Εκτύπωση του άρθρου

                                                                                           

 

 

Η ποίηση είναι νεκρή. Ο θάνατος είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει, `είναι η υπαρκτική της συνθήκη, τουλάχιστον μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δυο παγκοσμιοποιημένα σφαγεία -απολύτως προδιαγεγραμμένα από τον βαρβαρισμό του ευρωπαϊκού «πνεύματος»- τσάκισαν τον μοντερνισμό. Εύκολη δουλειά. Ο μοντερνισμός, παρά την προγραμματική προσπάθειά του για την αναζωογόνηση της ποίησης, ξέχασε πως η ποίηση στοχάζεται.  Η περιστολή της ποίησης στον εαυτό της, δεν ήταν επιστημονική υπόθεση, αλλά ιδεολογική στάση. Η αυτοαναφορικότητα του ποιητικού λόγου είχε το ιδεολογικό ανάφορό της. Η γλώσσα σκέπτεται. Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις την γλώσσα χωρίς να σκέπτεσαι. Η συναισθηματική χρήση της γλώσσας εκφράζει τον φόβο των ποιητών για μια πιθανή άμεση σύγκρουση με τη φιλοσοφία, ως σωματοφύλακα του Λόγου. Ο μεταμοντερνισμός είναι η μανιοκατάθλιψη του φιλελεύθερου μοντερνισμού: μια τάξη λόγου που επιτίθεται στην εξουσία του, παραληρώντας: Είμαι ο άλλος του άλλου, που είναι ο άλλος που είμαι. 

Ο θάνατος της ποίησης λέγεται ασημαντότητα. Ζούμε -και γράφουμε- στην σκιά της μνήμης της. Κανείς δεν πρόκειται να δει την ταφή της, όσο πιστεύουμε στην γραμματική. Και δεν θα πάψουμε ποτέ να πιστεύουμε στην γραμματική, αφού είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχουμε. Η περίφημη απόφανση «Σκέπτομαι άρα υπάρχω», λέει το ίδιο με την απόφανση «Έχω πονοκέφαλο άρα υπάρχω». Και οι δύο απαιτούν ένα γραμματικό υποκείμενο, που δεν μπορεί να μην υπάρχει.

Η ποίηση είναι νεκρή.   Οι νομοταγείς ποιητές το αρνούνται, αφού άσχετα με το τι συμβαίνει, μπορούν ακόμα να δημοσιεύουν κείμενα, να τα ονομάζουν ποιήματα και να χρησιμοποιούν ένα δίκτυο αυτοποιητικών συστημάτων και κυβερνητικών μηχανισμών, προκειμένου να επιτελέσουν την καθόλου ποιητική ταυτότητά τους.  Οι ποιητές, που μερίμνησαν για την διαφορετικότητά τους, συνεχίζουν να μιλούν στον νεκρό τους, χρόνια μετά τον θάνατό του. Τι μέσα στα λόγια τους μπορεί να φανερώσει μια τέτοια ζωή μέσα στον θάνατο; Η γραμματική; Όχι. Κάτι λείπει από το βασίλειο του Άμλετ. Δυστυχώς: ο ίδιος. Επειδή, σ’ αυτήν την ιστορική παράσταση, που διαδραματίζεται μπροστά μας και γύρω μας, κανείς δεν μπορεί να θέσει το περίφημο ερώτημα To be or not to be ως ερώτημα. Δεν πρόκειται πια για μια βαθιά σπαρακτική έκρηξη μεταφυσικού κενού, για μιαν απελπιστική αίσθηση απουσίας νοήματος, αλλά για μια ρητορική αποστροφή, ένα λογοτεχνικό κόσμημα, που ισοδυναμεί με τη φράση: «To be or not to be, λέει ο Άμλετ». Σαν να λέμε πως βρισκόμαστε ένα ή περισσότερα βήματα πίσω από το ποιητικό συμβάν. Στα δίχτυα μιας περιστολής του λόγου, που μυρίζει γραμματικό πτώμα. Η γλώσσα δεν μπορεί να μιλήσει για την γλώσσα παρά μόνο περιστέλλοντας την γλώσσα σ’ ένα μηχανισμό κενών συμβόλων, που  ονομάζεται Ρητορική: το κέρας της Αμάλθειας ένας ομαδικός τάφος  ποιημάτων κάτω από το δέντρο της γνώσης.

Παλιά ιστορία, αλλά όχι όσο η ποίηση, ούτε η γλώσσα.

 

 

Βρίσκεται πράγματι η ποίηση απέναντι στη ρητορεία, ως εχθρός και αντίπαλον δέος; Αν εννοήσουμε τη ρητορεία στην κακή εκδοχή της, δηλαδή ως μια προσπάθεια εξαπάτησης, πρόκλησης ενός άλογου συναισθήματος που οδηγεί σε άλογες πράξεις, εύκολου διδακτισμού και ελέγχου ενός απαίδευτου κοινού μέσα από τον εντυπωσιασμό και τα ψεύδη, τότε πράγματι η ρητορεία ουδεμία σχέση μπορεί να έχει με την ποίηση, την τέχνη του ελάχιστου, της απόλυτης λιτότητας που επιδιώκει από αρχαιοτάτων χρόνων να εκφράσει το μυστήριο του κόσμου και της ομορφιάς ή τις βαθύτερες αγωνίες της ανθρωπότητας.

Αν, όμως, γυρίσουμε στη μήτρα της ρητορικής και στη βέλτιστη εκδοχή της, τότε θα δούμε ότι όχι μόνο η ρητορεία δεν είναι αντίπαλος της ποίησης, αλλά με έναν τρόπο συγγενεύει κάποτε μαζί της ως προς τον στόχο της: η ρητορική είναι η άσκηση πειθούς. Ο χρηστός ρήτορας θέλει  να πείσει για την αλήθεια του λόγου του με τρόπο απολύτως θεμιτό, δηλαδή με συλλογισμούς, ακριβή τεκμήρια και ένα απαραίτητο άγγιγμα της ευαισθησίας του δέκτη. Μήπως όμως και η ποίηση έχει κάποτε τον αυτό στόχο, την πειθώ; Τι είδους πειθώ επιδιώκει ο ποιητής; Είναι ο Ιταλός ποιητής Giacomo Leopardi (1798–1837), που στο έργο του Zibaldone di pensieri εκφράζει αυτή τη θέση με τρόπο εύγλωττο και τολμηρό: μπορεί να εφαρμόσει κανείς στην ποίηση (όπως επίσης στα πράγματα που έχουν σχέση ή συγγένεια με εκείνη) εκείνο που έχω πει αλλού: ότι στις σπουδαίες δράσεις είναι απαραίτητο ένα μίγμα πειθούς και πάθους ή ψευδαίσθησης.

Τι είναι αυτό που εννοεί ο Leopardi; Ότι η ποίηση, ως μια ενέργεια σπουδαία για την ανθρώπινη κοινότητα, αφού εκφράζει τις βαθύτατες ρωγμές της συνείδησής της, επιδρά στο κοινό με έναν σύνθετο τρόπο: πείθει ότι εκφράζει μια κρυφή αλήθεια του κόσμου, εγείρει τα ειλικρινέστερα και ευγενέστερα αισθήματα, δημιουργεί μια παράλληλη πραγματικότητα εικόνων, που μοιάζουν να αποκρυσταλλώνουν τα χαώδη νοήματα του σύμπαντος.

Ο Leopardi συνεχίζει εμμένοντας στη σημασία της πειθούς: η ποίηση έχει ανάγκη από ένα ψευδές που όμως να μπορεί να πείσει. Το ψεύδος της ποίησης, κατά Leopardi, δεν είναι, παρόλα αυτά, μια εξαπάτηση, αλλά η δημιουργία μιας πραγματικότητας μέσω του ποιητικού λόγου, που πείθει τον αναγνώστη πως το πράγμα είναι ή μπορεί να είναι πράγματι έτσι. Το ψεύδος της ποίησης φροντίζει να διασωθούν οι δυνατότητες της πραγματικότητας, οι δυνατότητες να αποδειχθούν απολύτως αληθή τα όνειρα, οι προσδοκίες και οι διαισθήσεις των πιο ευαίσθητων ανθρώπινων όντων.

 

 

 

Οι Αλεξανδρινοί ένοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.
[...]
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες.
                                            
(Κ. Π. Καβάφης, Aλεξανδρινοί Βασιλείς)

 

Η σχέση ποίησης και ρητορείας απηχεί νομίζω κατά τρόπον ευθέως ανάλογο τη σχέση φιλοσοφίας και σοφιστικής (με τη ρητορική και τη διαλεκτική της) κατά την αρχαιότητα, ως οιονεί διαμάχη μεταξύ αλήθειας και ψεύδους Και βέβαια δεν ξέρω κατά πόσον μπορεί να μας βοηθήσει μια τέτοια επισήμανση δεδομένης της διχογνωμίας επί του θέματος... Ίσως να μπορούσαμε να δεχτούμε τη ρητορεία της ποίησης, προκειμένου να αναφερθούμε στους εκφραστικούς τρόπους της τελευταίας αλλά μάλλον όχι την ποίηση της ρητορείας που ταυτίζεται με την ανούσια θεματολογία ή το στομφώδες ύφος. (Η καβαφική ειρωνεία τίθεται εν προκειμένω στον αντίποδα  αυτού του ύφους). Ο Καντ θεωρούσε άλλωστε τη ρητορική εν γένει ως ασύμβατη με τη λογοτεχνία. Φτάνουμε έτσι πιο κοντά νομίζω στην καρδιά του θέματός μας που δεν είναι άλλο από το ντιμπέιτ κλασικισμού – ρομαντισμού. Κλασικίζουσες απόψεις στον χώρο της ποίησης δεν θα θεωρούσαν τη ρητορεία κατ' ανάγκην αναιρετική της πρώτης. Από την άλλη η αισθητική του ρομαντισμού, που προτιμούσε περισσότερη ελευθερία και μια φυσική γλώσσα, κατήγγειλε ως ψευδεπίγραφη την κλασικιστική ποιητική -στη Γαλλία λόγου χάρη του αλεξανδρινού στίχου και ιδιαίτερα στον χώρο της δραματικής ποίησης, με τις αιτιάσεις για παρερμηνεία των τριών ενοτήτων χώρου, χρόνου, δράσης της αριστοτελικής ποιητικής και της εφαρμογής τους ως αισθητικών κανόνων ενός καρδιναλίου Ρισελιέ ή ενός Μπουαλώ, το ντιμπέιτ προσέλαβε τη μορφή Ρακίνας και Σαίξπηρ...    

***

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι.
Είμαστε οι παραγεμισμένοι άνθρωποι.
[...]
        
(Τ. S. Eliot, Koύφιοι άνθρωποι, μτφρ. Γ. Σεφέρη)

Από τα κούφια λόγια στους κούφιους ανθρώπους – ή αντιστρόφως; Έχει υποστηριχθεί πως ο Έλιοτ σε αυτούς τους στίχους αναφέρεται στον Μάγο του Οζ , τη γοητευτική ιστορία δρόμου και ιδιαίτερα τον ήρωά της Αχυρένιο... Ψάχνοντας μυαλό, καρδιά και θάρρος οι ήρωες του L. F. Baum θα οδηγηθούν στην ποιητική αυτοπραγμάτωση με την Ντόροθυ ως ρήτορα λαμπρή και οιονεί πρόδρομο του μοντερνισμού να αναφωνεί: There is no place like home, όπου το σπίτι-εαυτός ισόρροπα στεγάζει τις δυνάμεις που ουσιώνουν τον άνθρωπο στην τριμερή πλατωνική του διάκριση: Αχυρένιος, Τενεκεδένιος, Λιοντάρι...  Τα κοντράστ άλλωστε  προσδίδουν δυναμισμό σε κάθε καλλιτέχνημα, στην τέχνη και τη ζωή,  πέρα από τις επίπλαστες κάποτε αρμονίες. Το υψηλό και το χαμηλό κ.ο.κ. αποτελούν μεταφορές του ηθικού και εν ταυτώ αισθητικού αιτήματος της αρμονίας. Η σύζευξη των αντιθέτων έχει συντελεστεί. Η ρητορεία παρουσιάζεται ως η τρίτη της Πικαρδίας στη μουσική λόγου χάρη, μια θριαμβική, μείζων κατάληξη που φαιδρύνει ένα χλωμό ποίημα ελάσσονος τόνου. Αν λοιπόν ως ποίηση εννοήσουμε το βαθύ και ως ρητορεία το λαμπρό (και πάντως όχι το ψευδές) δεν είναι προφανές ότι πρέπει να συνυπάρχουν, όπως το γιν με το γιανγκ; Σε αντίθετη περίπτωση τα ποιήματά μας θα μοιάζουν είτε αναιμικά είτε απλώς υπερφίαλα...  
*** 

Ο βαθύτερος εαυτός μας βρίσκεται σε εκείνο το λευκό κενό διάστημα στο μέσον του ποιήματος, η καρδιά και το μυστήριό μας
                                     
(G. Rosenstock, Silencio, μτφρ. Σ. Θ.)

Το λευκό κενό διάστημα στο μέσον ενός συγκεκριμένου [οπτικού] ποιήμαος (βλ. το δοκίμιο Silencio στο παρόν τεύχος) συνιστά αναμφίβολα δομικό στοιχείο της μορφής του ποιήματος. Στη μορφή βρίσκεται λοιπόν το μυστήριο, και αυτό, ως υπέρτατο νόημα, ως καρδιά του ποιήματος αλλά και του αφηγηματικού υποκειμένου. Μορφή και περιεχόμενο, ήτοι ποίηση, μυστήριο των μυστηρίων, μυστήριο par excellence, καρδιά του ανθρώπου. Ποίηση βιωματική, όχι όμως και αυτοβιογραφική ή κατ' ανάγκην εξομολογητική, και ποτέ ποίηση πόζας ή ποίηση εγκεφαλική, με ασφαλείς οδηγούς της πάντα, την απόσταση και την αφαίρεση. Διερωτώμαι ακόμη: ποια ρητορεία χωράει σε αυτό το κενό; Καμία προφανώς. Σιωπή. Σύμπασα του κόσμου η ρητορεία...

 

 

 

«αύριο θα κόψουμε
κάτι λουλούδια,
αύριο θα ψάλουμε
κάτι τραγούδια» 

Ο Λάμπρος
Δ. Σολωμός

Τι και αν τον είχαν χαμένο οι πολιτείες, τι και αν τον είχαν ζητήσει οι ρεματιές του τόπου του. Άγριο χορτάρι και ποιήματα τον είχαν πάρει για πάντα. Φορούσε στρώματα βυθών, φύκια, χτένια, σπαρτάραγαν τα χέρια του. Και βγήκε εις τους δρόμους τους απατημένους και πήρε τον ανήφορο. Περνούσαν εμπρός του οι διαβάτες, της ζωής η ρητορεία που άλλο από συνέχεια δεν γνώρισε. Και εβάδιζε ο Λάμπρος με τα περιδέραια της βιογραφίας του, τους ωραίους όγκους της ζωής του που άδοξα εχάθη. Γυμνή και ανήμπορη, σταθερή, αρχέγονη κόκκινο σημάδι στο πέλαγο του ζωγράφου.

Τον πήραν για πνιγμένο, όμως απόψε πίνει ούζο στα τραπεζάκια της πλατείας. Εκεί που αφανίστηκε υψώθηκε το άνθος του Απρίλη και ο καιρός πήρε την αδιάκοπη συνέχειά του. Από μόνος του είναι ο χορός με το ανεικονικό πρόσωπο, μορφή της νύχτας, διάλειμμα του ανέμου ο Λάμπρος. Οι λέξεις του, τραγωδία και χρονικό αιώνιο του κόσμου, η πίκρα της ζωής και το καθρέφτισμά της. Μόνο με ποιήματα τραγουδιέται ο κόσμος αυτός, με ασπαίρουσες λέξεις, σαν βαπτισμένες στο νου, το σώμα, την ελιά. Το ωραίο φως δεν χωρεί μες στην πρόζα του καιρού. Θέλει μέτρο και ρυθμό του φεγγαριού το δρέπανο, θέλουν και οι ποιητές να αντιφωνίζουν το αγλάϊσμα του κόσμου, τον βίο που έχει χιλιάδες δέρματα. Θα πιει το ούζο του, στο ύψος ενός θάρρους που γεννιέται σε δυο στίχους, όμορφος και ζωντανός, όπως εκείνοι που με άγνοια πλουτίζουν την ζωή με την ωραιότητά τους.

Κουβέντα δεν είπε, άνθρωπος δεν στάθηκε, μονάχα ακέραιη μοναξιά. Λιοπύρι αυγουστιάτικο, αφανισμένες πλατείες, μορφές που ξεσταχιάζουν από τον κόπο και το βάσανο. Η ορχήστρα που ανεβαίνει στο κατόπι και βαθιά γνωρίζει πως δεν απαλύνεται η θλίψη και πιάνει το τραγούδι. Παλιοί ζουρνάδες, μέτρο και δωρικοί ρυθμοί στο ύψος των Χαυτείων. Συλλογιέται ο Λάμπρος, πως σε ένα σχεδίασμα επάνω αθροίστηκε η έκταση του κόσμου.

Άκου Λάμπρο, τα ποιήματα θέλουν μορφή και ρυθμό και τα νοήματα να πλέκονται και μεταξύ τους σε ένα να μορφώνονται. Ακόμη, Λάμπρο, θέλουν από το μπουλούκι του καπηλειού και από το αμφιθέατρο και από την ζωή το απόσταγμά τους να σώσουν. Μια στιγμή, προτού τα πράγματα περάσουν στην αιωνιότητα, αδιαμαρτύρητα, όπως λάμνουν οι Αχερουσίες. Θέλουν να κυλούν, γκρεμίζοντας νύχτες και νύχτες προδοσίας. Θέλουν, όπως εσύ κάποτε να γίνουν τραγούδια, στο όνειρο επάνω να κρεμούν τις εντυπώσεις από το φάσμα της ζωής. Δεν χωρούν τα αμέτρητα τα λόγια, φθαρμένες οι διακοσμήσεις από τους αγέρηδες γκρεμίζονται. Το στόμα γλυκά φιλεί μια λέξη και την ερωτεύεται. Τα ποιήματα είναι σωτηρία και προσευχή Λάμπρο. Δυο κλαδιά που κοιτάζουν τα άστρα αρκούν για να βάλουν φτερά στην μορφή. Τα ποιήματα όπως εσύ Λάμπρο χωρούν χρόνια χίλια όπως η ζωή μες στις λαϊκές τις μέρες, τις βρώμικες ασχολίες, στ΄αποσπάσματα των στρατώνων, τα λογιστήρια, τις διεθνείς πράξεις. Τα ποιήματα γυρεύουν μια αρχέγονη μητρότητα, ζητούν την ποίηση, όπως κανείς τον ποταμό που οδηγεί στα βουνά του χρυσαφιού. Γυρεύουν την ποίηση και όταν ξαποσταίνουν μες στις ανθολογίες, αληθινά και ακλόνητα γιατί προικίστηκαν με τον περιούσιο της ανθρώπινης φωνής, κυλούν μες στις ίδιες φλέβες, πάνε και χαιρετούν τους θρύλους που έχουν κατοικήσει τώρα πια κορφές και ακρολόφια, ανάβουν σαν Καρυάτιδες και σαν ατμόσφαιρες αισθήσεων πρωτόγνωρων στα πανηγύρια του καλοκαιρού, μες στην αντιζηλία του έρωτα, τα σκιερά ποτοπωλεία, τις οδούς Αγίων Ασωμάτων όλου του κόσμου. Βαστούν τα ποιήματα τις ψυχές από τα λαγόνια και εντός τους αναδεύουν τον κόσμο, την ίδια του την σκέψη, ώσπου αυτή μονάχη της να λάμψει ως παράδειγμα ζωντανό, τώρα και πάντα, έξω από την μανία του χρόνου. Τα μυστήρια της ζωής, όπως και τα ποιήματα Λάμπρο δεν θέλουν λόγια, θέλουν το άλμα το ψυχικό μες στο χάσμα, θέλουν την αλλαγή, το πένθος, την ελπίδα, όσα στοιχειώνουν τον κόσμο.

Δεν αποκρίθηκε. Υπήρξε μόνο του εαυτού του πρόσταγμα. Πήρε πίσω τον δρόμο, βαρύς και μεθυσμένος για το κρίμα της ζωής του το ανείπωτο. Πίσω του η ορχήστρα και η δίχως αβρότητες γυμνή τους γλώσσα, στίχος και καρδιά του τραγουδιού, σώμα και αίμα του. Εμπρός τους το πέλαγο της πόλης, το όραμα που ιστορείται με την ευφράδεια της κοινής πίκρας. Έτσι χάθηκε και πάλι ο Λάμπρος, με το κρίμα του βαρύ, φορτωμένο απάνω στους ποιήματος την ράχη. Και χανόταν ο Λάμπρος με την ορχήστρα του προς τον αφανισμό και έμενε το ουρλιαχτό της ζωής, η αιώνια ιστορία του ανθρώπου, εικονοστάσι επάνω στου βουνού το δίστρατο. Και έμενε η ποίηση, μισό νησί της Αμοργού που αντέχει επειδή ζει σε άλλον κόσμο, να λέγεται με άλλα λόγια, γλώσσες αγέννητες, λέξεις θνητές που περνούν στην αθανασία. Μισοσβησμένη θράκα, νιότη αιώνια, να περιέχει όλο τον κύκλο της ζωής. Δίχως τίποτε, μονάχα με ενοχή. Και με θάρρος. Πολλά ήταν όσα συλλογίστηκε ο Λάμπρος, πράγματα αφόρητα για των ποιητών τον οδυρμό.

 

 

 

Όταν τα λόγια δεν ικανοποιούν, λέμε ότι φταίνε. Διαπιστώνεται αναντιστοιχία προς τις περιστάσεις και πράξεις, σε σχέση με το τι μπορεί ή πρέπει να ειπωθεί. Όσα ειπώθηκαν ή ίσως ειπωθούν είναι πολλά ή λίγα και εν πάση περιπτώσει αναρμόδια. Θα έπρεπε να προκύψουν κάποια άλλα λόγια ή να ισχύει το «χωρίς λόγια». Επειδή από λόγια κανείς δεν παίρνει, η αμετάπειστη αυτή συνθήκη δεν μπορεί να ξεπεραστεί, παρά μόνον αναστέλλεται. Γιατί όλο λόγια είναι τα λόγια. Ακόμη και η κριτική (δια) της σιωπής φωνασκεί. Η σιωπή γίνεται ηχηρή γλώσσα χωρίς φθόγγους, με τρόπο παρόμοιο με τον οποίο καθιερώνονται άλλες εξω-γλωσσικές γλωσσολογίες: η γλώσσα των αριθμών, η γλώσσα των εικόνων, η γλώσσα όσων δεν βλέπουμε, η γλώσσα ανέμβιων όντων, η γλώσσα της ανοντολογίας.

Η γενική αυτή συνθήκη του λόγου αποκτά ιδιαίτερη ένταση στην περίπτωση της ποίησης, στον βαθμό που (δυνητικά, αν και όχι στην πραγματικότητα σε σχέση με τα περισσότερα ποιήματα που γράφονται) η ποίηση συνιστά την πιο πυκνή εκδοχή του λόγου, από την οποία εκλύονται άλλες εκδοχές, όπως το θέατρο ως εν κινήσει ποίηση ή η πεζογραφία ως μετάλλαξη του επικού λόγου. Παράλληλα, η ποίηση, όπως υλοποιείται μετά την επινόηση της γραφής και αργότερα της τυπογραφίας και άλλων τεχνολογιών, αποτελεί θεμελιώδη εκδοχή γραπτού λόγου, που, χωρίς να  «γεμίζει» το χαρτί ή άλλη πλατφόρμα όπου αποτυπώνεται, διαρκώς τον προφορικό παριστάνει ή επικαλείται, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο που παίζουν ως προς το ποιητικό αποτέλεσμα οι ήχοι των λέξεων ανεξαρτήτως της σημασίας τους.

Τρία μεγάλα «ψέματα» χαρακτηρίζουν την ποίηση, επομένως. Πρώτον, είναι ο πιο πυκνός λόγος, παρά τους πλατειασμούς και την πλαδαρότητα των περισσότερων στίχων. Δεύτερον, επικυρώνει την προφορικότητα του λόγου, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια κατ’ εξοχήν τέχνη της γραφής. Τρίτον, συνολικά συνιστά ένα ψέμα που είναι (πιο κοντά στην) αλήθεια, όπως κάθε είδους λογοτεχνία ή γενικότερα κάθε μορφής λόγος που, γυμνασμένος από την τέχνη του, σε συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες αναγνωρίζεται ως λογοτεχνία. Όπως εξ ορισμού κάθε τέχνη, η ποίηση «ψεύδεται» αναδεικνύοντας έτσι την άρνηση της λήθης που ονομάζεται α-λήθεια.

Εφόσον ψεύδος και αλήθεια δεν διαχωρίζονται, ο διαχωρισμός τους υποδεικνύεται ψευδώς. Πρόκειται για υπόδειξη που εξαρτάται από τους τρόπους εκφοράς του λόγου που έχουν επιστρατευτεί, οι οποίοι ονομάζονται ρητορικοί – ή ποιητικοί, ας υπογραμμιστεί – σε διάκριση από γραμματικού τύπου τροπές. Η ρητορική τέχνη σχηματοποιεί την ακυριολεξία του λόγου, που συνιστά γονιδίωμα της ποίησης, με τρόπους (ή ανατροπές) όπως ιδίως η μεταφορά και η μετωνυμία. Επιχειρώντας να αναλύσει τους τρόπους αυτούς, η ρητορική τέχνη φυσικά διολισθαίνει προς τη διδασκαλία, την ψευδαίσθηση, την οποία συμμερίζεται κάθε διδακτική πράξη, ότι μπορούν να γίνουν ρήτορες και όσοι έχουν αδυναμία να μιλήσουν. Αυτό συνήθως αποτυγχάνει, με αποτέλεσμα τη ρητορεία, δηλαδή εκφορά και γραφή λόγου έτσι που να απογυμνώνονται οι τρόποι του. Η ποίηση ως επιτυχής ρητορική συνεχώς έρχεται σε σύγκρουση με τις ανεπιτυχίες της ποιητικής ρητορείας. Διαφορετικές συγκυρίες, κριτήρια και γούστα περιπλέκουν τα πράγματα, ενώ ελάχιστοι αποδέχονται την επιτυχία ενός ποιήματος με τη λογική και ιδεολογία του οποίου διαφωνούν.

Συχνά προβάλλονται παραπλανητικοί ισχυρισμοί. Λέγεται ότι ένα ποίημα είναι ρητορικό, ψεύτικο, δεν αντιστοιχεί σε εμπειρίες, δεν είναι βιωματικό κ.ο.κ. Η πιο απλή συμβουλή για κάθε ποίημα «βγαλμένο» από τη ζωή είναι: Ξαναβάλτε το μέσα. Το αν ένα ποίημα προέκυψε σε στιγμές πυρετού, βρέθηκε σε ένα σεντούκι ή αλλού, το υπαγόρευσε θεός ή κάποιος άλλος, είναι ορισμένες από τις συμβάσεις μιας «ρητορικής της προέλευσης» των κειμένων και του πλαισίου ανάγνωσής τους. Είναι εύλογο οι ποιητές να αρνούνται τη ρητορεία, στην οποία συχνά καταφεύγουν. Η άρνηση της ρητορείας όμως συνήθως αποτελεί ένα όχι ιδιαίτερα επιτυχές «εκτός κειμένου» ρητορικό τέχνασμα. Είναι μια ακόμη ευκαιρία να δίνουν συγχαρητήρια στον εαυτό τους οι συγγραφείς, όταν κανείς άλλος δεν θέλει να τους συγχαρεί.

Η ποίηση συνιστά υλοποίηση των τρόπων του λόγου, δηλαδή της ρητορικής. Επομένως, είναι αντίθετη στη ρητορεία, δηλαδή στην αποτυχία της ρητορικής. Η αντίθεση αυτή συνεχώς εμψυχώνει μια ρητορική της αντι-ρητορικής, η οποία όμως κατά κανόνα εκπίπτει σε στερεότυπες ρητορείες.

Θυμάμαι το ψηφίο Θ, μία από 24 επιστολές στο ποίημα «Γράμμα»:

Θέλω να σου γράψω δεν μπορώ
ούτε μπορώ να σου γράψω θέλω

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 6 Μαΐου 2020