Εκτύπωση του άρθρου

 

Ο Οδυσσέας Ελύτης  συνομιλεί ποιητικά με την Μαρία Νεφέλη  σε μια εποχή που ο κόσμος αλλάζει  δυσοίωνα. H συγγραφή του ποιήματος έχει αρχίσει επί Χούντας ακόμη, το 1974, ενώ δημοσιεύεται το 1978. Έχουν περάσει ήδη δέκα  χρόνια από τον Γαλλικό Επαναστατικό Μάη του ’68, μια δυναμική πολιτική  κινητοποίηση μαθητών και φοιτητών που οδήγησε  σε ευρύτατη κοινωνική εξέγερση. Το πιο σημαντικό επαναστατικό γεγονός του 20ού αιώνα, όπως χαρακτηρίστηκε από φιλοσόφους και ιστορικούς. Αλλά, από χρόνο σε χρόνο και οι ιδέες και οι επαναστάσεις γίνονται αναμνήσεις. «… Η  τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών», αναφέρει στην ομιλία του ο Ελύτης την ημέρα που δέχεται το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, στις 19 Οκτωβρίου 1979. Προ των πυλών μιας  νέας δεκαετίας που οριοθετεί τη νέα εποχή. 

Είναι η καταλυτική δεκαετία των «80s»(eighties). Η μεσαία τάξη  πληθαίνει  παράλληλα  με την οικονομική ανάπτυξη και άνοδο του  βιοτικού της επιπέδου. Ο μαζικός καταναλωτισμός κορυφώνεται,  πρωτότυπες ιδέες και  εικόνες υπερασπίζονται το νέο lifestyle, την αισθητική του kitsch, τις διάφορες «φυλές» και υποκουλτούρες, τα χάπια, τις ουσίες  και το αλκοόλ… Παράλληλα, η σεξουαλικότητα εναλλάσσεται ελεύθερα  ενώ το AIDS ξεχνιέται σε ήχους ποστ πανκ, νιου γουέιβ, χέβι μέταλ και άλλων. Τα αναρχικά  Εξάρχεια  προσφέρουν και πάλι άσυλο στην  κυνηγημένη από τα κοινωνικά αδιέξοδα και την αστυνομία νεολαία…  Και διεθνώς,  επικρατούν οι πυρηνικοί εξοπλισμοί, ο Ψυχρός Πόλεμος, ο τρόμος του Τσερνόμπιλ , η ακραία ενδυνάμωση του Ισλάμ, η κυριαρχία της  Κίνας στην παγκόσμια αγορά και… «Θε μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη προ-βλέπουμε!»

Έτσι, ο ποιητικός διάλογος-αντιλογος  Μαρίας Νεφέλης και Αντιφωνητή αποδεικνύεται προφητικός  για τον παράλογο τρόπο ζωής  που ακολουθεί για να διαρκέσει. Η Μαρία Νεφέλη είναι το γήινο κορίτσι που συνειδητά επιλέγει να βιώσει την επίγεια διαδρομή της, ενώ διαισθάνεται και την άλλη όψη των πραγμάτων πίσω από το βαθύ ουράνιο μπλε.

Ω μουσική  ω Κυριακή συννεφιασμένη
σε μια συνοικία μακρινή με σπίτια δίπατα κλειστά
κάτω από την επιφάνεια του νερού όπου γέρνω
σαν σε καθρέφτη και κοιτάζομαι
ώρες πολλές  πώς να περάσω μέσα
                                            να περάσω από
την άλλη όψη των πραγμάτων   (σ.34)

Ο αιθεροβάτης Αντιφωνητής  αναγνωρίζει και επιδοκιμάζει  την συνειδητή  εγκόσμια διαδρομή της συνομιλήτριας του.

Η Μαρία Νεφέλη πάει μπροστά
λυτρωμένη από την απεχθή έννοια του αιώνιου κύκλου.  
(σ.45)

Είναι μια υπερβατική ποιητική στιγμή. Στις απαρχές μιας σκληρά πεζής εποχής που εξελίσσεται νευρωτικά ως τις μέρες μας και θα εξελίσσεται με  επιταχυνόμενο ρυθμό.  Απρόβλεπτοι πόλεμοι ξεσπούν όλο και πιο συχνά υπό την ηγεμονία των ισχυρών της γης και κατά το συμφέρον τους. Ο απολογισμός των αμάχων θυμάτων τους είναι πάντα ανυπολόγιστος,  η καταπάτηση του Διεθνούς Δικαίου συνήθεια.  Τα επακόλουθα της παγκοσμιοποίησης, του υπερπληθυσμού, , του υπερ-καταναλωτισμού, της υπερ-τεχνολογίας  επισφαλή. Και ο σύγχρονος ανθρώπινος αντίλογος αφελώς ανυποψίαστος: «ναι, αλλά ό,τι κι αν χάνουμε σήμερα, μπορούμε αμέσως να το αντικαταστήσουμε». Αυτό που ο Ποιητής έχει ήδη επισημάνει…

Ο Αντιφωνητής  λέει:

ειρήνη βασιλεύει.
Μιξοευρωπαϊστί  τα  πάντα λέγονται
γίνονται ξεγίνονται
μ’ ευκολίες  με δόσεις.
Καιρός των ανταλλακτικών:
σπάει λάστιχο – βάζεις λάστιχο
χάνεις 
Jimmy - βρίσκεις Bob…..    (σ.54)

 … ενώ  η Μαρία Νεφέλη,   εγκαταλείποντας  την ωραία  Φύση με τα «τριγύρω παρτέρια» της, βιώνει συνειδητά αυτή την αστική καθημερινότητα. Στη  συνάφεια της με τις θετικές και αρνητικές εμπειρίες μιας κοινής ζωής με άλλους, αναζητάει  τη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης. Γρήγορα διαπιστώνει ότι ζει σε ένα φθαρμένο κόσμο, χωρίς παρόν και μέλλον.

Πρωινή Γυμναστική

Ανοιχτό παράθυρο. Τριγύρω παρτέρια.
Ευθύ το σώμα.  Τεντωμένα τα χέρια…
[ …] Έκτασις της κεφαλής οπίσω έεεν-νααα
 δεν παραδέχομαι κανόνα κανέεεν-νααα…
[.… ] Στροφή της κεφαλής αριστερά:   όλα είναι σκατά

 ‘Α τέ να χαθούμε
 παλιοτόμαρα μιας ευτυχίας πέμπτου ή έκτου ορόφου. 
(σ.86-7)

Η πρωινή γυμναστική της Μαρίας Νεφέλης στο εσωτερικό ενός αστικού σπιτιού με μόνο ένα παράθυρο ανοιχτό, αποδίδει τον αυτόματο και απρόσωπο δημόσιο τρόπο ζωής.  Παράλληλα, προβάλλει την απάνθρωπη πραγματικότητα  που η ίδια ενσυναίσθητα βιώνει. Η έπαρση  που την χαρακτήριζε άλλοτε καταλήγει σε πικρή επίγνωση. Ενώ ο Αντιφωνητής που   επικροτεί την εγκόσμια εξέλιξη της, συνεχίζει να αναζητεί την  φωτεινότητα και διαφάνεια του υπερκόσμιου  φωτός.  Έστω κι από μια λάμψη αστραπής που θα διαπεράσει το αδιάφανο ουράνιο μπλε.

Η ισόβια στιγμή

Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου
άνθρωπε δώσε της διάρκεια μπορείς!
 […]
όλα μιας στιγμή όλα η μόνη σου
αστραπή για πάντα  

[…]
αν έχεις κατορθώσει
 
μια για πάντα ολόισα ν’ ατενίσεις το φως
είναι η μια στιγμή
σθεναρή πάνω απ’ τα βάραθρα    
[σ. 91]   

Ποιο είναι το παρόν που βιώνει η Γη στο όνομα της προόδου. Η Ιστορία αναρωτιέται για τις αφορμές και τις αιτίες. Η Φύση προειδοποιεί με βιβλικά νέα φαινόμενα. Οι λαοί αμφιβάλλουν για όλα και φοβούνται τα πολύ χειρότερα. Και ο Ποιητής ρωτάει ξανά: «Τότε όμως η ποίηση; Τί αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία;» Και ο ίδιος απαντά: «Τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση.» (Ομιλία Ελύτη: τελετή απονομής Βραβείου Νόμπελ)

Συμπερασματικά, ο Αντιφωνητής εκφράζει ποιητικά  το παρελθόν, το παρόν και το όραμα.  Η Μαρία Νεφέλη εκθέτει ρεαλιστικά την πραγματικότητα του κόσμου. Τελικά όμως,  ποιος επικρατεί στον διάλογο.  Πολλοί λένε ότι δεν είναι δύο τα πρόσωπα στο ποίημα, αλλά δύο πλευρές της ιδιοσυγκρασίας του Ποιητή.  «Θε μου τι μπλε ξοδεύεις….»                                               

 * Μαρία Νεφέλη (4ηέκδοση, «Ίκαρος», 1980).

Μάρω Παπαδημητρίου

 

 


Αν, σύμφωνα με τη ρήση του Οδυσσέα Ελύτη, η φύση όλη είναι υπονομευμένη από θεότητα, τότε είναι φυσικό και ο τίτλος του Αφιερώματός μας, που και αυτός μια δική του ρήση από το Σηματολόγιο είναι, ο Θεός να βρίσκεται παντού. Κι αν μας κατηγορήσουνε για παγανισμό, ευτυχώς σήμερα πια δεν κινδυνεύουμε να καούμε στην πυρά ή να πετροβοληθούμε.

Η εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει πως υπάρχει κάτι που τον υπερβαίνει και είναι ικανό σε ώρα ανάγκης να τον συντρέξει υπάρχει  πάντα και συχνά και μόνον η ιδέα παρηγορεί αν δεν σώζει κιόλας με την αυθυποβολή. «Ο Δημόκριτος υποστηρίζοντας ότι κάθε τι που φανερώνεται στον άνθρωπο και του δίνει την αίσθηση ότι υπάρχει, είναι κιόλας αληθινό» υποδηλώνει ότι ο Ελύτης παραστέκει θετικά στην άποψη (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 130).  Το θέμα, λοιπόν, μακράν των ορθολογιστικών σκέψεων, κινείται μεταξύ μεταμορφώσεων, συμβολισμών, υποδηλώσεων, αισθήσεων. Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

Τρία στοιχεία διαφορετικής υπόστασης συμβάλλουν στη γέννηση και αναγέννηση της χώρας μας. Και γιατί να μην τον βλέπουμε; Γιατί το φως του καίει και η λάμψη του τυφλώνει. Κάτι από Βάρναλη και από  Καρυωτάκη εδώ παίζει, αλλά προφανώς από την ανάποδη διότι ο Θεός του Ελύτη δεν είναι ο εκδικητικός Θεός της Παλαιάς Διαθήκης αλλά ο Θεός της αγάπης που βρίσκεται διαρκώς μπροστά μας, πανταχού παρών, πίσω από κάθε πλάσμα της Δημιουργίας του. Καλυμμένος στο απέραντο μπλε και όχι μόνο, επιβλέπει το «έχει» του. Το μπλε δεν είναι αποκλειστικά του ουρανού και της θάλασσας, γιατί θα το δούμε και στις μπλε Μυρτίλλες, και στην μπλε Ιουλίτα, σε πολλά άλλα ακόμη, αλλά και στην «μικρή πράσινη θάλασσα» που όσο κι αν είναι «πράσινη», θάλασσα θαλασσιά είναι.

Το μπλε στις παραλλαγές του παίζει σε πολλά επίπεδα συμβολισμών.
Άλλοτε είναι το μπλε της αιωνιότητας και άλλοτε το μπλε το τελευταίο προ του μαύρου στάδιο. Σύμφωνα με τον τίτλο μας, παντού μπλε, παντού ο Θεός. Μα και το μπλε μια παραλλαγή της αχτίδας είναι, επομένως συγγενικό με κάθε άλλο χρώμα κι ας φαίνεται τελείως διαφορετικό. Η αχτίδα, αφού πέρασε όλες τις φάσεις της ηλικίας της, έφτασε στο τέλος της, οπότε υπερβαίνοντας τις χρωματικές της παραλλαγές εισβάλλει στην περιοχή των χρονικών αναλογιών. Ο Ελύτης παρέλαβε, κληρονομικώ δικαιώματι, από τους Αρχαίους Έλληνες τις Μεταμορφώσεις-προσωποποιήσεις. Οι πρόγονοί μας έδωσαν πρόσωπο σε κάθε δύναμη της φύσης και της ζωής, σε κάθε ιδέα και σε όλες τις αφηρημένες έννοιες. Έτσι, τη γονιμοποιητική δύναμη του ανθρώπου την απέδωσαν στον Δία, ενώ στον γιο του, τον Διόνυσο ή Βάκχο, την ερωτική έκσταση που διοχετεύεται στον άνθρωπο με το χιλιοτραγουδησμένο παυσίλυπο αλλά και διεγερτικό κρασί. Κρασί για να γλεντήσει ο άνθρωπος στις χαρές, κρασί στο καθημερινό τραπέζι για να ξεκουραστεί από τον κόπο της ημέρας, κρασί για να ξεχάσει τις λύπες. Ο πάντα μεθυσμένος και τολμηρός στις χειρονομίες Διόνυσος, με τούτο ή εκείνο το όνομα, συμβόλιζε τη δύναμη της ζωής, την ερωτική ορμή της και την έκσταση που βγάζει από τη λογική. «Ο André Breton θεωρούσε τον έρωτα τη μοναδική ευκαιρία του ανθρώπου που έρχεται σε μια προνομιούχα στιγμή για να καταξιώσει την ύπαρξή του» (Τα Μανιφέστα του Σουρεαλισμού, Εισαγωγή, Μετάφραση, Σημειώσεις, Ελένη Μοσχονά, Δωδώνη 1972). Αν ο κόσμος είναι ένα δάσος ενδείξεων τότε για τον Ελύτη είναι και αποδείξεων.


Πίσω από όλα τα χρώματα, λοιπόν, στα βουνά με «τον σπόνδυλο κάποιανου Δία», στα ρυάκια, στις πηγές, στις βρύσες του Μαυρογένη, με «το πέτρινο χέρι του μεσημεριού», τις στεριές και τις θάλασσες παντού βρίσκεται ο Θεός και ο ποιητής πίσω από τις λέξεις του. Με τα δικά του μάτια και στον δικό του κόσμο θα δούμε να κυκλοφορούν άγγελοι με φτερά, νεράιδες και νύμφες, ο ήλιος σαν τράγος με κερασφόρο κεφάλι, η Ηχώ μια Κόρη με λευκό σαντάλι, η Αγνότητα ένα μυρωδικό, σκίνο, μύρτο, μέντα, λουίζα, δυόσμος, βασιλικός, ο μυρωδάτος νάρκισσος ένα αγόρι απελπισμένο ή καταγοητευμένο με την ομορφιά του, οι άγριοι βράχοι δυνατές παρορμήσεις, ο βοριάς κόκορας που λάλησε, οι ψιλές ασημένιες κλωστές των βουνών μαλλιά νέας κοπέλας. Αλλά και οι ήχοι. Μιλάει τη δική του γλώσσα το μούρμουρο της θάλασσας, το θρόισμα των φύλλων, τα
ρυάκια, κι ο γκιώνης παίρνει τη φωνή του σκοτωμένου.


Ακόμα και στην ευρωπαϊκή τέχνη ένας ρωμαλέος άντρας σε έναν πίνακα είναι ένα ποτάμι. Μια κόρη με μια στάμνα στον ώμο είναι μια πηγή. Στον ουρανό ψηλά ένας αστερισμός -η μεγάλη ή η μικρή άρκτος- μια κυνηγημένη κόρη. Η «Πούλια που ’χει εφτά παιδιά» είναι η Κυρά της Ποίησης που κάνει βόλτες πάνω από το κεφάλι του τις νύχτες της αγρύπνιας του.

Αν προσέξουμε καλά, θα δούμε ότι το στρογγυλό σχήμα επαναλαμβάνεται∙ θα το βρούμε παντού. Στο σχήμα της φύσης, στην κοιλιά της ετοιμόγεννης θάλασσας «με χίλια δυο καράβια», σαν την κοιλιά της ετοιμόγεννης γυναίκας. Στα κορίτσια με τα «χλωρά πανέρια τους», στα φρούτα των δέντρων και στα άλλα, στην πιατέλα του ζωγράφου, αφού όλα του θεού τη δύναμη κρύβουν μέσα τους και δημιουργήματά του είναι. Ειδικά το «ερεβοκτόνο ρόδι», παιδί της τρελής ροδιάς που επιμένει να γεμίζει την ποδιά της με ρόδια.


Αυτό το ρόδι με το τέλειο σχήμα, το κόκκινο χρώμα και τα άπειρα κόκκινα σπόρια! Τι θαύμα της δημιουργίας είναι και τι ερωτικό και θεϊκό σύμβολο, το οποίο σε προκαλεί να το χαϊδέψεις. Ως ερωτικό, αλλά και θεϊκό συνάμα το βλέπουμε στην περίπτωση της κρίσης του Πάρι. Ο Fridel διορθώνει: ο Πάρις ρόδι προσέφερε στην Αφροδίτη, όχι μήλο. Η λέξη «μήλο» σημαίνει τον καρπό, γενικώς∙ όποιον καρπό. Κυδώνιον μήλον, αποκαλεί ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης το κυδώνι. Αποκλειστικά ως θεϊκό σύμβολο το ρόδι εμφανίζεται στους πίνακες ζωγραφικής∙ του Μποτιτσέλι π.χ. στη Ρώμη και του Φιλίππο Λίππι στο Παλάτσο Πίττι στη Φλωρεντία, όπου ο Χριστός, στην αγκαλιά της Μαρίας, κρατάει ρόδι. Στο Πνευματικό Άσμα του Σταυρού, το ρόδι συμβολίζει τα μαρτύρια του Χριστού, τις αρετές του Θεού και τα προτερήματά του, την απόλαυση του θεϊκού έρωτα και την τέρψη. Γενικότερα, και ως προς το σχήμα το τέλειο, ο πολύς Μπόρχες καταθέτει ότι ο Pascal θεωρούσε τη φύση ως μια άπειρη σφαίρα που το κέντρο της είναι παντού και η περιφέρεια πουθενά. Τη σφαίρα αυτή ο Pascal πρέπει να τη συνάντησε στον Rabelais (ΙΙΙ, 13), που την αποδίδει στον Ερμή τον
Τρισμέγιστο ή στον συμβολικό Roman de la Rose, που την πιστώνει στον Πλάτωνα. Λίγο ενδιαφέρει∙ αυτό που έχει σημασία είναι πως η μεταφορά, που χρησιμοποιεί ο Pascal για να ορίσει τον χώρο, έχει χρησιμεύσει στους προγενεστέρους του (και στον Sir Thomas Browne, στο Religio Medici) για τον ορισμό της θεότητας. Δεν είναι το μεγαλείο του Δημιουργού που συγκλονίζει τον Pascal, αλλά το μεγαλείο της Δημιουργίας».


Ο Αχιλλέας Κυριακίδης σχολιάζοντας την παραπάνω άποψη, γράφει: 
«Αν θυμάμαι καλά, η Ιστορία δεν καταγράφει κωνικούς, κυβικούς ή πυραμιδοειδείς θεούς, παρά μόνο είδωλα. Αντίθετα, το σχήμα της σφαίρας είναι τέλειο και αρμόζει στη θεότητα (Κικέρων: De natura deorum, II, 17). Σφαιρικός ήταν ο θεός για τον Ξενοφάνη και για τον ποιητή Παρμενίδη. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, ο Εμπεδοκλής (απόσπασμα 28) και ο Μέλισσος θεωρούσαν τον Θεό μια άπειρη σφαίρα. Ο Ωριγένης έγραψε πως οι νεκροί θα αναστηθούν σε σχήμα σφαίρας∙ ο Fechner (Vergleichende Anatomic der Engel) έδωσε αυτό το σχήμα (που είναι το σχήμα του οπτικού οργάνου) στους αγγέλους. (Χόρχε Λούις Μπόρχες, Διερευνήσεις, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Ύψιλον 1990).

Κι έτσι η τρελή ροδιά στις θολωτές καμάρες θαυματοποιείται και θαυματουργεί μαζί με τα άλλα δέντρα, τα εσπεριδοειδή, όπως η μικρή νεραντζιά που επιμένει, κόντρα σε κάθε λογική, να φυτρώνει μέσα στα νερά, «ανάμεσα Σύρο και Τζια», ενώ στης «Ύδρας τ’ ανοιχτά και των Σπετσών», θαυματουργεί το δελφινοκόριτσο, μια γοργονίτσα δηλαδή, που «δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται/ ξανανεβαίνει κι απ’ τη βάρκα πιάνεται», όχι για να υποβάλει την γνωστή ερώτηση για τον Μέγα
Αλέξανδρο, αλλά για να κάνει τσάρκα, μια βόλτα, έναν κύκλο να απολαύσει τη βαρκάδα ή, απλώς, για να μας υπενθυμίζει τον ρόλο του πομπίλου- δελφινιού που συνόδευε τα καράβια και προστάτευε τους ναυτικούς. Πάνω στη βάρκα δυο ερωτευμένοι, δοσμένοι στην αυτάρκειά τους δεν θέλουν τίποτα πέρα από τον έρωτά τους. Ό,τι άλλο παρεμβληθεί διασαλεύει την θεϊκή ιερή ερωτική αρμονία:.

Φύγε από κει μωρέ πουλί / και γέρνει η βάρκα μας πολύ
Μόνο σου πέταξε και δες/ ίσα που παίρνει δυο καρδιές
Είναι το ιερό ζευγάρι, που ανάμεσά τους τρίτο άλλο δεν χωρεί.

Η Μαρίνα είναι η προσωποποίηση του αινίγματος της ζωής, η «Μικρή πράσινη θάλασσα» η ιέρεια της ποίησης, η ανδρεία στα στήθη του αντρός και ο τίμιος αγώνας με την Αρετή, και άλλες κόρες, νέες και όμορφες, όπως οι έννοιες Ελευθερία, Ελπίδα, Δικαιοσύνη, Αλήθεια.

Συχνά θα δούμε την ποίηση σαν «Κόρη που ’φερνε ο βοριάς». Ο ποιητής την είδε κάπου εκεί στην ερημιά, σ’ ένα εκκλησάκι την στιγμή που εκείνη κατέβαινε κι όλη η φύση αναστατώθηκε και η «πλαγιά χρησμολογούσε και σισύριζε». Η Ποίηση, όπως είπαμε, για να εμφανιστεί απαιτεί ιερότητα και προσήλωση. Εκείνος στην ερημιά του σε κατάσταση αναμονής κι ελπίδας κι εκείνη επιτέλους ήρθε φυσημένη από τον βοριά. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι θεοί παίρνουν ανθρώπινη μορφή και αναμειγνύονται στις δουλειές των ανθρώπων. Η Αθηνά, Μέντορας του Οδυσσέα π.χ. αλλά και ο Δίας που άλλοτε σαν Κύκνος κι άλλοτε σαν Χρυσή βροχή επιλέγει ένα κορίτσι για να το γονιμοποιήσει και να διαιωνίσει το είδος των θεών και των ανθρώπων, «η μέλισσα να αρχινίσει το χρυσό της παιχνίδι» κι ο ζέφυρος να φουσκώσει «τις λευκές ποδιές» τους. Οι άνεμοι γενικά. Όπως και στο γράμμα Σ: Σ- Ζιζάνιο. Μα ο Έλληνας πρέπει κάποτε και να σφυρίζει, μας λέει ο
Ελύτης στον Μικρό ναυτίλο, 28) .. «αν την ξαναφυσήξει ο άνεμος, η φύση θα κατοικηθεί από χιλιάδες μυστικά σήματα∙ και το στοιχείο του αχόρταγου που παραφυλάει μέσα μας θ’ ανοίξει το στόμα του ζητώντας κι άλλα κι άλλα» (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 124). Βλέπετε είναι οι Σημάντορες άνεμοι που ιερουργούνε / που σηκώνουν το πέλαγος σα Θεοτόκο που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια/ που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται... (Το Άξιον Εστί, «Η Γένεσις»). Κι ακόμα, Ξοδεψα πολύν άνεμο να μεγαλώσω («Μυρίσαι το Άριστον», XV). Οι συγγενείς μου όλοι, θεοί θείοι και ξάδελφοι...


Η Αλκμήνη μας παρέχει ένα άλλο πολύ ωραίο παράδειγμα μεταμόρφωσης ή κεκαλυμμένης θεότητας. Η ωραία Αλκμήνη που μόλις έχει αποχαιρετήσει τον σύζυγό της τον Αμφιτρύωνα που φεύγει για τον πόλεμο, με έκπληξη τον βλέπει να επιστρέφει και για τρεις νύχτες να μην βγαίνει ο ήλιος κι εκείνος από το κρεβάτι της. Μα δεν είναι ο Αμφιτρύων, αλλά ο Δίας που πήρε τη μορφή του Αμφιτρύωνα και κράτησε τον ήλιο να μη βγει για να απολαύσει τον έρωτα της, πριν επιστρέψει ο αληθινός Αμφιτρύων από τον πόλεμο και διακόψει την ιεροτελεστία του έρωτα. Από τον Δία η Αλκμήνη γέννησε τον Ηρακλή και από τον Αμφιτρύωνα τον Ιφικλή.
Και γιατί αυτό; θα απορούσε ο αφελής. Μα ο έρωτας είναι θεϊκό δώρο και «αν θέλει ο Θεός» το νέο ζευγάρι θα αποκτήσει απογόνους. Ο μύθος κρύβει την αλήθεια του. Ο έρωτας της έκστασης και της οργιαστικής ορμής θα φέρει καρπό. Σκέφτομαι αν αυτές οι τρεις νύχτες του Δία συνδέονται με εκείνες τις τρεις μέρες που χρειαζόταν και ο Δον Ζουάν για μια γυναίκα∙ μία για να την αποπλανήσει, μία για να την γλεντήσει και μία για να την εγκαταλείψει...

Η μεταμόρφωση δεν αφορά μόνο την εξωτερική εικόνα. Συχνά οι άνθρωποι αλλάζουν από μέσα. Αλλάζουν χαρακτήρα για να πετύχουν κάτι, κι έπειτα επιστρέφουν σ’ αυτό που ήταν πάντα. Κάνουν δηλαδή ό,τι και ο Δίας, αλλά με άλλες πολλές σκοπιμότητες. Ακόμα και ένα κτίσμα δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μεταμόρφωση που μέσα του κρύβει ένα πρόσωπο. Ο Φαίδρος μιλάει στον Σωκράτη και τον ενημερώνει πως ο ναός προς τιμή του Ερμή … «δυο βήματα πέρ’ από  δω… τέσσερις κίονες, ρυθμός απλός, είναι η εικόνα μιας κόρης από την
Κόρινθο και της ευτυχισμένης αγάπης μας. Παρασταίνει πιστά τις ιδιαίτερές της αναλογίες» (Πολ Βαλερύ, Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων, σελ.36).

Εδώ θα κάνω μια μεγάλη στάση. Ο Ελύτης επισκέφτηκε κάποτε το νησί Στροφάδες που ανήκει στη Ζάκυνθο κι εκεί γνώρισε την Παναγία την Παντοχαρά, Την των Πάντων Χαρά. Άφησε λοιπόν εντολή, και η Ιουλίτα Ηλιοπούλου την πραγματοποίησε στις 6 Αυγούστου 2011, δηλαδή 100 χρόνια από τη γέννησή του, να χτιστεί εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγία Παντοχαρά στη Σίκινο. Τα θυρανοίξια έγιναν επισήμως... Όμως εκεί στην άκρη της θάλασσας όπως στην Παναγία τη Χοζοβιώτισσα στην Αμοργό, ή στην άκρη του γκρεμού είναι πάντα ο ίδιος ο ποιητής. Στο Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου, «Κυριακή, 5β», διαβάζουμε:


Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό.
Από τ' άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα κομμάτι θάλασσας, όλο ριπές γαλάζιες. Πάντα ο ίδιος, στο ίδιο τοπίο. Ερημικό, απόκρημνο, πάνω στους βράχους, πλάι στη θάλασσα. Τι είναι λοιπόν αυτό το εκκλησάκι, πέρα από Τάμα στην Παναγία Παντοχαρά; Δεν χρειάζεται πολύ για να πει κανείς πως είναι ο Άνθρωπος, σαν την «Μαρίνα των βράχων», «δίχως χτες και αύριο», ο ίδιος στην Χοζοβιώτισσα και όπου αλλού περίμενε υπομονετικά να έρθει ο άγγελος, το μήνυμα, η Κόρη, ο Θεός, η λάμψη... Ο ποιητής από χρόνια μας είχε πει: «από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα κάνει Ναό και κάθομουν να τον φυλάγω». Ακριβώς έτσι, και τώρα.


Ο Ελύτης ήταν βαθιά θρησκευόμενος, όμως πέρα από σχήματα, τυπικό και αποκλειστικότητες. Για τον Ελύτη ο Θεός είναι παντού μέσα στη φύση, στο μπλε κι όλα τα χρώματα. Και τώρα είναι κι ο ίδιος στην άκρη του γκρεμού του, στην αγκαλιά του Αιγαίου του, στης Παναγίας Παντοχαράς τα χέρια, κρυμμένος στο εκκλησάκι του, ξοδεύοντας σαν τον Θεό το άγιο μπλε στη Σίκινο, νησί που δεν εγνώρισε ποτέ όσο ζούσε.

Ανθούλα Δανιήλ

 


 

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Χώμα, αέρας και νερό το σώμα σου⸱ πατρίδα του το μπλε, αυτό που κρύβει και,
ταυτόχρονα, αποκαλύπτει το αδύνατο. Το μη εφικτό. Φτέρνες δεν έχει η τελειότητα,
λέει ο ποιητής, αλλά, αυτή μάς δίνει τα φτερά στην επικράτεια του μπλε.
Τι ‘ναι το μπλε;  
Χρώμα, βεβαιότητα ζωής και άρνηση θανάτου.
Άξιον εστί το μπλε, με όλες τις σημασίες του.

_______________________________

1
 Ανοίγεις τα μάτια το πρωί, ανοίγεις τα παράθυρα, ένα γλυκό αεράκι έρχεται.
Aπό νύχτες που πέρασαν, για να γίνουνε μέλλον.  Χάραξε πάλι ο κόσμος.
Ξημέρωσε καλοκαίρι και, μπροστά σου η θάλασσα -το Αιγαίο- η νέα άγνωστη χώρα σου. Πάνω και κάτω. 
Ο κύκλος δεν έχει αρχή.
Μεγάλες λαχτάρες. Πολλές προσδοκίες. Μέσα σε ένα μπλε φωτεινό κι ανερμήνευτο. 
 
Να σωπάσεις, ή να φωνάξεις: Τι Μπλε ανέτειλε πάλι Θεέ μου!

Οι φάροι έσβησαν, τα καράβια σφυρίζουν σε μιαν αχλή μυθική. Να το λιμάνι!
Να και η πρώτη του ήλιου αχτίδα. Το πρώτο φτερούγισμα στα κλαδιά.
Εκείνο που δεν έγινε τότε, λες, θα γίνει τώρα! Με το πρώτο κελάηδισμα.
Κι έπειτα σιωπή. Μια σκούρα γραμμή, που χωρίζει και ταυτόχρονα ενώνει⸱
τον χρόνο, τον χώρο, τα πράγματα. Ο κύκλος δεν έχει τέλος.

Mπλε του κοβαλτίου, μπλε με τις άπειρες σημασίες. 
Με αυτό μίλησαν κάποτε, σαν θεοί: ο Ρενουάρ, ο Μονέ και
ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Αλλά, ποιο το βάθος και ποια η αρχή;
Με τα μάτια πάντα ψηλά, στο βαθύτερο κάτι.
Υπάρχεις δεν υπάρχεις, αποκρίσου:
«Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε».
 

2
Όταν ήμουν παιδί, ο κόσμος ολόκληρος ήταν γιορτή, παιχνίδι με δάκρυα. Και τις νύχτες, κανείς δεν μου έλεγε παραμύθια. Όταν μεγάλωσα, κι ήμουν δύο φορές παιδί, έμαθα πως ο κόσμος, είναι φτιαγμένος από «αλήθειες και ψέματα». Από αβέβαιες βεβαιότητες και αστήρικτες θεωρίες. Όλα συμβαίνουν μπρος στα μάτια μας, αλλά, αδυνατούμε να τα δούμε, λέει, ή κάποτε νομίζουμε πως τα βλέπουμε. Ορατές, αόρατες καταστάσεις. Ένα πολύσημο και πολύβουο «Είναι» που κρύβεται στο ασήμαντο, στο μηδέν. Σε κάποιο Πιστεύω.
Όσο κρατάει η γιορτή –αυτό το υπέροχο ψέμα– υπάρχουμε. Πώς αλλιώς;
 
«Την αλήθεια τη «φτιάχνει» κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.», φωνάζει ο ποιητής, ψηλά στο μπαλκόνι του κόσμου, κάτω από έναν έκπληκτο ουρανό.

Εφήμεροι και αθάνατοι, μέσα σε ολόκληρο τον χωρόχρονο. Στις τέσσερις διαστάσεις του ονείρου. Με το μπλε της αρμονίας, με τη γαλάζια γαλήνη θα ζήσουμε. Μαζί με τους νεκρούς μας. Μνήμη, και μνήμα, και ανάμνηση.

Με τι ουσίες έπλασες Θεέ μου, εμάς και τον κόσμος μας;
 

3
Σε μια διαρκή κατάσταση ονείρου πορευόμαστε, λέει, σ’ ένα τετραδιάστατο τίποτα λουσμένο στο μπλε. Βυθισμένο στο κόκκινο. Υψωμένο στο κίτρινο της απόγνωσης. Αλλά, αν η αλήθεια ήταν χρώμα, ποιο άραγε θα ήταν το χρώμα της;
Και θα ήταν ένα, ή όλα τα χρώματα που έχει η απόγνωση;
Πάνω σε όλα αυτά, με ανοιχτά χαρτιά μιλάει, ο Οδυσσέας Ελύτης. Μιλάει με τρόπο που ξεπερνάει το διάφανο και το νεφελώδες της ζωής. Και γίνεται⸱ ο Αντιφωνητής του παρόντος. Και γίνεται⸱ η Μαρία Νεφέλη του μέλλοντος.

Λόγος και στοχασμός, στις αποχρώσεις του Μπλε. Στο απύθμενο βάθος του.
«Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις» για να υπάρχουμε, χωρίς να σε βλέπουμε.

(Γι’ αυτό, και για πάντα: Ψηλά διαρκώς, ψηλά η ψυχή και τα μάτια σας, είπε.)
 

4
Το αίμα, η πληγή, το τραγούδι: αυτή είναι η ακολουθία. Αλλιώς δε γίνεται. Το ποίημα «έχει ανάγκη απ’ τις λαβωματιές», από την πρόσκαιρη αναίρεση του θανάτου. Και τα μάτια; Χρειάζεται τάχα η όραση για να δούμε, να βρούμε τον δρόμο μας; Τεντωμένα τα χέρια, τεντωμένες όλες οι αντένες της νόησης.

Και ο Θεός, τι είναι; Αλήθεια ή ψέμα; Ερώτηση ή απάντηση; Απουσία αφής ή προσδοκία επαφής με το χάος; Κάποιοι προσπάθησαν να απαντήσουν, και είπαν:
Θεός είναι Φως. Κάποιοι, μέσα στην αδυναμία τους να απαντήσουν, είπαν: Ο Θεός είναι το μπλε σκοτάδι. Είναι οι φόβοι μας, αυτοί δηλαδή που γέννησαν το Θεό.
Αυτοί που γεννούν τα ποιήματα.
Ναι, την αλήθεια την «φτιάχνει» κανείς όπως ακριβώς «φτιάχνει και το              ψέμα». Και:  «Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ' τη Γη ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της.»
Αυτά είπε ο ποιητής κι έγινε μονομιάς άγγελος.
Ενώ γύρω του άναβαν ένα ένα τ’ αστέρια.

Πολύ αργότερα θα έρθει το ποίημα,
                                        σαν μια έκρηξη μπλε, απ’ τα βάθη του σύμπαντος.

5
«Δεν έχει φτέρνες η τελειότητα», και «Καλημέρα Θλίψη», είπε ο ποιητής, κι ένα ρίγος πρωτόγνωρο μ’ έκανε να φωνάξω: Καλημέρα κόσμε της ποίησης… τελειότητα δεν υπάρχει! Είμαστε ατελείς μες στο μπλε, και γι’ αυτό τραγουδάμε. Θνητοί, αλλά, αθάνατοι στον εφήμερο βίο μας. Είναι ανάγκη να πάμε μπροστά, να γεμίσουμε όλα τα κενά⸱ καταργώντας τα, ναι.
 Όρθιοι μπροστά στον ήλιο. Με τα μάτια στη νύχτα. Με τη νόηση στους βυθούς και στις ρίζες των δέντρων. Στα τριχοφόρα αγγεία, που αθόρυβα βυθίζονται διαρκώς σε μιαν άλλη διάρκεια. Να προσεγγίσουμε νοερά τις μυστικές διεργασίες του σύμπαντος και την αδιάκοπη ροή του νερού κάτω απ’ το χώμα.

Η γη είναι το σώμα σου⸱ πατρίδα του το μπλε. Αυτό που κρύβει και, ταυτόχρονα, αποκαλύπτει τα μελλούμενα. Κύκλος μέσα στον κύκλο. Παρόν με ίχνη του παρελθόντος.
               Φτέρνες δεν έχει η τελειότητα, ναι, αλλά αυτή μάς δίνει φτερά για να διασχίζουμε την επικράτεια του μπλε, σε όλες τις διαβαθμίσεις του:
Γαλάζιο, ανοιχτό μπλε, ουλτραμαρίν. Μπλε βιολέ και μπλε του ουρανού.
Του ζαφειριού, του σχιστόλιθου μπλε. Μαύρο της νύχτας μπλε.
Όλα αποχρώσεις της αλήθειας, στην παλέτα του  Μεγάλου  Ζωγράφου. 
Θεέ μου, τι χρώμα διάλεξες για γίνεις η αρχή και το τέλος μας;
 

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Ούτε η επιστήμη, ούτε η πολιτική. Ούτε η τεχνολογία των θαυμάτων.
Μονάχα η φύση. Αυτή φανερώνει, αυτή απαντά!
Πότε με αστραπόβροντα. Πότε με σιωπές. Πότε με χρώματα.

«Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε».

Παλλόμενοι κόσμοι γύρω μας. Αλλά, απέραντη μοναξιά μες στο σύμπαν.
Ολομόναχη, τυχερή, εύθραυστη Γη⸱ της Επαγγελίας αγρέ. Ιδού το χωμάτινο θαύμα!
Ο Γαλάζιος Πλανήτης μας. Το κοσμικό διαστημόπλοιο. Δεν έχει τέλος αυτό το ταξίδι.

(Στις πέντε αισθήσεις μας παίζεται διαρκώς –και χάνεται–  η αλήθεια.)  

Τι μπλε ξοδεύεις, Θεέ μου, για να μη γίνεται μαύρη η Νύχτα,
για να βρίσκουμε πάντα το δρόμο μας στο κενό.
Με το ένα πόδι πάνω στη Γη,
με το άλλο στ’ αστέρια.
======

-------------------------

Σημείωση:
Όλες οι παραθέσεις, και στα πέντε κείμενα, είναι στίχοι από την
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ του Οδυσσέα Ελύτη.


Χρήστος Τουμανίδης

 

 

Η σύνδεση, η σχέση και η εγγύτητα της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη στη Σαπφώ είναι παραπάνω από πρόδηλη και δεδηλωμένη. Δεν προκύπτει, ούτε περιορίζεται μόνο στη γνωστή ανασύνθεση και μεταφορά του σαπφικού λόγου που επιχείρησε ο νεοέλληνας ποιητής και που κυκλοφόρησε το 1984 από τις εκδόσεις Ίκαρος, αλλά εκτείνεται και σε μια περιοχή αδιόρατη και αφανή, σε ένα πεδίο όπου το δημιουργικό ένστικτο και η ποιητική ιδιοσυγκρασία έχουν τον πρώτο λόγο στη μορφοποίηση της συνθετικής ικανότητας. Οι δύο ποιητές, με άλλα λόγια, δε συνδέονται μονάχα πάνω στη βάση των επιρροών και των επιδράσεων –αυτών της παλαιότερης στον νεότερο– αλλά, κυρίως, πάνω στη βάση της ροπής τους προς τη διαμόρφωση μιας ψυχοσύνθεσης που σφραγίζεται ανεξίτηλα από την εξυμνητική διάθεση και μιας ποιητικής φωνής που επιδιώκει και κατορθώνει να κερδίσει και να υπερασπιστεί δύο από τα βασικότερα ζητούμενα στην τέχνη –την καθαρότητα και την ομορφιά. Από αυτή την άποψη μπορεί κάποιος να παραμείνει και να επιδοθεί στον εντοπισμό και στην ανάδειξη των στοιχείων εκείνων που αποκαλύπτουν τις οφειλές του Ελύτη στη Σαπφώ, μπορεί, όμως, να αποφύγει αυτή τη μονόδρομη πορεία και να στραφεί στην επισήμανση της κοινότητας της ματιάς, της οπτικής, της διάθεσης των ποιητών απέναντι στην πρώτη ύλη της δημιουργίας τους που είναι, σε μια γενική αποτίμηση, ο κόσμος και ο άνθρωπος.

            Με αφορμή, λοιπόν, τον στίχο Θε μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε από τη «Μαρία Νεφέλη» του Ελύτη, που συμπυκνώνει και εγκιβωτίζει μια σειρά από επιμέρους συλλήψεις του ποιητή – την πίστη του, αρχικά, στην ύπαρξη θεού, τον θαυμασμό και την α-πορία του, νοούμενη με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, ως θάμβος, απέναντι στο απέραντο γαλάζιο του ουράνιου θόλου, την αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από το ανθρώπινο μέτρο και να γνωρίσει τη θεϊκή ποιότητα και ουσία, την αδυναμία των αισθήσεων να προσπορίσουν στον άνθρωπο την αληθινή γνώση και, ακόμη περισσότερο, την ψευδαισθητική τους φύση και λειτουργία, τον κεντρικό ρόλο των χρωμάτων στην κατανόηση του σύμπαντος κόσμου αλλά και την ανάγκη του ανθρώπου, πρωτίστως δε του ποιητή, να πλάθει και να τεχνουργεί τους εξηγητικούς μύθους που του είναι απαραίτητοι για να κατανοήσει το α-κατανόητο– μπορεί κάποιος να οδηγηθεί στο σαπφικό σύμπαν και να ανακαλύψει εκεί έναν στίχο, ένα θραύσμα, πιο σωστά, που διαλέγεται με άμεσο και ευθύ τρόπο με τον παραπάνω στίχο. Πρόκειται για το σπάραγμα υπ’ αριθμόν 52, ψαύην δ’ οὐ δοκίμωμ’ ὀράνω †δυσπαχέα† το οποίο ο Ελύτης απέδωσε ως εξής: Δυο σπιθαμές άνθρωπος εγώ, δεν κάνω απόπειρα τον ουρανό ν’ αγγίξω. Η κίνηση των δύο στίχων στο ίδιο περίπου κλίμα, στην ίδια ατμόσφαιρα και διάθεση είναι σαφής. Με τον ίδιο τρόπο που η Σαπφώ επισημαίνει και φωτογραφίζει την αδυναμία της να ξεφύγει από το ανθρώπινο σχήμα και από τα όριά του, με τον ίδιο τρόπο και ο Ελύτης, αιώνες μετά, υιοθετεί την οπτική αυτή που θέλει τον άνθρωπο καθηλωμένο σε μια συνθήκη υποχρεωτικής αποχής του από τη γνώση της θεϊκής φύσης. Μόνο που η αποχή και η αργία αυτή εξισορροπείται από την κατίσχυση των χρωμάτων που αναπληρώνουν κάπως την ανθρώπινη αδυναμία φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να υποκαθιστούν ακόμα και τον ίδιο τον Θεό.

Αν υπεισέλθει, ωστόσο, κάποιος βαθύτερα στη σχέση που συνδέει τους δύο αυτούς στίχους θα διαπιστώσει κάτι που απομακρύνεται και υπερέχει αυτών των πρώτων, εξαγόμενων από την επιφάνεια του ποιητικού λόγου, συμπερασμάτων. Γιατί αυτό που, στην πραγματικότητα, συμβαίνει είναι η λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή επιθυμία και βούληση του Ελύτη να συνθέσει ουσιαστικά ένα συμπλήρωμα, μια προέκταση ή μια απάντηση στον στίχο της Σαπφούς που θέτει το όλο ζήτημα της ανικανότητας και της αδυναμίας του ανθρώπου να υψωθεί στον ουρανό εστιάζοντας αποκλειστικά και μόνο στην ανθρώπινη ύπαρξη και, μάλιστα, τη δική της ύπαρξη όπως την αντιλαμβάνεται μέσα στο σχήμα και τη συνθήκη του περιορισμού και εγκλεισμού της σε συγκεκριμένα περιθώρια κινήσεων. Η αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια αποτυπώνει με τον στίχο της την κίνηση του ανθρώπου ή, μάλλον, την επιθυμία ανάτασης των χεριών του προς των ουρανό, το τίναγμά του προς το σημείο εκείνο που αντιλαμβάνεται ως όριο του κόσμου, ως σύνορο ανάμεσα στη θεϊκή και την ανθρώπινη περιοχή, ανάμεσα στη θεία και την ανθρώπινη δικαιοσύνη, όπως έγραψε, αιώνες μετά, στη Φόνισσά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Αυτήν ακριβώς την κίνηση αναπαράγει, αλλά με αντίθετη κατεύθυνση, ο Ελύτης ο οποίος εισέρχεται στο θεϊκό πεδίο και διαπιστώνει την κίνηση του θεού με κατεύθυνση και φορά προς τα κάτω, προς την ανθρώπινη περιοχή και τη στάθμευση σε ένα σημείο όπου πραγματοποιείται η μέγιστη δυνατή προσέγγιση ανθρώπου και θεού, όπως, άλλωστε, την αποτύπωσε με αριστοτεχνικό τρόπο στη Δημιουργία του Αδάμ (περ. 1508-1512) ο Μικελάντζελο και που αποτελεί μια ακριβή και ευθεία αναλογία του συνδυασμού των δύο προσεγγίσεων που επιχειρούν με τους στίχους τους η Σαπφώ και ο Ελύτης.

Έναν διάλογο ανοίγει, λοιπόν, με τον στίχο της λυρικής ποιήτριας ο Ελύτης, μια απόπειρα να συμπληρώσει, να εξηγήσει, να επεκτείνει τον στίχο της Σαπφούς, να συνθέσει τη δική του αντίστροφη ή, καλύτερα, αντίρροπη εκδοχή που οδηγεί, ωστόσο, στο ίδιο πάντα συμπέρασμα –την ύπαρξη μιας «γραμμής» που ο άνθρωπος δεν μπορεί να περάσει, ταυτόχρονα, όμως, και την παραμονή του σε έναν κόσμο που είναι απέραντος, ολοφώτεινος, παντοτινός. Έναν κόσμο ουρανό. 

Ευσταθία Δήμου

 

 

Σε σχήμα Ψ

Αιώνες τώρα —πιο πριν ακόμα κι απ’ την εποχή των Μυκηναίων—
δέονται πάντα σιωπηλά 
των γυναικών τα πήλινα ειδώλια  με τα  υψωμένα χέρια
σε  σχήμα Ψ κεφαλαιογράμματου ελληνικού αλφαβήτου.
Τα πιο πολλά έχουν βρεθεί σε τάφους 
—θεές που συνοδεύσαν τον νεκρό στη χώρα των Σκιών
παγιδευμένες πια πίσω από τις προθήκες  των Μουσείων.
 Τις προτιμώ από τα ειδώλια Φ που στέκονται στο πλάι
 κτερίσματα κι αυτά
 με χέρια σταυρωτά στο στήθος
—σημάδι εγκαρτέρησης  κι  υποταγής στη θλίψη;

Γοητεύει  όμως και των δυό η λαλέουσα σιωπή 
και ας μη  μοιάζουν διόλου με του Ουρανού
 τον αυστηρό, τον παντεπόπτη ένοικο. 

Ίσως να συμφωνήσετε μαζί μου:
 Χθόνιες αυτές έχουν τη ζέστα του πηλού· δεν κρίνουν, δεν δικάζουν·
μικρές ανώνυμες και χειροποίητες θεές 
με το δακτυλικό αποτύπωμα  του κεραμέως  στην πτηνόμορφή τους όψη  
 με τη γονιμική υπόσχεση στα στρογγυλά τους στήθη
παρηγοριά στο κλάμα των νεκρών παιδιών 
για μια φθαρτή αιωνιότητα, μια εφήμερη ήττα του θανάτου.

Τασούλα Καραγεωργίου


Ημ/νία δημοσίευσης: 22 Οκτωβρίου 2023