Εκτύπωση του άρθρου

© Poeticanet 


 


 

 

Ας φανταστούμε την τοιχογραφία του Ραφαήλ που έχει ως θέμα τη Σχολή των Αθηνών στην Αίθουσα της Υπογραφής, στο Αποστολικό Παλάτι του Βατικανού[1], με σύνθεση προσαρμοσμένη στην ελληνική διανόηση της περιόδου 1860-1930. Κεντρικές μορφές δύο ηγετικές προσωπικότητες του κόσμου αυτού : δύο άνδρες τοποθετημένοι στο κέντρο της σύνθεσης που επαναλαμβάνουν τις χειρονομίες των αρχέτυπων μορφών. Ο ένας  στρέφει τον δείκτη του δεξιού του χεριού προς τα ουράνια, ενώ ο δεύτερος γυρίζει το εσωτερικό της δεξιάς παλάμης του προς τη γη σαν να θέλει να προσγειώσει αόρατα πλάσματα που μόλις έχουν ξεκινήσει το πέταγμά του στους αιθέρες. Ο πρώτος είναι ο ακαδημαϊκός και ερευνητής της Φιλοσοφίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο δεύτερος είναι ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Ας υποθέσουμε ότι τα βιβλία που κρατάνε στα χέρια είναι η συμβολή του καθενός στον γραπτό (μέσω δημοσιευμάτων σε γνωστά έντυπα της εποχής τους) διάλογο για την ποίηση[2]. Αυτό είναι το πλαίσιο μιας σπουδαίας για τα ελληνικά γράμματα φιλοσοφικής αναζήτησης της ουσίας και των ορίων της ποίησης. Η εποχή είναι κρίσιμη. Έχει εισβάλει στη σκηνή ο μοντερνισμός και η ελληνική κοινωνία είναι στη δίνη του προσδιορισμού της ταυτότητάς της ή καλύτερα της «ελληνικότητάς» της[3].

Εν ολίγοις ο διάλογος στρέφεται γύρω από ερωτήματα συναφή μέσα από τη σχέση τους με τον μοντερνισμό. Ο Λ. Κούσουλας στη συγκεντρωτική έκδοση των κειμένων από τον Ερμή στέκεται σε δύο από αυτά ως πρωτεύοντα, αλλά και ως δυνάμενα να ενσωματώσουν στο διερευνητικό τους κέλυφος και τα υπόλοιπα : το νόημα υπό το φως της αντίθεσης έλλογου και άλογου ποιητικού στοιχείου και η ελληνικότητα στην τέχνη. Ο Κ. Τσάτσος από μία αυστηρά ιδεοκρατική θέση υπερασπίζεται «το έλλογο νόημα του ποιητικού λόγου», αλλά και το «αισθητικό» νόημα αντιδιαστέλλοντάς τα προς τον χαλαρό ειρμό, την απουσία «έλλογου και αισθητικού νοήματος στην ποιητική έκφραση», την αντι-ποιητική γλώσσα που προτιμά η μοντέρνα ποίηση. Ακόμη υπερασπίζεται την ύπαρξη κανόνων που επιβάλλουν η λογική και η θεωρία καθώς και κανόνων του Ωραίου που προϋπάρχουν της ποιητικής δημιουργίας, όπως οι πλατωνικές ιδέες προϋπάρχουν του αισθητού κόσμου και είναι ανεξάρτητες από την εμπειρία μας. Επομένως βλέπει την ποιητική τέχνη θεμελιωμένη στο έδαφος της αντικειμενικότητας και όχι στο βασίλειο του υποκειμενικού που περιλαμβάνει και τμήματα του εν μέρει ή και καθ’ ολοκληρία μη συνειδητού. Τέλος συνδέει την ελληνικότητα με την αρχή του μέτρου, του λόγου και του ωραίου που η μοντέρνα ποίηση θέτει εκποδών, αμφισβητώντας συνολικά ό,τι ανήκει στην ποιητική παράδοση. Ο Γ. Σεφέρης από το έδρανο του εμπειριοκράτη υποστηρίζει ότι το ωραίο ορίζεται από τα ίδια τα μεγάλα ποιητικά έργα κάθε εποχής, ο ποιητής είναι μία –κατά κάποιον τρόπο- αυθεντία και επομένως δικαιούται να περιφρουρεί την εκφραστική και αισθητική αυτονομία του, η κριτική και οι θεωρίες που επιστρατεύει δεν βοηθούν στο ελάχιστο την υποδοχή του ποιητικού έργου από το αναγνωστικό κοινό, και μάλλον εκφράζει δυσφορία στην ιδέα ότι “μπορεί την “ελληνικότητα” ενός έργου τέχνης να την θεωρήσουμε σαν κριτήριο αισθητικό, που μπορεί να το καταδικάσει ή να το συγχωρέσει, ανεξάρτητα από τις άλλες του αρετές ή αμαρτίες».  Διαφωνεί με την διάκριση των ποιητών σε κλασικούς και μη κλασικούς (πρωτοπόρους), από τους οποίους οι πρώτοι είναι άξιοι υπηρέτες της ποιητικής μούσας, ενώ οι δεύτεροι ανάξιοι. Στη θέση της τοποθετεί τη διάκριση ανάμεσα σε τεχνίτες του στίχου σπουδαίους και μέτριους, σε δεξιοτέχνες και  άτεχνους.  Η πρωτοτυπία –γράφει- είναι φορέας ανανέωσης και χωρίς την ανανέωση η τέχνη πεθαίνει.   

Ως εδώ φαίνεται ότι οι δύο συνομιλητές υπηρετούν πολύ καλά τους ρόλους τους σε κάποιου είδους φανταστική αναπαράσταση της ζωγραφικής αλληγορίας. Ο Κ. Τσάτσος είναι ο νέος «Πλάτων» που ακολουθεί με ακρίβεια το υπόδειγμα του ιδεοκράτη φιλοσόφου ως προς το ότι τοποθετεί στο απώτερο σύμπαν της νόησης την ποιητική τέχνη. Αλίμονο, ο Πλάτωνας θα ριγούσε στην θεώρηση της ποίησης ως ομοούσιας της φιλοσοφίας. Ο Γ. Σεφέρης απέναντί του παραμένει σταθερά ο εμπειρικός ποιητής που υπερασπίζεται αταλάντευτα το άλογο στοιχείο, την εμπειρία των αισθήσεων και τη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας.

Αν εξαιρέσουμε και το πρόβλημα της μεταξύ τους ασυνεννοησίας ως προς τη διάκριση μεταξύ έλλογου και νοηματικά ορθού, υποκειμενικού αλλά επικοινωνιακά μεταδόσιμου και  αντικειμενικού/ εμπειρικά επαληθεύσιμου, που προκύπτει από τον διαφορετικό τρόπο που εννοούν το άλογο στην ποίηση[4], ο καθένας τους παραμένει σταθερός στο σχήμα που υπερασπίζεται από την αρχή ως προς την ουσία της ποίησης. Ο φιλόσοφος επιμένει στους αιώνιους κανόνες του Ωραίου, στις a priori αρχές του, «που ανήκουν στη σφαίρα της καθαρής λογικής και όχι της εμπειρίας»[5]. Ο ποιητής συνηγορεί υπέρ του νεωτερισμού και της πρωτοπορίας, όχι όμως έως την αποδοχή της αυτόματης γραφής, και υπέρ της εμπειρίας των αισθήσεων και της συγκινησιακής γλώσσας.

Στην πραγματικότητα όμως αποκαλύπτονται πολύ περισσότερες επιμέρους παρατηρήσεις που αποδομούν το πιο πάνω σχήμα. Το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι και οι δύο αποστρέφονται τη διάλυση της  νοηματικής αλληλουχίας στην αυτόματη γραφή, όπως προτάσσει ο υπερρεαλισμός –σ’ αυτό θα συμφωνήσει και ο Οδ. Ελύτης σε άρθρο του στο περιοδικό Νέα Γράμματα[6]. Δεύτερο, δεν συζητούν ούτε υπαινικτικά τα κοινωνικά ριζώματα της τέχνης και την πολιτική αποστολή της (η τέχνη υπηρετεί αποκλειστικά τον εαυτό της και είναι μάρτυρας του πολιτισμού). Τρίτον, ακόμη κι αν ο ποιητής είναι ανοιχτός στις «ξένες εξελίξεις» το ζητούμενο είναι η σφραγίδα της ελληνικότητας ή έστω μιας εθνικής αλήθειας στην καλλιτεχνική έκφραση.

Άλλα θεμελιώδη (φιλοσοφικά) ερωτήματα για την ποίηση δεν τίθενται, όπως ποια είναι η σχέση της ποίησης με τον χρόνο ή τι είναι το μοντέρνο, ιδέες που θα μπορούσε να αποκαλυφθεί ότι είναι διαφορετικές όψεις του ίδιου πράγματος.  Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα γράφει[7] σε πραγματεία της που προηγείται χρονικά (1932) του "διαλόγου" τα ακόλουθα: «Δεν υπάρχει τέχνη που δεν είναι μοντέρνα  (που δεν εκφράζει το χρόνο της)» και «η νεοτερικότητα ενός ποιητή είναι η αφοσίωσή του στο χρόνο, η αφοσίωσή του να τον κατευθύνει», μόνο που αυτός ο χρόνος δεν είναι ο δικός του γιατί ο ίδιος «είναι εκτός χρόνου», δεν οδηγεί σ’ αυτόν, αλλά «είναι ο ίδιος χρόνος». Η ιδιαίτερη σχέση του ποιητή με τη στιγμή, η διάχυση του παρόντος του έργου στο μέλλον, η ρευστότητα των χρονικών ορίων είναι στη φύση της τέχνης. «Η ίδια η τέχνη» κατά την Τσβετάγιεβα « απ’ όπου κι αν τρέφεται, ό,τι κι αν επιζητά να παλινορθώσει, είναι από τη φύση της κίνηση προς τα μπροστά». Η καταδίκη του ποιητή, η εχθρότητα προς αυτόν, υψώνεται μόνο όταν εκείνος γίνει άγαλμα, μεταθανάτιο μνημείο, φυλακιστεί στο παρελθόν. Ο ποιητής δεν ανήκει στην εποχή του αλλά την δημιουργεί με την έννοια ότι μπορεί να αναγνωριστεί στην εποχή του ή μετά θάνατον, αλλά η «νεοτερικότητα (η επενέργεια στο ποιόν της εποχής) γίνεται πάντα αισθητή ενόσω ζει, αφού, ανάμεσα σ’ ό,τι σχετίζεται με τη δημιουργία μόνο η ποιότητα μετρά». Η ποιητική δημιουργία είναι ρήξη του ιστορικού συνεχούς, είναι μια τομή στην εποχή της, μια αιφνίδια μεταβολή των όρων της πραγματικότητας.  Αντίθετα με το δυναμικό σύστημα της ποιητικής τέχνης στον στοχασμό της Τσβετάγιεβα, ο χρόνος στον «Διάλογο για την ποίηση» είναι ένας χρόνος ακίνητος, στατικός, μετωπικός. Είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί το μοντέρνο σε αυτό το πλαίσιο γιατί λείπει η διαλεκτική κίνηση. Τίποτε δεν φαίνεται να καταστρέφεται για να οικοδομηθεί στα ερείπιά του το καινούργιο. Ακόμη και ο Σεφέρης, που αποδέχεται την καινοτομία, λέει ότι «η τέχνη είναι κανόνας αμείλικτος». Καμία σύγκρουση, καμία μεταβολή. Όλα αναδύονται σε μία επιφάνεια αιωνιότητας και ακατάλυτων δυνάμεων. Κανένας κυματισμός καταστροφής του παλιού, του θανάτου που θα αναγγείλει τη γέννηση του νέου.

Πάνω από τη ζωγραφική σύνθεση της Σχολής των Αθηνών ο Ραφαήλ σημείωσε τις λέξεις Causarum Cognitio, δηλαδή να γνωρίζεις τις αιτίες, ιδέα που συνιστά το απόσταγμα της αριστοτελικής Φυσικής Φιλοσοφίας και Μεταφυσικής. Η ποίηση είναι δημιουργία που ακολουθεί τους νόμους της αέναης κίνησης, της μεταβολής, της γέννησης και της φθοράς. Στη φύση στη ζωή και τον πολιτισμό η εξέλιξη είναι αναπόφευκτη. Αυτό που πρέπει να κάνει ο φιλόσοφος αλλά και ο καλλιτέχνης είναι η ιχνηλάτηση των αιτίων της κίνησης. Σ’ αυτή την αναζήτηση αυθεντίες δεν υπάρχουν είτε αυτές είναι αρχές, δηλαδή αφηρημένες οντότητες, είτε είναι πρόσωπα, δηλαδή οι ίδιοι οι ποιητές.    


[1] Stanza della Segnatura, ο χώρος μελέτης της βιβλιοθήκης του Πάπα Ιουλίου Β΄.
[2] Έκδοση αναφοράς, Γ. Σεφέρης-Κ. Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση, επιμ. Λουκάς Κούσουλας, Ερμής-Νέα   
   Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1979.
[3] Ο διάλογος αυτός αναπτύσσεται μεταξύ Απριλίου 1938 και Δεκεμβρίου 1939. Δέκα χρόνια νωρίτερα ο Γιώργος Θεοτοκάς παρέδιδε στο αναγνωστικό κοινό το δοκίμιό του «Ελεύθερο Πνεύμα» γνωστό και ως «μανιφέστο της γενιάς του ’30», της οποίας δίνει ένα στίγμα περισσότερο «δυτικόστροφο» και διεθνιστικό.
[4] Μαρία Ιατρού, Και τον βοριά τον δροσερό τον πήραν τα καράβια…Το "λογικό", το "άλογο" και το δημοτικό τραγούδι στον Διάλογο Σεφέρη-Τσάτσου, Poeticanet, 16.04.2014 https://www.poeticanet.gr/logiko-alogo-   dimotiko-tragoydi-ston-dialogo-a-1395.html
[5] Δημήτρης Ραυτόπουλος, Κριτική της κριτικής, Gutenberg, Αθήνα
[6] Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, ΤΤΤ 1935
[7] Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Ο ποιητής και ο χρόνος-Δοκίμιο για τη νεοτερικότητα, μετάφραση Καίτη Διαμαντάκου, Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998.

Εύη Μανοπούλου

 

 


 

Α. Αν μου ζητούσαν μια περίπτωση χαρακτηριστική νεοέλληνα ποιητή επηρεασμένου από τη φιλοσοφία, θα δυσκολευόμουν να βρω ενδεικτικότερη απ' αυτή του Άγγελου Σικελιανού. Τον Άγγελο Σικελιανό τον επηρέασε κυρίως το κίνημα της φιλοσοφίας της ζωής, κίνημα που πέραν από καθαρά φιλοσόφους, εκπροσωπήθηκε  και από  λογοτέχνες όπως ο Στέφαν Γκεόργκε .

 
Ας παραθέσω λίγα πληροφοριακά στοιχεία για αυτό το ρεύμα αντλημένα από το έργο του Ιωάννου Θεοδωρακόπουλου Τα σύγχρονα φιλοσοφικά Ρεύματα: “Ως φιλοσοφικό κίνημα η φιλοσοφία της ζωής στρέφεται κυρίως εναντίον της εννοιοκρατίας και της νοησιαρχίας, της απολυταρχίας δηλαδή των εννοιών και της ίδιας της νοήσεως, της πηγής των εννοιών, και εμφανίζεται με ένα πλήθος τάσεων και ροπών, σε διάφορους τομείς της ζωής, ατομικής, κοινωνικής, πνευματικής και πολιτικής, και στηρίζεται στα εξωλογικά στοιχεία της ζωής.  Η φιλοσοφία αυτή εξηγεί την άλογη πλευρά της ζωής, τη ζωτικότητα του “Διονυσιακού” ανθρώπου, όπως θα έλεγε ο Nietzsche, ο οποίος είναι και ένας από τους κυριότερους πρωταγωνιστάς του όλου κινήματος, εναντίον του “Απολλωνίου”.  Ο Ζαρατούστρας είναι μεγάλος συνήγορος της ζωής, αλλά και όλοι εμείς, λέγει ο Νίτσε,  είμεθα συνήγοροι της ζωής. Και προσθέτει: “Λαχταρώ τη ζωή, τη ζωή, τη ζωή”. Με πολλούς και ποικίλους τρόπους εξύμνησε ο Νίτσε τη ζωή, έτσι όπως την καταλαβαίνει αυτός, ενώ συχνά καταφέρεται κατά του λογικού, της διάνοιας.  “Η διάνοια”, λέγει, “είναι πλάνη”.  Αλλού πάλι χαρακτηρίζει τη “διάνοια” ως μέσο της απάτης.  Ο ίδιος όμως ο Νίτσε, εκτός από την καταπληκτική διαίσθηση, διαθέτει μια αδυσώπητη διανοητική δύναμη και αυτό είναι το τραγικό.  Και ίσως η υπερτροφική του διάνοια τον κάνει να λαχταρά τόσο τη ζωή, να νοσταλγεί τόσο το αγαθό που δεν έχει, δηλαδή τη ζωή.
 
 Η μεγάλη κίνηση των νέων πρώτα στη Γερμανία και έπειτα σε άλλες χώρες της Ευρώπης με την ομαδική έξοδο της νεότητας στη φύση, η αναμόχλευση της ερωτικής ζωής, η αναγέννηση του θρησκευτικού μυστικισμού, η αναπροσαρμογή της ιστορίας με βάση το υπόβαθρο της ζωής, η στροφή της πολιτικής προς τα αιτήματα της ζωής και πολλές άλλες παρόμοιες τάσεις εκβάλλουν στο μεγάλο ρεύμα που ονομάζεται “φιλοσοφία της ζωής”.” Στη συνέχεια ο Θεοδωρακόπουλος ονοματίζει τους κυρίοτερους εκπροσώπους του κινήματος. Αυτοί είναι ο  Guyau και ο Bergson στη Γαλλιά, ο   William James στην Αμερική, ο Nietzsche, ο Dilthey, ο Simmel, ο  M. Scheler, ο L. Klages, ο  Spengler και ο ποιητής  Stefan George στη Γερμανία. “Η ζωη”, επισημαίνει ο έλληνας στοχαστής, “ θεωρείται απ' αυτούς ως το όντως ον, ως το άμεσο, το πρωταρχικό.  Επίσης όλοι αυτοί βλέπουν τη ζωή ως κάτι που συνεχώς κινείται και μεταβάλλεται, επίσης ως κάτι που προοδεύει και κυρίως ως το κατ' εξοχήν δημιουργικό στοιχείο της ιστορίας”.  Και στη συνέχεια υπογραμμίζει και τούτο: “Δεν είναι φιλόσοφοι της ζωής μόνο εκείνοι που στηρίζονται  στη βιολογία, αλλά εκείνοι που προχωρούν πέρα από τη βιολογία, δηλαδή που συμπληρώνουν την έννοια της βιολογίας περί ζωής με στοιχεία από τη ζωή του πνεύματος. Όπως είδαμε άλλωστε, η φιλοσοφία της ζωής κατέληξε σε πολλούς εκπροσώπους της σε μυθοποιία της ζωής.  Τα μυθικά σύμβολα και όχι η εννοιοκρατία της επιστήμης καλούνται τώρα ν' αποκαλύψουν το βάθος της ζωής.  Από την εποχή του ρομαντισμού  μέχρι του Νίτσε, του Ρίλκε και του Στέφαν Γκεόργκε ο μύθος αποκτά μία γοητεία και μία δύναμη πολλή μεγάλη”.
 
Β.  Μέσα στ' αυτό το πλαίσιο μπορούμε να διαβάσουμε καλύτερα τα θεωρητικά κείμενα του Σικελιανού, με πιο χαρακτηριστικό τους τον Πρόλογο  στο Λυρικο Βίο (αλλά  την μεγαλόπνευστη σύνθεση  Πρόλογος στη Ζωή τη δεύτερη πράξη του σικελιανικού έργου,  που  αυτή είναι μια είσοδος στον χώρο του μυθικού, και μάλιστα σε μια περιοχή του, όπου κυριαρχούν οι μορφές κι οι δυνάμεις της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ο Αχιλλέας, ο Ηρακλής, η Ορθία Αρτέμιδα, ο Διόνυσος, η Διοτίμα, η Εστιάδα, ο Απόλλων).
 
Η λυρική και ευρύτερη πνευματική προσπάθειά του Σικελιανού, όπως φαίνεται σ΄αυτά τα κείμενα,  έρχεται σε ρήξη με την Ευρωπαϊκή Λογοκρατία και με τον στηριγμένο σε εκείνη νεότερο δυτικό πολιτισμό στις κυρίαρχες πολιτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές πραγματώσεις του. Για τον Σικελιανό ο ορθολογισμός ακρωτηριάζει εσωτερικά τον άνθρωπο, αφού αναπτύσσει τις μηχανικές ικανότητες της διανόησης σε βάρος των βιολογικών λειτουργιών που τον εναρμονίζουν  με τον εαυτό του και με τον κόσμο. Για τον Λευκάδιο ποιητή η ύψιστη ανθρώπινη λειτουργία δεν είναι η ικανότητα του συλλογισμού αλλά η αισθαντικότητα. Η τελευταία δεν πρέπει να εννοηθεί μόνον ως απλή λειτουργία των αισθήσεων. Η αισθαντικότητα είναι η συνεργασία όλων των αισθητικών, ψυχικών και γνωστικών ιδιοτήτων του ανθρώπου, χάρις στην οποία επιτυγχάνεται η ‘ερωτική, δημιουργική και γνωστική ενότητά του’ με τον κόσμο, η βιωματική δηλαδή σύνδεσή του με το σύμπαν. Έτσι, το ψυχικό κέντρο του ανθρώπου συμπίπτει με το κέντρο του παντός. Ας προσέξουμε πως, ενώ ο Σικελιανός αποστρέφεται την ικανότητα του μηχανικού συλλογισμού (η οποία σήμερα, με την αλματώδη ανάπτυξη των υπολογιστικών μηχανών, έχει πάρει διαστάσεις που  δεν θα μπορούσε καν να υποπτευθεί), συμπεριλαμβάνει στην έννοια της αισθαντικότητας και τον γνωστικό ενθουσιασμό των μεγάλων επιστημόνων. Ο Πλούταρχος χαρακτηρίζει τον Αρχιμήδη μουσόληπτο. Παρόμοια, ο  Einstein, σε ένα χωρίο του που αναφέρεται απ’ τον έλληνα λυρικό, γεραίρει  τους μεγάλους μουσόληπτους επιστήμονες: «Ποια τρίσβαθη χαρά στη γνώση της οικοδομής του κόσμου», γράφει ο Einstein και παραθέτει ο Σικελιανός, «ποιος πόθος διάπυρος στο να συλλάβουνε έστω και ελάχιστες ακτίνες από τη θαυμαστή λάμψη του παντός, έπρεπε να κατέχουν ένα Κέπλερ ή ένα Νεύτωνα, για να μπορέσουνε, στο διάστημα μιας μοναξιάς ολόκληρης ζωής, να επιδιώξουν να ξεμπλέξουν κάτι απ’ το αίνιγμα των ουρανών;».     
 
Σε θεωρητικά του κείμενα  ο Σικελιανός σκιαγραφεί την καταστροφική πορεία της δυτικής λογοκρατίας από την αρχαιότητα ως τις μέρες του. Αναγνωρίζει στην κλασσική Ελλάδα μια εποχή ‘αγνού συνδυασμού εμπειρίας, αισθαντικότητας και καθαρού συλλογισμού’. Σ’ αυτόν, άλλωστε, τον συγκερασμό χρωστούμε ό, τι καλύτερο και αρτιότερο έδωσε ο ελληνικός πολιτισμός. Με το σοφιστικό όμως κίνημα ο στείρος ορθολογισμός κερδίζει βαθμιαία έδαφος και η αρμονική ενότητα ζωής και στοχασμού  διασπάται. Αυτή την εξέλιξη, που οδήγησε στην παρακμή του αρχαίου Ελληνισμού, δεν  μπόρεσαν να αναχαιτίσουν μήτε ο Πλάτων μήτε  τα τελευταία προπύργια της αρχαίας θρησκευτικότητας, τα ιερά των Δελφών και της Ελευσίνας.
 
Στον νεότερο κόσμο η εξάπλωση της λογοκρατίας ακολουθεί τον εκτοπισμό της πίστης μετά την εκπνοή του μεσαίωνα και σημαδεύεται από τη σκέψη τεσσάρων φιλοσόφων: του Καρτέσιου, του Βάκωνος, του Σπινόζα και του Κάντιου. Ο Βάκων κηρύττει ως απόλυτο κριτήριο της γνώσης το πείραμα. Ο Καρτέσιος πάλι θέτει με το ‘cogito ergo sum’ τον θεμέλιο λίθο του υποκειμενικού ιδεαλισμού, που βασίζεται στην αυτονομία και την κυριαρχία της νόησης επί της εμπειρίας, και χαράζει έτσι τη φιλοσοφική οδό που θα οδηγήσει στην Κριτική του Καθαρού Λόγου.
 
Στον εικοστό αιώνα ωστόσο σημειώνεται γενικευμένη αντίδραση ενάντια στη  καθιερωμένη λογοκρατία τόσο στην ποίηση (λ.χ. με τον Υπερρεαλισμό) και την φιλοσοφία  με το κίνημα της ‘φιλοσοφίας της ζωής’, που εκπροσωπούν κυρίως ο Μπερξόν  στη Γαλλία και ο Klages  στη Γερμανία, όσο και στην επιστήμη με τη θεωρία της σχετικότητας, τον Νεοπυθαγορισμό του Heisenberg ή την μεταγεωμετρία του Riemann και του Lobachevsky. Ο Έλληνας λυρικός στρατεύεται άτυπα στο αντιλογοκρατικό ρεύμα της φιλοσοφίας της ζωής. Για τον Σικελιανό η ποίηση είναι η κιβωτός των δημιουργικών αρχών της ζωής, αφού μόνον εκείνη μπορεί να συλλάβει με πληρότητα την βιολογική και κοσμική ταυτόχρονα αλήθεια. Κάθε άλλη προσέγγιση της τελευταίας μοιάζει με το εγγεγραμμένο ή περιγραμμένο πολύγωνο σε σχέση με τον τέλειο κύκλο.
 
Γ.    Τελειώνω αυτή την επισκόπηση επισημαίνοντας κάποιες συνάφειες ανάμεσα στον Σικελιανό κι έναν από τους βασικούς εκπροσώπους του κινήματος, τον Ludwig Klages,  που την αντιλογοκρατική εκστρατεία του τη μνημονεύει ο Σικελιανός στον Πρόλογο .  Κεντρικός άξονας  της φιλοσοφίας του  Klages  είναι η συνείδηση του σύμπαντος κι η προσπάθεια της βιωματικής επανασύνδεσης του ανθρώπου με εκείνο. Μια όμορφη φράση του  εκφράζει όλην αυτή την βιοθεωρία. ‘Τώρα’, γράφει ο Κλάγκες, ‘ ακόμη κι η γλαυκότερη ημέρα σκεπάζει σαν πέπλος τα έναστρα βάραθρα της κοσμικής νύχτας’. Εδώ η λατρεία της νύχτας του Νοβάλις και των ρομαντικών προσλαμβάνει διαστάσεις κοσμικού βιώματος.
 
Ο Κλάγκες, προχωρώντας πέρα απ’ τον διονυσιασμό του Νίτσε, απολήγει στην προϊστορική μητριαρχία, στην εποχή δηλαδή πριν η ανάπτυξη της διανόησης διασπάσει την ενότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Εδώ η επίδραση του Κλάγκες  στον Σικελιανό είναι προφανής. Η φυσιοκρατία του πρώιμου Σικελιανού (π.χ. στον Αλαφροϊσκιωτο) εκπνευματώνεται  στα έργα της ωριμότητάς του και αποκτά με την προσφυγή στις μητριαρχικές δοξασίες θρησκευτικό υπόβαθρο. Η Μητέρα-Θεά, άλλωστε, κατέχει κεντρική θέση στον ώριμο Σικελιανό. Ακόμη κι ο χριστιανικός μύθος στις μεγάλες χριστιανικές συνθέσεις του  (δηλαδή την Μητέρα Θεού και το Πάσχα Των Ελλήνων)  παίρνει μια διάσταση μητριαρχική, καθώς ο Σικελιανός, συγκρητίζοντας, ταυτίζει την Παναγία με την Δήμητρα και κατ’επέκτασιν μ’ όλες τις μητέρες- θεές των αρχέγονων θρησκειών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της στροφής του Σικελιανού στην προϊστορική και προελληνική μητριαρχία είναι η τραγωδία του Ο Δαίδαλος στη Κρήτη, όπου η βουβή διαπάλη  ανάμεσα στον Μίνωα και την Πασιφάη είναι  ταυτόχρονα κι η διαπάλη  ανάμεσα στη βάρβαρη πατριαρχία και την αρχέγονη μητριαρχία.
 
Μια άλλη βασική ομοιότητα ανάμεσα στον Κλάγκες και τον Σικελιανό είναι η θεώρηση του διπολικού χαρακτήρα της πραγματικότητας. Τόσο στον Κλάγκες όσο και στον Σικελιανό  αντιθέσεις όπως ζωή-θάνατος  αποτελούν διαφορετικές όψεις της ίδιας αέναα μεταβαλλόμενης πραγματικότητας. Κι ο Γερμανός στοχαστής  κι ο Έλληνας λυρικός συναντούν έτσι  τον Ηράκλειτο (Διόνυσος κι  Άδης είναι το ίδιο).
 
Αν και οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι είναι αγαπητοί και στον Κλάγκες και τον Σικελιανό, ο πρώτος, καθώς και ο Ερνστ Γιούγκερ αργότερα, θα προκρίνει τους πολιτισμούς της Ανατολής τον Χαλδαϊκό, τον Ινδικό, τον Αιγυπτιακό- από  των Ελλήνων. Τούτο συμβαίνει,  γιατί στους Έλληνες απουσιάζει το κοσμικό βίωμα που προαναφέραμε και που  κυριαρχεί στους πολιτισμούς της Ανατολής. Οι Έλληνες ζούσαν περικλεισμένοι στον οικείο κόσμο που τον  έκλεινε ο θόλος της ημέρας. Αγνοούσαν το αίσθημα του απείρου.  Αυτό το κοσμικό βίωμα, κρυσταλλωμένο επίσης  στην εικόνα της νύχτας, κρηπιδώνει όλο τον όψιμο Σικελιανό. Αλλά ο Σικελιανός θα αναζητήσει στην ίδια την ελληνική αρχαιότητα, και πιο συγκεκριμένα στους ορφικούς και τα ιερά των Δελφών και της Ελευσίνας,  τις επιβιώσεις της αρχαίας σοφίας και θα προσπαθήσει να ενσωματώσει το κοσμικό βίωμα και την καθολική ενότητα των μητριαρχικών θρησκειών στο δικό του ρηξικέλευθο όραμα του Ελληνισμού.  
 
Γιώργος Βαρθαλίτης
 
 

 

         

                                                                                       Στην Άννα Αφεντουλίδου


1. Το αίτημα της συναλληλίας

Οι κοινοί παρονομαστές είναι, ως γνωστόν, ορατοί. Ποιητικό ρήμα και φιλοσοφική αποτίμηση επιδιώκουν άλλωστε να ορίσουν το όντως ον. Γνωρίζουμε ασφαλώς ότι η «ολόκληρη η ιστορία της σύγχρονης ποίησης είναι ένας συνεχής υπομνηματισμός στο βραχύ κείμενο της φιλοσοφίας: όλη η τέχνη οφείλει να γίνει επιστήμη και όλη η επιστήμη τέχνη. Ποίηση και φιλοσοφία οφείλουν να ενωθούν», σύμφωνα με την ετυμηγορία του  Άουγκουστ Βίλχελμ φον Σλέγκελ. Ανήκω σ’ εκείνους που εξακολουθούν να πιστεύουν σταθερά ότι η ποίηση δεν είναι κατ΄ ανάγκην παιδί της ταραγμένης ή μη εποχής της. Φρονώ μάλιστα ότι ως η κατ’ εξοχήν τέχνη του επαΐοντος – να υπογραμμίσω εδώ τον οξυδερκή ορισμό του Ουάλας Στίβενς «Poetry is the scholar’s art» - η ποίηση θα συνεχίσει και στα χρόνια που έρχονται να εκλύει οραματική σοφία, ανατέμνοντας και αναδιανέμοντας τη σκληρή ύλη της πραγματικότητας που μας περιβάλλει ενίοτε τόσο ασφυκτικά. Η ποιητική γραφή θα εξακολουθήσει να ασκεί το θεμελιώδες, σύμφυτο με τον εαυτό της προνόμιο, δηλαδή να προπορεύεται και να προβλέπει ή να προσβλέπει στα νέα τοπία του ανθρώπου. Συγκρατώ την εξής παρατήρηση, όπως διατυπώθηκε προσφάτως από τον  Νικήτα Σινιόσογλου: «ίσως η φιλοσοφία υπήρξε ανέκαθεν υπερτιμημένη, ένα εργαστήριο εξουσίας και άσκησης του νου μάλλον. Ο συγχρονισμός του εαυτού με τον κόσμο είναι πράγμα αδύνατο εξ ορισμού, δηλαδή πάντα θα σφάλλουμε κατά τρόπο αναγκαίο, οι στοχασμοί μας μονίμως θα έπονται των συμβάντων και θα υπολείπονται». Το ερώτημα, το οποίο προκύπτει είναι αναπόφευκτο. Όπως τουλάχιστον το διατυπώνει με ευθύτητα ο προαναφερόμενος: «φταίει η εποχή, εφ’  όσον εκφυλίστηκε η φιλοσοφία σε άδεια σχήματα, ή η ανθρώπινη φύση, μιας και επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη, όσοι αιώνες στοχασμού κι αν παρέλθουν, οπότε το πρόβλημα είναι ακόμη βαθύτερο, εγγενές στη ροή του κόσμου;» Η απάντηση επαφίεται στις εξ υποκειμένου θέσεις εκάστου. Αρκεί ίσως να προσεγγίσουμε το έργο των προσφιλεστέρων μας φιλοσόφων για να αισθανθούμε την όποια διαφορά. Εξ ου και η παροδική έστω απόλαυση της αλήθειας. Η ώσμωση με την ουσία των πραγμάτων. Ό, τι παρέχεται αναλόγως και εδώ: «σύμφωνα με την Καμπάλα, οι πιστοί αποκτούν την Παρασκευή μια νέα, εντελώς ουράνια και πιο τρυφερή ψυχή, που μένει μέσα τους ως το Σάββατο το βράδυ». Η κατάθεση προέρχεται από τα Ημερολόγια του Φραντζ Κάφκα.

2. Οντολογικός πλουραλισμός

Ο κόσμος από τον οποίο τεκμαίρω την υφή της πραγματικότητας δεν προέρχεται από την επικράτεια του οράν, αλλά από εκείνη του φαντασιακού.

                                                               Χουάν Γκρις (1887 – 1927)

Στην εξαιρετικά δίσημη αυτή χρονική συγκυρία, όπου ο κόσμος, ηλεκτρονικά τουλάχιστον συρρικνώνεται, γίνεται ένα δυναμικό χωριό επικοινωνίας, η ποίηση αναλαμβάνει, ως εκ των πραγμάτων, το πρόσθετο βάρος να μεγαλώσει αντίθετα τον κόσμο, να τον διευρύνει εννοιολογικά, να του δώσει εντέλει την ορθή του διάσταση, δρώντας ως το κατ’ εξοχήν αντίβαρο στη μονοδιάστατη αγωγή των προσώπων ή των α-προσώπων. Η πανάρχαια και βέβαια αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής ποίησης εγγυάται, μεταξύ άλλων, ότι πέρα από την εμπειρία των αισθήσεων θα υπάρχει πάντα ακέραιη και ακαινοτόμητη η εμπειρία του Ποιητικού Νου, που έχει το χάρισμα να καταργεί είδωλα και ψεύδη φαινομένων, ό, τι δηλαδή είθισται να αποκαλείται με τον πλέον επιπόλαιο τρόπο «αξιωματικός ρεαλισμός». Είμαι πεπεισμένος ότι όσο ο κόσμος θα δείχνει απερίφραστα ότι διακατέχεται από τάσεις αυτοκαταστροφής, τόσο ανάστροφα θα δρα η ποίηση, ως τάση δηλαδή συντήρησης και επιβίωσης και αφαλκίδευτης αυτοεπίγνωσης του ανθρώπινου παράγοντα, που επιμένει να αντιστρατεύεται στον εξανδραποδισμό του. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ιμμάνουελ Καντ, την πραγματικότητα δεν την αντιλαμβανόμαστε απλώς, αλλά τη συνιστούμε οι ίδιοι. Ό, τι δηλαδή σήμανε επανάσταση στη φιλοσοφία. Και κατ΄ επέκταση, κάθε ποίημα, που σέβεται τον εαυτό του «δεν έχει κανένα νόημα πίσω του, αλλά αναρίθμητα νοήματα», όπως μας έδειξε ο Φρίντριχ Νίτσε,  Θέληση για δύναμη, 481. Η μεταφορά, αυτή η σημαίνουσα ρηματική τάξη, που ουσιώνει και στοιχειώνει μαζί την ποίηση, θα δίνει όλο και περισσότερα εχέγγυα διατήρησης της παμπάλαιας ισορροπίας, ότι δηλαδή το φαντασιακό υπάρχει στο βαθμό που υπάρχει ζωή στον πλανήτη Γη. Πάνω από τις θανάσιμα γραφικές κάποτε παραστάσεις της φαινομενολογίας του κόσμου, θα υπάρχει πάντοτε μέσω της ποιήσεως η μεγάλη δυνατότητα της διαστολής της συνείδησης, της ικανότητας δηλαδή να παραμείνουμε λειτουργικοί σε δεύτερο βαθμό θέασης.

 3.Το αναπόφευκτο ποιητικό διάβημα

«Αν δεν υπάρχει μια ενιαία αρχή πραγματικότητας που να υπερβαίνει όλες τις πολιτισμικές σταθερές και τους φυσικούς καθορισμούς, τότε η αλήθεια ξεπέφτει στο επίπεδο της απλής κοινωνικής σύμβασης».

                                                               Ζαν Μπορελλά(1930 -)

«Ο άνθρωπος δεν είναι το αυτονόητο επίκεντρο και αντικείμενο της επιστήμης, παρά μια σχετικά πρόσφατη επινόηση προορισμένη να εξαφανιστεί στο προσεχές μέλλον. Γιατί ανέκυψε στο πλαίσιο ενός ορισμένου τύπου σκέψης, ο οποίος διαμορφώθηκε μόλις κατά τον δέκατο ένατο αιώνα και διαδέχτηκε άλλους τύπους σκέψης, θεμελιακά διαφορετικούς και ολότελα ξένους προς ό,τι αργότερα ονομάστηκε "άνθρωπος"». Πρόκειται για την αφοριστική επαγωγική πρόταση του  Μισέλ Φουκώ. Αναμφίβολα, ως εξ ορμεμφύτου, η ποίηση θα εξακολουθεί να ενεργεί παλίντροπα – από τη μια θα την έλκει και θα την ελκύει ο πόλος του πραγματικού και ό, τι αυτό μπορεί ενδεχομένως να σημαίνει, κι από την άλλη θα τη διεγείρει το φαντασιακό με όλη τη δυναμική του. Ακόμα και οι λεγόμενες αρχαϊκές  προ – οιδιπόδειες αποδιοργανώσεις του Εγώ συναποτελούν αντικείμενα της ποιητικής εστίασης. Στο αναμφισβήτητο χάος που είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να ανοίξει μπροστά μας, χάος που υπονοούν και επαπειλούν μεταξύ άλλων οι πυρηνικοί εξοπλισμοί, με αφοπλιστική μάλιστα ειλικρίνεια, προοιωνιζόμενοι το βιολογικό μας τέλος, έρχεται η ποίηση αυτών των καιρών να μας βοηθήσει να δούμε με καθαρότερα μάτια την τάξη στη θέση της αταξίας, το ρυθμό στη θέση της αναρχίας και της αρρυθμίας.

Συγκρατώ για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής ότι, κατά τον Ζιλ Ντελέζ, όπως τονίζεται στην κύρια διδακτορική του διατριβή, με τίτλο Διαφορά και επανάληψη, που δημοσιεύτηκε το κρίσιμο για τα ευρωπαϊκά πράγματα 1968:  «η έρευνα για καινούργια φιλοσοφικά μέσα έκφρασης εγκαινιάστηκε από τον Νίτσε και σήμερα πρέπει να συνεχιστεί με αναφορά στην ανανέωση κάποιων άλλων καλών τεχνών, όπως το θέατρο κι ο κινηματογράφος. Θα μπορούσαμε έτσι από αυτή τη στιγμή να αναρωτηθούμε πάνω στη χρήση της ιστορίας της φιλοσοφίας. Έχω τη γνώμη ότι η ιστορία της φιλοσοφίας πρέπει να παίξει ρόλο ανάλογο με τον ρόλο του κολάζ στη ζωγραφική. Η ιστορία της φιλοσοφίας είναι η αναπαραγωγή της ίδιας της ιστορίας».

4. Η από κοινού άμυνα

Πάντως οφείλουμε «μέσα από την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών», όπως ορίζει ο περίφημος καβαφικός στίχος, να διασφαλίσουμε την ποιητική διάσταση του κόσμου. Η ελευθερία της λεκτικής δράσης, η ρηματική συναλληλία προκαθορίζουν με τον τρόπο τους τη συναντίληψη των όντων. Αν πράγματι «μόνο η φαντασία και όχι η επινόηση είναι η υπέρτατη κυρίαρχος της τέχνης, όπως και της ζωής», όπως διατείνεται ο Τζόζεφ Κόνραντ, τότε οι ευθύνες μας για τη διατήρηση του δικαιώματος να ονειρευόμαστε μέσα στο δάσος των λέξεων είναι τώρα ιδιαίτερα αυξημένες. Εξ ου και η καθόλα συγγνωστή ορμή προς το άλλο. «Ένα βιβλίο φιλοσοφίας οφείλει να είναι», υποστηρίζει ο Ζιλ Ντελέζ, «από τη μια ένα πολύ ιδιαίτερο είδος αστυνομικού μυθιστορήματος και από την άλλη ένα είδος επιστημονικής φαντασίας. Λέγοντας «αστυνομικό μυθιστόρημα», εννοώ ότι οι έννοιες πρέπει να παρεμβάλλονται με έναν τρόπο που να τους επιτρέπει να επιλύουν μια συγκεκριμένη κατάσταση. Να μεταβάλλονται μαζί με τα προβλήματα. Να έχουν ζώνες επιρροής μέσα στις οποίες δρουν [. . .] σε σχέση με «δράματα» και κάποια «σκληράδα». Φυσικά πρέπει να έχουν συνάφεια μεταξύ τους, αλλά αυτή η συνάφεια δεν πρέπει να προέρχεται από τις ίδιες. Πρέπει να την παίρνουν από αλλού[. . .]Πιστεύω σ΄ έναν κόσμο όπου οι ατομικότητες είναι απρόσωπες και οι ενικότητες προατομικές: πιστεύω στο μεγαλείο του «κάποιος»[. . .] Έρχεται ο καιρός όπου δεν θα είναι πια δυνατό να γραφτεί ένα βιβλίο φιλοσοφίας όπως γινόταν μέχρι τώρα: « Αχ! Το παλιό στυλ…». Η στρατηγική ταύτισης με το όλον, η εμπειρία των όσων παρέχει αενάως η κοιλάδα των παθών, η αυθυπέρβαση της ίδιας της ύπαρξης συνιστούν εξ αντιδιαστολής στοιχεία της ημερήσιας διάταξης των ποιητικών αναζητήσεων κι εφαρμογών. 

5. Η σκοπιμότητα της επανεκκίνησης

Η πρόνοια του συνειδέναι: να διαβάσουμε, να ασκήσουμε τη φιλοσοφία ως οριακή άσκηση φρόνησης. Η ολική σκέψη προσανατολίζεται και ως εξής: «η φιλοσοφία φανερώνεται όχι με την ορθή κρίση αλλά με το παράδοξο. Το παράδοξο είναι το πάθος της φιλοσοφίας. Υπάρχουν πολλά είδη παραδόξου, και όλα αντιτίθενται στις αλληλοσυμπληρούμενες μορφές της ορθοδοξίας – δηλαδή, στην ορθή κρίση και στον κοινό νου. Υποκειμενικά, το παράδοξο διακόπτει τη συνηθισμένη λειτουργία των νοητικών ικανοτήτων και φέρει την καθεμιά μπροστά στο όριό της, μπροστά σε αυτό που δεν μπορεί να συγκριθεί: Τη σκέψη μπροστά σε αυτό που δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σκέψης παρόλο που είναι μόνη ικανή να το σκεφτεί˙ τη μνήμη μπροστά στο λησμονημένο που όμως είναι και το αμνημόνευτο [immemorial]˙ και την αίσθηση μπροστά στο μη αισθητό που δεν συγχέεται με το εντατό…». Η επισήμανση ανήκει και πάλι στον Ζιλ Ντελέζ. Επιβεβαιώνει άλλωστε την ανάγκη περαιτέρω διαλεύκανσης των όσων καταστατικά κρίνονται δεδομένα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ

Φρίντριχ Νίτσε,  Θέληση για δύναμη, 481, μετάφραση Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις Πανοπτικόν, 2014
Νικήτας Σινιόσογλου, Ο καρπός της ασθενείας μου, Περιοδικό δοκιμιακού λόγου, recto/verso, β!, 2019
Άουγκουστ Βίλχελμ φον Σλέγκελ, Athenӓum Fragmente, Kritische Fragmente (1797)
Φραντζ Κάφκα, Τα ημερολόγια 1910- 1923, μετάφραση: Άρτεμη Αγγέλα Βερυκοκάκη, Εξάντας, 2018
Ζιλ Ντελέζ, Διαφορά και επανάληψη, εισαγωγή, μετάφραση: Κωνσταντίνος Β. Μπούντας, εκδόσεις Εκκρεμές, 2020
Μισέλ Φουκώ,  Οι λέξεις και τα πράγματα, μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου, μετάφραση: Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις Γνώση, 2008

Γιώργος Βέης

 

 

 

Στο ποίημα Ταξίδι στο Βυζάντιο του νομπελίστα Ιρλανδού ποιητή Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς, Φιλοσοφία και Ποίηση φαίνεται να συγκλίνουν και να συναντώνται, υπερβαίνοντας παραδοσιακές απαξιωτικές για την Ποίηση θέσεις φιλοσόφων και θεωρητικών της φιλοσοφικής διανόησης.  Ο Γέητς  στο σύνολο του έργου του -ποιητικό, θεατρικό, συγγραφικό, μυθολογικό, μεταφυσικό- «φιλοσοφεί» κατά το αρχαίο φιλείν την σοφίαν, και δεν είναι ασφαλώς ο μόνος στην πανάρχαια διαδρομή της Ποίησης, καθώς και ο   ποιητικός λόγος με τη δική του γλώσσα είναι εν δυνάμει φιλοσοφικός.

Η Φιλοσοφία διερευνά θεμελιώδη ερωτήματα για το σύμπαν, την ανθρώπινη ύπαρξη, την φύση, την πραγματικότητα, τη γνώση. Με βάσεις τη νόηση και τη λογική, παρατηρεί τα φαινόμενα, υποθέτει,  πειραματίζεται, αναζητεί αποδείξεις. Είναι μια διανοητική διαδικασία που αποτείνεται στη νοητικότητα μας.  Ο ποιητικός λόγος απευθύνεται ελεύθερα στο συναίσθημα και στη φαντασία μας, προσβλέπει στην αισθαντική σχέση μας με τον κόσμο πέρα από τη μορφή  και το σχήμα των πραγμάτων. Επιπλέον, είναι ανοιχτός στον αναστοχασμό, αφού τα ερωτήματα  που προκύπτουν από την ποίηση δεν δίνουν οριστικές απαντήσεις. Προσφέρονται μάλλον ως νέες εμπειρίες κάθε φορά που διαβάζουμε και  ξαναδιαβάζουμε τους ίδιους στίχους.

Σε ένα ταξίδι του στην Ιταλία την άνοιξη του 1907, ο Γέητς 42 ετών, γοητεύεται  από την Ραβέννα, εντυπωσιασμένος από τα ιστορικά Βυζαντινά μνημεία της  και τα θαυμαστά  ψηφιδωτά  της. Την βαθειά αίσθηση του από αυτή την εμπειρία  αποτυπώνει αργότερα σε ηλικία 61 ετών, στο ποίημα  του   «Ταξίδι στο Βυζάντιο». Είναι το φανταστικό, πνευματικό ταξίδι του στο Βυζάντιο, πρώτο όνομα της Κωνσταντινούπολης, πόλη  ιερή και μεταφυσική, όραμα της αιώνιας ζωής για τον ποιητή, όπου το ανθρώπινο πνεύμα συναντάται με την  Τέχνη στο προαύλιο της Αθανασίας.

 

Ταξίδι στο Βυζάντιο

Δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός. Νέοι
Στην αγκαλιά ο ένας του άλλου, πουλιά στα δέντρα,
–Τούτες οι γενεές που πεθαίνουν– στο τραγούδι τους,
Ποτάμια σμάρια οι σολομοί, θάλασσες σμάρια τα
σκουμπριά,
Το ψάρι, η σάρκα και το θήραμα, όσο βαστά το
καλοκαίρι  υμνούν
Το κάθε τι που σπέρνεται, γεννιέται, και πεθαίνει.
Παρμένοι από τη λάγνα τούτη μουσική όλοι αψηφούν
Του αγέραστου νου τα μνημεία.

ΙΙ

Ο γέρος είναι τιποτένιο πράγμα,
Κουρελιασμένο ρούχο απάνω σε μπαστούνι, εκτός
Αν η ψυχή χτυπήσει τις παλάμες της και τραγουδάει
πιο δυνατά, πιο δυνατά
Στο κάθε ξέσκισμα της θνητής φορεσιάς της,
Και δεν είναι σχολειό του τραγουδιού παρά η μελέτη
Των μνημείων της δικής της μεγαλοπρέπειας·
Έτσι λοιπόν αρμένισα τις θάλασσες για νά ‘ρθω
Στην άγια πολιτεία του Βυζαντίου.

ΙΙΙ

Σοφοί ορθωμένοι μέσα στην άγια φωτιά του Θεού
Λες στο χρυσό ψηφιδωτό ενός τοίχου
Βγείτε απ’ την άγια τη φωτιά, στριφογυρίστε μες στο
στρόβιλο,
Γενείτε δάσκαλοι του τραγουδιού για την ψυχή μου.
Κάψετε την καρδιά μου κι αναλώστε την· άρρωστη
του πόθου,
Δεμένη σ’ ένα ζώο που ξεψυχά,
Δεν ξέρει τώρα τι είναι· και δεχτείτε με
Στην τεχνουργία της αιωνιότητας.

IV

Και μια φορά που θά ‘βγω από τη φύση, ποτέ μου
δε θ’ αποζητήσω
Για τη σωματική μορφή μου πράγμα φυσικό,
Αλλά τέτοια μορφή που οι Γραικοί χρυσοχόοι φτιάνουν
Από σφυρήλατο χρυσάφι και μαλαματένιο σμάλτο
Για να κρατήσουν ένα νυσταλέον Αυτοκράτορα ξυπνό·
Ή στήνουν σε χρυσό κλωνάρι για να τραγουδά
Στους άρχοντες και στις αρχόντισσες του Βυζαντίου
Τα που περάσαν, ή που περνάν, ή που θά ‘ρθουν.

                               William Butler Yeats
                               μετάφραση Γιώργος Σεφέρης
                               Αντιγραφές», Ίκαρος, Αθήνα 1978

 

Η Τέχνη οδηγεί στην αθανασία

Το ποίημα Ταξίδι στο Βυζάντιο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη συλλογή ποιημάτων The Tower (Ο Πύργος) 1928, πρώτη μεγάλη ποιητική συλλογή του Γέητς μετά τη βράβευση του με Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1923. Αποθαρρυμένος ο ώριμος ποιητής από τα εφήμερα όρια του φυσικού κόσμου, οραματίζεται το Βυζάντιο  ως τόπο πνευματικής αναγέννησης και αθανασίας. Οι «άγιοι» μύστες της Βυζαντινής τέχνης θα  τον καθοδηγήσουν, πιστεύει, προς την πνευματική υπέρβαση της φθαρτής ύπαρξης του,  την μετουσίωση του που τόσο επιθυμεί.

Ως  εισαγωγή, η φωνή του ποιήματος οδηγεί περιγραφικά τους αναγνώστες σε ένα κόσμο όπου, καθώς δηλώνει, δεν υπάρχει χώρος για γέροντες. Είναι ο κόσμος της νιότης και του έρωτα, της  καλοκαιριάτικης φύσης με τα καταπράσινα δέντρα γεμάτα πουλιά, τη θάλασσα και τα ποτάμια γεμάτα ψάρια που υμνούν το καλοκαίρι όσο διαρκεί, αμέριμνοι στη θνητότητα τους. Όλα και όλοι παρασυρμένοι από την αισθησιακή αυτή μουσική, παραβλέπουν την αξία των αθάνατων πνευματικών μνημείων γύρω τους.

Η ίδια φωνή στη συνέχεια, ως φωνή του 60χρόνου ποιητή, παρομοιάζει τον γέρο άνθρωπο με σκιάχτρο, « τιποτένιο πράγμα, κουρελιασμένο ρούχο σε μπαστούνι»»,   εκτός κι αν η ψυχή του τραγουδάει κάθε φορά πιο δυνατά σε κάθε  σκίσιμο του θνητού ρούχου της. Δεν υπάρχει άλλη σχολή τραγουδιού, καταλήγει, μόνο η μελέτη των μεγαλόπρεπων έργων της ψυχής. Με αυτή τη βεβαιότητα, ο ποιητής, ως αναχωρητής, αφήνει τον φυσικό κόσμο των αισθήσεων και ταξιδεύει τις θάλασσες  με όραμα το μνημειώδες  Βυζάντιο.

Το Βυζάντιο, η αρχαία ιερή πόλη, σύμβολο της πνευματικής αναγέννησης και αιωνιότητας για τον προσκυνητή της, φαίνεται να τον  υποδέχεται μεγαλόπρεπα. Και η φωνή αλλάζει τόνο δραματικά. Ανεβαίνει σε λυρική  ένταση, πάλλεται, γίνεται  επίκληση δέους απέναντι σε ένα χρυσό Βυζαντινό  ψηφιδωτό, όπου ο ποιητής συναντά  τους παλαιούς σοφούς του κόσμου,  όρθιους  μέσα στις φλόγες  της ιερής θεϊκής φωτιάς. Τους ζητά με θέρμη να κάψουν τη θνητή  αρρωστημένη καρδιά του,  να γίνουν οι δάσκαλοι μουσικής της ψυχής του,  να γίνει η ψυχή του αποδεκτή από τον αιώνιο κόσμο της Τέχνης.

Στην τελευταία στροφή, ο τόνος της φωνής είναι  ήρεμος και γαλήνιος. Ο ποιητής είναι τώρα έτοιμος.  Βγαίνοντας από τη δική του φυσική διάσταση, άλλη μορφή από τη φύση δεν θα πάρει, αλλά μία μορφή από αυτές που οι  Γραικοί χρυσουργοί φτιάχνουν  με σφυρήλατο μάλαμα και σμάλτο, να κρατάει ξύπνιο  ένα νυσταγμένο Αυτοκράτορα ή να τραγουδά επάνω σε χρυσό κλαδί στους άρχοντες και στις αρχόντισσες του Βυζαντίου, για ό,τι έχει περάσει ή  περνά ή θα περάσει.

Κυρίαρχο θέμα του Βυζαντινού αυτού ποιήματος είναι η υπεροχή της Τέχνης απέναντι στη Φύση. Η Τέχνη είναι αθάνατη, διατηρεί το σώμα των έργων της στην αιωνιότητα, Η Φύση είναι θνητή, τα έργα της πεθαίνουν, αποσυντίθενται, χάνονται. Επιθυμία του ώριμου σε ηλικία ποιητή είναι να αποποιηθεί το φθαρμένο  πλέον  σώμα του και να μεταμορφωθεί μέσα από την τέχνη του σε χρυσό πουλί ενός αιώνιου μωσαϊκού, να τραγουδά  εσαεί στον κόσμο την ομορφιά των όσων πέρασαν,  όσων τώρα περνούν και όσων θα περάσουν.

 Μάρω Παπαδημητρίου

 

 

 

Η ύπαρξη φιλοσοφικού στοχασμού εντός της ποίησης είναι ένα ζήτημα ουσιώδες για την ποιητική τέχνη, καθώς κάθε καλό ποίημα ενέχει τελικά έναν φιλοσοφικό πυρήνα, μια στάση του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στον άνθρωπο και στον κόσμο. Από την άλλη πλευρά, το ζήτημα αυτό κρύβει πολλές παγίδες, όπως είναι η παγίδα της ‘φιλοσοφίζουσας’ τάσης χωρίς βάθος, του διδακτισμού ή σε άλλες περιπτώσεις της έκπτωσης των στίχων σε διανοητικές κατασκευές χωρίς την καλλιτεχνική φλόγα. Σκέφτομαι πως ο τρόπος για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ένας ποιητής αποφεύγει αυτές τις παγίδες και κατορθώνει ένα άρτιο ποίημα θα ήταν η μελέτη ενός ποιήματος με αμιγή φιλοσοφικό πυρήνα. Γι’ αυτόν τον σκοπό επιλέγω την εξέταση ενός αγαπημένου μου ποιήματος του Τάκη Παπατσώνη, ενός ποιητή που κατεξοχήν στοχάζεται φιλοσοφικά σε όλη την έκταση του έργου του.

ΣΟΦΙΑ

[Από την ΕΚΛΟΓΗ Β΄ (ΤΟ ΑΣΜΑΤΙΚΟΝ)]

Εφθάσαμε έτσι λίγο λίγο στη γυμνότητα,
ένα ένα αποδυθήκαμε τα περίφημα προβλήματα,
τα πολύχρωμα, τα βύσσινα, τα πορφυρά των γοητειών,
και μόνον τώρα, μολονότι κάποιος φόβος κι από πριν,
κάποιο προμήνυμα, μας έλεγαν τι μας προσμένει,
όμως μονάχα τώρα, οι γυμνωμένοι
είδαμεν, ότι χους εσμέν. Άθλιας επίγνωση
σοφίας. Ένδεια σημερινή. Βραδύνοια της χθες.
Δουλειά μας τώρα να την αναγάγομε σε θρίαμβο.

Με ποιον τρόπο κατορθώνει σε αυτό το ποίημα ο Παπατσώνης να ενσταλάξει τη φιλοσοφία στην ποίησή του;

  1. Μα την ευφυή χρήση των αφηρημένων εννοιών εντός μιας εξαίσιας εικονοποιίας. Έτσι, τα χρώματα των πέπλων που τυλίγουν ως παραπετάσματα τον αληθινό εαυτό του ανθρώπου και στη συνέχεια ο γυμνωμένος ανθρώπος, ως έντονες ποιητικές και εν αντιθέσει εικόνες συνυπάρχουν σε ισορροπία με έννοιες όπως η επίγνωση, η ένδεια, η βραδύνοια, η αναγωγή σε μιαν άλλη, νέα υπαρξιακή κατάσταση.
  2. Με την επιτυχή πολυσημία κάποιων κομβικών για το σύνολο λέξεων. Έτσι, τα προβλήματα, μπορεί να εκληφθούν είτε ως τα ποικίλα ζητήματα που καθημερινού βίου που μας απομακρύνουν από το είναι μας, πολύχρωμα, πολυποίκιλτα και γοητευτικά, είτε ως όλα εκείνα που έχουν βληθεί προ του εαυτού, ως τα παραπετάσματα που μας απομακρύνουν από την αλήθεια.
  3. Με την ισόρροπη χρήση των διακειμενικών αναφορών. Το ποίημα δεν συντρίβεται υπό το βάρος των αναφορών σε θρησκευτικά συμφραζόμενα (χους εσμέν) ή σε συμφραζόμενα φιλοσοφικά (τα προβλήματα-παραπετάσματα έχουν σαφείς πλατωνικές ρίζες) και μυστικιστικά (η αναγωγή έχει μια τέτοια αναφορά). Ο ποιητής οφείλει να μένει ποιητής, να στοχεύει στην άμεση συγκίνηση, στο ψυχικό άγγιγμα που βεβαίως θα συνδυαστεί συγχρόνως και με έναν πλούτο διανοητικών καταστάσεων και πνευματικών αληθειών.
  4. Με το αποκαλυπτικό τέλος, με την έκπληξη, που λειτουργεί παραλλήλως και ως έκφραση μιας βαθύτατης φιλοσοφικής αλήθειας και μας οδηγεί συγχρόνως στην αρχή του ποιήματος, αφού απαντάται το ερώτημα: ποια μπορεί να είναι πραγματικά η ανθρώπινη σοφία;

Μέσα σε λίγους στίχους ο Τάκης Παπατσώνης αξιοποίησε και εξύφανε ένα πλήθος τεχνικών μέσα από τις οποίες κατόρθωσε να διαπλέξει φιλοσοφία και ποίηση. Πάνω απ’ όλα όμως κατόρθωσε ένα αύταρκες ποίημα γιατί ήταν ένας σπουδαίος αναζητητής, ένα ανήσυχο πνεύμα που δεν φοβήθηκε μπροστά στους πιο απροσδόκητους ποιητικούς τρόπους. Ακολούθησε την ψυχή του και το καλλιτεχνικό του αισθητήριο για να αναχθεί στη σφαίρα του θριάμβου, όπως μας υποδεικνύει και ο τελευταίος στίχος του ποιήματος.

Άννα Γρίβα

 

 

 

Από τη μια η φιλοσοφία με κύριο κορμό τη φύση του όντος και από την άλλη η ποίηση με την προσεκτική επιλογή των λέξεων για την απόδοση νοήματος και του εσωτερικού αισθήματος. Η ελληνική φιλοσοφία γεννιέται σε ποιητική μορφή καθώς τα περί φύσεως του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή είναι γραμμένα σε ποιητικούς στίχους. Στη συνέχεια όμως διαχωρίζονται, καθώς η φιλοσοφία ακολουθεί τον δοκιμιακό πεζό λόγο που κορυφώνεται με τον Αριστοτέλη. Ο φιλόσοφος Πλάτων, παρότι αποδίδει σε δραματική διαλογική μορφή τη φιλοσοφία του, εκφράζει μεγάλους ενδοιασμούς για κάποια είδη ποίησης και μουσικής, μια συζήτηση που συνεχίζεται ακόμη και στο μεταίχμιο ελληνισμού και χριστιανισμού στην Αλεξάνδρεια του 400, όπου κυριαρχεί η σοφή μορφή της πλατωνικής Υπατίας, η οποία διδάσκει σε ένα ανεξάρτητο θρησκεύματος κύκλο εκλεκτών, μεταξύ των οποίων και ο νεοπλατωνικός  φιλόσοφος και χριστιανός επίσκοπος Κυρήνης Συνέσιος. Εκμυστηρεύεται λοιπόν σε μια επιστολή προς την διδασκάλισσά του τον τρόπο με τον οποίο τον αντιμετωπίζουν οι συγκαιρινοί του, ως έναν παράξενο συνδυασμό φιλοσόφου και ποιητή:

«…μερικοί από αυτούς που φορούν το λευκό ή το σκούρο υποστήριξαν ότι δεν είμαι πιστός στη φιλοσοφία, προφανώς επειδή με θεωρούν επαΐοντα του λεκτικού κάλλους και του ρυθμού, και επειδή έχω την αξίωση να μιλώ για τον Όμηρο και τα ρητορικά σχήματα, λες και αρμόζει στον φιλόσοφο να είναι μισολόγος (δηλ. να μισεί τον λόγο) και να περιεργάζεται μόνο τα θεία ζητήματα.»

Από την Επιστολή 124 του Συνεσίου προς την Υπατία (Επιστολαί Συνεσίου, εν Βιέννη της Αουστρίας, εν τη τυπογραφία Γεωργίου Βεντότου, 1792, μτφρ. δική μου)

Ένα είδος στο οποίο πραγματικά συντονίζονται ο φιλοσοφικός και ποιητικός λόγος είναι οι φιλοσοφικοί λατρευτικοί ύμνοι του Συνεσίου, μέρη του πρώτου ύμνου του οποίου παραθέτω στη συνέχεια. Πρόκειται για τον ύμνο του Συνεσίου προς το Έν, τον πατέρα των θεών, όπου το βάθος του περιεχομένου συνδυάζεται με την γοητεία της ποιητικής έκφρασης:

…Εις τον βασιλέα των θεών πλέκομεν στέφανον, θυσίαν αναίμακτον, σπονδάς εκ ποιητικών στίχων…

…Ω βασιλεύ, συ που είσαι ο πατήρ των πάντων, πατήρ αυτοπάτωρ, προπάτωρ άνευ πατρός, υιός του εαυτού σου, Έν προγενέστερον της Μονάδος, σπέρμα των όντων, κέντρον των πάντων, Νου που προϋπήρξες των ουσιών, ρίζα των αρχέγονων κόσμων, σοφία αψευδής, πηγή Σοφίας, όμμα του ίδιου σου του εαυτού, κυρίαρχε του κεραυνού, αιωνοτόκε, αιωνόβιε, επέκεινα θεών, επέκεινα νοών, Νου νοητέ, γεννήτωρ του Νου, πνευματοεργέ, ψυχοτρόφε, Πηγή των Πηγών, Αρχή των αρχών, Ρίζα των ριζών. Είσαι η Μονάς των μονάδων, ο Αριθμός των αριθμών, η Μονάς και ο αριθμός, ο Νους και το Νοερόν. Είσαι το Νοητόν το προ του νοητού, το Έν και τα πάντα, το Έν δια μέσου των πάντων, το Έν προ των πάντων, η φύσις των νοερών, το θήλυ και το άρρεν…

…Σε υμνεί ακόμη σύμπασα η γενεά των μακάρων, εκείνοι οι οποίοι πέριξ του σύμπαντος, διά μέσου του σύμπαντος, όσοι επί των ουρανίων ζωνών και εκτός των ζωνών ασκούν την σοφήν των εποπτείαν επί των μοιρών του κόσμου… και αυτό ακόμη το γένος των ηρώων οι οποίοι δια μυστικών οδών κατευθύνουν τα έργα των βροτών… Σε υμνούν μακάριε η ευδαίμων Φύσις και τα παράγωγά της, διότι συ είσαι η Φύσις των Φύσεων…

…Διότι δεν είναι θεμιτόν τα κατώτερα μέρη του κόσμου να ερίζουν με τας κορυφάς· παν ό, τι ετάχθη οριστικώς εις τον χορόν των όντων δεν πρόκειται να χαθή· διότι το εν εξαρτάται εκ του άλλου και ούτως τα πάντα απολαμβάνουν. Ο αίδιος κύκλος των ολλυμένων όντων δέχεται από τας πνοάς σου την θερμότητα που τα εμψυχώνει. Δια σου η μητρική Φύσις διοργανώνει τας περιφοράς της…

…Μεθυσθείσα η ψυχή μου ήλθεν εις επαφήν με την πηγήν της γαιώδους δυστυχίας, έπεσα εις την πλεκτάνην, εγνώρισα την πλάνην του Επιμηθέως. Μισώ τους αδιακόπως μεταβαλλόμενους νόμους και σπεύδω προς τν γαμήλιον λειμώνα του Πατρός, τεντώνω τας πτέρυγάς μου που αποστρέφονται τα αμφίβολα δώρα της ύλης… Ουρανία σταγών, διεχύθην επί της γης· επανάφερέ με εις την πηγήν εξ ής προήλθον…

(απόδοση Πέτρου Γκράβιγγερ, ‘Φιλοσοφικοί και λατρευτικοί ύμνοι της Αρχαίας Ελλάδος’, Βιβλιοθήκη Σφιγγός, Αθήνα 1979)

Μάρκος Δενδρινός


 

 

Η Ποίηση και η Φιλοσοφία είναι αδελφές ομογάλακτες. Και οι δυο τρέφονται από τους αστείρευτους μαστούς του Άγνωστου και του Κρυπτού, του Ωραίου, και του Αποτρόπαιου, του Μηδενός και του Απείρου. Και οι δυο, μεγαλώνοντας, μάχονται, διεκδικούν ή προσπαθούν να υπονομεύσουν, όπως μπορούν, την απόλυτη εξουσία των Τροφών τους στη μοίρα των θνητών.

Η Ποίηση, βέβαια, είναι λίγο μεγαλύτερη: ο Ησίοδος, ιεραρχώντας τις εξουσίες, πρώτο τοποθετεί τον Ποιητή - Ιερέα, δεύτερο τον Φιλόσοφο (και μόλις τρίτο τον (κοσμικό) Άρχοντα). Εξάλλου οι πρώτοι φιλόσοφοι ήταν και ποιητές…

Όπως και να ’χει, οι δυο αδελφές έχουνε πολλά κοινά:

Και των δυο οι μεγάλες συλλήψεις γίνονται μέσω υπερβάσεων και εκλάμψεων, με άλματα κι όχι με προσεχτικά βήματα, και των δυο οι μεγάλες κατακτήσεις είναι συνήθως επιφοιτήσεις, «δώρα»  και όχι αποτελέσματα επαγωγικού συλλογισμού. 

Η γλώσσα και των δυο, διαφορετική από την καθομιλουμένη και μη προσβάσιμη στον καθένα, μπορεί να θεωρηθεί εξίσου «κρυπτική» με την γλώσσα των μαθηματικών και της θρησκείας - έχει κι αυτή τις απαρχές της στην επίσημη, συμβολική γλώσσα του Ιερατείου, που διατυπώνει τον Ιερό Λόγο με τρόπο, «όπως οι δυνάμενοι μόνοι προσίεν αυτώ και μη εκ του δημώδους ευκαταφρόνητος η.

Η Φιλοσοφία κάνει προσεχτική χρήση της γλώσσας, καθώς είναι υποχρεωμένη να καταφεύγει σε λεκτικές ακροβασίες προκειμένου να καταφέρει να μεταγγίσει σε διαυγή Λόγο το απόσταγμα του Νοήματος. 

Η Ποίηση πάλι (η Υψηλή Ποίηση, όχι η τρέχουσα), μπορεί να πετυχαίνει την απόλυτη χειραφέτηση / αυτονόμηση της γλώσσας από την επικοινωνιακή της λειτουργία, κατατείνοντας  εμμονικά στην «αναβάθμισή» της ως σημαίνουσας οντότητας (πολυσημία).

Η γλώσσα και των δυο όμως, τελικά, δεν είναι παρά ένα απλό μέσο για να φτάσει ο Λόγος, από διαφορετικές αφετηρίες, στο άρρητο, το άφατο, το ανείπωτο. Και η ποιητική φιλοσοφία του Εμπεδοκλή και του Ηράκλειτου, αλλά και η αμιγής φιλοσοφία του Nietzsche (ή και του Heidegger) το ίδιο προσπαθούν: να υπαινιχτούν αυτά που δεν μπορούν να διατυπωθούν, γιατί μόλις πάρουν μια λεκτική, δηλ. «υλική» μορφή, μεταλλάσσονται αυτομάτως σε  λάθος (το γίγνεσθαι δεν μπορεί να περιγραφεί με Λόγο που βρίσκεται μέσα στον κύκλο του).

Κατά τον Αριστοτέλη, η Φιλοσοφία είναι η πρώτη επιστήμη ή υπερ-επιστήμη, ή μάλλον ήταν - γιατί το παιχνίδι των σκέψεων δεν έχει πια στερεούς κανόνες όπως έχουν οι μεθοδολογίες των επιστημών.

Η Ποίηση θα μπορούσε επίσης να είναι μια «υπερ-λογοτεχνία» ή μετα-λογοτεχνία, με την έννοια ότι δεν έχει καθόλου κανόνες, (όπως υποτίθεται ότι έχουν η πεζογραφία και το δράμα ή μάλλον είχαν - γιατί σήμερα όλα «μπερδεύονται γλυκά»…)

Πάντως, και οι δυο αδελφές έχουν την ίδια ακατόρθωτη (;) αποστολή: να καταφέρουν να προσεγγίσουν και να αρθρώσουν τις έσχατες αλήθειες….

Παυλίνα Παμπούδη
 

 

 

Όταν ο κάμπος δεν είχε πόρτες
ούτε τα σύννεφα τοίχους,
οι ποιηταί ήσαν μακάριοι.

Εταξείδευαν από ένα παράθυρο
σε γοητευτικά νησιά, και γυμνές νύμφες
συνέλεγαν τον χρυσό από τα ζεστά χέρια των.

[...]

(Homero Aridgis, Ποιητής υπό εξάλειψιν, μτφρ. Κ. Βάσση)

 

Ποίηση και Φιλοσοφία, Ποίηση - Φιλοσοφία, Ποίηση ή Φιλοσοφία... Εκδοχές της σχέσης των δύο αιωνίων «αντιπάλων». Ανατρέχοντας στο αρχείο τευχών του Poeticanet από τον Ιανουάριο του 2016, όταν και καθιερώσαμε το θεματικό αφιέρωμα ανά τεύχος, βρήκα σε δεκατρία συναπτά τεύχη στα αντίστοιχα αφιερώματα πολλαπλές αναφορές μου σχετικά.  Ας θέσω λοιπόν τα ερωτήματα τα οποία προκύπτουν από την περιδιάβαση μου αυτή στο θέμα μας. Είναι η ποίηση στοχαστική και φιλοσοφική ή μήπως αισθηματική, υπόθεση της καρδιάς, όπως ένας διαφωτιστικός, οξύς διαχωρισμός των πεδίων του επιστητού το θέλει; Είναι μήπως δαιμονική, όπως διαμαρτύρονται οι φονταμενταλιστές; Ένα ψεύδος, όπως ο Πλάτων διαβεβαιώνει;  Ή μήπως μαρτυρεί παρακμή, όπως οι θιασώτες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού προειδοποιούν;

***
Η αυθεντική φιλοσοφία αναγνωρίζει στη θρησκεία έναν αξιόλογο αντίπαλο, ο οποίος δεν πρέπει να εκμηδενιστεί, αν δεν πρέπει και η ίδια η φιλοσοφία να ακυρωθεί
                             (Κarl Jaspers, Existenzphilosophie)

Aς συνεχίσω θέτοντας ακόμη ένα, το μεγαλύτερο ίσως φιλοσοφικό ερώτημα:  Τι αξία έχει να ζει κανείς όταν υποφέρει; Ο πόνος οδηγεί στη μεταστροφή νοός και αυτή στην καταλλαγή. Ο ηδονισμός οδηγεί στον κόρο, πρωταρχική αιτία της πτώσης κατά τον Ωριγένη. Η αρχαιοελληνική τραγωδία στην καταστροφή, μέσα από το σχήμα Άτη, Ύβρις, Νέμεσις, Τίσις. Ο χριστιανισμός οδηγεί στην εξιλέωση, χωρίς την οποία η ζωή δεν έχει κανένα νόημα, μέσα από το σχήμα αμαρτία, μετάνοια, συμφιλίωση. Η αποκατάσταση της τάξης που έχει διασαλευθεί, χωρίς την ενοχή όμως, προσδίδει την αίσθηση ανάτασης που χρειάζεται η ζωή για να μην βυθιστεί στο παράλογο. Χωρίς το θείο δράμα το ανθρώπινο καθίσταται απλώς ανυπόφορο.

Ο υπαρξισμός φάνηκε να προσφέρει τη λύση στην τυραννική κυριαρχία του ορθού λόγου προτάσσοντας την ύπαρξη έναντι του τελευταίου, κληροδοτώντας της όμως παράλληλα την ενοχή.. To καρτεσιανό cogito γίνεται deleo (υποφέρω άρα υπάρχω).  Ακόμη και όταν δεν οδηγεί στο μηδέν όμως, καμιά εξιλέωση δεν χωρεί εδώ. Δεν το επιτρέπουν η ριζική ατέλεια της ανθρώπινης φύσης και το εφάμαρτο της ιστορίας. Έτσι ως μόνη λύση φαντάζει και πάλι η επιστροφή στην χριστιανική φιλοσοφία των ελλήνων πατέρων, γνωστή ή ανεπίγνωστη κοίτη του υπαρξισμού. Ύπαρξη, ναι, ύπαρξη φωτισμένη -χωρίς όμως ενοχή.  

Στη μηδενιστική εκδοχή του υπαρξισμού, η τέχνη εν γένει προτείνεται ως υποκατάστατο του υπερβατικού εχέγγυου που απουσιάζει. Θεολογία και ποίηση ταυτίζονται. Αυτό είναι κάτι που αμφότερες πάντοτε γνώριζαν, η μεν θεολογία εκφραζόμενη ως ποίηση υψηλή και θέτοντας μέχρι σήμερα τα πιο τολμηρά ερωτήματα που σχετίζονται με την ανθρώπινη ύπαρξη και εμπειρία, όπως κάθε γνήσια φιλοσοφία άλλωστε, ανταποκρινόμενη στη διαρκή πρόκληση της αμφισβήτησής της από την εκκοσμίκευση, επικαιροποιώντας την κληρονομιά του παρελθόντος, διαλεγόμενη δημιουργικά με το παρόν, προσβλέποντας σε ένα ζωντανό μέλλον,  και η δε ποίηση εκφραζόμενη ως συγκαλυμμένη μεταφυσική, όπως έχει υποστηρίξει ο Cassirer. Mια μεταφυσική ρεαλιστική όμως και όχι νεφελώδης, που εδράζεται στο παρόν, την ιστορία, τη φύση, τον πολιτισμό... 

***   

      Ο φιλών την ψυχήν αυτού, απολέσει αυτήν· και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον διαφυλάξει αυτήν
                        (Ιω 12, 25)

O ποιητής θυσιάζεται για την τέχνη του, μοιράζοντας τον εαυτό του στο κοινό τραπέζι της ανθρωπότητας, μοιράζοντας την εμπειρία του η οποία αναγόμενη σε αισθητικό γεγονός, μνημείο ες αεί, του χαρίζει την «αθανασία». Σύμφωνα με τον ορισμό του Sartre άλλωστε ποιητής είναι ο άνθρωπος που αναλαμβάνει να χάνει. Η αλήθεια της ποίησης δεν είναι δήθεν υποκειμενική και για αυτό υποδεέστερη έναντι της αντικειμενικής αλήθειας της φιλοσοφίας. Και αυτό γιατί η ποίηση στις ευτυχέστερες στιγμές της αίρει την διάκριση υποκειμένου - αντικειμένου εκφράζοντας εκφραζόμενη και συναντώντας  τη μύχια ευαισθησία της ανθρωπότητας

H ποίηση οφείλει σήμερα, νομίζω, να διαφυλάξει έναν χαρακτήρα ιερότητας που πάντοτε διέθετε και να μην υποβιβαστεί σε μίαν ακόμη τεχνοκρατική διαδικασία που χρειάζεται απλώς «σκληρή δουλειά» για να διεκπεραιωθεί. Από τον Emerson στον Heidegger και τον Berardi σήμερα οι ποιητές είναι οι όντως σοφοί ενώ η ποίηση συνιστά την κατεξοχήν μαρτυρία αυθεντικότητας της ύπαρξης.. Μια ποίηση μυστική, οραματιστική και αποκαλυπτική. αποκαλύπτοντας μυστήρια από καταβολής κόσμου και οραματιζόμενη ένα λαμπερό μέλλον η ποίηση πλουτίζει έτσι την ανθρώπινη εμπειρία, ενώνει νου και καρδιά και ως μείζων φορέας της γνώσης και της αλήθειας καθίσταται η όντως φιλοσοφία.

Σάρα Θηλυκού       




 

 

 

                                        

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 

Ημ/νία δημοσίευσης: 9 Σεπτεμβρίου 2020