Εκτύπωση του άρθρου

   

Εικαστικά: Κατερίνα Μαμάη                                      © Poeticanet  
 
 


 
Κανείς δε θυμάται σήμερα τους Δεκεμβριστές, γράφει ο Τέος Σαλαπασίδης, αναφερόμενος στο κίνημα των φιλελεύθερων Ρώσων ευγενών που κατέληξε στην αποτυχημένη εξέγερση της 14ης Δεκεμβρίου 1825. Ανάμεσά τους οι ποιητές Κ. Ριλέγιεφ και Φ. Γκλίνκα, ο ποιητής Κοντράτι Φιοντόροβιτς Ρυλέγιεφ  που εκτελέστηκε διά απαγχονισμού, ενώ αισθητή ήταν η πνευματική επιρροή του Πούσκιν.

Γεννημένος το 1924 στο Βατούμ της τότε Σοβιετικής Ένωσης, ο Σαλαπασίδης θα μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, και αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο-αναφορά της νεανικής λογοτεχνικής παρέας των Μ. Αναγνωστάκη, Κλ. Κύρου, Π. Θασίτη, Ά. Φιλητά, Θ. Φωτιάδη, Γ. Καφτατζή, κ.ά.

Γραμματέας της ΕΠΟΝ της περιοχής Διοικητηρίου, ανεβαίνει στο βουνό, περνά από τη Σχολή αξιωματικών του ΕΛΑΣ και συμμετέχει στην Αντίσταση ως διοικητής λόχου. Τον Δεκέμβρη του 1945 εμφανίζεται ως ποιητής, στα Ελεύθερα Γράμματα (τχ. 30-31), με το ποίημα «Οδομαχίες», για να ακολουθήσουν άλλα δύο στα επόμενα τεύχη. Το εξαιρετικό ενδιαφέρον εδώ, αυτό που κάνει τις «Οδομαχίες» να ξεχωρίζουν, είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει τόσο τις εμφύλιες συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όσο και, προδήλως, τον Δεκέμβρη του 1944, αφού η κορύφωση του ποιήματος σκηνοθετείται ακριβώς στην Πλατεία Συντάγματος.

Οδομαχίες

Πολεμήσαμε – στα χιονισμένα θρανία των πάρκων
στις υπόγειες στοές των εργοστασίων
σε δάση ανοιξιάτικα με παπαρούνες
στη σκόνη και σε λίμνες παγωμένες.
Τον Αύγουστο δεν ήπιαμε νερό – με βλέφαρα
καμέν’ απ’ της αγρυπνίας το μπαρούτι∙
αφήναμε τον ήλιο να μας τρώει τα μάτια
και το Δεκέμβρη δεν ανάψαμε φωτιές.
Ταμπουρωθήκαμε – στα κράσπεδα των λεωφόρων
στα παράθυρα, στις στέγες, στα μπαλκόνια
πίσ’ από ’να τζάμι, ένα λουλούδι, ένα φύλλο
πίσω απ’ τις πέντε αχτίνες της καρδιάς μας.
Με πεδίο βολής, τα Διεθνή Ξενοδοχεία.
Απ’ τις αγαπημένες θυρίδες των πολυβολείων
μετρούσαμε τη Λευτεριά, με τους σταυρούς της πτώσης τους
–θανατικά ρολόγια οι πεθαμένοι εχθροί
θανατικά ρολόγια που δείχναν τη ζωή μας–
Τότε στήσαμε τα πολυβόλα και την τρέλα μας, πάνου
στα εκτροχιασμένα τραμ, σε ντουλάπες, σε πιάνα,
σε αξιοπρεπή πορτρέτα «Κυρίων» – με τις μπούκες στραμμένες
αντίκρα∙ στα μάτια των δειλών.
Με τη ζωή μας – μιαν υπέροχη ζωή, μετρήσαμε
–Ορθοί: στις στέγες, στις πλατφόρμες, στα πάρκα–
τον ασήμαντο χλιαρό τους θάνατο – Εμείς∙
που πεθάναμε τόσο, μα τόσο, ωραία.

Ο τρόπος που οι αριστεροί μεταπολεμικοί ποιητές, αλλά και καλλιτέχνες, αντιμετώπισαν την ήττα του Δεκέμβρη του 1944, όπως και τον Εμφύλιο που ακολούθησε, ήταν αυτόχρημα αμυντικός, σχεδόν απολογητικός, αμήχανα, δηλαδή απολίτικα συμφιλιωτικός, και βέβαια μαρτυριολογικός. Ποιητικά και καλλιτεχνικά, τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά για το έργο τους, γιατί επέλεξαν να διαχειριστούν «πολιτικά υπεύθυνα», ήτοι δικολαβικά, το τεράστιο φορτίο, και το άγος, μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου. Αντίθετα, ο Τέος Σαλαπασίδης υπερασπίζεται ανεπιφύλακτα το δικαίωμα στη μάχη, στην εξέγερση, στην επανάσταση, και μάλιστα εν θερμώ, όταν οι σφαίρες δεν είναι συμβολικές, αλλά πράγματι μολύβι καυτό.

Δεν θέλω να εμπλακώ σε ιστορικές αποτιμήσεις, ούτε πρόκειται να απολογηθώ για τυχόν ευθύνες της αριστεράς. Αυτά τα έχουν μελετήσει και φωτίσει επαρκώς οι ιστορικοί της περιόδου, όπως π.χ. ο Γιώργος Μαργαρίτης. Ούτε επιχειρώ βέβαια να «νομιμοποιήσω», διά της ποίησης, τις εμφύλιες συγκρούσεις κατά την περίοδο της Κατοχής, ή τον μετέπειτα Εμφύλιο, τον οποίο τον αντιμετωπίζω ως τον τρόπο που επέλεξαν (καλώς ή κακώς) οι έλληνες πολίτες εκείνης της εποχής, για να επιλύσουν τις (ανυπέρβλητες, όπως απεδείχθη) πολιτικές διαφορές τους.

Άλλωστε, νομίζω πως και ο Σαλαπασίδης δεν μιλά εδώ ως «αιμοβόρος κομμουνιστής». Ούτε βέβαια ως αριστερός θρηνωδός που, ιδεολογικά και αισθητικά, προαναγγέλλει την κλάψα του Καζαντζίδη... Ο στίχος,

Εμείς·
που πεθάναμε τόσο, μα τόσο, ωραία...

είναι θριαμβικός, αλλά ταυτόχρονα υπαρξιακά λυτρωτικός, και εν τέλει αποενοχοποιητικός, είναι χειραφετητικός της ζωής απέναντι στο θάνατο. Όμως, ο στίχος-κλειδί στο ποίημα είναι αυτός:

Τότε στήσαμε τα πολυβόλα και την τρέλα μας...

Ποια είναι η «τρέλα»; Παραπέμπει σε κάποιους άλλους στίχους του Σαλαπασίδη, γραμμένους για τον γνωστό Χάρη, του ποιήματος του Αναγνωστάκη «Χάρης 1944». Στο αντίστοιχο, και «ομόρριζο» ποίημα του Σαλαπασίδη (μαζί με τον Αναγνωστάκη, τον Κύρου και τους υπόλοιπους, ήταν στενοί φίλοι του εικοσάχρονου Χάρη [Τάλλαρου]), που δημοσιεύεται τον επόμενο μήνα στα Ελεύθερα Γράμματα, βλέπουμε αλλιώς τον Χάρη:

Τον αγαπούσαμε και μας αγάπησε στήνοντας στη Σαλονίκη
την εφηβική σημαία του κεντημένη με δυο σφαίρες
–Τότε που σκόρπισε ορμητικά στις τρικυμισμένες πλατείες
τα είκοσι τριαντάφυλλα που του χάρισε η μητέρα του

Γιατί η επανάσταση, η εξέγερση, η μάχη, ακόμα κι όταν διεξάγονται διά των όπλων, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα πολιτικό ή στρατιωτικό διακύβευμα. Είναι ένα ιστορικό αλλά και προσωπικό γεγονός, τροφοδοτούνται από μια κοινωνική ορμή εφηβικής τάξεως.

Ποιος κέρδισε στον Δεκέμβρη του 1944, το γνωρίζουμε· ποιος κέρδισε ποιητικά, το βλέπουμε στο ποίημα του Σαλαπασίδη. Έχοντας όμως κάνει ένα τομίδιο γι’ αυτόν, που μάλιστα αποτελεί το εναρκτήριο τομίδιο μιας εκδοτικής σειράς («Εκ νέου», εκδόσεις Γαβριηλίδη, 1999), δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο, επαναλαμβάνοντας πράγματα που τα έχω δείξει και φωτίσει.

Θα κλείσω με λίγους στίχους από το κύκνειο άσμα του Σαλαπασίδη («Αυτό ήταν...», 1979), όπου κάνει έναν συνολικό απολογισμό των επαναστατικών διαδρομών, μαζί και του κορυφαίου άγους του εικοστού αιώνα. Η ιστορική μελαγχολία είναι βέβαια παρούσα, μαζί όμως με το χιούμορ, που αποφορτίζει τα πράγματα, μαζί με μια τρυφερή χειρονομία, που δικαιώνει τη ζωή, τη συνδεδεμένη με την επανάσταση.

...Στραπάτσο
Γέμισαν οι ακτές Εβραίους
Γέμισαν τα τούνελ Ιακωβίνους
Ταξίδι με τον Μωυσή στο μυαλό
Ταξίδι με τον Ιησού στην καρδιά
Τον Μαρξ στο στομάχι
Στα σκέλια τον Φρόυντ – άντε ζήσε
Ημερολάτης στις ερημιές
Κάτω στις γέφυρες νυκταλήτης
Γερνώντας
Γέρνοντας

Δίνοντας
Ήρεμο φιλί στο ανάερο Παρίσι...

Ελάχιστα μας άφησε ο Σαλαπασίδης (είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά και μια αποστασιοποίηση από τα πράγματα), όμως τα σπαράγματά του ορίζουν μια ολόκληρη καλλιτεχνική διαδρομή και στάση. Σπαράγματα όχι μόνο ποιητικά (έχει γράψει ένα από τα πρώτα underground κείμενα) αλλά και θεατρικά (εισάγει παρ’ ημίν το θέατρο του παραλόγου), καθώς και κινηματογραφικά, τα οποία αισθητικά είναι από τα πιο προωθημένα του μεταπολέμου, αν όχι τα πιο προωθημένα. Έτσι, το παραπάνω ποίημα τελειώνει με δύο ακόμη στίχους, δηλωτικούς της μοναξιάς του ποιητή, ευρύτερα του καλλιτέχνη.

Εβραίος χωρίς Συναγωγή
Ιακωβίνος δίχως Λέσχη


Κώστας Βούλγαρης

 
 



Κι αν όσα έγραψα ως τώρα καν δεν είναι
ποίηση, για το ευαίσθητο στομάχι
του Κρόνου, που παλεύει
στα στομάχια σας, με την ιστορική
δυσκοιλιότητά του· αν
–λέω- δεν είναι ποίηση,
δεν χάθηκε ο κόσμος
(όχι τουλάχιστον απ’ τους κακούς
ποιητές) μπορείτε κάλλιστα
να τα πετάξετε. Ωστόσο,
επιτρέψτε μου μια τελευταία
προσπάθεια:

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
 
Οι άνθρωποι οπωσδήποτε κάνουν την ιστορία,
οργανωμένοι σε ομάδες με κοινή
καταγωγή και γλώσσα και θρησκεία.
Εξαιρούνται φυσικά οι αναρχικοί,
οι γλωσσολόγοι, οι εθνολόγοι, οι πολύ
σοφοί, οι πολύ βλάκες και βεβαίως τα παιδιά τους.
Απομένουν τα πρεζόνια, οι μπεκρήδες κι οι τρελοί.
Οι μέσοι άνθρωποι ευτυχώς πηγαίνουν στη δουλειά τους
Με τέτοια δεδομένα προφανώς η ανοησία
αποτελεί την πιο σπουδαία σταθερά
προόδου. Η φαντασία στην εξουσία
μπορεί να κάνει θαύματα σωστά.
Μια ιστορία μαστουρωμένη ξενυχτά,
ακόμη κι όταν οι θεοί ξεχνάνε τη δουλειά τους.
Μπορεί οι επιστήμονες να ενίστανται, αλλά
οι μέσοι άνθρωποι ευτυχώς πηγαίνουν στη δουλειά τους.
Όσο για εκείνη την παλιά θεωρία περί βίας
που ξεγεννάει την πρόοδο αιματηρά...
Μια τόση δα ταμπλέτα ευωχίας
παρέχει τα —λευκότερα λευκά,
καθώς απλώνουνε στα σκοτεινά
οι βλάκες τα υποσυνείδητά τους.
Μπορεί οι σοφοί να ενίστανται, αλλά
οι μέσοι άνθρωποι, ευτυχώς, πηγαίνουν στη δουλειά τους.
Φίλοι μου, μέσα στον τεκέ της ιστορίας, τ’ αφεντικά
δεν είναι αυτοί που πίνουν το λουλά τους
τραυλίζοντας θεωρίες περί Ιστορίας, αλλά
οι μέσοι άνθρωποι, ευτυχώς, που πάνε στη δουλειά τους.

Τώρα σκεφτείτε πόσες λέξεις
με δυνατό, ελαφρώς αψύ
και πλούσιο άρωμα, σαν το θυμάρι,
θα χάσετε, αν πάψω
να ονειρεύομαι αδέσποτες πλαγιές,
αδήλωτες δροσιές κι αδούλωτα χωριά·
αν -λέω- αρχίσω να μετράω
τις λέξεις μου – κι αυτές
που μένουν να τις βάζω
σε εισαγωγικά (— —)*
 
*ΣΗΜ. Στην μεταμοντέρνα
γλώσσα οι λέξεις απαιτούν
πάντα εισαγωγικά,
τα οποία υπαινίσσονται πως ο ομιλητής
δεν είναι διόλου αφελής
ώστε να εμπιστευτεί
τις λέξεις.
 
Μεταξύ αυτών:
Εγκάτοικος, φιδόπουλο, μνέσκω, πονιδιασμένος,
τετρομασμένος, ακαρτέρει, φιλιατρό,
κεραυνοκράχτες, μνέσκανε,
ζουρλάδι, συρτοπάπουτσα,
μυγόχεσμα, αλληθώρικος,
τσίπλα, ανεμοστρούφουλας ,
άθλιβος, αιματοπότης,
γλυκοσύντυχος, γνόφος,
καλοκέρι, δολοευλαβής, θυμώδης,
κρυώδης και αφτούμενος,
μανή, θεκέλ, φάρες.

Συνέλθετε, ασύστατοι! Όταν πέσει
ο άνθρωπος στα τέσσερα
θα ’ναι για να χιμήξει
στον άνθρωπο –
κυριολεκτικά.

Γιώργος Μπλάνας
 
 


 
    


                        
                                                             Τι τέλεια
                                                 θυμάται το γραμμόφωνο

 
                                       τη γλυκιά βλαστήμια της τρομπέτας σου
                                                το μαύρο της φωνής σου.
                                                         
                                                  Μια φωνή τόσο μαύρη
                                                 όσο εγώ είμαι πράσινος,

 
                                   τα λόγια μου δεν θα 'χουν ποτέ αυτή την άνεση
                                         την ευτυχία των χειλιών στα χάλκινα

 
                                      ή των δαχτύλων που γλιστρούν στ' ακόρντα
                                                 όπως φίνα γάντια ιβουάρ.

 
                                            Ο αέρας είναι απαλός με τη τζαζ
                                     και τα μπλουζ τέλεια χαραγμένα στη μνήμη,

 
                                            όλο κι όλο τα λόγια μπορούν,
                                          να γυαλίσουν τα λουστρίνια σου.

 
(Peter Goldsworthy, Ένας λούστρος για τον Λούις Άρμστρονγκ, Reading from Ecclesiastes, μτφ. Σ. Θ.)
     
Στο ποίημα αυτό τον ρόλο της ποίησης ας παίξει η μουσική (του Άρμστρονγκ) και τον ρόλο της φιλοσοφίας η ποίηση (τα “λόγια” του ποιητή). Στη “διαμάχη” μεταξύ των τεχνών πολλές φορές άλλωστε η μουσική θεωρήθηκε πως εκφράζει βαθύτερες και από την ποίηση πραγματικότητες. Ποίηση εναντίον φιλοσοφίας: ένα πανάρχαιο debate. Από εδώ εκπηγάζουν, και με αυτό συγγενεύουν, όλα τα (ψευδεπίγραφα) δίπολα: λόγος και μύθος, επιστήμη και θρησκεία, λογική και συναίσθημα κ.ο.κ. Ωστόσο ο Heidegger προς το τέλος της ζωής του πίστεψε πως με την ποίηση πραγματώνεται αυθεντικά ο άνθρωπος... Είναι γνωστή η εναντίωση του Πλάτωνα στον ποιητή: τον εξορίζει από την ιδανική Πολιτεία του. Και αν μία μάλλον ψυχαναλίζουσα ερμηνεία θέλει τον Πλάτωνα αποτυχημένο τραγωδοποιό στα νιάτα του (εξ ου και η απέχθεια, ως άλλη όψη της επιθυμίας) ο Girard κοιτώντας ακόμη βαθύτερα εντοπίζει την αιτία: o Πλάτων βλέπει στην ποίηση μια σκοτεινή αμφισβήτηση των θεμελίων της πόλης, έτσι που για να την προστατεύσει πρέπει να κάνει τον ποιητή ένα Κάθαρμα, έναν Φαρμακό. Η ποίηση, λοιπόν, ως επανάσταση. Eίτε στρατεύεται φανερά, όπως οι Μπάιρον και Σέλλεϋ, Σολωμός και Κάλβος, Ρίτσος και Μαγιακόφσκι, είτε όχι, ο ποιητής είναι εξ ορισμού ένας επαναστάτης. Ενάντια σε τι επαναστατεί η ποίηση όμως;

***
γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς
(Ιω 8,32)
Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή
(Ιω 14,6)
 
Η ποίηση επαναστατεί ενάντια στην άγνοια, θα διακινδύνευα μιαν απάντηση, στα κατά συνθήκην ψεύδη -εξ ου και o ανταγωνισμός με τη φιλοσοφία: στη μοιρασιά ενός κοινού πεδίου. Η ποίηση είναι ένας τρόπος για να φτάσουμε στη γνώση, και η γνώση αυτή μάς απελευθερώνει από το σκοτάδι, τη δουλεία της άγνοιας. Είναι τόσο όμορφη αυτή η ελευθερία, που πολλοί... απελεύθεροι καθηλώνονται σε αυτήν. Όμως την ελευθερία διευρύνει και δικαιώνει η αγάπη. Στην αγάπη εκχωρούμε εντέλει όλη μας την ελευθερία για να γίνουμε -ω, του θαύματος- ακόμη περισσότερο ελεύθεροι -ελεύθεροι ως όντα και όχι απλώς ανεξάρτητοι ως άτομα. Η ποίηση μας απελευθερώνει από τον εαυτό μας για να μπορούμε ελεύθερα να υποταχτούμε στην αγάπη.  Σύμφωνα δε με μιαν αισθητική ανάγνωση του ως άνω χωρίου που θα πρότεινα, τέχνη, ποίηση (oδός, μορφή) και ζωή (περιεχόμενο) οδηγούν στην αλήθεια, την τέχνη κατεξοχήν, που συνιστά το γεγονός Χριστός: o μεγαλύτερος ποιητής και επαναστάτης...
     
***
 ἐν βυθῷ γὰρ ἡ ἀληθείη
               (Δημόκριτος)            

Η στιγμή της συνειδητοποίησης της αγάπης, της κατάκτησης μιας γνώσης που λάνθανε μέσα μας,  είναι αυτή που γεννά το ποιητικό συμβάν και δημιουργεί την συγκίνηση, χωρίς την οποία δεν υφίσταται το ποιητικό γεγονός. Η ποίηση συν-κινεί, δηλαδή μεταβάλλει, αλλάζει, μεταμορφώνει, αγαπά... Φανερώνει την αλήθεια, την ομορφιά, την καλοσύνη: και αυτή είναι η ύψιστη επαναστατική της πράξη έναντι της φιλοσοφίας. Η αγάπη είναι μια έμπρακτη γνώση. Είναι το μέτρο της τελειότητας που δεν θα κατακτήσουμε ποτέ αλλά που πάντοτε θα μας ωθεί, να αγαπάμε περισσότερο. Aν θέλουμε να μάθουμε, ποια είναι η αλήθεια, πόσο κοντά έχουμε φτάσει στην αλήθεια αυτή ως ποιητές, τότε το μέτρο ας είναι, πόσο πολύ απέχουμε από την αγάπη και πόσο αφήνουμε τη ζωή μας να περνά ανώφελη, ανέγγιχτη από την αγάπη. Στο ποιητικό σώμα, όπως θα  μας πει ο ποιητής, νους και  καρδιά ηχούν αρμονικά, όπως το ντουέτο της Ella Fitzgerald και τoυ Louis Armstrong, συμφιλιώνονται, δημιουργούν: 
[...]
Αλήθεια, δίψα των σοφών, ονειρευτή παρθένα,
που και ποτέ οι στενόμυαλοι δε λαχταρούν για σένα,
κι όνειρ’ αν έχουν, δε θωρούν εσένα στα όνειρά τους,
για μένα είσαι η Ομορφιά! και μόνη αυτή που νιώθω
και μόνη αυτή που κυνηγώ μ’ έναν αιώνιο πόθο
σε στίχους αιθερόπλαστους, νου και καρδιά γεμάτους.
(
Κωστή Παλαμά, Η αλήθεια)
 
***
(A Shoeshine for Louis Armstrong   
                     
How perfectly                                                           
the gramophone remembers                                      
 
your trumpet's sweet blasphemy                               
the blackness of your voice.                                       
 
A voice as black                                                         
as I am green,                                                             
 
my words will never have this ease,                          
this happiness of lips on the brass                              
 
or fingers slipping on chords,                                     
like cool ivory gloves.                                                
 
The air is slippery with jazz                                       
with perfectly remembered blues,                              
 
and all that words can do,                                           
is shine shine your shoes.)
 
Σάρα Θηλυκού
 
 


 
 
1. Μαρίας Κουγιουμτζή, «Ήμουν ένα σιωπηλό κορίτσι»         
                               (Στην Άννα Αφεντουλίδου)  
 
Εγώ μαχαίρωσα τον Κλύτη.          
Τις γαλανές λίμνες των ματιών του        
εγώ τις πάγωσα                    
να πατινάρετε άνετα μπορείτε.           
Μη φοβάστε.          
Είναι αμετάκλητα σκληρός ο πάγος         
δε θα βυθιστείτε.     
             
Όσα είδατε σ’ αυτόν,              
κίτρινα φίδια τα φιλιά του,        
φλογοβόλα όπλα,                     
τα χέρια πυρωμένες ξιφολόγχες,          
τα πόδια να κλωτσούν          
σαν άγρια άλογα,                                           
όμως κυρίως η μιλιά του            
οξύ που τρέλαινε τις φρένες σας,          
δεν θα τα ξαναδείτε.            
Εγώ τ’ αφάνισα.                       

Ήμουν ένα σιωπηλό κορίτσι                  
και δεν πρόσεξε.                  
Είχε ξεχάσει                    
πως εγώ μεγάλωσα στους δρόμους.

                                         (Εντευκτήριο, 2007)   
 
                  
2. Άννας Αφεντουλίδου, «Ά-λογον»
                                (Στην Μαρία Κουγιουμτζή)
 
Δέχτηκα το χαλινάρι
για ν’ απολαύσω τον ιππέα.
Για να καλπάσω εγώ μαζί του
ξεγελώντας
ότι αυτός έχει το πρόσταγμα.

 
Μέχρι στιγμής
καλά τα πήγα.

 
Αλλά
Όσο ανόητο να είσαι αφέντης
Τόσο πληκτικό να είσαι δούλος
 
                                        (Ιστορίες εικονικής ισορροπίας, Γαβριηλίδης, 2013)
 

Εισαγωγικά

Η μικρή μου δοκιμή εκκινεί από τη γοητεία που ασκεί επάνω μας κάθε κρυφή εξέγερση∙ εννοιολογώ την λέξη «εξέγερση», μάλλον με την διάσταση που της έδινε ο Αλμπέρ Καμύ, ότι δηλαδή «Επαναστατικό είναι αυτό που εξ-εγείρεται, η ίδια η διάρκεια της εναντίωσης. Μόλις διαμορφωθεί ως Κανόνας παύει να υφίσταται ως τέτοιο, ακόμη κι αν έχουν επιτευχθεί όλοι οι επαναστατικοί του στόχοι». Ή έτσι τουλάχιστον όπως το κατανόησα εγώ μέσα από το έργο του, τόσο το στοχαστικό όσο και το λογοτεχνικό (αναφέρομαι κυρίως στον Επαναστατημένο Άνθρωπο και στον εμβληματικό του Ξένο).

Αντί να αναπτύξω τον πυρήνα ενός τέτοιου συλλογισμού στα πλαίσια  ενός ποιητικού περικειμένου, θα προσπαθήσω να δείξω κάποιες ελάχιστες πλευρές του, μέσα από την συνανάγνωση δύο ποιημάτων: το Ήμουν ένα σιωπηλό κορίτσι της Μαρίας Κουγιουμτζή, (το οποίο μού αφιέρωσε και γι’ αυτό έχει και ένα επιπλέον, πέραν της ποιητικής του αξίας, συναισθηματικό βάρος για μένα) και το δικό μου Ά-λογον (το οποίο με την σειρά μου αφιέρωσα στην Μαρία Κουγιουμτζή, μέσα από την θερμή επιθυμία μιας αγαπητικής αναλογικής συστοιχίας) δίνοντας έμφαση στην κρυφή εξέγερση την οποία και τα δύο υποδηλώνουν. Την εξέγερση των ταπεινών, ή αλλιώς την αμφίβολη νίκη μιας γυναικείας, ας μου επιτραπεί ο όρος −παρόλο που υποθέτω τις έξωθεν αντιρρήσεις αλλά και τις εγγενείς του αντιστάσεις− «ταπείνωσης». Η «ηθική» διάσταση μιας τέτοιας «νίκης» αμφιβάλλεται διαρκώς μεταξύ της θετικής και αρνητικής τιμής της, αμφιβολία που συνιστά τελικώς την τραγικότητά της. Αλλά ας εξηγηθώ: το κάθε ποίημα εμπεριέχει έναν δυναμικό και εξεγερτικό πυρήνα. Δηλαδή.

Για το σιωπηλό κορίτσι
Στο 1ο ποίημα ένα πρόσωπο ασήμαντο και αφανές, ένας άνθρωπος ταπεινός και σιωπηλός (το σιωπηλό κορίτσι) νικά τον ένδοξο μαχητή (Κλύτη). Δικαιωμένη στα μάτια του αναγνώστη, η ποιητική αφηγήτρια αναλαμβάνει την ευθύνη αλλά και επαίρεται (Εγώ μαχαίρωσα) και με αλληλλέγγυα παρρησία διαλαλεί την γαλήνη πλέον του μη-φόβου (Μη φοβάστε). Από την εξόντωση προκύπτει η ασφάλεια και αυτό αναδεικνύεται ως απόρροια ενός σχεδόν ντετερμινιστικού σχήματος σε τρία κρίσιμα επίπεδα: ερωτικό (π.χ. φιλιά), φυσιοκεντρικό (π.χ. φίδια), ανθρωπολογικό (π.χ. να πατινάρετε άνετα μπορείτε). Η ποιήτρια επιτυγχάνει να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στην εμπάθεια (εκδικητική) της αφηγήτριας και τη συμπάθεια (δικαίωση μιας εξόντωσης) του αναγνώστη. Από το φυσιοκρατικό επίπεδο όλο το αρνητικό εκτόπισμα μεταφέρεται στο ερωτικό επίπεδο ως απειλητικό σήμα και στο ανθρωπολογικό ως ανακουφιστικό μιας μετέωρης απειλής: τα πόδια να κλωτσούν/σαν άγρια άλογα/όμως κυρίως η μιλιά του/ οξύ που τρέλαινε τις φρένες σας,/δεν θα τα ξαναδείτε.

Προεξάρχων στην πορεία αυτή, ο ρόλος της ύβρεως: μιας διαλαθούσας προσοχής επικεντρωμένης στην μνημονική έλλειψη∙ δεν πρόσεξε: άρα υποτίμησε, είχε ξεχάσει: άρα δεν έδωσε την οφειλόμενη προσοχή. Ο Κλύτης με την ρητορική ικανότητα, την ικανή να τρελαίνει τις φρένες εξοντώθηκε από την σιωπή. Επειδή δεν αρκεί να μπορείς να ρητορεύεις αφηγούμενος, αλλά οφείλεις να ξέρεις και να σωπαίνεις, προκύπτει ως φυσικό και δίκαιο παρεπόμενο ότι εξοντώθηκε από «ένα σιωπηλό κορίτσι». Επομένως, τόσο εκ προθέσεως όσο και εξ αποτελέσματος: ο Κλύτης άξιζε την τιμωρία.

Για τον συλ-λογισμό ενός Α-λόγου
Αναλογική ελέγχεται η μείξη του «υβριστικού σχήματος» και  στο Ά-λογον, όπου ο αφέντης-αναβάτης επιμένοντας σε μια κυριαρχική ερωτοπάθεια, εκμαιεύει την εγκατάλειψη ή και πυροδοτεί την από-τίναξή του, με όλα τα πιθανολογικά ολέθρια παρεπόμενά της.

Στο 2ο ποίημα, εξαρχής ο θετικός όρος (για να απολαύσω) διαθέτει και αρνητικό εκτόπισμα: δέχτηκα το χαλινάρι. Μέσω της αντιστροφής αυτής, υπονοείται ότι δεν υπήρξε υποταγή πραγματική αλλά εθελόδουλη στάση, για να αποσπαστεί η ηδονή, που αλλιώς θα την αρνούνταν ο επικυρίαρχος. Τα πράγματα γίνονται πιο ξεκάθαρα, όταν εμπλέκονται τα αντώνυμα (δούλος-αφέντης) με το οξύμωρο παραπλήρωμά τους (ανόητο-πληκτικό). Δηλαδή, η ανοησία της επικυριαρχίας, η έλλειψη ουσιαστικού νοήματος στην διαδικασία της  επιθυμίας επιβολής, ακυρώνει την ηδονή. Γρήγορα οδηγεί στην πλήξη. Πόσα μπορεί κανείς να απολαύσει μέσα από την ύβρι της αλαζονείας; Λίγα μπορεί αυτή να προσφέρει, μια που εκείνο που θεωρείται απόλαυση καταναλίσκεται τόσο γρήγορα όσο εύκολα δίνεται. Ο αναγνώστης προαισθάνεται ότι το Ά-λογον που οδηγείται από τον πόθο, γρήγορα θα αποτινάξει τον καβαλάρη του. Και θα αναζητήσει εκ νέου την απόλαυση…άραγε εκεί που δεν θα του ζητήσουν να δεχτεί χαλινάρι; Ή μήπως εκεί που θα επαναληφθεί η ίδια ιστορία μιας αυθυποβαλλόμενης όσο και αυτοαναιρούμενης υποταγής; Εδώ το γραμματικό γένος του ποιητικού υποκειμένου υποκρύπτεται. Επομένως,  δεν γνωρίζουμε αν παίζει κάποιο ρόλο το φύλο ή αν το «ά-λογον» αναφέρεται σε μια γενικότερα ανθρωπολογική και όχι έμφυλη υποταγή. Ασυνειδήτως (ανεπαισθήτως;) ο αναγνώστης κάνει έναν βιογραφικό παραλληλισμό: πόσο η ποιήτρια οδηγείται από τη διαχρονική ιστορία του φύλου της;
 
Κλείνοντας
ας τολμήσω ένα αφοριστικό, ποιητολογικό όσο και αναστοχαστικό, συμπέρασμα: Αλίμονο σ’ αυτούς που ξεγελιούνται ότι έχουν το πρόσταγμα. Θα είναι πάντα οι πραγματικά ηττημένοι. Ζωντανοί και ανηδονικοί. Ή νεκροί και εξοντωμένοι. Αλλά πάντως ακίνδυνοι.   
 
Άννα Αφεντουλίδου

 

 

                                           

                       «Ο «αληθινός κόσμος», όπως κι αν έχει συλληφθεί ως τώρα, ήταν πάντα ο φαινομενικός κόσμος άλλη μια φορά»

                                                                             Νίτσε, Η θέληση για δύναμη*                                                           

1

Έναυσμα, ένα είδος εξαγγελτικής περίσκεψης. Η τεκμηρίωση μιας αρχετυπικής κατεδάφισης κανόνων και στερεοτύπων. Η διαγραφή των δομών, αναζητώντας τα κρείττω. Από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις ριζικής αποδόμησης. Την έχω προ πολλού αποστηθίσει: «στον μύθο του Οδυσσέα που επιστρέφει στην Ιθάκη, θα θέλαμε να αντιτάξουμε την ιστορία του Αβραάμ που εγκαταλείπει δια παντός την πατρίδα του για μιαν άγνωστη ακόμα γη και απαγορεύει στον δούλο του να φέρει ακόμα και το παιδί του σε αυτό το αφετηριακό σημείο». Αποστηθίζω από το σημαδιακό  έργο Το Ίχνος του άλλου του Εμμανουήλ Λεβινάς.

2

Το εγνωσμένο φορτίο του ποιητή. Η ομιλία του εγώ, η οποία κατ΄ ουσίαν είναι συχνά πυκνά η ομιλία των Άλλων. Η απόφανση που μας αφορά εδώ ανήκει στην παρακαταθήκη του Γιουνγκ. Δηλαδή: «η τέχνη είναι ένα είδος έμφυτης παρόρμησης που κυριεύει τον άνθρωπο και τον κάνει όργανό της. Ο καλλιτέχνης δεν είναι άτομο προικισμένο με ελεύθερη βούληση που επιδιώκει τους δικούς του σκοπούς, αλλά ένας άνθρωπος που επιτρέπει στην τέχνη να υλοποιήσει τους σκοπούς της μέσα από τον ίδιο. Είναι ο συλλογικός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που βιώνει, εκφράζει και διαπλάθει την ασυνείδητη ψυχική ζωή της ανθρωπότητας. Αυτό είναι το φορτίο του, το λειτούργημά του, και γι’ αυτό θυσιάζει την καθημερινότητά του».** Συγκρατώ για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής ό, τι ο Νικόλας Κάλας διετύπωσε επί του προκειμένου, έναν αιώνα μετά τις συναφείς κάλβειες εμπεδώσεις, ήτοι: «Ο ρόλος του ποιητή είναι να εκμεταλλευτεί την κληρονομιά τόσο της μυθολογίας όσο και της ουτοπίας και να εντείνει τις ενέργειές τους στη ζωή, διαμέσου της γλώσσας των μεταφορών. Η υπέρτατη λειτουργία του ποιητή είναι να κάνει το μυστήριο έκδηλο μέσω των μεταφορών».                

3

 Η διάρκεια του εφιάλτη. Λες κι είναι όλα στη θέση τους αιώνες τώρα, παρά τις όποιες προσπάθειες υπέρβασης του Κακού. Η παγκοσμιότητα της συντριβής του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Το αίτημα της επανάστασης κατ΄ αρχάς ένδον. Εννοώ συγκεκριμένα τα εξής: «για τον Σοπενχάουερ, η ύπαρξη εν γένει με τις ανορθολογικές παροτρύνσεις της για αγώνα εκπηγάζει από κάποια ζοφερή άβυσσο άγριων και αχαλιναγώγητων δυνάμεων. Με αυτό τον τρόπο η φιλοσοφία της Κοσμικής Αταξίας  αφορά την πρωταρχική ουσία του είναι ως το σπέρμα της τραγωδίας. Ο κόσμος δεν είναι κάποιο ειδύλλιο μιας αυθόρμητα αναπτυσσόμενης ορθολογικότητας, αλλά είναι μάλλον αιώνια τραγωδία, και τα δεινά δεν είναι κάποιο τυχαίο συμβάν αλλά αναπόδραστο στοιχείο». ** *Αλλά και η αναμενόμενη επίταση της απόρριψης όσων αλυσοδένουν την ύπαρξη: «εδώ η απάτη, η κολακεία, το ψέμα και οι κάθε λογής κατεργαριές, η πισώπλατη κακογλωσσιά, η κοσμική κοινωνική επίδειξη, η ζωή με λάμψη δανεική, η ζωή με προσωπείο, η κοινωνική σύμβαση που συγκαλύπτει την πραγματικότητα, το σκηνικό, θεατρικό παιχνίδι ενώπιον των άλλων, αλλά και του εαυτού μας, κοντολογίς, το αδιάκοπο φτεροκόπημα σε κύκλους γύρω από τη μοναδική φλόγα Ματαιοδοξία, αποτελεί τόσο πολύ τον κανόνα και το νόμο, ούτως ώστε δεν είναι σχεδόν τίποτε πιο ασύλληπτο από το πώς μπόρεσε να ξεπροβάλει από τους κόλπους των ανθρώπων μια τίμια και καθαρή ορμή προς την αλήθεια», διαβάζω: Φρήντριχ Νίτσε Περί αληθείας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια.****

4

Από το ημερολόγιο μιας περιήγησης των πηγών της γραφής εκείνης, η οποία θεωρεί ότι το αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημά της είναι η Ρήξη. Συγκεντρώνομαι: «η ποίηση είναι αποκάλυψη. Η αποκάλυψη είναι μια σαρωτική εμπειρία. Η τάξη είναι υποταγή. Η υποταγή είναι παραίτηση». Μ’ αυτούς τους αφορισμούς κλείνει ένα από τα τελευταία άρθρα του Κάλας, με τίτλο Κατά της επιστροφής στην τάξη, που δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 1983 στο Art forum, το γνωστό περιοδικό για τις εικαστικές τέχνες, που εκδίδεται στη Νέα Υόρκη. Το εμβληματικό πρόταγμα του Walter Benjamin, ότι δηλαδή «δεν υπάρχει τεκμήριο του πολιτισμού, το οποίο να μην είναι ταυτοχρόνως τεκμήριο της ανθρώπινης βαρβαρότητας» προϊδεάζει την πορεία αυτού του απογεύματος στη Σάμο, στις πλαγιές του Καρβούνη: φρονώ εν ολίγοις ότι θα πρέπει να ξαναδώ τα κείμενα, που διάλεξα για την περίσταση, ως να ήταν σταθμοί στοχαστικής πάλης, κοντολογίς δείκτες ωριμότητας.

5.

Η εμμονή της σκέψης. Η άρνηση της μετριότητας σε όλα τα είδη, σε όλα τα γένη συμπεριφορών. Η καταρράκωση της υπερφίαλης, της εξόφθαλμα εγωτικής στάσης.  Η επανεξέταση των μέτρων και των σταθμών της εξ αντικειμένου λεγομένης πραγματικότητας. Διακρίνω τα εξής ενδεικτικά: «ο άνθρωπος πρέπει να πεισθεί από μόνος του πως κατέχει μια μηδαμινή θέση στη δημιουργία, πως ο πλούτος της δημιουργίας τον ξεπερνά, και πως καμία από τις αισθητικές ανακαλύψεις δεν μπορεί ποτέ να συγκριθεί με εκείνες που προσφέρει ένα ορυκτό, ένα έντομο ή ένα λουλούδι. Ένα πουλί, ένας σκαραβαίος, μια πεταλούδα μας καλούν στην ίδια πυρετώδη απόλαυση όπως αυτή που παίρνουμε από τον Τιντορέτο ή τον Ρούμπενς: αλλά το μάτι μας έχει χάσει τη δροσιά του, δεν ξέρουμε πια να βλέπουμε». Διακρίνω: Κλωντ Λεβί -Στρως, «Το περιεχόμενο της ζωγραφικής».***** Μάλιστα στο ένατο κεφάλαιο του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις τονίζεται ακόμη μια φορά η δημιουργική, δηλαδή η εκρηκτική σχέση, η οποία συνδέει το όνειρο με την επανάσταση. Παραπέμπω κατά λέξη: «The movements which work revolutions in the world are born out of dreams and visions in a peasant’s heart on the hillside. For them the earth is not exploitable ground but the living mother». Εξ ου και το καθήκον της επανάστασης εν γένει.                                                        *

                                ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ

*Der Wille zur Macht, μετάφραση-επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις «Νησίδες», 2001.

 ** C. G. Jung, Το πνεύμα στον άνθρωπο, την τέχνη και τη λογοτεχνία, εκδόσεις Ιάμβλιχος, σελ. 69.

***Iulii Isarvich Eichenwal: A Note on Schopenhauer, 1910.

****μετάφραση-σημειώσεις-επιλεγόμενα-βιβλιογραφία: Πέτρος Γιατζάκης, επίμετρο: Αλέξανδρος Νεχαμάς, εκδόσεις Εκκρεμές, 2009.

***** Εκ του σύνεγγυς και εκ του μακρόθεν, (De près et de loin), 1988, 1990. Μετάφραση αποσπάσματος: Νόρα Σκουτέρη - Διδασκάλου, βλ. «Ο ενθουσιασμός της ψυχής κι εκείνος της τέχνης...», περιοδικό «Ο Πολίτης», τεύχος 125, Μάιος 1994.

Γιώργος Βέης



 

 
 
Όταν η κορυφαία αναγεννησιακή ποιήτρια της Ιταλίας Gaspara Stampa (1523 – 1554) γράφει το σονέτο που παρατίθεται παρακάτω, προκαλεί μια έντονη έκπληξη στο κοινό της. Σε αυτό το ποίημα απευθύνεται στου αγγέλους, λέγοντάς τους ότι καθόλου δεν τους φθονεί, αφού, τρόπον τινά, θεωρεί τον εαυτό της ισάξιο αυτών των υπερβατικών οντοτήτων. Όπως εκείνοι έχουν δόξα, αρετή και ανήκουν στη χορεία των πλασμάτων που βρίσκονται δίπλα στον Θεό, έτσι κι εκείνη έχει τα φώτα της, τα μάτια του αγαπη-μένου της. Δεν γράφει πια ύμνους για τον Θεό, αλλά κάνει τραγούδι της και στίχο τον έρωτά της. Δεν απολαμβάνει την ουράνια ζωή, αλλά χαίρεται την ατέλευτη ομορφιά μέσα από τον αγαπημένο της. Τολμά στο τέλος του «βέβηλου» ποιήματός της να πει ότι μόνο σε ένα πράγμα υπερέχουν οι άγγελοι εκείνης: στη διάρκεια της χαράς, αφού για εκείνους είναι αιώνια, ενώ για την ίδια παροδική.
Να βγαίνει μια γυναίκα στο ποιητικό προσκήνιο και να τραγουδά έτσι με το λαούτο της, ανατρέποντας τη δεδομένη στον νου των ανθρώπων τάξη των πραγμάτων, να λέει πως ο έρωτας εξυψώνει, ίσως και θεώνει τον φορέα του, αν μη τι άλλο είναι μια μικρή επανάσταση. Ας μην ξεχνάμε αυτές τις μικρές επαναστάσεις της ποιήσεως, που ανοί-γουν τον δρόμο σε έναν νέο, ελεύθερο κόσμο…
 
17
Εγώ καθόλου δεν φθονώ, άγιοι άγγελοι,
τις τόσες δόξες σας, τις τόσες αρετές σας,
ούτε και την εκπλήρωση των πόθων σας,
ενώ πάντοτε στέκεστε στον υψηλό μας Κύριο μπρος. 4
Γιατί οι χαρές μου τόσες είναι, τέτοιες είναι,
που δεν μπορούνε να χωρέσουν σε θνητή καρδιά,
ενώ έχω εμπρός μου τα ευγενή, γαλήνια φώτα,
που κάνω πάντοτε τραγούδι μου και στίχο.   8
Κι όπως στα ουράνια, από το πρόσωπό Του
απολαμβάνετε ζωή και αναψυχή, έτσι κι εγώ
εδώ κάτω χαίρομαι για την ατέλευτη ομορφιά του.  11
Σ’ ένα μονάχα ξεπερνάτε τη χαρά μου:
ότι η δική σας είναι αιώνια, σταθερή
ενώ η δική μου γρήγορα τελειώνει.    14

Άννα Γρίβα   

 © Poeticanet  τα περιεχόμενα του poeticanet προστατεύονται από copyright             

                                                              


Ημ/νία δημοσίευσης: 17 Απριλίου 2019