Εκτύπωση του άρθρου

ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1

Είναι κάτι
Που μόλις κοιμηθώ, ξυπνά.
Σηκώνεται, πάει στο μπάνιο, πέφτει απ’ το παράθυρο.
Πληγώνεται στην άσφαλτο, ξανασηκώνεται
Βιάζεται να προλάβει, παίρνει τον υπόγειο.
Χρόνια τυφλά
Παλινδρομεί σε μάταιη διαδρομή
Υπονομεύοντας ανεπανόρθωτα την πόλη.
Πάει άτα. Πάει στο σχολείο.
Πάει στο γραφείο. Πάει στο γιατρό.
Πάει στο δικηγόρο. Πάει στο διάβολο.
Γυρνάει.
Είναι κάτι που μόλις κοιμηθεί
Ξυπνώ .
2

Ο Αριστοτέλης έλεγε πως το σώμα και η ψυχή ζουν μια ζωή στον ξύπνιο κι άλλη μια στον ύπνο. Η πλήρης ζωή, έλεγε, περιλαμβάνει και τις δυό. Αυτή η δεύτερη ζωή όμως, τι είναι; Μια ζωή στο σκοτάδι που φωτίζεται σποραδικά μονάχα απ’ τις εικόνες των ονείρων; Μια ζωή αμίλητη, ξεχασμένη, αυτόματη που αναδύεται στη συνείδηση  μονάχα για να φτιάξει τέχνη, μια τέχνη παράξενη και φευγαλέα, μια τέχνη ποιητική και κινηματογραφική, μια τέχνη τόσο μαγική σαν τα ψέματα και τόσο βαθιά σαν την αλήθεια.  “Νύχτα, κέλυφος ονείρων”, λέει ο ποιητής3 , όμως τι είδους τέχνη είναι τα όνειρα;

Νόμιζα ξαπλωμένος σε βουνό από κάτω έχασκε γκρεμνός και με εξογκώματα. Ήμουν ξαπλωμένος εκεί και θέλοντας για ν’ ανεβώ κρατιόμουν σ’ ένα εξόγκωμα. Μόνο που δεν μπορούσα να πατήσω επειδή από κάτω έχασκε γκρεμνός.  Σημαίνει ότι εγώ από μόνος μου ήθελα να προστατέψω τον εαυτό μου από το χάος πλην αδύνατο4  

 Κρεμασμένες εικόνες από το πουθενά, κρεμασμένος κι ο ονειρευτής απ’ αυτές, αγκιστρωμένος μέσα σε μια βιολογική μηχανή που παράγει ακατάπαυστα εικόνες, γεμίζει φως το σκοτάδι, πλημμυρίζει τον ξαπλωμένο παράλυτο μοναχικό θεατή σκηνές, μετατρέπει τα συναισθήματα σε εικονική πραγματικότητα, θρυμματίζει τα γεγονότα και τα ταξιδεύει σ’ όλους τους χρόνους της ζωής του κοιμισμένου ταυτόχρονα, τα συνδέει μεταξύ τους σε σχηματισμούς πρωτόγνωρους, αλλάζοντας κάθε βράδι τους συνδυασμούς, γεμίζει ήχους και φωνές το κλειστό στερέωμα του ύπνου, κάνει το κουκούλι του κόσμου να δονείται συθέμελα, αλλά μόνο από μέσα. Απέξω ελαφρές κινήσεις των βλεφάρων μονάχα υποδηλώνουν πως η παράσταση έχει αρχίσει.  

Το αεροταξί μας προσγειώθηκε σ΄ έναν όροφο που μου φάνηκε πως ήταν ο δέκατος ένατος και προχωρήσαμε σχεδόν αμέσως  μέσα σ’ ένα τεράστιο υπερβολοειδές πηγάδι οι τοίχοι του οποίου σχηματίζονταν από σειρές καθισμάτων. Θα χώραγε καμιά εικοσαριά χιλιάδες ανθρώπους κι έμοιαζε πολύ με ρωμαϊκό θέατρο, εκτός από την παράξενη καμπυλότητα των τοίχων και τα καθίσματα που συνεχίζονταν μέχρι τον πάτο αυτού του μεγάλου χωνιού. Δεν υπήρχε πουθενά σκηνή και όταν ρώτησα τον ξεναγό μου, τον Φάμπιαν, εκείνος μου έδειξε ένα θόλο σαν βαθουλωτό δίσκο  που αποτελούσε την οροφή ή μάλλον το καπάκι του κτιρίου. Φοβόμουν ότι αν κρατούσα το βλέμμα μου καρφωμένο σ’ αυτήν την εναέρια  σκηνή θα τσάκιζα τον σβέρκο μου, αλλά ησύχασα όταν είδα το σχήμα των καθισμάτων. Ήταν ανακεκλιμένα και είχαν επιπλέον ειδικά μαξιλάρια για το κεφάλι σαν κι αυτά που βλέπουμε στα κουρεία και στα οδοντιατρεία. Εξάλλου, μου εξήγησε ο Φάμπιαν, το σώμα παίρνει τέτοια θέση σ’ αυτά τα καθίσματα ώστε το συναισθηματικό μας σύστημα να  ευαισθητοποιείται ιδιαίτερα στην υποβολή.
Στη συνέχεια τον ρώτησα αν ήταν καλή η παράσταση και μου απάντησε ότι « το συμπλεκτικό» έχει επισήμως αξιολογηθεί ως Α2 για την αποτελεσματικότητά του αλλά δεν ήξερε το ακριβές περιεχόμενό του». Με προβλημάτισε η απάντησή του μέχρι που έμαθα ότι «συμπλεκτικό» ήταν το όνομα που δινόταν στα έργα του είδους που επροκειτο να λάβει χώρα, όπου τα πάντα ήταν κάτω από τον έλεγχο ενός ανθρώπου, του «ανακινητή» όπως λεγόταν, που σχεδιάζει την κίνηση, τις συναισθηματικές ακολουθίες, τις φωνές και ό,τιδήποτε άλλο χρειαστεί. Έγινα μάλλον αντικείμενο χλευασμού όταν ρώτησα αν επρόκειτο για κωμωδία ή δράμα. Τέτοιες χονδροειδείς διακρίσεις, είπε η Γιέρνε, η οδηγός μου στις κοινωνικές συναναστροφές, ήταν τυπικό δείγμα της θολής σκέψης που χαρακτήριζε την εποχή μου, υπεύθυνης για τις διακρίσεις μεταξύ κλασικού και μοντέρνου, συντηρητικού και προοδευτικού, ύλης και νού και όλων των άλλων ανοησιών που κορυφώνονταν με την μανία μας να ντύνουμε διαφορετικά τους άντρες από τις γυναίκες. Ο σκοπός ενός έργου, με διαφώτισε ο Φάμπιαν είναι να αφυπνίσει μια δεδομένη κατάσταση της ύπαρξης, απλή ή σύνθετη. Και μόλις ο ανακινητής μάθαινε τι αφορούσε το συμπλεκτικό η δουλειά του ήταν να προκαλέσει το σωστό συναίσθημα. Άρχισα να μιλώ για τη συναισθηματικότητα καθαυτή αλλά η Γιέρνε βιάστηκε να με σταματήσει λέγοντας ότι όποιος μας άκουγε θα σοκαριζόταν γιατί το συναίσθημα δεν έχει αυτόνομη βιολογική αξία. Αυτό μ’ έκανε να αναθεωρήσω την αποψή μου για την ευνοϊκή συμπεριφορά της  προς το άτομό μου το προηγούμενο βράδι.
Ήμουν επομένως ακόμη μπερδεμένος από τις εξηγήσεις τους για το σκοπό του συμπλεκτικού και μου φαινόταν σαν να επρόκειτο για κάποια φιλανθρωπική εκδήλωση αλλά καθώς ετοιμαζόμουν να κάνω αυτήν ακριβώς την ερώτηση στο θέατρο έγινε απόλυτο σκοτάδι. Το συμπλεκτικό ξεκινούσε.
Αρχικά αντιλήφθηκα ότι η οροφή, δηλαδή η σκηνή, είχε γίνει φωτεινή, με μια φωτεινότητα που μεταβαλλόταν με τον τρόπο που μεταβάλλεται το φως στο ταβάνι ενός δωματίου όταν σύννεφα περνούν μπροστά από τον ήλιο. Λίγο-λίγο έγινε πιο σταθερά φωτεινή και ακαθόριστες ανθρώπινες μορφές άρχισαν να παίρνουν σχήμα πάνω της, σκιές αρχικά, μερικές τεραστίων διαστάσεων, να προβάλλουν και να υποχωρούν κάνοντας μεγάλες χειρονομίες τη σημασία των οποίων δεν μπορούσα να κατανοήσω. Μερικές φορές οι σκιές έπαιρναν συμπαγές σχήμα και ορθώνονταν σαν ζωντανά όντα λες και ήταν αποκολλημένα από την οροφή δίχως να μοιάζουν καθόλου  μ’ εκείνες τις εξεζητημένες ανθρώπινες φιγούρες που διακοσμούν τα ταβάνια πολλών από τα θέατρά μας. Και ανάμεσά τους υπήρχε και μια μορφή με μοναδική χάρη που έμοιαζε να κυριαρχεί στις υπόλοιπες και τις κινήσεις της οποίας δεν μπορούσα να σταματήσω να παρακολουθώ, τόση ευχαρίστηση μου προκαλούσαν.
Σύντομα συνειδητοποίησα ότι ο αέρας του θεάτρου παλλόταν με ένα τρόπο που ποτέ δεν γινόταν ακριβώς ήχος, αλλά και μ’ ένα σαφή ρυθμό, που μεταβαλλόταν πότε- πότε αλλά χωρίς να παύει να υποτάσσεται στον αρχικό ρυθμό, με τον τρόπο που ένας ποιητής χειρίζεται τον στίχο του. Ξάφνου ένα ανεπαίσθητο άρωμα άγγιξε τις αισθήσεις μου, ενώ με κατέλαβε ένα ανήσυχο συναίσθημα σαν να είχε συμβεί κάτι που δεν ήθελα. Και τότε από το σώμα του θεάτρου, σαν να προερχόταν από κάποιο μέλος του ακροατηρίου, μια φωνή ακούστηκε να μιλάει, με τον τόνο ενός ανθρώπου παραιτημένου στη θλίψη.
Τρόπο δεν έχει να κρυφτεί
Ο άνθρωπος, δεν γίνεται να βγεί
Απ’ του μυαλού την κολασμένη αυλή
Ούτε να ψάξει αλλού πηγή
κι ένιωσα τον εαυτό μου να βυθίζεται σε τέτοια αγωνία κι απόγνωση που θυμάμαι νάχω ζήσει μόνο στα όνειρά μου, ή κάτω από την επήρεια κάποιου υπερφυσικού φόβου. Όσο κι αν προσπαθούσα να παλαίψω αυτή την ψυχική σύνθλιψη, αναγκάστηκα τελικά να εγκαταλείψω τον εαυτό μου στη ροή αυτού του βασανισμού καθώς οι ενοχές ακολουθούσαν τον τρόμο και όλα τα πάθη του κόσμου ήταν μαύρα. Και ολόγυρα στο θέατρο, πότε από δω, πότε από κεί, από πάνω μου και από κάτω μου, άκουγα φωνές και τον θόρυβο γεγονότων που πλησίαζαν. Κάποια στιγμή μου φάνηκε ότι μια φωνή ούρλιαξε
 Απελπισμένη, τόσο απελπισμένη, σε κατεστραμμένες πόλεις κι ο ήλιος νεκρός
Και καταμεσίς μιας ομοβροντίας δονήσεων και οσμών και σκιών μια γυναίκα ψιθύρισε, σαν νάταν δίπλα στο αυτί μου
 Κι ο Οίκτος σαν γυμνό, νεογέννητο μωρό.
Μ’ αυτό η αίσθηση του αφόρητου θρήνου αλάφρυνε. Ο ρυθμός άλλαξε, οι μορφές φάνηκαν ανθρώπινες και γενναίες, ενώ η χαρά έμοιαζε σαν να ξεχύνεται απ’ όλους τους τοίχους του θεάτρου με τις λέξεις
 Οι σημαίες της αγάπης στα οχυρά των τραγουδιών
που ξεχείλιζαν από παντού. Τέλος, χωρίς προειδοποίηση, μια θριαμβική έκρηξη ξαφνικής νίκης, τέτοιας που μας κάνει να ουρλιάζουμε μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων μας, μια δυνατή αλλά αρμονική κραυγή αντήχησε από τη μέση του θεάτρου, όπου δεν υπήρχε τίποτε άλλο ορατό πέρα από άδειο αέρα, φωνάζοντας:
 Που είναι οι αετοί  και οι σάλπιγγες;
Και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο μέχρι που βρεθήκαμε γερμένοι στα εξωτερικά κάγκελα του θεάτρου περιμένοντας το ταξί μας να μας πάει σπίτι. 
5

Ο Φρόυντ δεν πίστευε στην ποιητική λειτουργία του ονείρου. Πίστευε πως χρησιμοποιεί ποιητικές τεχνικές, συμβολισμούς, παραβολές, μεταφορικές εκφράσεις, παρα-θέσεις, αντι-θέσεις και αντι-παρα-θέσεις αλλά δεν πρόκειται για δημιουργική διαδικασία. Πίστευε πως σκοπός του ονείρου είναι να εκφράσει μια επιθυμία και να την ικανοποιήσει μ’ έναν ψευδαισθητικό τρόπο. Αν η επιθυμία ήταν απαγορευμένη για το συνειδητό λογόκρινε την απροκάλυπτη έκφρασή της κάνοντας το όνειρο συγκεχυμένο. Κατά τον Φρόυντ το όνειρο χρησιμοποιεί εικόνες αντί για λέξεις γιατί η ίδια η κατάσταση του ονειρεύεσθαι είναι μια επιστροφή σε παιδικούς τρόπους σκέψης που είναι οπτικοί και παραστατικοί.  Μόνο γι’ αυτό. Όχι, ο Φρόυντ δεν πίστευε ότι το όνειρο είναι τέχνη.
«Αν παραμείνουμε πιστοί στον ορισμό της εργασίας του ονείρου ως μεταφοράς των ιδεών του ονείρου στο περιεχόμενο του, πρέπει να πούμε ότι η εργασία του ονείρου δεν είναι δημιουργική, δεν αναπτύσσει κανενός είδους δική της φαντασία, δεν εκφέρει κρίσεις, δεν βγάζει συμπεράσματα. Το μόνο που κάνει είναι να συμπυκνώνει, να μεταθέτει και να διασκευάζει το υλικό ώστε να είναι παραστατικό. […] Αποδίδει τη λογική συνοχή ως προσέγγιση στον χρόνο και στο χώρο, περίπου όπως ο ζωγράφος , ο Ραφαήλ, που συγκέντρωσε στην εικόνα του Παρνασσού όλους τους ποιητές, οι οποίοι ποτέ δεν βρέθηκαν μαζί στην κορυφή του βουνού, αλλά εννοιολογικά αποτελούν μια κοινότητα…» 6

Στην τελευταία ταινία του Πατρίς Λεκόντ Εξομολογήσεις πολύ προσωπικές ένας ψυχαναλυτής λέει σ’ ένα φοροτεχνικό : Οι δουλειές μας μοιάζουν. Οι πελάτες μας έχουν την ίδια νεύρωση: τι να δηλώσεις, τι να κρύψεις. Ο Φρόυντ υπέθεσε μια λειτουργία στο όνειρο που είναι να ξεχωρίσει τι να δηλώσει και τι να κρύψει, να λογοκρίνει την απροκάλυπτη έκφρασή της επιθυμίας προκειμένου να διαφυλάξει τον ύπνο.

«Το όνειρο πρέπει να είναι σκοτεινό για να μην προδώσει τις ανεπίτρεπτες ιδέες του […] Στη δημιουργία των σκοτεινών ονείρων είναι σαν να υπάρχει ένα πρόσωπο – εξαρτημένο από ένα δεύτερο πρόσωπο – που έχει να πεί κάτι το οποίο, για το δεύτερο πρέπει να είναι δυσάρεστο να το ακούσει» .7

Δηλαδή διάλογος; Και αν υπάρχει διάλογος, έστω με τον εαυτό μας, παναπεί ότι υπάρχει ένα μήνυμα που πασχίζει να μεταδοθεί. Προφανώς όχι στον ψυχαναλυτή αφού η ψυχανάλυση δεν είναι προϋπόθεση για να ονειρεύεται κανείς.
  Στην μεταφορά του λογοκριτή του ονείρου του Φρόυντ, ο Richard Jones αντιπαραθέτει την μεταφορά του ποιητή του ονείρου, του ονειροποιητή αν θέλετε,. Γράφει:
«Η μεταφορά του ονειροποιητή, ζευγαρωμένη με την μεταφορά του λογοκριτή υποδηλώνει ότι τα όνειρα αναζητούν ενόσω κρύβουν, αποκαλύπτουν καθώς συγκαλύπτουν, φτιάχνουν ομορφιά μαζί με το μυστήριο. Παράλληλα με την εργασία του ονείρου υπάρχει το παιχνίδι του ονείρου». 
 
Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει πως το όνειρο λειτουργεί δημιουργώντας μεταφορές, με την ποιητική έννοια, καθοδηγημένο από το κυρίαρχο συναίσθημα του ονειρευόμενου με σκοπό το καταλάγιασμα των ψυχικών εντάσεων. Το όνειρο είναι ο ψυχοθεραπευτής που έχει ενσωματώσει μέσα μας η φύση ( δωρεάν μάλιστα). Ο ψυχαναλυτής Ουώλτερ Μπονίμ γράφει:
«Ο συμβολικός τρόπος του ονείρου δεν έχει επικοινωνιακό σκοπό όπως η γλώσσα, δεδομένου ότι δεν είναι μια επικοινωνία που απευθύνεται προς κάποιον άλλον. Είναι μια συμβολική έκφραση του εαυτού η οποία δεν παίρνει προφυλάξεις σ’ ό,τι αφορά την επιλογή των εκφραστικών της τρόπων. Το όνειρο, ως προς την προσωπικότητα του ονειρευόμενου, δεν αποτελεί μεταμφίεση αλλά  ίσως την πιο αυθεντική έκφραση του ίδιου του εαυτού. Το όνειρο δεν λέει κάτι απευθείας, το παρουσιάζει στον ονειρευόμενο ως ακριβείς πληροφορίες για τις ίδιες του τις στάσεις αλλά με τη μορφή ονειρικών εικόνων, πράξεων και συναισθημάτων. Ο ξύπνιος ασθενής είναι που συγκαλύπτει τα συναισθήματά του και τις σκέψεις του, προσπαθώντας να τα κρύψει από τους άλλους και από αυτόν τον ίδιο, σε μια προσπάθειά του να διατηρήσει την αυτό-εκτίμησή του και να συντηρήσει την εικόνα που έχει για τον εαυτό του.»
Αλήθεια και ψέμα λοιπόν…Μπερδεμένα πράγματα. Η ζωή στον ύπνο. Η ζωή στον ξύπνιο. Ποια είναι η πραγματική; Και ποια είναι η αληθινή; Πραγματικότητα και αλήθεια ίσως δεν είναι το ίδιο πράγμα. Η πραγματικότητα της καθημερινής ζωής διαφέρει πολύ από την αλήθεια της τέχνης. Μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο; Ίσως χρειαζόμαστε την αλήθεια της τέχνης για να διασώζει την πραγματικότητας της ζωής. Ίσως χρειαζόμαστε την πραγματικότητα της ζωής για να μας γλυτώνει από την αλήθεια των ονείρων. 

«Το όνειρο είναι ένα είδος  ακούσιας ποίησης»,
 
μας λεεί ο ψυχαναλυτής Charles Rycroft. Και συνεχίζει,

«Και ένα μεγάλο μέρος της ποίησης ένα κατασκευασμένο είδος ονείρου.»

Και τα δυό τα χαρακτηρίζει η  αμφισημία, και τα δύο τα χαρακτηρίζει η συμπύκνωση και η εντυπωσιακή εικονοποιϊα. Και τα δύο, όπως μας θυμίζει ο ποιητής, Roderick Townley είναι μορφές παιχνιδιού. Όπου παιχνίδι εννοούμε η ανοιχτή εξερεύνηση στη σκέψη σε αντίθεση με την κλειστή μεθοδική εγκεφαλική προσέγγιση που ακολουθούμε όταν προσπαθούμε να επιλύσουμε ένα πρόβλημα.
  Το χαρακτηριστικό είναι η ελευθερία. Στο όνειρο πας όπου θες. Λες ό,τι θες. Κι ό,τι δεν θες. Πειραματίζεσαι με ό,τι θες. Κι ό,τι φοβάσαι. Το πρώτο είναι όνειρο. Το δεύτερο εφιάλτης. Σ’ ένα χώρο ασφαλή και απερίσπαστο, μες στο σκοτάδι και στον ύπνο, ήσυχος – ή ανήσυχος – παίζεις. Λέγοντας απίθανα παραμύθια στον εαυτό σου. Ψεύδεσαι ασύστολα, μα πάντα με γνώμονα την πιο αλήθεια απ’ όλες: τη συναισθηματική σου αλήθεια. Στα όνειρα συναντάς όλους τους εαυτούς σου, και τους ανακατεύεις δημιουργικά ψάχνοντας τη φωνή σου.
Η τέχνη στο σκοτάδι είναι μια τέχνη σκοτεινή. Μια τέχνη αγνώστου προελεύσεως. Μια τέχνη αποσπασμάτων, σπαραγμάτων και θραυσμάτων. Μια τέχνη που ανάβει τα φώτα της μόνο όταν η συνείδηση τα σβήνει. Μια τέχνη που χρησιμοποιεί τη γλώσσα απεικονιστικά, βιωματικά, ανορθόδοξα. Μια τέχνη που χρησιμοποιεί τις εικόνες σαν γλώσσα. Μια τέχνη θεατρική, σκηνοθετημένη από ένα συναίσθημα που τριγυρίζει στον κυβερνοχώρο του νού ανακινώντας εις εαυτόν συνομιλίες. Στήνοντας μια παράστασή για το ιδανικότερο και πιο παθιασμένο κοινό απ’ όλα: τον ίδιο μας τον εαυτό. Δημιουργώντας εντυπώσεις χωρίς ηθοποιούς. Αντί να προσπαθούμε να ρίξουμε άπλετο φώς ψάχνοντας την αλήθεια, έλεγε ο Bion, θα’ταν καλύτερα να ρίχναμε άπλετο σκοτάδι : οποιαδήποτε κίνηση τότε θα γινόταν πεντακάθαρα αντιληπτή. 

Βλέπω φωτογραφίες από παλιές διακοπές κι αναρωτιόμαστε από ποιο νησί είναι.Από τη φωτογραφία βρισκόμαστε τελικά σαν σε ταινία, πάνω σ’ ένα κότερο, με το οποίο περιπλέουμε ένα πανύψηλο βουνό, με πολύ σκούρο ηφαιστειογενές έδαφος, σαν λάβα, χωρίς φυτά, τίποτα. Η θάλασσα είναι καταπληκτική, βαθύ γαλάζιο, απαστράπτουσα, και καθώς προχωράμε το βουνό διαδέχεται θάλασσα, αλλά ο ορίζοντας είναι πολύ ψηλά, σαν η θάλασσα να σκαρφαλώνει ψηλά και να χύνεται απ’ την πίσω μεριά καταρράχτης. Είναι καταπληκτικό θέαμα που προκαλεί δέος. Στη συνέχεια ένα καταπράσινο βουνό, πλαγιά όπου κατεβαίνουν πεύκα, εκτός από ένα σημείο, μια κατεβασιά με μια διπλή σειρά αφρισμένα δέντρα, δηλαδή δέντρα με πυκνό κάτασπρο αφρό (σαν καταρράχτη πάλι) αντί για φύλλωμα, πώς είναι το μαλλί της γριάς; Ξυπνώντας αμέσως σκέφτομαι πως ο Φ. έχει άσπρα μαλλιά .8
 
Ο ποιητής WS Merwin γράφει σε μια από τις επιστολές του: «Θάθελα τα όνειρα να συνεχίσουν ν’ αναβλύζουν από μόνα τους, με τους δικούς τους όρους. Τα δυνατά παραμένουν σαν ένα σημείο ενατένισης πέρα από την ανάλυση. Το να προσπαθείς να βρείς ακριβώς τι λέει ένα όνειρο είναι σαν να γυρνάς και να λές σε ένα ποίημα: Μ’ άλλα λόγια εννοείς…». Θα υπάρχουν πάντα εκείνα τα σπάνια όνειρα που σαν τα σπάνια ποιήματα κρατούν όλη τη μαγεία τους. Σαν τη προτομή του Απόλλωνα του Rilke που… 
 
"Ξεσπάει απ’ όλα τα περιγράμματά του
σαν αστέρι.  Δεν υπάρχει μέρος
να κρυφτείς. Από παντού σε βλέπει.
Πρέπει ν’ αλλάξεις τη ζωή σου."

  1 Παρουσιάστηκε στο χώρο πολλαπλών εκδηλώσεων Φούρνος την Πρωταπριλιά του 2005 στα πλαίσια του κύκλου εκδηλώσεων για το Ψέμα.
  2 Παύλινα Παμπούδη
  3 Ιερομόναχος Συμεών
  4 Σβεντεμποργκ
  5 Μπόναμι Ντομπρέ
  6 Ζίγκμουντ Φρόϋντ
  7 Ζίγκμουντ Φρόϋντ
  8 Ευ.Α.


Ημ/νία δημοσίευσης: 27 Ιουλίου 2006