Εκτύπωση του άρθρου

ΜΑΙΡΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

Εγώ χαρτί μολύβι


Αθήνα, 5 Φεβρουαρίου 2009


Εγώ χαρτί μολύβι. Η πρώτη εικόνα για τον εαυτό μου. Η πιο παλιά. Και η πιο οικεία.

Πάντα, πάντα, αυτοί οι δύο κόσμοι να με περιέχουν: η γραφή και η σάρκα. Αναγκαίοι και οι δύο ώστε να είμαι, να υπάρχω αληθινά.

Η γραφή ως βασικός μου τρόπος ύπαρξης. Θα έγραφα ακόμα κι αν με διαβεβαίωναν ότι ποτέ κανείς δεν θα διάβαζε οποιοδήποτε γραπτό μου, γιατί θα ήμουν νεκρή χωρίς γραφή. Ενώ εγώ θέλω να ζήσω.

Η ποίηση ως φυσική διαδικασία, χωρίς να σημαίνει αυτό ως «εύκολη διαδικασία». Γράφω μάλλον γρήγορα. Μοιάζει σαν, χωρίς να το έχω αντιληφθεί, να κυοφορώ ένα ποίημα. Το κουβαλάω στην κοιλιά μου όταν πάω στη δουλειά μου, όταν κάνω έρωτα, όταν κοιμάμαι, όταν πλένω τα πιάτα. Εκείνο φουσκώνει την καμπύλη του κορμιού μου. Αργά-αργά. Είναι ακόμα βουβό, άνευρο, μαλθακό, ανήμπορο. Μέχρι που φτάνει η επείγουσα στιγμή, εκείνη ακριβώς η ταραγμένη στιγμή που όλα τ´άλλα σβήνουν (η δουλειά, ο έρωτας, ο ύπνος, τα πιάτα, όλα σβήνουν). Και τότε πρέπει –ΠΡΕΠΕΙ- γρήγορα να γλιστρήσει γρήγορα γρήγορα τώρα έξω από το κορμί μου, να βγει πρέπει, να αποτυπωθεί πρέπει στο χαρτί, στον υπολογιστή, κάπου προτού χαθεί για πάντα. Ρουφάει την πρώτη του ανάσα, κλαίει, ουρλιάζει. Με τρομάζει, μα τουλάχιστον είναι εκεί μπροστά μου, έτοιμο να προχωρήσουμε μαζί, να προσπαθήσουμε να χτίσουμε μια ζωή μαζί. Κι εγώ έχω επιβιώσει. Είμαι ακόμα ζωντανή.

Αφού ηρεμήσει αυτό το πρωτόλειο, αρχίζω να το ζυμώνω. Πλάθω ήσυχα και μεθοδικά. Σε κάθε επιστροφή βρίσκω κάτι να διορθώσω. Όμως κάποτε κουράζονται τα χέρια. Κάποτε πρέπει να πάρω την απόστασή μου, να συμφιλιωθώ με τα τωρινά μου όρια και να προχωρήσω. Εξάλλου έχω αποδεχθεί ότι δεν υπάρχει αληθινά «τελειωμένο ποίημα».

Δεν θέλω να φοβάμαι την αποτυχία στην ποίηση, ακριβώς όπως δεν θέλω να φοβάμαι την αποτυχία στη ζωή. Θέλω να δοκιμάζω. Η γλώσσα, το εργαλείο μου δηλαδή, φέρει τη βεβαιότητα της αποτυχίας, μιας και εκ κατασκευής αδυνατεί να πει εκείνο ακριβώς που θέλει να μιλήσει ο ποιητής. Το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά στέκει ικανό να μου προκαλέσει τρόμο ή θλίψη. Αντίθετα με προκαλεί, με ελκύει, με ενθουσιάζει. Είναι για μένα άκρως συναρπαστικό να σκέφτομαι πόσα πολλά και διαφορετικά δύναται να πλάσει ο άνθρωπος χρησιμοποιώντας αυτό ακριβώς το περιορισμένο (ανάπηρο κάποτε) εργαλείο που ονομάζεται γλώσσα. Εξάλλου δεν ψάχνω για βεβαιότητες. Πιο πολύ με ενδιαφέρουν τα ερωτήματα.

Γράφω συχνά στο πρώτο πρόσωπο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως γράφω την αυτοβιογραφία μου. Η ποίησή μου δεν είναι το ημερολόγιό μου. Δεν πάυω ωστόσο να αναρωτιέμαι: πόσο είμαι εγώ αυτό το «εγώ» του ποιήματος;

Δεν ξέρω ποιος είναι ο αναγνώστης μου. Ξέρω ότι απευθύνω το ποίημά μου σε κάποιον. Η τέχνη είναι επικοινωνία. Προσπαθώ να μην βάζω εμπόδια κατανόησης στον αναγνώστη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιλέγω την ευκολία. Εξάλλου ακόμα και το ελάχιστο της επικοινωνίας προαπαιτεί κίνηση και προσπάθεια και από τις δυο πλευρές, αποστολέα και παραλήπτη.

Δεν είμαι διαννοούμενη. Αγαπώ το χώμα και το αίμα. Τα νύχια, τα δάχτυλα, τη γεύση, την πείνα, την τροφή, το δαγκωμένο ροδάκινο και το ζουμί καθώς κυλάει γλυκερό στο καλοκαιρινό μου χέρι.

Το μόνο που γνωρίζω είναι το σώμα. Και ο μόνος τρόπος να γνωρίζω είναι το σώμα.


Υ.Γ.
Αυτά που έγραψα εδώ ισχύουν σήμερα.
Αύριο αυτά που έγραψα εδώ ίσως αποδειχθούνε όλα ψεύτικα.



Μαίρη Αλεξοπούλου






Ημ/νία δημοσίευσης: 6 Φεβρουαρίου 2009