Εκτύπωση του άρθρου

 

                                                               εκείνο το πεισματικό φάντασμα

Τι σχέση έχει η τραγωδία Πέρσαι του Αισχύλου με την ιστορική Ναυμαχία στα νερά της Σαλαμίνας πριν 2500 χρόνια; Τι σχέση έχουν τα τραγούδια της Άλωσης και οι Θρήνοι με τους καημούς των Ελλήνων σε ώρες μεγάλης εθνικής συμφοράς; Τι σχέση έχει το έργο του Ρήγα, του Σολωμού και του Κάλβου με την Ελληνική Επανάσταση; Τι σχέση έχει το «Πνευματικό Εμβατήριο» οι Επίνικοι και όχι μόνο, του Άγγελου Σικελιανού και του Ελύτη ο Ανθυπολοχαγός και το Άξιον Εστί με το Έπος του 1940; Ο Επιτάφιος  και η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του; Το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Τίτου Πατρίκιου και τόσων άλλων νεότερων με την Ιστορία έτσι όπως την βίωσαν οι ίδιοι;  

Στα παραπάνω ερωτήματα, σκέφτομαι πως, μετά από  εκατό χρόνια, επαναπροβάλλει, ελαφρά τροποποιημένο, το ζεύγμα Ποίηση και Ιστορία, το οποίο είχε διατυπωθεί από τη γενιά του Γιώργου Σεφέρη και στο οποίο ο ίδιος είχε απαντήσει με το δοκίμιό του «Η Τέχνη και η εποχή», θέτοντας με τη σειρά του ένα παραπέρα ερώτημα ως εξής: «Τι πρέπει να κάνει ο πνευματικός εργάτης απέναντι στους θρησκευτικούς φανατισμούς που είχαν εξαπολύσει οι πολιτικές ορθοδοξίες του καιρού». Εκεί ο ποιητής πήρε θέση σε ένα θέμα που, όσο και αν απαντήθηκε ποτέ δεν εξαντλήθηκε και σήμερα επανεξετάζουμε, αναζητώντας κατευθείαν, χωρίς υπεκφυγές,  τη σχέση της Ποίησης με την Ιστορία, η οποία βεβαίως εξυπονοεί τον ποιητή μέσα στις ιστορικές συνθήκες. 

Και πώς θα ήταν δυνατόν να μην σχετίζονται  αυτές οι δύο έννοιες αφού από την γέννησή της η μία στηρίχτηκε στην άλλη. Ίσως θα έλεγε κανείς πως είναι το πιο σύνηθες, αφού η Μούσα Κλειώ βοηθάει τον Όμηρο να ψάλει το έπος  της Ιλιάδας και η αδελφή της η Ερατώ κρυφοκοιτάζει τις αφορμές του αιματηρού πολέμου.

Με χρονικό άλμα μέγα φτάνουμε στο έτος 1821, όταν ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση.  Ο προάγγελός της Ρήγας Φεραίος με τον Θούριό του, πατριωτικό ποίημα, καλούσε τους Έλληνες να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους για «μιας ώρας ελεύθερη ζωή». Και ο Διονύσιος Σολωμός, ακούγοντας τα ντουφέκια από το Λόφο του Στράνη και βλέποντας τους καπνούς στην απέναντι παραλία έγραψε στη Ζάκυνθο τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, την οποία είχε υμνήσει ο Δάντης και το ήξερε καλά ο Σολωμός: Liberta vo cantando. Και ο Θούριος του Ρήγα και ο Ύμνος του Σολωμού  συμπεριελήφθησαν στην Ποιητική Ανθολογία του Κλωντ Φωριέλ, μαζί με άλλα δημοτικά τραγούδια, το 1825 στο Παρίσι, δείχνοντας την άμεση τροφοδότηση της Ποίησης από την Ιστορία.

Κοντά σ’ αυτούς, πρέπει να τοποθετήσουμε και τον Ανδρέα Κάλβο, του οποίου οι Ωδές είναι επίσης εμπνευσμένες  από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ήτοι από την Ιστορία, αλλά και τον προαναφερθέντα Σεφέρη, ο οποίος  παραβρέθηκε στην εκταφή των οστών του Κάλβου και της συζύγου του Καρλότας, όταν έφτασε η ώρα να διορθωθεί εκείνο που είχε παρεκκλίνει από την ευχή του

Ας μη μου δώση μοίρα μου /Εις ξένην γην τον τάφονˑ Είνε γλυκύς ο     
θάνατος/Μόνον όταν κοιμώμεθα/ Εις την πατρίδα.

                                                                    (Ο Φιλόπατρις)

Χρειάστηκαν σχεδόν 100 χρόνια για να επιστρέψει ο ποιητής στην φιλτάτη πατρίδα, τη θαυμασία νήσο Ζάκυνθο, την οποία στερήθηκε από τα παιδικά του χρόνια.

Ανοίγω παρένθεση για να ξαναπώ κάτι που έχω ήδη πει αλλά το θεωρώ αναγκαίο στην παρούσα περίσταση. Ο Σεφέρης πρέσβης στο Λονδίνο καταγράφει λεπτομερώς τις κινήσεις για τον επαναπατρισμό των οστών του Κάλβου: «Λονδίνο, Παρασκευή 18 Μαρτίου 1960…. Τ’ απόγευμα έφεραν και μου έδειξαν τις φωτογραφίες που πήραν όταν άνοιξαν τον τάφο του: ‘‘Αλίμονο, καημένε Γιόρικ…’’ κτλ… Η μπρούτζινη πλάκα με τ’ όνομα του, η καρφωμένη πάνω στο φέρετρο, είχε φαγωθεί από χρόνια… Λίγο χώμα που γυρίζει στον τόπο του· τα άλλα όσα εξαγοράσει το φως…».  Πιο κάτω, σημειώνει: «Κυριακή 14 (Αυγούστου) βράδυ … Εκκλησία του keddington. .. Η πλάκα του Κάλβου σκεπασμένη με την ελληνική σημαία (πρόκειται για την αναμνηστική πλάκα, που εντοιχίστηκε με έξοδα και φροντίδα της Ελλάδας, την Κυριακή 14 Αυγούστου 1960 απόγευμα, στην ενοριακή εκκλησία του keddington, σημείωση 1 της σελίδας 359)…

Στο τέλος, απροσδόκητα, στη μικρή νορμανδική εκκλησία της Αγίας Μαργαρίτας, τη χωνεμένη μέσα στην πρασινάδα και τους τάφους, ακούστηκε ο Ύμνος  στην Ελευθερία… Μια στιγμή που σ’ αγκυλώνουν τα μάτια. Δε γύρεψα το γιατί, ούτε ξέρω γιατί συλλογίστηκα, βγαίνοντας, εκείνον που με ρώτησε στο μεσημεριανό τραπέζι: «Μα πέστε μου, ο Κάλβος έγραψε μόνο εθνικιστικά ποιήματα;» Κι εκείνον  τον άλλον που …χρησιμοποίησε -με ειλικρινή συμπάθεια- την έκφραση: «αυτός ο ξεπερασμένος εθνικισμός σας”».    Και ο Σεφέρης σχολιάζει: «Πώς να εξηγήσει κανείς την Ελλάδα στους άλλους Ευρωπαίους που ολοκληρώνονται βιομηχανικά όλο και περισσότερο. Πώς να εξηγήσεις την Ελλάδα  και σε πολλούς ελλαδικούς … Η πλαϊνή καθεδρική χτύπησε έντεκα· στα τζάμια των παραθύρων, η χοντρή βροχή. Θυμούμαι τον Άγιο Ιάκωβο χτες τη νύχτα και εκείνο το πεισματικό φάντασμα ενός ποιητή χωρίς πρόσωπο».

Σ’ αυτό το απόσπασμα  από το ευρύτερο κείμενο του Σεφέρη (Δοκιμές Β΄, «Κάλβος, 1960», σελ. 112-135) επιλέγω ως απολύτως αναγνωριστικές και οιδιαιτέρως σημαίνουσες τις ψηφίδες «Ύμνος στην ελευθερία», «σ’ αγκυλώνουν τα μάτια», «ο Κάλβος έγραψε μόνο εθνικιστικά ποιήματα;» «αυτός ο ξεπερασμένος εθνικισμός σας», «Πώς να εξηγήσει κανείς την Ελλάδα στους άλλους Ευρωπαίους  που ολοκληρώνονται βιομηχανικά όλο και περισσότερο», «πεισματικό φάντασμα ενός ποιητή χωρίς πρόσωπο».

Έχουμε λοιπόν δύο Έλληνες ποιητές που συναντώνται στο Λονδίνο το 1960. Ο ένας πεθαμένος από το 1869 και θαμμένος στο Λάουθ, και ο άλλος, τώρα 1960, στην εκταφή του, ως εκπρόσωπος της Ελλάδας. Δύο Έλληνες Ποιητές, οι οποίοι έγραψαν και πόνεσαν για την Ελλάδα, εμπνευσμένοι, ο ένας από τον αγώνα  του 1821 και ο άλλος από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, που βίωσε εκατό χρόνια μετά. Στα ενδιάμεσα χρόνια, η Ελλάδα δεν σταμάτησε να έχει πολιτικές,  κοινωνικές και εθνικές περιπέτειες, πολέμους, δικτατορίες, κινήματα,  τα οποία επηρέασαν το έργο Ποιητών και άλλων καλλιτεχνών, κάνοντας την Ιστορία την πιο σταθερή πηγή έμπνευσης και το έργο τους «εθνικό», κάτι  που ο συνομιλητής του Σεφέρη χαρακτήρισε «εθνικιστικό». 

Όλα τα στοιχεία του λόγου που απομονώσαμε στο κείμενο του Σεφέρη, είναι στοιχεία που δείχνουν συγκίνηση για έναν  ποιητή, που έγραψε και πόνεσε για την Πατρίδα του, που μίλησε για Τόλμη,  Αρετή και Ελευθερία. Και αυτό εκλαμβάνεται από έναν ανειδοποίητο Ευρωπαίο ως «εθνικιστικό». Δηλαδή, για ποιο πράγμα θα έπρεπε να γράφει ο καρμπονάρος Κάλβος, ζώντας μέσα στη φωτιά της Επανάστασης; Για το κρίκετ ή για τις ιπποδρομίες. Το θέμα θα μας πήγαινε πολύ μακριά αν ο Σεφέρης εξηγούσε στον συνομιλητή του πως και ο Σαίξπηρ και ο Έλιοτ (καμουφλαρισμένος) παρόμοιος ποιητής είναι. Από την άλλη, η φράση γι’ αυτούς που «ολοκληρώνονται βιομηχανικά» μόνο ως αρνητικό σχόλιο μπορεί να εκληφθεί για εκείνους που δεν έχουν ιστορία. Οι Άγγλοι έχουν, αλλά φαίνεται πως η εξέλιξη του κόσμου με γνώμονα την ταύτιση ακόμα και του Χρόνου -Time με το Χρήμα-Money και την με κάθε τρόπο απόκτησή  του, εκλογίκευσε το κριτήριο του συνομιλητή. Από την άλλη, η Αγγλία, εκτός από την εποχή του Καίσαρα, δεν έχει στερηθεί την Ελευθερία της και η λέξη Ελευθερία έχει άλλο νόημα και πολύ βαρύ για όποιον την έχει στερηθεί κι έχει ματώσει γι’ αυτήν. Άρα, κάποιος που ολοκληρώνεται «βιομηχανικά» υπολείπεται «συναισθηματικά» και δεν αντιλαμβάνεται το αντίκρισμα που έχουν στην ψυχή του αδικημένου τα «εθνικιστικά». Βεβαίως πρέπει να απενοχοποιήσουμε τη λέξη από το βαρύ σημερινό της φορτίο. Ας πούμε απλώς «εθνικά» ή πατριωτικά ποιήματα, για να είμαστε μέσα στο συναισθηματικό πλαίσιο  της συνομιλίας. Ο Κάλβος, Ναι, έγραψε εθνικά ή πατριωτικά, αλλά και ερωτικά, άμαχος γαρ εμπαίζει θεός Αφροδίτα,  μέσα σ’ αυτά, όπως από το αμβροσίοδμον στόμα του Σοφοκλέους ρέει στην Αντιγόνη στ. 800).

Όταν ο Σεφέρης μεταφέρει στα δοκίμιά του τον στίχο «οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα ή Responsibilities begin in dreams», ακριβώς για την επίδραση της Ιστορίας στην Ποίηση μιλάει. Ο ποιητής ακόμα και στον ύπνο του είναι υπεύθυνο άτομοˑ κοιμάται και ο νους του ξαγρυπνά κι εδώ νομίζω πως βρίσκει τη θέση του ή φωτίζεται καλά εκείνο «πεισματικό φάντασμα ενός ποιητή χωρίς πρόσωπο». Εκείνο το α-πρόσωπο του Κάλβου που επιμένει πεισματικά να είναι παρόν.

Ο Ανδρέας Κάλβος, ο Ούγος Φώσκολος, ο Λόρδος Μπάιρον ποιητές της ίδιας γενιάς, ρομαντικοί και επαναστάτες, από τις περιστάσεις επηρεάζονται. Η τραγωδία Πέρσαι του Αισχύλου από την Ιστορία πηγάζει, γέννημα της εμπειρίας του ποιητή που ήταν και αγωνιστής.

Αλλά και στα χρόνια τα δικά μας, εκτός από τον Σεφέρη που αναφέραμε, είναι και ο Κωστής Παλαμάς και ο Άγγελος Σικελιανός και ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος και πολλοί άλλοι ακόμα και παλαιότεροι και νεότεροι. Και πάλι πίσω. Ποίηση και Ιστορία,  Ιστορία και Τέχνες. Μουσική, Ζωγραφική, Χορός. Η Ιστορία είναι ο καμβάς που πάνω του η κάθε μία θα κεντήσει με τα δικά της εκφραστικά μέσα τον δικό της καημό και εφόσον η Ποίηση είναι έκφραση συναισθημάτων ή ανάπτυξη επιφωνήματος, δεν θα μπορούσε να καταπνίξει τη φωνή της Ιστορίας, ως κύριο δημιουργό αυτού του συναισθήματος και του επιφωνήματος, με την προϋπόθεση ότι ο ποιητής δεν ζει στον γυάλινο πύργο του και δεν συνθέτει ερήμην των γεγονότων  γύρω του. Αν ο Ώντεν είπε Να γίνει η Τέχνη δεν μπορεί της κοινωνίας η μαμή, πριν από αυτόν ο Μέγας Ναπολέων είχε πει ότι ο πόλεμος είναι η μαμή της Ιστορίας οπότε και μεις συμπεραίνουμε ότι  η Ιστορία είναι η μαμή κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. 

Στα χρόνια της Επανάστασης, για να μη φύγουμε από τον Αγώνα που σημάδεψε τη νεότερη Ιστορία μας και γέννησε το νέο ελληνικό κράτος, θα λέγαμε πως σχεδόν κάθε γεγονός που η καθημερινή εμπειρία καταγράφει ως ποίημα-δημοτικό τραγούδι είναι ιστορικό. Γιατί στα ποιήματα των ανωνύμων δημοτικών ποιητών –τραγουδιστών  θα βρούμε ιστορικές πληροφορίες, όπως εύστοχα μας δίνει ο επίλογος του ποιήματος «Των Κολοκοτρωναίων»:

Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,/θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα./Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε./
Σύρε, Γιώργο μ’ , στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λοντάρι,/εγώ πάου στην Καρύταινα, πάου στους εδικούς μου,/ν’ αφήκω τη διαθήκη μου και τις παραγγολές μου,/τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω.

Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης που, επίσης, φημίζεται και για τον καλό ταμπουρά που έπαιζε και για τη φωνή του, συνθέτει τραγούδι, το   δεύτερο μέρος του οποίου συνιστά έμμεση ιστορική πηγή για τις συνέπειας της  μάχης της Αθήνας:

Εψές όπου βασίλεψα/ πίσου από μια ραχούλα,/άκ'σα γυναίκεια κλάματα/
κι αντρών τα μοιριολόγια,/γι’ αυτά τα `ρωικά κορμιά/ στον κάμπο /ξαπλωμένα/και μες στο αίμα το πολύ/είν’ όλα βουτημένα./
Για την Πατρίδα πήγανε/στον Άδη τα καημένα.

Η Ποίηση  έχει αυτονομία. Είναι ανεξάρτητη, αλλά επεξεργάζεται το ιστορικό γεγονός ως ποιητικό, φωτίζοντάς το από τη δική της συναισθηματική οπτική. Η Ιστορία  και η Ποίηση είναι δεμένες με τον ομφάλιο λώρο, όπως η μητέρα με το έμβρυο, για να θυμηθούμε και πάλι τον Σεφέρη που διατύπωσε την άποψη ότι ο δεσμός του ποιητή με την εποχή του δεν είναι διανοητικός ή συναισθηματικός «αλλά ένας ομφάλιος λώρος …καθαρά βιολογικός». Και όπως μας δείχνει εκείνο το πεισματικό φάντασμα ενός ποιητή χωρίς πρόσωπο δεν είναι μόνο λώρος με την εποχή του, αλλά με όλες τις εποχές της Ιστορίας του.

Ανθούλα Δανιήλ

 

 

 

Στην αρχαία Ελληνική Μυθολογία, η Ιστορία και η Ποίηση  είναι αδελφές, δύο από τις εννέα Μούσες, κόρες του θεού Δία και της Μνημοσύνης.  Μούσα της Ιστορίας είναι η Κλειώ. Το όνομα της συνδέεται με τις λέξεις κλέος= δόξα, είδηση και κλείω κλεϊζω= εγκωμιάζω, λαμπρύνω. Εικονογραφικά,  εμφανίζεται με δάφνινο στεφάνι στα μαλλιά, με σάλπιγγα στο  δεξί χέρι για να διαλαλεί τα ηρωικά συμβάντα κι ένα μεγάλο βιβλίο στο άλλο χέρι με τίτλο Ιστορία. Συχνά πλάι  της στο δάπεδο υπάρχει το Κιβώτιο της Ιστορίας και μια κλεψύδρα να ορίζει χρονικά τα γεγονότα.

Μούσα της Ποίησης είναι η ωραία, μεγαλόπρεπη Καλλιόπη, η  μεγαλύτερη αδελφή, πιο σοβαρή, πιο σεβαστή, πιο σοφή από όλες. Τα μαλλιά της στολίζει με φύλλα κισσού ή με λουλούδια. Στο δεξί χέρι κρατάει  δάφνες και στο αριστερό δύο βιβλία, συνήθως με  τους τίτλους- Ιλιάδα, Οδύσσεια- των δύο ηρωικών επών της αρχαϊκής επικής ποίησης. Από τη Μούσα Καλλιόπη  ζητούν οι ραψωδοί  την έμπνευση πριν τις απαγγελίες τους, με την επίκληση της αρχίζουν και τα ομηρικά έπη. Ο Όμηρος επικαλείται τη Μούσα να εξαγγείλει το θέμα των εξιστορήσεων του, ακόμη και να παρεμβαίνει στις αφηγήσεις του.

Η Ποίηση είναι το αρχαιότερο λογοτεχνικό είδος. Πριν την ανακάλυψη της γραφής,  στις προφορικές εποχές  της προϊστορίας, τα ποιήματα είναι αυτοσχεδιασμοί εμπνευσμένων αοιδών και ραψωδών. Ύμνοι προς τους θεούς, μύθοι ηρώων, επιθανάτιοι θρήνοι, τραγούδια χαράς, παρουσιάζονται   συχνά  με μουσική και χορό σε ανοιχτούς πάντα χώρους, σε συμπόσια και μεγάλες γιορτές. Οι ποιητές τους ταξιδεύουν από τόπο σε τόπο, όπου  υπάρχουν Έλληνες  για να διαδώσουν τις μυθικές αφηγήσεις τους με συνοδό, προστάτιδα και υποβολέα τους πάντα τη Μούσα Ποίηση.

Η Ιστορία είναι γνώση και μνήμη. Γνωρίζει και θυμάται σημαντικά γεγονότα και καταστάσεις από το βαθύ παρελθόν του κόσμου που υπενθυμίζει με ζήλο στο παρόν. Ο αδελφικός δεσμός της με την Ποίηση αναπτύσσεται έως σήμερα αμοιβαία και αλληλένδετα.  Η Ιστορία παραθέτει τα γεγονότα της στη διάθεση της Ποίησης, η Ποίηση επιλέγει όσα την εμπνέουν και τα μεταποιεί με αλληγορικό, μεταφορικό, συμβολικό λόγο, οικείο στο συναίσθημα και στη φαντασία του ακροατή/αναγνώστη. Εάν τον συγκινήσει, το ιστορικό γεγονός μετουσιώνεται σε αίσθηση και εμπειρία. 

Αιώνες τώρα η Ποίηση υποδηλώνει την ιστορική πραγματικότητα. Αμέτρητα αντίστοιχα ποιήματα έχουν γραφεί ανά τον κόσμο κατά τις  λογοτεχνικές τάσεις  της εποχής τους. Κάθε εποχή, έχει να αναδείξει μεγάλους ποιητές με ιστορική θεματική. Οι πιο πολλές χώρες έχουν ως σύμβολο τουλάχιστον ένα Εθνικό Ποιητή, ιδιαίτερα από τις αρχές του   ρομαντικού 19ου αιώνα  και τη συγκρότηση των εθνικών κρατών. Ως  Εθνικός Ποιητής της χώρας μας θεωρείται από τότε έως σήμερα ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857). Ένα από τα πιο σημαντικά  έργα  του είναι και Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. 

Πηγή έμπνευσης  του ποιητή είναι ο δραματικός αγώνας  των πολιορκημένων υπερασπιστών του Μεσολογγίου από τους Οθωμανούς και η ηρωική Έξοδός τους.  Η πολιορκία κρατεί ήδη ένα  χρόνο, κάτοικοι και πολεμιστές έχουν εξαντληθεί από τις μάχες, τις αρρώστιες και την ανήλεη πείνα, η πόλη δεν μπορεί πια να αντισταθεί στον εχθρό, οπλαρχηγοί και πρόκριτοι αποφασίζουν να την εγκαταλείψουν και οργανώνουν την ιστορική μυστική έξοδο. Η Έξοδος γίνεται στις 10 Απριλίου του 1826, ξημερώνοντας Κυριακή των Βαΐων. 

ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ (Σχεδίασμα Γ')

2
……………………
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,                      5        
και σαν θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι’ οι βράχοι.
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπι’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι
κι’ αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν.                       10            
……………………

Οι πολιορκημένοι και οι μαχητές τους αμύνονται σθεναρά, αλλά η κατάσταση αλλάζει όταν το εχθρικό στρατόπεδο ενισχύεται με υπεράριθμες δυνάμεις κι αμέτρητα κανόνια που βομβαρδίζουν  συνεχώς και τρέμει η γη. 

3
Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους,                     1                          
............................

Από το μαύρο σύγνεφο κι’ από τη μαύρη πίσσα,                        1              
……………………………………

τα παλληκάρια τα καλά, μ’ απάνου τη σημαία,                            4   
που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει 
παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
……………………………………

Όμως ο εχθρικός κλοιός όλο σφίγγει και πιέζει, η λαβωμένη πόλη ασφυκτιά, όλοι οι δρόμοι επικοινωνίας κι εφοδιασμού έχουν κοπεί, οι άνθρωποι της χάνουν την ελπίδα ενώ ο εχθρός  υπόσχεται να τους χαρίσει τη ζωή, αν παραδοθούν και αλλαξοπιστήσουν  Στην τραγικά κρίσιμη αυτή στιγμή, εμφανίζεται και η Άνοιξη σαν άλλος πειρασμός να τους δειλιάσει.

6
Ο Πειρασμός

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
κι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.                             
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,   
                            5
                                              
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
κι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.                  10     
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
ακίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα
,
……………………………..
7
Έρμα ’ν’ τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα.
…………………………
9
Τα σπλάχνα μου κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν,
κι’ όσα άνθια θρέφει και καρπούς τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

…………………………
Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, της δουλειάς και του σπιτιού έχουν να αποφασίσουν για τον εαυτό τους αλλά και τις οικογένειες τους, αν θα ζήσουν αλλόπιστοι υπόδουλοι του εχθρού ή θα εγκαταλείψουν νύχτα τα σπίτια και την πόλη τους με όραμα την ελευθερία στη σκιά του θανάτου. ‘Όλοι συμφωνούν. Οι γυναίκες ανάβουν στο σπίτι τη φωτιά, «ακίνητες, αστέναχτες» καίνε όλα  τα «αγαπημένα» τους να πάρουν μαζί τη στάχτη τους. 

 12
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ
και γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα                       5            
γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.

Ο πόθος είναι να περάσουν στα απέναντι αδούλωτα Ελληνικά νησιά
 κι ας καρτεράει ο εχθρός κι ας πέσουν πολεμώντας. 

13
Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
δρόμο να σκίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.

14
Μία γυναίκα εις το γιουρούσι:

Τουφέκια τούρκικα σπαθιά!
Το ξεροκάλαμο περνά.

15
Σαν ήλιος οπού ξάφνου σκει πυκνά και μαύρα νέφη,
τ’ όρος βαρεί κατάραχα και σπίτια,  ιδές, στη χλόη.
                             

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Διονυσίου Σολωμού, το οποίο έγραφε και ανασχεδίαζε επί πολλά χρόνια, οπότε κατατάσσεται στην «ώριμη περίοδο» της ζωής του.  Δεν είναι ενιαίο ποίημα, αλλά μια σύνθεση αποσπασμάτων  σε τρία Σχεδιάσματα: Α,Β,Γ. Το Σχεδίασμα Γ’ περιέχει 15 ποιητικά αποσπάσματα. Οι τραγικοί ήρωες του, στο όριο ζωής και θανάτου, επιλέγουν συνειδητά την Έξοδο από τα τείχη της πόλης τους, έτοιμοι να δώσουν τη μάχη σώμα με σώμα με τον εχθρό. Το Μεσολόγγι, τέλος, κυριεύεται από τους πολιορκητές του και καταστρέφεται  ολοσχερώς. 

Είναι ένα κορυφαίο γεγονός ιστορικής σημασίας για τον Ελληνισμό και την Ευρώπη της εποχής. Το καθολικό ιδεώδες της Ελευθερίας κορυφώνεται.  Το φιλελεύθερο πνεύμα του Σολωμού, ωστόσο,  διεισδύοντας στα εσώτερα του επικού γεγονότος, ανακαλύπτει και φέρνει ποιητικά στην  επιφάνεια την υπαρξιακή αξία της ατομικής ελευθερίας. Οι Πολιορκημένοι του Μεσολογγίου είναι Ελεύθεροι και μέσα στην πολιορκία τους.  Υπόδουλοι του εχθρού, αλλά στης ψυχής το βάθος ανεξάρτητοι. Μια εσώτερη έντονη αίσθηση ελευθερίας  υποβάλλει  στον καθένα την ατομική στάση του απέναντι στο φάσμα του θανάτου. Η απόφαση τους για την Έξοδο είναι ατομική τους υπόθεση. Οι μορφές τους σιωπηλές, αποφασισμένες, έτοιμες. Η Ποίηση τις αναγνωρίζει και τις εκφράζει. Είναι εσωτερικό ζήτημα η Ελευθερία, σύμφυτο με την ανθρώπινη ύπαρξη.  

Μάρω Παπαδημητρίου 

 


 

Και ξαφνικά,
Δεν ήθελα πια τίποτα να ρωτήσω.

Σούλι, Ματζικέρτ και Θερμοπύλες
Σκρά, Σαγγάριος, Βερντέν, Μπακού 
Και Σκόδρα,
Βελισσάριος, Αλέξανδρος και Νέλσων,
Καίσαρ, Χίτλερ και Βουλγαροκτόνος,
Κοσμοκτόνοι, αυτοκτόνοι, κτόνοι, κτήνη!

Οι γνωστοί, Φραντζέσκο, Νίκος, Μπρέντα,
Πάντα αιχμάλωτοι στην άδεια Βαβυλώνα
Και στους αιώνες των αιώνων ο Τυρταίος,
Σκαρφαλωμένος σ’ ένα πλάτανο να κρώζει.

Αχ, η άμμος η καυτή που προχωρούσαμε
Δεκατέσσερις χιλιάδες εξακόσιοι
Αρμένηδες ή Εβραίοι – δεν θυμάμαι
Δεν θυμάμαι παρά μόνο πως μια νύχτα
Ακούσαμε ένα πουλί ξεστρατισμένο
Ίσως και να μην ήταν, μα σας λέω, τ’ ακούσαμε

Και μόνο τότε, μόνο τότε
Κακιώσαμε με τον Θεό
Που μας τα πήρε όλα και μας άφησε
Τα πουλιά.

«Γιατί;» είπαμε με μια θλίψη που δεν είχε θέση
Ύστερα πεθάναμε.

Ξανάρθαμε πενήντα χρόνια πριν
Τριάντα πιο μπροστά. Εξήντα.

Ποτέ δεν γυρνούσαμε το κεφάλι.
Πίσω μας γίνονταν όλα αλάτι
Και προχωρούσαμε
Μεγαλώνοντας πάντα τη θάλασσα.

Παυλίνα Παμπούδη

 


 

          

α. Η ιστορία ως επιπλοκή των επιφυλάξεων                                                                      

   «Άρα ο άνθρωπος μιλά, αλλά μιλά επειδή το σύμβολο τον κατέστησε άνθρωπο»

                                                                                                    Ζακ Λακάν (1)

Τα συγγράμματα της ιστορίας  έχουν πολλές φορές κατηγορηθεί και όχι άδικα για εξαιρετικά μεροληπτική παράθεση των λεγομένων ντοκουμέντων, ήτοι των αδιάψευστων στοιχείων της ανθρώπινης φαρσοκωμωδίας. Ας αναφέρω μια ενδεικτική ένσταση, μεταξύ των πολλών, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «αν ψάχνεις να βρεις ένα νόημα στην Ιστορία, είναι σαν να κοιτάς τα σύννεφα. Στα σύννεφα βλέπεις σχήματα που μοιάζουν με λιοντάρια, με βουνά, με λίμνες, με θάλασσες. Είναι σχήματα αυθαίρετα, κατά τον ίδιο τρόπο που είναι αυθαίρετη και η Ιστορία. Βλέπω την Ιστορία σαν ένα μεγάλο όνειρο, που όμως δεν το ονειρεύεται κανείς. Είναι σαν όνειρο που ονειρεύεται τον εαυτό του. Ίσως όμως δεν έχει προορισμό…». Υπογράφει εδώ ο μείζων φιλόσοφος και αμετακίνητος εκείνος φιλέλληνας, ο  Άρτουρ Σοπενχάουερ (1788 – 1860). Ανάλογα να θυμίσω διατυπώνει με την ίδια έμφαση και ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ (1712 – 1778) στο εμβληματικό έργο του Αιμίλιος ή περί αγωγής (1762): 
«…Επιπλέον οι ιστορικές περιγραφές δε δίνουν μια πιστή εικόνα των πραγματικών γεγονότων˙ στο κεφάλι του ιστορικού αλλάζουν μορφή, διαμορφώνονται σύμφωνα με τα συμφέροντά του και παίρνουν έναν ιδιαίτερο χρωματισμό διαμέσου των προκαταλήψεών του. Ποιος γνωρίζει καλά την τέχνη να οδηγεί τον αναγνώστη στον ίδιο τον τόπο του δράματος, έτσι που αυτός να μπορεί να δει το γεγονός όπως ακριβώς συνέβη;». Βεβαίως οι επιφυλάξεις των ίδιων των  ιστορικών για τα πεπραγμένα, αντιστοίχως, της ποίησης εν γένει ανάγεται, ως γνωστόν, στους αρχαίους χρόνους. Στη Δύση τουλάχιστον. Απομονώνω την πλέον χαρακτηριστική και ίσως γνωστότερη όλων: «καὶ οὔτε ὡς ποιηταὶ ὑμνήκασι περὶ αὐτῶν ἐπὶ τὸ μεῖζον κοσμοῦντες μᾶλλον πιστεύων, οὔτε ὡς λογογράφοι ξυνέθεσαν ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον, ὄντα ἀνεξέλεγκτα καὶ τὰ πολλὰ ὑπὸ χρόνου αὐτῶν ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα, ηὑρῆσθαι δὲ ἡγησάμενος ἐκ τῶν ἐπιφανεστάτων σημείων ὡς παλαιὰ εἶναι ἀποχρώντως». Δηλαδή: «Ούτε πρέπει να δώση μεγαλυτέραν πίστιν εις τας υπερβολάς της φαντασίας των ποιητών, ούτε εις τας διηγήσεις των χρονογράφων, τας οποίας ούτοι εσύνθεσαν μάλλον διά να ευχαριστήσουν τους ακροατάς των παρά διά να είπουν την αλήθειαν.  Αι διηγήσεις αυταί είναι ανεξέλεγκτοι και κατά το πλείστον περιήλθαν ένεκα της πολυκαιρίας εις την χώραν των μύθων, ώστε να καταστούν απίστευτοι» (βλ. Θουκυδίδης, 1.21.1 επ. σε μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου). 

Πάντως, στον βαθμό που αληθεύει ο κεντρικός ισχυρισμός του γνωστού ιστορικού Tomas Babington Macaulay, ότι δηλαδή «τα γεγονότα της Ιστορίας είναι δεδομένα και πρέπει να βρεθούν οι αρχές, ενώ στην Ποίηση αντιθέτως μάς δίνονται οι αρχές και πρέπει να βρεθούν τα γεγονότα», τότε η παρατεταμένη, η διαχρονική απόπειρα της ποιητικής γραφής θα πρέπει να εκληφθεί ως ένας εμμανής αγώνας δρόμου, ο οποίος επείγεται να προλάβει την δήθεν αληθή, τη μοιραία δηλαδή εγκατάσταση στη συνείδησή μας των ψευδο - εικόνων ενός εξ ορισμού παραπειστικού κοσμοειδώλου. Αναμφίβολα οι δυσκολίες του ιστορικού συνιστούν αντικατοπτρισμό της ίδιας της ανθρώπινης φύσης, όπως πρεσβεύει, ως γνωστόν, στο δημοφιλές έργο του Τι είναι η Ιστορία; ο E. X. Καρ. (2). Τότε η ποίηση αναλαμβάνει, ως εκ των πραγμάτων, το πρόσθετο βάρος να μεγαλώσει τον κόσμο, να τον διευρύνει εννοιολογικά, να του δώσει εντέλει την ορθή του διάσταση, δρώντας ως το κατ’ εξοχήν αντίβαρο στη μονοδιάστατη αγωγή των προσώπων ή των α-προσώπων στη μονοδιάστατη αγωγή των προσώπων ή των απροσώπων. Η πανάρχαια και βέβαια αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής ποίησης εγγυάται μεταξύ άλλων, ότι πέρα από την εμπειρία των αισθήσεων θα υπάρχει πάντα ακέραιη και ακαινοτόμητη η εμπειρία του Ποιητικού Νου, ο οποίος έχει το χάρισμα να καταργεί τις απάτες των φαινομένων. Ό,τι δηλαδή είθισται να αποκαλείται με τον πλέον επιπόλαιο τρόπο «αξιωματικός ρεαλισμός». Είμαι πεπεισμένος ότι όσο ο κόσμος θα δείχνει απερίφραστα ότι διακατέχεται από τάσεις αυτοκαταστροφής, τόσο ανάστροφα θα δρα η ποίηση, ως τάση δηλαδή συντήρησης και επιβίωσης και αφαλκίδευτης αυτοεπιβεβαίωσης του ανθρώπινου παράγοντα, ο οποίος επιμένει να αντιστρατεύεται τον εξανδραποδισμό του. 

β. Η ποίηση ως ιστορία Ρυθμού

«Μοιάζω σα να μιλάω, εγώ, δεν είμαι εγώ, για μένα, δεν είναι για μένα[. . .]
Θα υπάρχουν κι άλλα κόλπα. Αλλιώς θα΄ ταν χαμένη υπόθεση. Μα είναι χαμένη υπόθεση
» (3)

                                                                 Σάμουελ Μπέκετ

H ανακύκληση της ψυχής, η σύμφωνα με τον Κικέρωνα motus animi continuus, παράγει αναπόφευκτα το ποιητικό ρήμα. Εξ ου και η αυθεντικότητα της κατάθεσης. Το πηγαίο ομίλημα διεκδικεί τη σφραγίδα της αλήθειας. Φρονώ, επίσης, όπως έχω και άλλωστε υποστηρίξει στον φιλόξενο αυτόν ιστότοπο, ότι πάνω από τις θανάσιμα γραφικές κάποτε παραστάσεις της φαινομενολογίας του κόσμου, θα υπάρχει πάντοτε μέσω της ποιήσεως η μεγάλη δυνατότητα της διαστολής της συνείδησης, της ικανότητας δηλαδή να παραμείνουμε λειτουργικοί σε δεύτερο βαθμό θέασης. Στους αντίποδες αυτού ακριβώς του χωρόχρονου απαντά η μετατροπή της ιστορίας σε θεολογία, όπως ήθελε πεισματικά ο Άρνολντ Τόυνμπη (4) .Αναμφίβολα η ποίηση θα εξακολουθεί να ενεργεί παλίντροπα — από τη μια θα την έλκει και θα την ελκύει ο πόλος του πραγματικού και ό,τι αυτό μπορεί ενδεχομένως να σημαίνει, κι από την άλλη θα τη διεγείρει το φαντασιακό με όλη τη δυναμική του. Στο αναμφισβήτητο χάος που είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να ανοίξει μπροστά μας, χάος που υπονοούν και επαπειλούν μεταξύ άλλων οι πυρηνικοί εξοπλισμοί, με αφοπλιστική μάλιστα ειλικρίνεια, προοιωνίζοντας το βιολογικό μας τέλος, έρχεται η ποίηση αυτών των καιρών να μας βοηθήσει να δούμε  με καθαρότερα μάτια την τάξη στη θέση της αταξίας, τον ρυθμό στη θέση της αναρχίας και της αρρυθμίας. Έτσι μπορούμε να αντιστρέψουμε τον ορισμό του  Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ, ότι δηλαδή «μόνον εκείνοι οι λαοί, οι οποίοι συνιστούν κρατικές οντότητες, μπορούν να τύχουν της προσοχής μας», ισχυριζόμενοι ότι την ιστορία την γράφουμε άπαντες. 

Οφείλουμε «μέσα από την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών», όπως ορίζει ο περίφημος καβαφικός στίχος, να διασφαλίσουμε την ποιητική διάσταση του κόσμου. Η ελευθερία της λεκτικής δράσης, η ρηματική συναλληλία προκαθορίζουν με τον τρόπο τους τη συναντίληψη των όντων. Αν πράγματι «μόνο η φαντασία και όχι η επινόηση είναι η υπέρτατη κυρίαρχος της τέχνης, όπως και της ζωής», όπως διατείνεται ο Τζόζεφ Κόνραντ, τότε οι ευθύνες μας για τη διατήρηση του δικαιώματος να ονειρευόμαστε μέσα στο δάσος των λέξεων είναι τώρα ιδιαίτερα αυξημένες. 

Η ποιητική τέχνη μάλιστα έρχεται να καταστρέψει τις ποσότητες και τις αμφιλεγόμενες ποιότητες της όποιας «ιστορικότητας». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η έντιμη και άλλο τόσο επαρκής ιστορική διήγηση δεν συμπλέει ή δεν εμπνέει στην καλλίτερη των περιπτώσεων την απαιτητική, την ποίηση των υψηλών αποστάξεων.

γ. Η αίγλη των «αναιτιολόγητων» λέξεων (5)

«Οι ιδέες βρίσκονται στην ίδια σχέση με τα πράγματα όπως τα ζώδια με τα άστρα. Αυτό πρώτα απ’  όλα σημαίνει: δεν αποτελούν γι’  αυτά ούτε έννοιες ούτε και νόμους»

                                                                                      Βάλτερ Μπένγιαμιν (6) 

Η ομολογία φτάνει ως εμάς με την αμεσότητα της πρώτης εκείνης διατύπωσης-μεταφέρω κατά λέξη: «Παραξενεύομαι πολλές φορές, ναι, η Ιστορία μου  φαίνεται τόσο βαρετή, ενώ ένα μεγάλο μέρος της οφείλει να ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας», ομολογεί ευθαρσώς η  Κάθριν Μόρλαντ στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος της Τζέιν Όστεν  Northanger Abbey, έργο του 1817. Αντιλαμβάνομαι τη δήλωση αυτή μαζί με τα αναγκαία συμφραζόμενά της. Η ανάγνωση της Ιστορίας εν γένει πείθει και μάλιστα εξ αντιδιαστολής: η όλη διαδικασία της αφήγησης δείχνει εν τέλει ότι η αλήθεια είναι μάλλον κάπου αλλού. Εξ ου και οι συναφείς αποτιμήσεις και οι διερωτήσεις όπως εν συνεχεία προκύπτουν, σύμφωνα με το πρόγραμμα εργασίας του Λουσιέν Φαμπρ (1878 – 1956): «Συγκεντρώνεις γεγονότα. Για το λόγο αυτό πηγαίνεις στα αρχεία, τούτες τις αποθήκες γεγονότων. Εκεί δεν χρειάζεται παρά να σκύψεις, για να μαζέψεις γεγονότα. Καλαθιές ολάκερες. Τα ξεσκονίζεις καλά. Τ’  αποθέτεις στο τραπέζι σου. Το κάνεις σαν τα παιδάκια που παίζουν με μικρούς κύβους και πασκίζουν να ξανασυνθέσουν την ωραία εικόνα που τους την έχουν ανακατέψει. Το παιχνίδι τελείωσε. Η ιστορία γράφτηκε. Τι θέλεις άλλο; Τίποτε. Εκτός από το να μάθεις το γιατί. Γιατί να γράφεις ιστορία; Τι είναι λοιπόν η ιστορία;»(7). Η μεταφορά, αυτή η σημαίνουσα ρηματική τάξη, που ουσιώνει και στοιχειώνει μαζί την ποίηση, θα δίνει, στο μεταξύ, όλο και περισσότερα εχέγγυα διατήρησης της παμπάλαιας ισορροπίας, ότι δηλαδή το φαντασιακό υπάρχει στο βαθμό που υπάρχει ζωή στον πλανήτη Γη.

Γι’  αυτό όποτε κι αν ανοίξω οποιοδήποτε βιβλίο ιστορίας, με επισκέπτεται πάντα την ίδια στιγμή ο θανάσιμος εκείνος αφορισμός του Ζίγκμουντ Φρόιντ, όπως έχει κατατεθεί στο έργο του Μικρές μελέτες για μείζονα ζητήματα, του 1894. 
Δηλαδή: «η Ιστορία είναι σαν ένα κουτί με σκόρπια γράμματα: μ΄ αυτά μπορούμε να σχηματίσουμε διάφορες λέξεις της αρεσκείας μας». Διαβάζω στη συνέχεια κάτι που μοιάζει περισσότερο με μυθιστόρημα, παρά με κάτι άλλο. Κι έτσι απορροφούσα καλύτερα τη συγκεκριμένη έκθεση των γεγονότων και την όποια κάθε φορά ανάλυσή τους: ως να ήταν μια ξενάγηση στον χωρόχρονο μιας καλοβαλμένης ετερότητας. Η διυποκειμενικότητα με έθελγε άλλωστε από νωρίς. Αλλά κι ο συμπατριώτης του Φρόιντ, ο Φρίντριχ Νίτσε, στους Παράταιρους Στοχασμούς του, οι οποίοι δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά μόλις το 1892, είναι αν όχι εξίσου σαρκαστικός, πάντως αρκούντως ανατρεπτικός. Εννοώ τα εξής: «Στη γεροντική ηλικία εντοπίζεται η ασχολία του ηλικιωμένου να κοιτά προς τα πίσω και να κάνει τους λογαριασμούς του, να ανιχνεύει παρηγοριές στις αναμνήσεις του παρελθόντος, στην ιστορία του πολιτισμού». Θα μπορούσε ενδεχομένως να αντιτείνει κανείς ότι η Ιστορία είναι μια διαρκής υπόθεση εργασίας, στην οποία χωρούν απλώς τόσο οι επιφυλάξεις ή και οι καλώς προετοιμασμένες αποδομήσεις. Οίκοθεν νοείται ότι θα έχει ακυρωθεί εκ των προτέρων κάθε υπεριστορικό, αυταρχικό, ήτοι έωλο κριτήριο. Ή κάθε ανάλογο στοιχείο.  

Το βιβλίο, κατά συνέπεια, είναι ένα και το αυτό, όπως και οι συγγραφείς συνιστούν τα πρόσωπα ενός και μόνον ιστορικού Εαυτού. Εξ ου και η έλξη, που αισθάνεται κανείς να εισέρχεται με τα μάτια ανοικτά στο όνειρο του παρελθόντος (του).


Βιβλιογραφία παραθεμάτων

1) Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση, μετάφραση:  Νάσια Λινάρδου-Μπλανσέ και Ρεζινάλντ Μπλανσέ, επίμετρο: Ρεζινάλντ Μπλανσέ, εκδόσεις:  Εκκρεμές, 2005.
2) μετάφραση: Φρίντα Λιάππα - αναθεώρηση και βελτίωση: Γιούλα Γουλιμή. Εποπτεία: Θ. Βερέμης – Κ. Παπαθανασόπουλος, εκδόσεις 70-Πλανήτης, χ. χ.
3) Σάμουελ Μπέκετ, Ο Ακατονόμαστος, μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδόσεις Κρύσταλλο, 1980, σ. 7-8 
4) Civilization on Trial, 1948, πρόλογος
5) Τσβέταν Τοντόροφ, Ποιητική, μετάφραση: Αγγέλα Καστρινάκη, εκδόσεις Γνώση, 1989, σελ. 65.
6)  Η αποστολή του μεταφραστή και άλλα κείμενα για τη γλώσσα, μετάφραση από τα γερμανικά: Γιώργος Σαγκριώτης, εκδόσεις Πατάκη, 2014, σ. 84.
7) Combats pour l'histoire, Paris, Armand Colin, 1952, 456 p.

Γιώργος Βέης

 

      

Ίσως απ’ όλους να μη γίνεται δεκτός  
του φιλοσόφου για την Τέχνη ο μέγας έπαινος 
-πώς δηλαδή «φιλοσοφώτερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν».
Το βέβαιον όμως είναι πως, 
καθώς  από τις λιγοστές γραμμές του ιστορικού, 
παραταγμένες στο χαρτί σαν λεγεώνες, 
             όταν σε θρίαμβο ρωμαϊκό τους άθλιους ηττημένους διαπομπεύουν,
             λίγο προτού επιδοθούν  οι δήμιοι στα φρικαλέο τους έργο,
μέσα απ᾿  την κόψη του σπαθιού ακριβώς 
              -αιφνίδια σαν μέρα μαγική δημιουργίας-
προβάλλει,  εξαίσιο  πλάσμα, ξαφνικά ο Καισαρίων
               με το τρέμουλο της ήβης του στα χείλη,
ικέτης τρομαγμένος που άσυλο μέσα στο ποίημα ζητά.

(Λοιπόν μονάχα η σοφία δεν αρκεί·
              είναι κι ο έρωτας του ποιητή,
              το πάθος για την ομορφιά,
              η πάλη για τη ήττα του θανάτου
              κι ακόμα εκείνο το  κρυφό μυστήριο 
              εν φαντασία και λόγω·· 
όλα μαζί για να σωθεί το ωραίο παιδί·
όλα μαζί για να χτισθεί η αιώνια Αλεξάνδρεια
                από της Ιστορίας πέρα και μακριά τα σωριασμένα τείχη).

Τασούλα Καραγεωργίου

 

 

Ιστορικά ή μυθικά, πολλά είναι τα μνημονευόμενα πρόσωπα στο κείμενο του Βίκτωρος Ουγκώ για τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ Ο νεώτερος Αισχύλος. Η ακτινοβολία της μεγαλοφυίας και μαζί οι ήρωες της λογοτεχνίας και τα ποιητικά έργα. Του Σαίξπηρ μνημονεύονται: Ριχάρδος ο ΙΙΙ, Ρωμαίος και Ιουλιέττα, Αντώνιος και Κλεοπάτρα, Ιούλιος Καίσαρ, Κοριολανός, Κυμβελίνος και -λίγο εκτενέστερα- Ο έμπορος της Βενετίας. Ωστόσο, εκεί όπου ο Ουγκώ εστιάζει την κριτική του είναι στο κεφαλαιώδες έργο Άμλετ και τα τρία μεγαλειώδη δράματα Μάκβεθ, Οθέλλος και Βασιλιάς Ληρ.

Πού έγκειται η μεγαλοφυία του Σαίξπηρ-νεώτερου Αισχύλου κατά Ουγκώ; Ο Γάλλος ρομαντικός ξεκινά με έναν γενικό ορισμό της μεγαλοφυίας, ως δευτερογενούς δημιουργίας του καλλιτέχνη που ακολουθεί τη θεϊκά αντίστοιχή της, και που η δύναμή της οδηγεί κάποτε τον άνθρωπο-δημιουργό στην ισοθεϊα. Ο καλλιτέχνης πλάθει ήρωες-τύπους καθολικής ισχύος, που αξιώνουν μια χωροχρονική οικουμενικότητα. Έτσι και ο μεγαλοφυής Σαίξπηρ πλάθει τον Σάυλοκ -τύπο του ιουδαϊσμού μ' ό,τι καλό και κακό έχει· τον Μάκβεθ -τύπο της τερατώδους φιλοδοξίας·   τον Οθέλλο και τον Ιάγο -τύπους της σκοτεινής πλευράς της ψυχής · τον Ληρ -τύπο της αδυναμίας του τυράννου και βέβαια τον Άμλετ -τύπο της ονειροπόλησης, της αμφιβολίας, του πένθιμου ανθρώπου. Ο Άμλετ συγκαταλέγεται ανάμεσα στα υπεράνθρωπα έργα-προϊόντα της μεγαλοφυίας.

Και ο Ουγκώ συνεχίζει: Όχι μόνον ο τραγικός ποιητής αλλά και ο ανώτερος  ιστορικός μιλά μέσα από τον μεγαλοφυή ποιητή, βάζοντας τον τελευταίο να επινοεί την τρέλλα του Άμλετ (αλλά και του Έντγκαρ, στον Βασιλιά Ληρ). 'Eτσι η μεγαλοφυία του Σαίξπηρ δεν περιορίζεται μόνο στη σκιαγράφηση των τύπων αλλά επεκτείνεται στην εξέλιξη των χαρακτήρων και της σύνολης δράσης.. Στον Άμλετ οι αναλογίες είναι πράγματι εκκωφαντικές: Προμηθέας και Ορέστης, δεσμώτης και μητροκτόνος αντίστοιχα.  Ο Άμλετ βασίζεται ακόμη σε μια δομική αντινομία: φιλόσοφος και... αγοραίος τύπος μαζί, διαθέτει εξάπαντος τη λογοτεχνική αρετή της αμφισημίας.  Η πλαστική ικανότητα της σαιξπηρικής ποίησης καθιστά σχεδόν ορατή την κατάχλωμη αμφιβολία [...] μέσα στο πνεύμα του. Η λύση που προτείνει ο ποιητής είναι να τον απολυτρώσει από το σώμα, λυτρώνοντάς τον έτσι από τη στενοχώρια της ψυχής. Στον Μάκβεθ η μεγαλοφυία εκφράζεται με επικές διαστάσεις, ενώ στον Οθέλλο η δραματουργική μηχανή δουλεύει τόσο καλά που ούτε ο ίδιος ο ποιητής αντιλαμβάνεται το μέγεθος της μεγαλοφυούς συλληψής του (Η Δεισδαιμόνα σύζυγος του ανθρώπου της νύχτας, πεθαίνει πνιγμένη από το μαξιλάρι [...] Σκοτώνω σημαίνει αποκοιμίζω). Στον Βασιλιά Ληρ ο «θεός» Σαίξπηρ δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο για να ποποθετήσει εκεί την κορωνίδα της δημιουργίας του, Κορδέλια και όταν αυτή πεθαίνει, «σκοτώνει» και τον γέροντα πατέρα της, λίαν καλως κατά τον Ουγκώ. Αλλά και εδώ ο «ανιστορικός» Ληρ πιστοποιεί την οικουμενικότητα του προσώπου του.

Πώς «προδίδεται» ο ρομαντικός Ουγκώ; Από την προτεραιότητα που αποδίδει στον καλλιτέχνη-δημιουργό· την αυτονομία που του επιτρέπει ως προς τη διαμόρφωση του θέματος με τη φαντασία (ο επινοητής τοποθετεί ό,τι του κατέβει). Ένα θέμα που μπορεί κάλλιστα να προέρχεται από την εθνική ιστορία και τη λαϊκή παράδοση -που τόσο ενδιέφεραν τον ρομαντισμό- όπως στην περίπτωση του Σαίξπηρ. Από το έντονο πάθος, τις αντιθέσεις, την έκφραση του εσωτερικού κόσμου του ήρωα, ενίοτε εγωκεντρικού και κυκλοθυμικού αλλά και πρωτοποριακού, που αψηφά τα πάντα, όλα χαρακτηριστικά των ηρώων του Σαίξπηρ. Από το ονειρικό στοιχείο που αναγνωρίζει στη διαμόρφωση της δράσης (το γουδί του ονείρου). Τον έντονο θαυμασμό του προς τη φυσική αποκάλυψη, όπου αποτυπώνεται η θεϊκή σφραγίδα στον άνθρωπο (νους) και τη δημιουργία (φύση). Το δέος του προς τη φύση με τη μυστηριακότητά της (βλ. τις θύελλες του Ληρ) που τόσο εκθείασαν οι ρομαντικοί. Την διττότητα του νου, που μπορεί να εμπνέει το αριστούργημα αλλά και να κρατά αλυσσοδεμένη τη θέληση [του 'Αμλετ] και με αυτή τη δεύτερη λειτουργία του να προκαλεί τη ρομαντική αντίθεση στο καρτεσιανό cogito. Την αποδέσμευση από τις κλασικιστικές τρεις ενότητες (χώρου, χρόνου, δράσης), «λάβαρο» του ρομαντισμού, που ο Σαίξπηρ ενσαρκώνει πλήρως με την περιπετειώδη δομή των έργων του. Την επαναστατικότητα, στις αναλογίες Προμηθέα και επαναστάσεων σε Πολωνία και Γαλλία (και έχοντας ήδη συσχετίσει Προμηθέα και Άμλετ). Ο ποιητής εντέλει δεν περιορίζεται: χτυπά σοβαρά την πόρτα του απείρου και λέει: Άνοιξε... Ποίηση και ιστορία εξακοντίζονται στην αιωνιότητα.

Ο ρομαντικός Ουγκώ «προδίδεται», τέλος, από το χειμαρρώδες, ορμητικό του ύφος, τις συνεχείς παρεκβάσεις αλλά και τον διάχυτο σεραφικό τόνο του κειμένου στο οποίο συναντώνται άγγελοι με χρυσά φτερά, η άφατη θεία δημιουργία, τέρατα που κολυμπούν, ακρωτήρια μέσα στο άπειρο, μορφές του σκότους κ.ο.κ., στοιχεία που υποδηλώνουν τον λυρισμό  όσο και τον άνισο χαρακτήρα της πληθωρικής δημιουργίας του ρομαντισμού.

Σάρα Θηλυκού 

 

 

Όλοι οι ποιητές της ελληνικής αρχαιότητας μοιράζονται μια κοινή αντίληψη για τον ρόλο της μυθολογίας, η οποία επηρεάζει καίρια τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να ερμηνευτούν οι συνθέσεις τους. Για αυτούς, η μυθολογία είναι η πραγματική ιστορία κι έτσι οι επιμέρους μύθοι, οι οποίοι καταγράφονται στα ποιήματα, αποκαλύπτουν το τι πραγματικά συνέβη στο παρελθόν. Οι αρχαίοι λαοί συχνά προσωποποιούν με μυθολογικά ονόματα τις αργές και ασαφείς επιδράσεις των σημαντικών για τη διαμόρφωσή τους γεγονότων. Υπό αυτή την έννοια, οι μύθοι ρίχνουν φως στην ιστορία. Ο μύθος είναι, λοιπόν, ένας ‘ειδικός λόγος’, εφόσον με αυτόν μια κοινωνία καταγράφει την πραγματικότητα μέσω της αφήγησης. Επομένως, η όποια μυθολογική αναφορά αποσκοπεί στην υπενθύμιση μιας πραγματικότητας του παρελθόντος, που πολλές φορές σημαδεύει τη ζωή του παρόντος.

Για τους αρχαίους ποιητές ένας από τους σκοπούς της ποίησης είναι να αποκαλυφθεί η αλήθεια που σχετίζεται με το παρελθόν. Εξάλλου, η επική επίκληση των Μουσών, που είναι κόρες της Μνημοσύνης, δεικνύει ότι οι αρχαίοι Έλληνες μέσα από την ποίηση θεωρούσαν ότι καταγράφεται το παρελθόν. Έτσι, στη ραψωδία α (346-350) της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος επικρίνει τη μητέρα του, όταν αυτή ζητά από τον Φήμιο να σταματήσει το τραγούδι για τον Οδυσσέα: δεν φταίει ο τραγουδιστής για όσα θλιβερά λέει, δεν είναι δικές του επινοήσεις, αλλά είναι η ίδια η πραγματικότητα που καταγράφεται στο τραγούδι σχετικά με τις δυστυχίες των Δαναών.       

Επομένως, η ποίηση διδάσκει την αλήθεια του παρελθόντος και δύσκολα ξεφεύγει από αυτήν, αφού το αληθές είναι ο σκοπός της. Ο Ησίοδος στο προοίμιο της Θεογονίας (Ι 26-34) παρουσιάζει τις Μούσες να δηλώνουν πως, όταν θέλουν, αποκαλύπτουν την αλήθεια στον ποιητή για το παρελθόν, δηλαδή η ποίηση γίνεται φορέας της ιστορίας, ένας διαρκής λόγος, άλλοτε ψίθυρος κι άλλοτε κραυγή, για τα μεγάλα γεγονότα.

Άννα Γρίβα

© Poeticanet 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 4 Δεκεμβρίου 2020