καλύπτει την περίοδο 1954-1958, δηλαδή τα χρόνια από την εκτέλεση έως την κομματική αποκατάσταση του Νίκου Πλουμπίδη. Ήταν αναμενόμενο να αγνοηθεί ο Πλουμπίδης κατά την προαναφερθείσα τετραετία από μία τέχνη, όχι γενικά αριστερή, αλλά από μία ειδική πτυχή της αριστερής τέχνης, η οποία στρατευόταν στην υπεράσπιση των κομματικών επιλογών, Το «Κάτω απ’ τη λήθη» είναι ένα ποίημα υπαινικτικό, νεωτερικά κρυπτικό αλλά και δυσδιάκριτο μέσα στην επιβλητική ποσότητα της ποιητικής παραγωγής του Γιάννη Ρίτσου. Πάντως δημοσιεύτηκε το 1963,[12] μετά την κομματική αποκατάσταση του Νίκου Πλουμπίδη. Ωστόσο, δεν παύει να είναι ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα λογοτεχνικών κειμένων που έχουν αξιοποιήσει την πολιτική παρουσία του τελευταίου, τη μορφή του, τον θάνατό του και τη σχέση του με την Αριστερά (ο τελευταίος χρονικά κρίκος, από όσο καταφέραμε να εξακριβώσουμε, είναι το ποίημα του Γιώργου Χ. Θεοχάρη «Τριπλό της ντροπής» που δημοσιεύτηκε το 2018[13] και παρότι σύντομο, ηρωοποιεί τον Πλουμπίδη και εμπνευσμένα κρίνει και την κομματική ηγεσία). Προηγήθηκε του «Κάτω απ’ τη λήθη», πάντα με όρους δημοσιοποίησης, το ποίημα του Δημήτρη Δούκαρη «Δίκη Νικολάου Πλουμπίδη» (1953).[14]  Ακολούθησαν, ενδεχομένως και μεταξύ άλλων λογοτεχνικών κειμένων, οι δύο μυθιστορηματικές (και εν πολλοίς μεταξύ τους αποκλίνουσες) εκδοχές της υπόθεσης Πλουμπίδη, που δόθηκαν από τον Κώστα Κοτζιά (Επί εσχάτη προδοσία-1964 / Ο αλύγιστος-1978), καθώς και το τραγούδι των Θάνου Μικρούτσικου – Μάνου Ελευθερίου «Νίκος Πλουμπίδης», που εντάχτηκε στο μουσικό έργο «Τροπάρια για φονιάδες» (1977) και ερμηνεύτηκε από την Μαρία Δημητριάδη. Ωστόσο, ενώ τα περισσότερα λογοτεχνικά κείμενα για τον Νίκο Πλουμπίδη, καθώς και μόλις αναφερθέν τραγούδι,  επιβάλλουν την παρουσία του ως προσώπου διαμέσου των τίτλων ή των βασικών συντεταγμένων της ποιητικής ή της αφηγηματικής πλοκής, το «Κάτω απ’ τη λήθη» την υποβάλλει, οπότε χρειάζεται να δούμε τι υποφώσκει πίσω από τους ποιητικά λειτουργικούς υπαινιγμούς, ώστε να την ψηλαφίσουμε.

Το ποίημα του Δούκαρη, όπως και το Επί εσχάτη προδοσία του Κώστα Κοτζιά, είχαν αναφερθεί και στις σελίδες του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης, του οποίου και ο Βασίλης Ραφαηλίδης ήταν συνεργάτης.[15] Βέβαια, το «Δίκη Νικολάου Πλουμπίδη»[16] και το Επί εσχάτη προδοσία συνδέονται με το ανανεωτικό ρεύμα της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, που σε αρκετές περιπτώσεις εκφράστηκε αντιρρητικά ως προς τον κομματικό κανόνα περί «στρατευμένης» τέχνης, δεν ήταν κείμενα «στρατευμένα» υπό την έννοια της εναρμόνισής τους με τις επίσημες κομματικές κατευθύνσεις.  Ο αλύγιστος, ως επεξεργασμένη εκδοχή του μυθιστορήματος του Κώστα Κοτζιά, όπως και το τραγούδι των Θάνου Μικρούτσικου και Μάνου Ελευθερίου, μπορούν να θεωρηθούν δείγματα, το πρώτο λιγότερο και το δεύτερο περισσότερο δημιουργικό, ενός μετεξελιγμένου κατά τη μεταπολεμική περίοδο  σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

Παρενθετικά, ας επισημανθεί η σωστή, κατά τη γνώμη μας, τοποθέτηση του Αλέξη Ζήρα για τις δύο μυθιστορηματικές εκδοχές της υπόθεσης Πλουμπίδη, που εκπονήθηκαν από τον Κώστα Κοτζιά, ο οποίος μυθοπλαστικά ονόμασε τον κεντρικό ήρωα «Ηλία Σάντα»:

«Όσο κι αν, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ο συγγραφέας θα ξαναδημοσιεύσει το Επί εσχάτη προδοσία, αλλάζοντας μερικά σημεία και τον τίτλο του (Ο αλύγιστος), στάθηκε αδύνατο να μετατραπεί ο Ηλίας Σάντας σε ήρωα της σοσιαλιστικής ηθικής. Παρέμεινε αυτό που ήταν, δηλαδή ανθρώπινος».[17]

Όπως και να έχει, πάντως, με ποιήματα όπως το «Κάτω απ’ τη λήθη» από τις Μαρτυρίες του Γιάννη Ρίτσου, νιώθουμε ότι είχε δίκιο ο Βρετανός θεωρητικός  Raymond Williams, που προτείνοντας τον όρο «δομή της αίσθησης» (Structure of Feeling),[18] υποστήριξε ότι η λογοτεχνία αποδίδει με διαύγεια τα οράματα, τα συναισθήματα και τον ψυχισμό των ανθρώπων, με άλλα λόγια σκιαγραφεί με ευκρίνεια το ιδεολογικό και συναισθηματικό κλίμα μιας κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη εποχή.  Διαβάζοντας εμβριθείς ιστορικές μελέτες για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα και για την πορεία ορισμένων ανθρώπων, που επιτέλεσαν σημαντικό ρόλο με την πολιτική τους δράση, θα πληροφορηθούμε, θα μάθουμε, θα κρίνουμε, θα αποτιμήσουμε.  Μπορούμε, όμως,  να συναισθανθούμε, να νιώσουμε πολύ καλύτερα ορισμένες πτυχές της  δεκαετίας του 1950 στην Ελλάδα, διαβάζοντας λογοτεχνικά αφηγήματα που αναπλάθουν προσωπικές  περιπέτειες και κοινωνικές διαστάσεις και εντάσεις  του τόπου και της εποχής ή και ποιήματα σαν το  «Κάτω απ’ τη λήθη».


[1]Γιάννης Ρίτσος, Μελετήματα, Αθήνα, Κέδρος, 21974, σ. 95-102.

[2]Ρίτσος, Μελετήματα, ό.π., σ. 98.

[3]Ρίτσος, Μελετήματα , ό. π., σ. 100. Βλ. σχετικά, Ζεράρ Πιερά, Γιάννης Ρίτσος. Η μακριά πορεία ενός ποιητή, μτφ. Ελένη  Γαρίδη – Σπύρος  Τσακνιάς, Αθήνα, Κέδρος,  21983,σ. 34 . Παντελής Πρεβελάκης, Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Συνολική θεώρηση του έργου του, Αθήνα, Κέδρος, 1981, σ. 327-331. Dimitris Kokoris,Yiannis Ritsos’s Martiries and the Poetics of Materiality”, International Journal of Humanities and Social Science (USA – print and online versions), Vol. 1, No. 19, 2011-2012, αναρτημένο (από 27.12.2011) και στο ηλεκτρονικό περιοδικό Διαπολιτισμός: www.diapolitismos.net, κ.ά.

[4]Δ. Ν. Μαρωνίτης , «Γιάννης Ρίτσος», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού  1770-2000 , τόμος 8ος , τχ. 21 (εφ. Τα Νέα , Σάββατο 22.05.2004), Αθήνα , Ελληνικά Γράμματα, 2004, σ. 300.

[5] Το ποίημα ανήκει στις Μαρτυρίες Α΄ . Βλ. Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1958-1967, τόμος  Θ΄, Αθήνα, Κέδρος, 1989, σ. 213.

[6] Μαρωνίτης, ό.π.

[7]Για την προσωπικότητα, τη δράση, την εκτέλεση και την κομματική αποκατάσταση του Νίκου Πλουμπίδη, βλ. δειγματοληπτικά: Δημοσθένης Α. Παπαχρίστου, Νίκος Πλουμπίδης. Ντοκουμέντα - Γράμματα από τη Φυλακή 1953-1954,Αθήνα, Εκδόσεις Δελφίνι, 1997 και Κατερίνα Μάτσα, «Νίκος Πλουμπίδης: η αποκατάσταση που δεν έγινε», αναρτημένο από 27.09.2002 στο http://anatolikos.com/istoria/ploumpidis279.htm, βλ. και https://athens.indymedia.org/post/256362/.

[8]Βλ. και Μάτσα, ό.π.

[9]Για τα βασικά γνωρίσματα του ποιητικού μοντερνισμού, βλ. Νάσος Βαγενάς, «Για έναν ορισμό του μοντέρνου στην ποίηση», στον τόμο Η ειρωνική γλώσσα, Αθήνα, Εκδόσεις Στιγμή, 1994, σ. 21-53.

[10]Δημήτρης Κόκορης, «Εισαγωγή» στον τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου. Επιλογή κριτικών κειμένων, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009, σ. μβ΄.

[11]Βασίλης Ραφαηλίδης, Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830-1974, Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1993, σ. 342.

[12] Γιάννης Ρίτσος, Μαρτυρίες. Σειρά πρώτη (1957-1963), Αθήνα, Εκδόσεις Κέδρος, 1963.

[13]Γιώργος Χ. Θεοχάρης, «Τριπλό της ντροπής», Εμβόλιμον, τχ. 85-86, (Χειμώνας – Άνοιξη) 2018, σ. 79: « [Μότο:] 14 Αυγούστου 1954, ώρα 05.25΄/ ΔΑΦΝΙ – ΤΟΠΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΝ / ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΚΟΥΣΤΕΙ ΤΟ “ΠΥΡ” //  Τιμώ το Κόμμα! / Δεν έβλαψα ουδένα / ΝΙΚΟΣ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ // [Παραλλαγή 1] : Τιμώ το Κόμμα! / Μ’ έβλαψε, δεν το ’βλαψα / ΝΙΚΟΣ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ // [Παραλλαγή 2] : Τιμώ το Κόμμα! / Νεκρό θα μ’ αποκαταστήσει / ΝΙΚΟΣ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ».

[14]Ο Δημήτρης Ν. Πλουμπίδης σημειώνει («Εξήντα πέντε χρόνια από την εκτέλεση του Νίκου Πλουμπίδη», εφ. Η Αυγή, Τετ. 14.06.2019) : «“Στενή κι’  αδιάβατος τραχεία η οδός”... Ο στίχος από το ποίημα “Δίκη Νικολάου Πλουμπίδη” (1953) του Δ. Δούκαρη έγινε τίτλος της έκθεσης που διοργάνωσε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Νίκο Πλουμπίδη, από τον Οκτώβριο 2018 ως τον Φεβρουάριο 2019».

[15] Βλ. και Γιώργος Ανδρειωμένος, Από τη Στράτευση στην Αμφισβήτηση. Λόγοι και Αντίλογοι στην «Επιθεώρηση Τέχνης», Αθήνα, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2020, σ. 132-137, 303, 313, 332, 333, 352, 355, 361, 362.

[16] Δείγμα γραφής: «[…] ενώπιος ενωπίω στη μοναξιά σου / κι  η ιαχή σου ν’ αντηχεί εν τη ερήμω . / ολούθε σε τυλίγουν οι κραυγές : τον Βαραββάν, / πάντοτε κι απανταχού οι κραυγές : τον Βαραββάν - / όχι εσένα, προ παντός, όχι εσένα . […]» (Δημήτρης Δούκαρης, «Δίκη Νικολάου Πλουμπίδη» από τη συλλογή Καλλίστη Θήρα - 1953).

[17] Αλέξης Ζήρας, «Η δοκιμασία του κοινωνικού ρεαλισμού στο έργο του Κώστα Κοτζιά», στο Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τόμος Δ΄, Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη, 1992, σ.  233.

[18]Βλ.Raymond Williams, Κουλτούρα και ιστορία, εισαγωγή-μτφ. Βενετία Αποστολίδου, Αθήνα , Εκδόσεις Γνώση,1994, σ. 49-53, 325-335.


Ο Δημήτρης Κόκορης είναι αναπληρωτής καθηγητής νεοελληνικής γραμματείας στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής  του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει δημοσιεύσει βιβλία, μελετήματα σε περιοδικά και σύμμεικτους τόμους, καθώς και βιβλιοκρισίες. Έχει επιμεληθεί ανθολογίες κριτικών κειμένων ως προς το έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου (2003), του Γιάννη Ρίτσου (2009) και του Γιώργου Ιωάννου (2013). Τα άλλα βιβλία του αφορούν τις σχέσεις της Αριστεράς με τη λογοτεχνία στον Μεσοπόλεμο (1999), το έργο του Γιάννη Ρίτσου (2003), τον ποιητικό ρυθμό (2006), τη λογοτεχνική μετάφραση (2007), το έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου (2011), τις σχέσεις της φιλοσοφίας με τη νεοελληνική λογοτεχνία (2015), ένα τμήμα της αλληλογραφίας των Μανόλη Αναγνωστάκη – Τάκη Σινόπουλου (2016) και το ποιητικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη (2020).

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 18 Απριλίου 2021