Εκτύπωση του άρθρου

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ
Η ποιητική απο(οικο)δόμηση




Η ποίηση ως πράξη φυσικομαθηματική:

Έστω ένα τέλειο τετράγωνο. Τραβάμε μία γραμμή από την κάτω αριστερή του γωνία και την ενώνουμε, διαγωνίως, πάντα διαγωνίως, με την πάνω δεξιά. Κατόπιν, κάνουμε το αντίστοιχο από την κάτω δεξιά με την πάνω αριστερή γωνία. Ωραία. Έτσι, έχουμε τέσσερα καινούργια τρίγωνα. Αυτά τα τρίγωνα προσπαθούμε να τα χρωματίσουμε με τέσσερα διαφορετικά χρώματα. Ένα για το αίμα, ένα για τον ιδρώτα, ένα για τον έρωτα και ένα για το σώμα. Κατά βούλησιν, παρακαλώ, η επιλογή των χρωμάτων. Αφού τελειώσει αυτή η πράξη, παίρνουμε ένα κοπίδι και χαράζουμε τις πλευρές των τριγώνων. Κατόπιν, λαμβάνουμε ανά χείρας αυτά τα τρίγωνα και τα τοποθετούμε σ’ ένα αεροστεγές, βεβαίως αεροστεγές, βάζο. Τα ανακατεύουμε με λίγο νερό, λίγο αλάτι και ένα σωρό πιπέρι (κατά βούλησιν κι αυτό, ασφαλώς κατά βούλησιν) και τα αφήνουμε για λίγα χρόνια. Στο τέλος, ανοίγουμε το βάζο και κοιτάμε μέσα. Ωραία. Τοποθετούμε τα τρίγωνα, χωρίς άλλη επεξεργασία, στο κενό που σχηματίσαμε κόβοντάς τα αρχικά από το τέλειο τετράγωνο. Έχουμε πάλι το τέλειο τετράγωνο ανά χείρας. Μόνο που τώρα, θέλουμε-δεν-θέλουμε, έχουμε ένα μπερδεμένο χρωματισμό, κατά τον οποίο όλα τα χρώματα, έστω συμβολικά, έχουν γίνει ένα με τη βοήθεια των υλικών με τα οποία τα κλείσαμε στο βάζο. Παρακαλώ, επαναλάβατε μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων σας.

Αφού φτάσετε σ’ ένα κάποιο τέρμα, μπορείτε, εάν υπάρχουν ακόμα αντοχές, να αντικαταστήσετε αναλόγως τα παρακάτω:

τετράγωνο -> κόσμος
γωνία -> εαυτός
τρίγωνο -> κατακερματισμένος εαυτός
χρώματα -> αυτά που μας ορίζουν
βάζο -> μοναξιά
νερό -> ζωή
αλάτι -> νερό
πιπέρι -> εμπειρία
χρωματισμός -> φόβος

Έτσι, θα έχουμε:

Έστω ένας τέλειος κόσμος. Τραβάμε μία γραμμή από τον κάτω αριστερό εαυτό και την ενώνουμε, διαγωνίως, πάντα διαγωνίως, με τον πάνω δεξή. Κατόπιν, κάνουμε το αντίστοιχο από τον κάτω δεξή με τον πάνω αριστερό εαυτό. Ωραία. Έτσι, έχουμε τέσσερις καινούργιους κατακερματισμένους εαυτούς. Αυτούς τους εαυτούς προσπαθούμε να τους χρωματίσουμε με τέσσερα πράγματα που μας ορίζουν. Ένα για το αίμα, ένα για τον ιδρώτα, ένα για τον έρωτα και ένα για το σώμα. Κατά βούλησιν, παρακαλώ, η επιλογή μας αυτών που μας ορίζουν. Αφού τελειώσει αυτή η πράξη, παίρνουμε ένα κοπίδι και χαράζουμε τις πλευρές των κατακερματισμένων εαυτών. Κατόπιν, λαμβάνουμε ανά χείρας αυτούς τους κατακερματισμένους εαυτούς και τους τοποθετούμε σε μία αεροστεγή, βεβαίως αεροστεγή, μοναξιά. Τους ανακατεύουμε με λίγη ζωή, λίγο νερό, και ένα σωρό εμπειρία (κατά βούλησιν κι αυτό, ασφαλώς κατά βούλησιν) και τους αφήνουμε για λίγα χρόνια. Στο τέλος, ανοίγουμε τη μοναξιά και κοιτάμε μέσα. Ωραία. Τοποθετούμε τους κατακερματισμένους εαυτούς, χωρίς άλλη επεξεργασία, στο κενό που σχηματίσαμε κόβοντάς τους αρχικά από τον τέλειο κόσμο. Έχουμε πάλι τον τέλειο κόσμο ανά χείρας. Μόνο που τώρα, θέλουμε-δεν-θέλουμε, έχουμε έναν μπερδεμένο φόβο, κατά τον οποίο όλα αυτά που μας ορίζουν, έστω συμβολικά, έχουν γίνει ένα με τη βοήθεια των υλικών με τα οποία τα κλείσαμε στη μοναξιά. Παρακαλώ, επαναλάβατε μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων σας.



Η ποίηση ως πράξη φιλοσοφική:

Χωρίς κανείς να γνωρίζει το προέρχεσθαι του ανθρώπου, λαμβάνει χώρα μία ακροτελεύτια πράξη όπου συναιρούνται πάραυτα οι εσωτερικές απολαύσεις του νου, ο οποίος, χωρίς δεύτερη σκέψη, αν μπορεί ασφαλώς να κάνει έστω και μία, αποβλεπτικά επεξεργάζεται τα εξωτερικά ερεθίσματα, δημιουργώντας εξ αρχής τη βάση για την αποκατάσταση του εσωτερικού κόσμου, κάτι που μπορεί να συμβεί αντιστρόφως, δίχως καμία απολύτως αμφιβολία, αφού, εδώ που τα λέμε, αναστενάζουν καταστροφικά τα πατώματα του νου και της ζώσας εμπειρίας όταν αυτά τα δύο τύχει και συναντηθούν σ’ έναν κόσμο, ο οποίος πεισματικά αρνείται να διαχειριστεί όλα τα πνευματικά και υλικά του αγαθά, τα οποία, προφανέστατα, προέρχονται από πειράματα μεταξύ τού φαίνεσθαι και του είναι, των γλωσσικών ανακατατάξεων που βυσσοδομούν τα θεμέλια της αιωνιότητας, καθώς επίσης, για να μη μακρηγορούμε, εντοπίζεται μία αρχή που στάζει δάκρυα (χαράς;) άμα τη ολοκληρώσει και τη εμφανίσει ενός κόσμου διά παντός απολεσθέντος, δικαίως ή αδίκως δεν μας αφορά εν προκειμένω, μιας και κανείς δεν θα είναι ποτέ εις θέσιν να κατανοήσει την πλήξη που προκαλεί το απόγευμα, εκεί κάπου προς το σούρουπο, όταν τελούνται όλες οι πράξεις, σωματικές τε και ψυχικές, οι οποίες αναμφίβολα οδηγούν στο τέρμα των αιώνων, οι οποίοι αιώνες εξαντλούνται στις είκοσι τέσσερις ώρες της ημέρας, η οποία, με τη σειρά της, ως σώμα εν σώματι του κόσμου, αδιαφορεί πλήρως για το τι της ξημερώνει, από τη στιγμή που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τα ερχόμενα, παρά μόνο να κλάψει για τα χαμένα, να θρηνήσει για πράξεις επιτελεστικές και διά παντός χαμένες στο σύμπαν αυτού του κόσμου που τείνει να ενωθεί με την αφάνεια.



Η ποίηση ως πράξη ανθρώπινη:

[...]
ντρέπομαι μικρή να υποφέρω τόσο.
αν είναι ο πόνος των μικρών ελάχιστος
θέλω ένα τίποτα να γίνω
θέλω το τίποτα ¯
[...]

[Ευτυχία Παναγιώτου, «καρδιογράφημα», από τη συλλογή μέγας κηπουρός, εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007]



Η ποίηση ως πράξη σκέτη:

Παραλήρημα για τα τέσσερα πόδια μιας αγάπης

Βλέπω τα ναι σου να έρχονται από μακριά
και τα δικά μου, σαν κεριά,
κραδαίνουν,
καίνε
τους αιώνες περιμένοντας

Φυσά δυνατά
μου φεύγει το καπέλο τα γυαλιά το τατουάζ το χέρι μου
μου φεύγει
το πόδι κι ένα μάτι

                [Μένω έτσι να χαμογελώ εμπρός σε πίδακες
                που η χαρά τού τίποτα αναβλύζει]
η χαρά –
μόνη κι αυτή

Μείνε εσύ, αν θέλεις, παραδίπλα
– κι ας μη μας καταλαβαίνει κανείς

                [Δε χρειάζεται και τούτο να μας πνίξει]

Μόνο να ρέει
ο καιρός
το κρασί
ο καπνός
να ρέει



Η ποίηση ως έλλειψη:

Αντιφωνητής Ι

Και είπε η φωνή της:
το παραμύθι–τρόμος είμαι γεννάω αύριο
το παραμύθι–αύριο είμαι γεννάω τρόμο
scripta manent

Και είμαι μόνος στον κατακλυσμό
φορώ δυο χέρια που μου ξέμειναν και βγαίνω
Πώς μπορείς; – με τούτο το σώμα χορταίνω
Σε καταπίνω μην ξεραστείς αλλού, δίχως θυμό, μονάχη
και χάσω το μακρινό ταξίδι που μου ’ταξες

                 [Παραμύθια σαν ν’ ακούω μοναχικά και ξένα
                 – ακατανόητα]

Φοβάμαι πάλι στο σκοτάδι
στο σκοτάδι δεν ξέρω να γυρνώ
και ας φωνάζει ο χαμός με σώμα ξένο
ας φωνάζει

                 [“Scripta manent”, λες, και προχωράς
                 δίχως –λέξη που σ’ αρέσει– το ψέμα που σε πνίγει· ας είναι
                 Το δίχως πέθανε σήμερα το πρωί
                 χωρίς πρωί δεν έχει θάνατο· λυπάμαι]

Περπάτα –
δε ρωτώ τώρα για πού
δε με νοιάζει
Φτάνει που σε κατάπια σε πρόχειρη μορφή
στο δρόμο μίας κόλασης που πήρε να χορταίνει

Πιάσε την πλάτη μου σφιχτά
σφιχτά και το μυαλό μου




Δημήτρης Αθηνάκης

Ημ/νία δημοσίευσης: 31 Μαρτίου 2009