Εκτύπωση του άρθρου
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΑΝΑΣΣΗΣ 
 
O  Πολιτικός Σολωμός 
Ο μέγας 19ος αιώνας – όψεις του ανολοκλήρωτου

Ανακοίνωση στο 27ο Συμπόσιο Ποίησης
----------------------
 
     Θα έρθει μια άλλη Εποχή, λέει  ο Χόρχε Λούις Μπόρχες, που οι άνθρωποι θα νοιάζονται πολύ λίγο, για τις συνθήκες και τις περιστάσεις της ομορφιάς και θα νοιάζεται για την ίδια την ομορφιά.  Δεν θα έχουν τόση επίγνωση της ιστορίας όσο εμείς.  Ίσως να μη νοιάζονται ούτε για τα ονόματα ή τις βιογραφίες των ποιητών.
     Αν η φύση της γλώσσας, λέει τώρα ένας δικός μας ο Σεφέρης, είναι η φύση μιας συνολικής ιδιοσυγκρασίας πεθαμένων και ζωντανών που μας περιέχει και που διαθέτουμε ένα πολύ μικρό περιθώριο για να την αλλάξουμε με την προσωπική μας ενέργεια, απεναντίας ο τρόπος της καλλιέργειας που ασκούμε πάνω σ’ αυτή τη φύση ανήκει στην ατομική μας ιδιοσυγκρασία.
     Νομίζω, πως οι δυο παραπάνω απόψεις απηχούν δυο διαφορετικές προσεγγίσεις.  Η μια είναι μ’ έναν τρόπο διαπολιτισμική, είναι συγκρητική.  Είναι η υποπτευμένη ματιά ενός δυτικού , βλέποντας  - όπως ο ίδιος παρατηρεί παρακάτω -  τη δυσφορία των Ευρωπαίων που γράφουν ή έχουν γράψει ιστορίες της ινδικής φιλοσοφίας και συνειδητοποιούν ότι όλη η φιλοσοφία αντιμετωπίζεται από τους Ινδούς ως σύγχρονη.  Το οποίο σημαίνει ότι οι Ινδοί ενδιαφέρονται για τα ίδια προβλήματα, όχι απλώς για το βιογραφικό, ιστορικό ή χρονολογικό γεγονός.  Ότι το τάδε όνομα ανήκε στον τάδε δάσκαλο, που έζησε τότε και επηρεάστηκε από τον δείνα – όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτα γι’ αυτούς.  Αυτούς της απασχολεί το αίνιγμα του σύμπαντος.
     Η δεύτερη άποψη είναι ενδοπολιτισμική.  Είναι η καθαρή ματιά ενός δυτικού  Πάλι, που η εφεύρεση του χρόνου αποτελεί ιδρυτικό στοιχείο του πολιτισμού του και που σ’ αυτόν ακριβώς οφείλεται η ιστορική επίγνωση και συνακόλουθα η καταγωγή του πολιτικού.
     Δεν μου διαφεύγει πως μεγάλες ομορφιές, όπως αυτή της αρχαίας τραγικής ποίησης επιτελέστηκαν χωρίς την επίγνωση της ιστορίας.  Επιβλήθηκαν μάλιστα ως υπαινιγμός των συγχρόνων τους γεγονότων.  Είναι γνωστό πως η κλασική Αθήνα δεν ανέπτυξε καμμία μυκηναϊκή αρχαιολογία ή ανασκαφή και πως η γνώση των Ελλήνων του πέμπτου αιώνα για τα μυκηναϊκά χρόνια είναι μηδαμινή.
     Οι Έλληνες γνωρίζοντας σε μέγα βάθος από εμπειρία και οξύνοια, πως η ιστορική επίγνωση είναι σχεδόν αδύνατη και ευθέως αντίστροφη ως προς την απομάκρυνση των γεγονότων,  βρήκαν και το υποκατάστατο, που δεν είναι άλλο από το μύθο.  Ό,τι δηλαδή καταφέρνει ο εσωτερικός κόσμος να διασώσει  με τρόπο συμβολικό. Έτσι και τη συνέχεια διασφαλίζουν ως αναγκαιότητα του μαθηματικού τους τρόπου και εισηγούνται έννοιες από τότε εργαλεία του δυτικού πολιτισμού, όπως πρόοδος, εξέλιξη, ανέλιξη κ.ο.κ.
     Κυρίως όμως δημιούργησαν ανεπανάληπτη ομορφιά λόγου, παρά την έλλειψη ιστορικής επίγνωσης, μέσω της εμπνοής του μύθου, όπως Αγαμέμνων, Ορέστης, Ελένη, Φαίδρα, Οιδίπους κ.ο.κ.  «… Ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας» για να θυμηθούμε και τον Κάλβο.
     Νάτην μπροστά μας, λοιπόν, και η αλήθεια.  Δηλαδή, Α στερητικό + λήθη.  Α-λήθεια είναι το καθεστώς της γνώσης, που έχει σκοπό τη συντήρηση της μνήμης στο χρόνο.  Και για να πλατωνίσω εκλεκτικά, γνώση είναι ανάμνηση.  Γνώση και α-λήθεια συμπίπτουν στον Πλάτωνα και στη γλώσσα μας .
     Το ζήτημα της τέχνης είναι ζήτημα κάλλους και μορφής, ομορφιάς.  Και ωραιότητας, ήτοι χρόνου, όπου ωραίο είναι το προϊόν της ώρας του.  Και η α-λήθεια;  Χρησιμεύει μοναχά για να καταλάβουμε την καταγωγή του έργου τέχνης και δεν εμπεριέχεται στο ίδιο το έργο τέχνης;  Οι Έλληνες δεν θα κατέφευγαν ποτέ σε τέτοιο μονισμό.  Οι διαλεκτικές τους αρχές αιτούνται τη σύμπτωση μορφής (ομορφιά) α-λήθειας και ωραιότητας.  Η πρώτη εγγράφεται στο χώρο, οι άλλες δυό στο χρόνο.
     Ο Πλάτωνας έχει γαλβανίσει το Σολωμό ήδη από τα πιο δύσκολα μορφοποιητικά χρόνια της νεότητας και της Ιταλίας.  Ο ποιητικότατος φιλόσοφος όπως λέει ο ίδιος.  Αυτή η φορά τον συνέχει σαν Έλληνα αλλά και τη σκέφτεται βαθειά και με επιμονή σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.  Το μαρτυρούν η στάση του, οι αποφάσεις του, οι απόψεις του, η α-λήθεια του.
     Ο Σολωμός ξέρει καλά πως, όσο τα έργα της ομορφιάς, τα έργα τέχνης, ανεξαρτητοποιούνται από τις συνθήκες που τα παρήγαγαν, αν έχουν ενσωματώσει την α-λήθεια της καταγωγής τους, άλλο τόσο θα λειτουργήσουν μέσα στο χρόνο με το μύθο τους, τη στερεοτύπηση του γεγονότος σε κοσμοεικόνα, που θα έχει για πάντα συντελεστεί σε επίπεδο  ατομικής δημιουργίας και συγκίνησης για τους ανθρώπους .
Αφού :    Έρως και χάρος πάντοτε
               Παλεύουν εδώ κάτου
               ‘Ωσπου ο καιρός ο γέροντας
               Ανοίξει τα φτερά του.
Μέχρι που ο χρόνος πει την τελευταία λέξη.
 
     Ο Πολιτικός Σολωμός:  Ο τίτλος αυτός πιότερο θέλει να δηλώσει το ζήτημα, που μέχρι σήμερα με απασχόλησε και συνεχίζει να με απασχολεί, παρά το ολοκληρωμένο συμπέρασμα για τη διάσταση αυτή του μεγάλου ποιητή.  Πάντως ο θαυμασμός μου και το ρίγος από την πλουσιοπαροχή των στίχων του συμπυκνώνεται στην εικόνα:
Διονύσιος Σολωμός.  Το Όρος !
          Από την εικόνα αυτή απορρέει α) ότι ο ποιητής μου επιβλήθηκε με τη δύναμη του λυρικού αυτονόητου.  Η μοναδικότητα  και πρωτοτυπία του δεν είναι αφαιρετέες.  Κάθε βουνό είναι ιδίου γένους με τα άλλα αλλά σαφώς ιδιοπρόσωπο.  Το εύρος, το ύψος, τα μεγέθη γενικά διαφέρουν.  Και  β)  ο ποιητής είναι ο ολόκληρος άνθρωπος (Να ξαναθυμηθούμε εδώ τη φημισμένη διαπίστωση του Πλάτωνα πως:  Όμηρος άπασαν την Ελλάδα πεπαίδευκεν.  Στην περίπτωση της σύγχρονης εκδοχής της ο Σολωμός).
          Όποιο στίχο κι αν αγγίξεις είναι η έκφραση μιας μεγαλοφυϊας μουσικής, βαρύτιμης και διεπόμενης από γενικό κανόνα.  Παράδειγμα:
 
          Τριαντάφυλλα είναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα.
                                         ή
          Έρμα ´ν τα μάτια που καλείς χρυσέ ζωής αέρα
                                         ή
     Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο
                                         ή
     Μια φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο
 
Μέσω μιας μορφολογικής προσέγγισης, οι πιότεροι τους στίχους αυτούς τους λένε σπαράγματα.  Το σπάραγμα υποβάλλει τη μορφή του ερειπίου.  Αντίθετα εγώ βλέπω πως οι στίχοι αυτοί «αδυνατούν» να υπάρξουν ως ερείπιο.  Διέπονται από νόμους και κανόνες όπως αυτοί που διέπουν και την αρχιτεκτονική του Παρθενώνα, είτε βρίσκεται η κατασκευή στην αρχή, είτε στο τέλος της.  Η κατάκτηση της ομορφιάς διηγείται αυτό ακριβώς το γεγονός.
Οι μορφές είναι τέλειες, ακόμα κι αν δεν είναι τελειωμένες, όταν λένε με τέλειο τρόπο, αυτό που είχαν την πρόθεση να πουν.  Όταν συμπίπτουν απολύτως με το περιεχόμενο τους, για να θυμηθούμε τον  Benedetto Groce.
Η τέχνη που μορφή και περιεχόμενο συμπίπτουν απολύτως είναι η μουσική.  Κάθε τέχνη που έχει φιλοδοξίες για τον εαυτό της τείνει να φτάσει σε μουσικό καθεστώς.  Η ποίηση είναι η πιο φιλόδοξη τέχνη.  Και ο Σολωμός μουσικός ποιητής, δηλαδή τέλειος.  Μορφή και περιεχόμενο συμπίπτουν απολύτως.  Λένε, πριν γράψει έπαιζε την κιθάρα του για πολλήν ώρα.
Χρειάζεται όμως εδώ μεγαλύτερη διασάφηση.  Το έργο στον ποιητή είναι η μονάδα του. Η μουσική του φράση.  Ο στίχος, δηλαδή.  Είναι ο μικρόκοσμος, που μέσα του αναγνωρίζεις το νόμο του μακρόκοσμου.  Και είναι ο λόγος που σε ένα ποίημα όλοι οι στίχοι πρέπει να ξεκινούν  με κεφαλαίο γράμμα.  Η αυτοδυναμία τους δεν εκχωρείται στο σύνολο, στο ποίημα.    Αλλά καλύτερα να πάρουμε μερικά ακόμη παραδείγματα για το γλυκασμό της ψυχής:
 
Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το Χάρο
                          ----------------
Είπα να δω τη γνώμη τους στην υπνοφαντασία τους
                          ----------------
Παράπονο χαμός καιρού σ’ ό,τι κανείς κι α χάσει
                          ----------------
Στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας.
                          ----------------
 
          Ο πλήρης μουσικός στίχος του Σολωμού σπρώχνει τη σκέψη μου σε μια ανόητη εκδοχή, μετά μάλιστα τη μνημειώδη ανασύνθεση που είδαμε τα τελευταία χρόνια από τον Στυλιανό Αλεξίου.  Λέω, λοιπόν: θα ξαναδούμε κι άλλη.  Με τέτοιους στίχους κάνεις ό,τι ποιήματα θες.  Πάνε παντού. Ναι, αλλά η οργάνωσή τους σε ποίημα υποδεικνύει τον εσωτερικό ιμάντα που τους ενώνει.  Το ξαναδιατυπώνω τώρα ορθά:  Είναι τόσο ολοκληρωμένοι οι στίχοι του Σολωμού, που εύκολα μπορεί να γίνει το λάθος της απόδοσής τους σε άλλο ποίημα.
          Ε,  λοιπόν για να ειπωθεί Λόγος (με το λάμδα κεφαλαίο) σαν τραγούδι, να υπάρξει με πληρότητα μουσική, ε, αυτό είναι δουλειά του μεγάλου ποιητή.  Και ο στίχος του καλεί τη συμμετοχή των πάντων στην α-λήθεια και την πλήρωση που απελευθερώνει.
Συμπέρασμα:  έχουμε την ανάγκη των ποιητών.  Έχουμε ανάγκη μεγάλου ποιητή.  Και το μέτρο του μεγαλείου του ποιητή είναι ο στίχος και όχι η σύνθεση.  Ξαναλέμε ο ποιητής δεν συνθέτει.  Οργανώνει. Το πνεύμα της οργανωτικής του ικανότητας  βρίσκεται ήδη στη μονάδα του, το στίχο.
 
          Όλα μα όλα στη Νεώτερη Ελλάδα πέρασαν μέσα από τη μεγάλη ποίηση, όπως εξάλλου και στην Αρχαία.  Από τις άλλες νοητικές πειθαρχίες (ιστορία και φιλοσοφία κυρίως) όποια δεν μετέχει και της ποιητικής εξαντλείται στα στεγνά εδάφη της ανεπίδοτης θεωρίας και των επιχειρημάτων.  Αγνοείται το τεράστιο κεφάλαιο της συγκίνησης, που είναι ο όρος της συμμετοχής όλων, το λυρικό αυτονόητο, πολλαπλασιασμένο όμως από τη χάρη του δημιουργού του για το πλάσιμο της κοσμοεικόνας. Η συγκίνηση δεν αντικαθίσταται από επιχειρήματα λόγου χάριν. Συνήθως στη γεωγραφία των επιχειρημάτων συνωθούνται οι ξέμπαρκοι  της ψυχής και οι ανεπίδοτες – μισές ευαισθησίες.
          Ερωτήματα μέχρι σήμερα τίθενται για το πόσο επί παραδείγματι, ο Θουκυδίκης είναι ιστορικός και πόσο δραματικός ποιητής.  Προσωπικά, και με την επίγνωση της ρητορικής υπερβολής, θα τον ονόμαζα τέταρτο και μεγαλύτερο δραματικό ποιητή.  Ανάλογα ισχύουν και για τον Πλάτωνα, που ο Σολωμός ονόμαζε ποιητικότατο φιλόσοφο.
          Δεν αντέχω να μη συγκρίνω δυό καταληκτήριες φράσεις κεφαλαίων του Σολωμού και του Θουκυδίδη. 
Η μια φράση στίχος.  Η άλλη κακώς δεν γράφτηκε σα στίχος.
 
          Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
                                                  και
          Ούτως των πραγμάτων εχόντων οι Πλαταιείς διεχείμαζον
 
          Υπέροχοι, ισοδύναμοι, ισόποσοι.  Πουθενά αλλού δεν βρήκα την περιγραφή της αναμονής να υποβάλλει την υπόνοια.  Την υποψία των επερχομένων.  Επερχόμενα τέτοια που μέσω τέτοιας αναμονής προαναγγέλλονται:  η πτώση του Μεσολογγίου, η πτώση των Πλαταιών. Όπως ακριβώς η ζωή σαν υποψία θανάτου.
          Τόσο συντελεσμένος και καθαρός Σολωμός, ακόμη και στην προαναγγελία δεν επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες.  Επιδέχεται μονάχα πολλαπλές εκδοχές, που θα πεί, όλες τις δευτερεύουσες προτάσεις που απορρέουν από την κυρία του πρόταση.   Το πρόβλημα των μεγάλων ποιητών αλλά και φιλοσόφων και ιστορικών είναι η διατύπωση της κύριας πρότασης.
          Η γνώμη μου είναι πως μεταξύ των κυρίων προτάσεων ποιητή, ιστορικού και φιλόσοφου υπέρτερη σαφώς είναι η κύρια πρόταση του ποιητή, αφού αυτή δημιουργεί την κοσμοεικόνα, που μέσω της συγκίνησης ανοίγει το κεφάλαιο του ανήκειν και συμμετέχειν.  Η τέχνη έχει δικά της επικοινωνιακά μέσα.  Και ο πραγματικός άρχων του χρόνου είναι ο ποιητής, αφού μόνον αυτός συναιρεί παρελθόν, παρόν, και μέλλον γίνεται ορθοτόμος μέσα από την ατομικότητα και την ιδιοσυγκρασία του.
          Ο ποιητής δεν είναι προφήτης, είναι νομοθέτης.  Δεν είναι ο λογιστής των ψυχονοητικών φαινομένων, είναι ο οργανωτής τους, είναι αυτός που τα ονομάζει για πρώτη φορά.  Τους δίνει την ταυτότητά τους.  Αναπτύσσει το ιδιοφυές και ιδιαίτερο,  την ποικιλία και δημιουργεί τους χαρακτήρες.  Δεν υπάγεται σε νόμο.  Τον θέτει.  Διαφυλάσσει και την δική του ιδιαιτερότητα δημιουργώντας ένα κλειστό σύστημα λυρικών εννοιών, τρόπων, εικόνων.
          Εάν αυτές οι εικόνες και της ψυχής του ο τρόπος συμπέσουν με το κοινώς αισθανόμενο,  επέρχεται η διαδικασία της αναγνώρισης.  Το κοινό, ο λαός τον αναγνωρίζει ως έκφρασή του και μουσηγέτη του,  δέχεται απ’ αυτόν την ταυτότητά του, που περιέχει τα ιδιαίτερα του χαρακτηριστικά και δέχεται επίσης το πολύ σπουδαίο, πιθανόν και το πολιτικότερο. Τις δράσεις που ο ποιητής του προτείνει.
          Αυτή η σχέση είναι η σπουδαιότερη απ’ αυτές που αναπτύσσονται μέσα στο κοινωνικό σώμα.  Είναι σχέση συγκινησιακή,  μα πάνω απ’ όλα είναι πολιτική.  Εδώ ακριβώς έχει τη ρίζα του το φαινόμενο του εθνικού ποιητή.  Όπου εθνικό είναι η υψηλότερη μορφή του πολιτικού κατά τον 19ο αιώνα, αλλά και σήμερα.  Ο Σολωμός πάντως προβαίνει με την ακριβή του δήλωση:  Εθνικό είναι ό,τι είναι αληθές.  Και μιλήσαμε ήδη για τις διαστάσεις της Α-λήθειας.
          Η σχέση αυτή αναπτύσσεται αμφίδρομα.  Με τη σειρά του ενδύεται το ρόλο του ο ποιητής και αναλαμβάνει ταυτόχρονα την,  κατά το δυνατόν, μείζονα παραγωγή έργου για να εκφρασθεί το κοινώς αισθανόμενο.  Επιδιώκει την κατακύρωσή του ως τέτοιου και εν τέλει πολιτεύεται ως η ψυχή του λαού και του έθνους.  Είναι, εξάλλου ο μόνος τρόπος του πολιτεύεσθαι που υποδεικνύεται στον ποιητή από το κοινό,  το λαό του.
          Ο Σολωμός φαίνεται πως αποδέχθηκε, τελικά, το ρόλο που του πρότεινε να διεκδικήσει ο Σπυρίδων Τρικούπης.   Το πιθανότερο είναι, πως αυτό θα επιχειρούσε και χωρίς την παρέμβασή του.  Σαν έτοιμος από καιρό έρχεται στο προσκήνιο με δυο λογιών αποσκευές.  Η μια είναι η νεώτερη ελληνική εμπειρία εκφρασμένη μέσω των τριών, πριν απ’ αυτόν, νεοκλασικών αναγεννήσεων.  Η άλλη η παιδεία του και τα πεπραγμένα της ιταλικής εμπειρίας όπως εκείνο της γλώσσας.
          Μια γρήγορη αναφορά αυτής της τελευταίας χιλιετίας θα μας έδινε το βάθος και θα ανεδείκνυε τα εκθέματα των στίχων καθώς και την καταγωγή αφ’ ενός της σολωμικής ευαισθησίας  και αφ´ετέρου της συνείδησής του, εκφρασμένης μέσω της συνέχειας.
          Πριν καταποντιστεί οριστικά η μεγάλη αυτοκρατορία της Ανατολής το Βυζάντιο, δημιουργεί μιαν αναλαμπή αναδίνοντας για τελευταία φορά μέσα από τους κόλπους της τις πνευματικές δυνάμεις που εκρατούσε δέσμιες επί δέκα περίπου αιώνες.  Στο Μυστρά παίζεται η τελευταία πράξη του δράματος που είχε αρχίσει από τον τέταρτο ως τον 6ο αιώνα μ.Χ.  όταν ο Ιουλιανός έχασε  το θρόνο και τη ζωή του μένοντας πιστός στη λατρεία των ελληνικών πολιτιστικών αξιών.
          Τα πρώτα βυζαντινά χρόνια επιτελούνταν μια δύσκολη σύγκραση των ετερογενών στοιχείων του ιουδαιοχριστιανισμού και του ελληνισμού μέχρι που ο Θεοδόσιος ο Α´  κατάργησε  το σώμα.  Κατάργησε τους ολυμπιακούς αγώνες και ο Ιουστιανός επέβαλλε οριστικά στον ελληνικό χώρο τέτοιον ολοκληρωτισμό, που δεν είχε γνωρίσει ποτέ από τα μυκηναϊκά χρόνια ως εκείνη την εποχή.  Κοντά στ’ άλλα μέτρα ήταν και το κλείσιμο της Σχολής των Αθηνών,  η Constitutio  δέδωκεν, που απαγόρευε στην ερμηνεία των νόμων,  η καταδίκη με συνεργασία της Εκκλησίας του πλατωνισμού στο πρόσωπο του Ωριγένη.
          Από το θάνατο του Ιουστινιανού ως την εποχή των Παλαιολόγων, έγιναν  κατά καιρούς απόπειρες φιλελευθεροποίησης της έκφρασης και του στοχασμού και έλαβαν χώρα απόπειρες νεοκλασσικών αναγεννήσεων, με πρώτη την Κομνήνεια Αναγέννηση.
          Η αισθητική, ας μην ξεχνούμε ποτέ, είναι το στεφάνωμα παντός στοχασμού και φιλοσοφίας.  Η κινητικότητα στις ιδέες εκφράσθηκε αυτή την εποχή μέσω της ζωγραφικής και της αρχιτεκτονικής κυρίως.  Η Άννα  η Κομνηνή γράφει την Αλεξιάδα σε γλώσσα, που ενώ σαν τέτοια συνεχίζει την αλεξανδρινή – κοινή χωρίς μεταβολή  και ανανέωση, ανανεώνει όμως τα εκφραστικά της μέσα και ως έργο λόγιο δεν παύει να συγκινεί.
          Ο Σολωμός απ’ αυτό το έργο παίρνει την ιδέα να γράψει τον Νικηφόρο Βρυέννιο,  και μας χαρίζει τρεις εξαίσιους στίχους, κόσμους στην ουσία τους.
 
          α)  Απάνω στ’ άδειο της ψυχής πολύτιμο στολίδι
          β)  Μ´αρέσει, δρυ, να σε θωρώ μεσ’ στ’ ουρανού τσ’ αγκάλι
          γ)  Στενός ο τόπος, σκοτεινός κι εβρόντουνε από γέλια.
 
          Είναι η περιγραφή της φυλακής του Βρυενίου και ο περιπαιγμός από τους εχθρούς του.  Υπέροχη περιγραφή φυλακής, που την ξαναβρίσκουμε στο Λόρκα όταν ανέτελε με τα οικόσημα της Ισπανίας.
 
          …..  Αποβραδίς η ώρα οχτώ
                τον σέρνουν σε κελί μικρό
                απέξω κάθονται φυλάνε
                πίνουν ρακί και βλαστημάνε.
          Η ομορφιά της μετάφρασης του Οδ. Ελύτη δεν είναι αφαιρετέα του πιο αξιόπιστου σολωμικού μαθητή των τελευταίων χρόνων , καθόλου τυχαία σύμπτωση κατ’ εμέ.
          Σ’ αυτήν την περίοδο οι ιστορικοί τοποθετούν τη γέννηση του Νέου Ελληνικού Έθνους.
          Στο αναμεταξύ όσο περνούν τα χρόνια τόσο το κέντρο του κόσμου μετακινείται προς δυσμάς.  Η βαθύτερη κρίση του Βυζαντίου πολλαπλασιάζει τις επαφές με τη Δύση,  την Καθολική Εκκλησία και τους ηγεμόνες της Δυτικής Ευρώπης.
          Κυρίαρχη μορφή τώρα στη δεύτερη Παλαιολόγεια νεοκλασσική Αναγέννηση είναι ο Πλήθων.  Ο συγγραφέας των Νόμων ο ιδρυτής της Πλατωνικής Ακαδημάις της Φλωρεντίας,  ο δάσκαλος πλειάδας διανοουμένων, που φεύγουν στη Δύση, μέσα σ’ αυτούς ο Χρυσολωράς και ο Βησσαρίων.
          Ο Πλήθων αν και έχει προσχωρήσει στο Ζωροαστρισμό μέσω του νεοκλασσικισμού του,  αναλαμβάνει να προασπίσει τις θέσεις της ορθοδοξίας, στη Σύνοδο Φεράρας – Φλωρεντίας.  Είναι η πρώτη συνειδητή πράξη που δήλωνε πως η θρησκεία δεν αποτελεί μόνον πίστευμα (ο Πλήθων δεν είναι χριστιανός), αλλά αποτελεί στοιχείο ταυτότητας.  Είναι ο λόγος που στη Σύνοδο παίρνει τις πιο ακραίες θέσεις.  Το σπουδαιότερο όλων είναι ότι εκφωνείται από τον Πλήθωνα η βεβαιωτική μαγική φράση:  Έλληνες έσμεν το γένος παλαιόθεν !
          Λες κι αυτή η κραυγή θα συνόδευε τη νεκρή αυτοκρατορία μαζί με το θρήνο του λαού και το δημοτικό τραγούδι.
          Οι  Έλληνες είχαν υποδουλωθεί, είχαν απογυμνωθεί από κάθε εξουσία είχαν ξανακερδίσει όμως το ακριβό τους όνομα.
          Την απαράγραπτη κοσμοεικόνα της δουλείας την επεξεργάστηκε η ιδιοφυία του Σολωμολύ.
 
                    Άργησε νάλθει εκείνη η μέρα
                    και  ήταν όλα σιωπηλά
                    γιατί τάσκιαζε η φοβέρα
                    και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
 
                    Δυστυχής !  Παρηγορία
                    μόνη σου έμενε να λες
                    περασμένα μεγαλεία
                    και διηγώντας τα να κλαίς.
Για κάποιους αιώνες η Κρήτη και τα νησιά έχοντας μείνει μακριά από την οθωμανική κατάκτηση πρόλαβαν να επεξεργασθούν μια κάποιου τύπου σύγκλιση με τη Δύση, ισχυροποιώντας ταυτόχρονα την νέα ελληνική ταυτότητα.
Η Δύση η ίδια είχε ήδη αναδείξει τις πολιτιστικές ταυτότητες των λαών της, εκείνων πρώτα που τύχαινε να πρωταγωνιστούν και να διαχειρίζονται εκείνο τον ιστορικό χρόνο.  Η Βενετία ήδη δήλωνε:
 
Siamo prima Veneziani e dopo Cristiani
(Είμαστε πρώτα Βενετοί και ύστερα Χριστιανοί).
 
Τέτοιας υφής είναι η σύγκλιση των δυτικών και του ενωμένου χριστιανικού στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου.  Το ακρόπρωρο της ναυαρχίδας αυτού του στόλου κοσμεί σήμερα την είσοδο του Μουσείου των Επιφανών Ζακυνθίων, των τάφων δηλαδή του Σολωμού και Κάλβου στη Ζάκυνθο.  Ωραία έκφραση της συνείδησης των Ζακυνθίων ως υπόμνηση της πνευματικής καταγωγής των μεγάλων τέκνων τους.
Η αμφίδρομη δρομολόγηση εμπειριών και ευαισθησίας μεταξύ δυτικών και Ελλήνων παράγει την Τρίτη αναγέννηση της χιλιετίας την Κρητική.  Επίκεντρο έχει την Κρήτη τα Ιόνια και τα Κυκλαδονήσια.  Τα ονόματα σαν του  Δομίνικου Θεοτοκόπουλου και Βιτσέντζου Κορνάρου ανήκουν σ’ αυτή την περίοδο.
Η  οικογένεια του Σολωμού είναι μια χανιώτικη οικογένεια, που αναπνέει τον αέρα αυτής της αναγέννησης.  Στα αισθητικά προλεγόμενά του ο Πολυλάς σημειώνει: Οι πρόγονοί του είχαν έλθει από την Κρήτη, τες αρχές εκείνου του αιώνα (18ος) και εσυναριρμήθηκαν εις τες σημαντικότερες οικογένειες του τόπου.
Δυο ουσιώδεις εμπειρίες κουβαλούν οι Σολωμοί στη Ζάκυνθο.  Τη δροσιά της Κρητικής Αναγέννησης μέσω του πολυφίλιτου Ερωτόκριτου και την εμπειρία της πρόσφατης κατάληψης της Κρήτης από τους Τούρκους.
Προϊόν της εμπλοκής του εσωτερικού κόσμου του Σολωμού στις εμπειρίες αυτές είναι το αριστούργημά του, Κρητικός:        ο έρωτας κι ο θάνατος είναι οι πρωταγωνιστές με βάθος, το ιστορικό γεγονός.
 
          ….  Έλεγα πως πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω
                Καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
                Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου
                Και τ’ όνειρο, όταν μ´έτρεφε το γάλα της μητρός μου.
 
          Κύρια χαρακτηριστικά της Κρητικής Αναγέννησης παρμένα expressis verbis από  τον Ερωτόκριτο
είναι :   α)  η  ιστορική επίγνωση:
                 Στους περαζόμενους καιρούς που Έλληνες ορίζα
            β)  ο διάλογος με τη φύση,   που θα υπαγορεύσει νόμους
                τέχνης και το κριτήριο για τη σύγκριση:
                 Κι η τέχνη σ’ έτοιο κάμωμα ενίκησε την φύση
            γ)   η ιδιοσυγκρασιακή δημιουργία  και η ατομική χειραφέτηση
                 απ’ τη συλλογική ανωνυμία.
1.     Και δεν ελόγιαζε να πει το πώς δεν ξεχωρίζει   
τραγούδι απ’ τον τραγουδιστή κι η φύση έτσι ορίζει.
2.     Κι εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ’ έχουν
μα θέλω  να φανερωθώ κι όλοι να με κατέχουν
Βιτσέντζος ειν ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος.
 
          Η  Κρητική Αναγέννηση γέμισε τον τόπο υπογραφές, αυτοπεποίθηση, χειραφέτηση και δήλωση ελεύθερης γνώμης. 
          Δομίνικος Θεοτοκόπουλος ο Κρης εποίη,  Δαμασκηνός,  Τζάνες ,  Άγγελος,  Λαμπάρδος,  Θεοφάνης ο Κρης,  ο δάσκαλος του Αντρέϊ Ρουμπλιώφ.
          Η Κρητική Αναγέννηση όμως είχε την τιμή να κορυφωθεί με τον ίδιο το Διονύσιο Σολωμό.  Αυτής της ιδιαίτερης μήτρας είναι γόνος, αυτής της αισθητικής είναι προϊόν, αυτής της συνείδησης πολίτης.  Είναι βέβαια ταυτόχρονα και γέφυρα για την τέταρτη νεοκλασσική Αναγέννηση και όχι μόνο.  Είναι και γενικός εισηγητής στα θηριώδη ζητήματα της συνείδησης,  της γλώσσας, της δημιουργίας Πολιτείας και αυθεντικών έργων πολιτισμού.
          Ο  Σολωμός είναι ταυτόχρονα το σημείο ευτυχούς συνάντησης των δύο κυρίων συνισταμένων,  που εκβάλλουν στον   19ο  αιώνα.  Οι όροι που δημιουργήθηκαν από τον ιστορικό χρόνο και στην διάρκεια μιας χιλιετίας καθώς και οι όροι που συμπυκνώθηκαν στο πρόσωπό του ως καταγωγή παιδεία και ιδιοφυΐα.  Σ’ αυτούς  θα ρίξουμε τώρα τη ματιά μας.
          Η παλιά ελληνική παράδοση της επίκλησης στη μούσα για διασάφηση και ανάδειξη της ουσίας στο νου του ποιητή, στο Σολωμό παίρνει την μορφή της  επίκλησης στη σκιά του Ομήρου.
 
          ….  Κι ωσάν νάχε το φως του ήλθε κοντά μου.»
 
          Όταν οργανώνεις τα επιμέρους για να απαγγείλεις το κύριο και ουσιώδες έχεις την εμπειρία του διαλόγου  με τις σκιές, κάνεις νέκυϊα, κατεβαίνεις στο βασίλειο των νεκρών, χρειάζεσαι ολόκληρη την ιδιοσυγκρασία πεθαμένων και ζωντανών όπως λέει ο Σεφέρης αυτή  είναι η φύση της ουσίας, που η καλλιέργεια η ασκούμενη πάνω σ’ αυτήν είναι η ατομική ιδιοσυγκρασία.  Εν προκειμένω του Σολωμού.
          Ο νεοκλασσικισμός του είναι η εμπειρία των τριών προηγηθεισών αναγεννήσεων του ελληνικού χώρου και αυτή της ιταλικής αναγέννησης μαζί.  Την πρώτη νέκυια που πειράται ο Όμηρος, την επαναλαμβάνει ο Dante,  βεβαιώνοντας την ανάγκη της ιστορικής επίγνωσης και στερεοτυπώντας την στον εξαίσιο στίχο του.
 
          Τratando l’ombre come cosa salda
          (χρησιμοποιώ τους ίσκιους σαν πράγμα στερεό)
 
          Αυτό ακριβώς.  Διευρύνεται η ιστορική συνείδηση που είναι το πρώτο πολιτικό αιτούμενο.  Η ιστορική συνέχεια μπορεί να δώσει στην προβολή της στο μέλλον τη λύση.  Η λύση είναι σωματοποιημένη,  εγκόσμια, εγγεγραμμένη μέσα στον ιστορικό χρόνο.  Άρα εξεχόντως πολιτική.
          Είτε χρησιμοποιήσεις την ιστορική μέθοδο της διαδοχής των γεγονότων, είτε την ποιητική μέθοδο των λυρικών αποσταγμάτων από την εμπειρία των γεγονότων, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.  Οι πορείες παράλληλες αλλά η ποιητική ανώτερη, αφού δημιουργεί ταυτόχρονα την καύσιμη ύλη των ψυχών, τη συγκίνηση για να επιταχύνει τις δράσεις, να προσδιορίσει τα γεγονότα, να τα σημασιοδοτήσει, να τα φορτώσει ουσίες κι έτσι να τα οδηγήσει στην συμπερασματική λύτρωση της απέναντι όχθης.  Εκεί είναι η πλήρωση, η χαρά, το ευτυχές τέλος της δυναμικής πορείας.
 
                    La gioia è sempre a l’altra riva
                    (H χαρά βρίσκεται πάντα στην απέναντι όχθη)
 
 
          Διαβάζουμε την αλληλουχία των γεγονότων και των πολιτισμικών πεπραγμένων, είτε αυτά είναι μεμονωμένα, είτε παίρνουν το χαρακτήρα κινημάτων, αυτά κυρίως σαν να ανακαλύπτουμε τις δομές της σολωμικής ψυχής, που και από το έργο του αλλά, και από την παιδεία του φαίνεται να δίνουν τα κλειδιά της κατανόησης,  α) της καταγωγής του έργου  και β) τη λυρική φύση του ως εξεχόντως πολιτική, αφού εγγράφεται στον ιστορικό χρόνο και την απασχολεί το πολύτιμο αιτούμενο.  Εν προκειμένω η δημιουργία πολιτείας.  Ο Σολωμός κάνει την βαθύτερη και ουσιαστικότερη δουλειά, για να υπάρξει πολιτεία – κράτος.  Δημιουργεί τους υπαρξιακούς του όρους.    Το αναγγέλλει ως ιστορικό αιτούμενο επειδή το θέτει ως πολιτισμική αναγκαιότητα.
          Ο Σολωμός παρακολουθεί κατά πόδας το ιστορικό γεγονός, το απλώνει στο λυρικό του χειρουργείο για να βγάλει κάθε φορά  απ’ αυτό την καρδιά,  το όργανο  που πυκνώνει τις ουσίες και τις δένει σε διαμάντι για τον αιώνα.
          Με το έργο του διαπιστώνουμε συνεχώς την ύπαρξη ενός λυρικού πυρήνα, περιβεβλημένου το σκληρό κέλυφος του γεγονότος, που μπορεί, πιθανόν, να εξαστρακίσει το ενδιαφέρον μας, γι’ αυτό και η έγνοια του για εμβάθυνση, διαρκή εμβάθυνση και πορεία για την ουσία.
 
                    Σκύφτω εδώ μέσα,  και ξανοίγω ομπρός μου
                    Αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου,
                                                  ή
                    Και βλέπει μέσα στα νερά καθάρια
                    Άλλος λάμπει ουρανός,  άλλα κλωνάρια.
 
 
          Πολύ νωρίς από τα πρώτα του ποιήματα φαίνεται ο ενδιάθετος λόγος, η  λογική και η στόχευση.    Διαβάζω το πρώιμο  ποίημα Κάκιωμα
 
ΚΑΚΙΩΜΑ
                              Πλέον δεν έρχομαι στο βρέφος
                              Ωραιότητες γεμάτο.
                              Σαν τριαντάφυλλο δροσάτο
                              Οπού ανοίγει αυγερινό.
 
 
                              Όχι, πλέον δε θέλω νάλθω,
                              Ούτε αν έξαφνα αρχινήση
                              Λυπηρά να τραγουδήση
                              Τη βοσκούλα στο βουνό.
 
                              Ούτε αν ψάλλοντας το ιδούνε
                              Του πατέρα του να δείξη
                              Και τα δάκρυα να σφουγγίξη
                              Με το χέρι το μικρό.
 
                              Μόνον αν το πάρη η Μοίρα
                              Και στενέψει εμέ να κλίνω,
                              Τότες έρχομαι και δίνω
                              Ένα φίλημα κι εγώ.
 
          Το ποίημα, νήπιο ακόμα ενδιαφέρει μόνον αν το πάρει η Μοίρα.  Αν εκφράσει κάτι, που αφορά όλους, τότε στενεύει το πράγμα και αναγκάζει το κάθε επί μέρους εγώ να κλίνει, να συγκλίνει σε φίλημα.  Και η μοίρα;  Παίρνει τα χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης σημασίας, το νοηματοδοτεί αντικειμενικά. Το ιδιοπρόσωπο στοιχείο συναιρείται στο αντικειμενικά αισθανόμενο.
          Αυτή είναι και η επίκληση του Γ´ σχεδιάσματος με αποκαθαρμένους σε λειτουργία τους όρους και φανερωμένους σε κοινή θέα τους στόχους.
 
 
          Με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρ’ έχουν τα μάτια
                             --------------------------
 
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα,  δεν είδα,
Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη  πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ´ναι κρυμμένα.
Αλλά Θεά,  δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
Κι ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω.
 
 
Ο ρόλος του, η αποκρυπτογράφηση των κρυμμένων και το χάρισμα τους στον ελληνικό κόσμο.  Είμαστε μπροστά στην 4η νεοκλασσική αναγέννηση, που έχει ήδη το νομοθέτη της, τους δασκάλους της, την πλειάδα  των αγωνιστών, τα συντάγματα των Ελλήνων και των Φιλελλήνων.  Μέσα σ’ αυτό κι ο Μπάϊρον:
 
Που θα πάη :  Βουνά και λόγγοι
Και λαγγάδια αϊλογούν
Που θα πάη – Στο Μεσολόγγι
Και άλλοι ας μη ζηλοφθονούν.
 
Ειν’ ιερό προσκυνητάρι
Και δε θέλει πατηθή
Από Βάρβαρο ποδάρι
Πάρεξ όταν χαλαστή.
 
Άκου Μπάϊρον, πόσον θρήνον
Κάνει, ενώ σε χαιρετά,
Η Πατρίδα των Ελλήνων
Κλαίγε, κλαίγε ελευθεριά.
 
 
          Ο μεγάλος αιώνας, ο 19ος,  ολοκληρώνει, εν τέλει, την πορεία  του ευρωπαϊκού πολιτισμού, συνθέτοντας την τελευταία του δομή που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας.  Είναι η δημιουργία των Κρατών-Εθνών.  
Οι λαότητες υψώνονται σε έθνη.  Όπου έθνος αναγνωρίζεται ως η υψηλότερη μορφή του  πολιτικού.
          Η αποσάρθρωση των αυτοκρατοριών και η χειραφέτηση των λαοτήτων οικοδομεί το νεώτερο κράτος με τα κατά το μάλλον ή ήττον κοινά χαρακτηριστικά πολιτισμού και πολιτικής, ήτοι στόχων.  Η ελευθερία είναι η δεύτερη λέξη κλειδί του οικοδομήματος.  Δι’ αυτής επιτελείται η χειραφέτηση και  δι’ αυτής ολοκληρώνεται το συμμετέχειν και ανήκειν στο νέο κοινό, τη νέα communa του έθνους.  Το όμαιμον, το ομόγλωσσον και το ομόθρησκον, παραμένουν μέχρι σήμερα οι πιο αντιφατικοί όροι και πραγματικότητες του οικοδομήματος, αλλά επέζησαν και διευρύθηκαν μέσα από τη διασταλτική ερμηνεία τους, όπως θα έλεγαν οι νομικοί.  Το όμαιμον πήρε πολιτιστική χρειά και δεν ενσωμάτωσε ρατσιστικά χαρακτηριστικά.  Το ομόγλωσσον έλαβε  τεχνητά χαρακτηριστικά κοινού γλωσσικού οργάνου αλλά ποιοτικά ανάλογα από την ύπαρξη υψηλών λογοτεχνημάτων μέσα στη κάθε γλώσσα.  Το ομόθρησκον, τέλος, απηλάγη από το θεολογικό πίστευμα και προσέλαβε το χαρακτήρα  της ταυτότητας.  Έτσι εξασφαλίσθηκε η κυριαρχία του με παράλληλη διακήρυξη της ανεξιθρησκίας.  Με  αυτές τις ποιότητες το συναντούμε στην μεγάλη επανάσταση του ’21,  προσλαμβάνοντας μάλιστα τη μορφή του διαζευτικού σχήματος σταυρού εναντίον ημισελήνου.
          Στη μεγαλύτερη ασάφεια, κατά τη γνώμη μου, παρέμειναν οι έννοιες του ιδιωτικού και του δημόσιου, τόσο πολύ που στοίχειωσαν στη διάρκεια του εικοστού αιώνα τους κοινωνικούς και πολιτικούς ολοκληρωτισμούς.
          Κατά την ταπεινή μου γνώμη φασισμός είναι όταν το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο και το δημόσιο ιδιωτικό.
          Η ιδέα του έθνους αποδείχθηκε τόσο ισχυρή, που βιώνουμε το παράδοξο,  πολυεθνικές αυτοκρατορίες να σφυρηλατούν την ομογενοποίησή τους μέσω της έννοιας αυτής π.χ. οι Η.Π.Α.,  όπως ακριβώς λαοί που αναδύονται και που απολύτως δικαιολογημένα χρησιμοποιούν τον όρο της εθνογένεσης, π.χ. Κούρδοι, Αλβανοί, Κοσοβάροι η σειρά λατινοαμερικανικών λαών.
          Τέλος, η εθνική ιδία επεξεργασμένη από ιστορικούς και φιλοσόφους δεν άφησε αμέτοχη την επιστήμη που προικοδότησε το φάσμα των πολιτικών και κοινωνικών επιστημών με άλλες δύο.  Τη λαογραφία και την εθνολογία.
          Από το ίδιο αυτό βήμα παλιότερα αναφερόμενος στον Σολωμό, είπα πως η επανάσταση του ´21 δίχως την διερμηνεία του θα είχε μείνει μια απλή εθνική επανάσταση, Βαλκανικών διαστάσεων τις διαστάσεις μεγεθών που έλαβε τις οφείλουμε αποκλειστικά στη διερμηνεία  Σολωμού.    Αυτού του μεγάλου άντρα που σήκωσε στον ώμο του όχι μοναχά τον αιώνα του, αλλά και τα πεπραγμένα μιας χιλιετίας για να τα μετουσιώσει σε διαχρονική κοσμοεικόνα του λαού του.
          Αυθόρμητα, από τη διατύπωση αυτή αναβλύζουν οι ερωτήσεις:   α)  ένα γεγονός μπορεί να μεγαλώσει έξω από τον χρόνο που τελέστηκε, ύστερα από ποιητική παρέμβαση;    β)  ο ποιητής είναι ταλαντούχος ψεύτης;
          Ας πάρουμε την πρώτη υπόθεση:  Το γεγονός από μόνο του σαφώς επιφέρει επιπτώσεις στο μέλλον.  Το μεγάλο, μεγάλες, όπως είναι φυσικό.  Τέτοια ζητήματα στην πολιτική τα βλέπουμε καθημερινά.  Το ζήτημα όμως τίθεται τώρα πιο βαθειά.  Ως ποιητική απόδοση.  Όταν δηλαδή το γεγονός το κάνεις μύθο και τραγούδι.  Μύθο;  Ευτυχής κωδικοποίηση για λυρική κατανάλωση, συγκίνηση δηλαδή.  Τότε και μόνον τότε έχει επιτελεστεί η μείζων πολιτική πράξη.  Είναι η πράξη της διαρκούς συμμετοχής και είναι η συμμετοχή αυτή που ομογενοποιεί τα σύνολα.   
          Αυτή η ομογενοποιητική διαδικασία είναι η πρακτική του 19ου αιώνα, που υψώνει τους λαούς σε έθνη.  Όπου έθνος είναι επιπλέον λαός σε καθεστώς αυτοσυνειδησίας. 
          Ο Σολωμός κάνει και τα δυό και τραγούδι και συνείδηση με τον πιο συνειδητό τρόπο.  Παράδειγμα:
 
                    Άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του
                                                      ή
                    έστρωσε ο νους κι’ ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου. 
 
          Ας πάρουμε τώρα τη δεύτερη υπόθεση.  Εάν δηλαδή ο ποιητής είναι ταλαντούχος ψεύτης.  Μόλις όμως έχουμε δείξει πως ο ποιητής παράγει μουσικό μύθο.  Αυτός είναι η υπόμνηση κάθε α-λήθειας και το ένδυμά της να εκταθεί στο χρόνο.  Ο ποιητής δεν μπορεί να ψευσθεί.  Ποίηση και α-λήθεια συμπίπτουν.  Κι όταν ο μεγάλος ιστορικός ο λεπταίσθητος φιλόσοφος γυρέψει όψεις ενός συγκεκριμένου χρόνου και διαστάσεις και εκδοχή θα καταφύγει στον ποιητή.  Αυτό κάνει και ο Θουκυδίδης και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.  Αλήθεια είναι το άλλο όνομα της ποίησης.  Και ο ποιητής των όλων έτσι αυτοπροσδιορίζεται.  Εγώ  ειμί η οδός, η αλήθεια και η ζωή.  Όταν ο Χριστιανισμός φιλοδόξησε να φιλοσοφήσει τέτοια έλεγε. 
          Ηχείο θανάτου κατά τον Ελύτη, ο ποιητής.  Όργανο του τετελεσμένου και του επανακάμπτοντος, αυτού που έρχεται να διασαφήσει το παρόν,  ο λυρικός νομοθέτης και μουσηγέτης.  Το τραγούδι του θα τραγουδηθεί απ’ όλους, που όλοι αυτοί είναι το όργανο της ιστορίας.  Πέρα από μένα και εσένα.  Η ύψιστη πολιτική του πράξη να συναιρεθεί μέσα σ’ όλους.  Να γίνει ο πολιτικός - εθνικός ποιητής.  Και δεν ξέρω μεγαλύτερες μουσικές επιτυχίες του σύγχρονου ελληνισμού πάρεξ του εθνικού του ύμνου, και ας μου επιτραπεί, της συννεφιασμένης Κυριακής του Τσιτσάνη.  Μ’ αυτό το φως μπορεί να ειδωθεί καλύτερα  ο σκοτεινός αφορισμός ότι ο Σολωμός είναι λαϊκός.   Η μισή αλήθεια πονάει περισσότερο.  Όχι – όχι ιδεαλιστής ο Σολωμός.  Ποιητής. Μέγας ποιητής.  Και ο ποιητής δεν υπόκειται στην ιδέα.  Την περιέχει.  Περιέχει τον καιρό του και όλο τον καιρό.   Ο ποιητής υπέρκειται της ιδέας.    Υπάρχει και η εκδοχή να μην ξέρουμε το ρόλο του ποιητή.  Ποιητής άλλο – Φιλόσοφος άλλο.  μακριά από ευγενείς προθέσεις και αγενή μπερδέματα.
          Κι ακόμα:  Ο πολιτικός Σολωμός όχι ο Σολωμός πολιτικός, ο φιλοσοφικός Σολωμός όχι ο φιλόσοφος Σολωμός.  Ο ποιητής Σολωμός περιέχει όσα θέλει επίθετα.  Ιστορικός, πολιτικός, φιλοσοφικός.  Ένα όμως ουσιαστικό :  ποιητής.
          Ο ποιητής είναι πρακτικός, έχει χρέη.  Έχει να οργανώσει και να μαγέψει.  Τις ιδέες τις χρησιμοποιεί για το χρέος, για το σκοπό, για την ίδρυση πολιτείας, για την ίδρυση γλώσσας, κάνει ποίηση.  Δουλεύει με τρόπο μουσικό.  Ήγουν χωρίς επιχειρήματα.  Αρκεί η συγκίνηση.  Εκμαγεύει τη γλώσσα  επαναφέροντάς την στην πρωτογενή της μορφή, να κοινωνήσει με τον καλό κι ηγαπημένο του λαό.  Να μπει μέσα του και να βλαστήσει το δέντρο-ποίημα.  Το φωτόδεντρο.  Το μέγα πολυκάντηλο.
          Συμπαθάτε με,  η γνώμη μου.  Αυτήν ήρθα να πω.  Και τη συγκίνησή μου για Εκείνον να την ενώσω με τη δική σας.  Με τη συγκίνηση όλων των μαθητών από τον Πολυλά και τον Λούτζη μέχρι όλους εμάς εδώ.  Και να του πω ευχαριστώ  που μ’ έκανε αυτό που είμαι.  Ολόκληρο γεμάτο α-βεβαιότητες.  Φως και σκοτάδι.  Ολόκληρος.  Ένα  πλήρες οδυνούμενο εγώ.
 
 Κωνσταντίνος Δανασσής

Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Ιουλίου 2007