Εκτύπωση του άρθρου
ΧΡΙΣΤΟΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗΣ

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ή ο Εμφύλιος ως καθολική ήττα
 
 
        Στο μυαλό μου γυρίζει η πρώτη επίσκεψή μου στο σπίτι του - έμενε τότε στην Αγίας Αναστασίας 7, αριστερά καθώς ανεβαίνουμε προς την εκκλησία, στον Περισσό. Είχε μόλις κυκλοφορήσει "Η Γνωριμία με τον Μαξ" και μου τη χάρισε. Εντύπωση μου έκανε το αιματώδες μούτρο του - τη λέξη «μούτρο» δεν την σκέφτηκα τότε, την συνάντησα αργότερα πολλές φορές στα ποιήματά του μαζί με άλλες λέξεις και εκφράσεις "αντιποιητικές". Αργότερα επίσης κατάλαβα το γιατί αυτές οι λέξεις οι "αντιποιητικές".
        1. Η νεότερη ιστορία μας είναι ποτισμένη από το αίμα, το αίμα για τη Λευτεριά αλλά και με το χυμένο αίμα το σπαταλημένο. Ειδικότερα από το ´40 και μετά, τη φοβερή εποχή της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου. Ο Σινόπουλος είναι μπλεγμένος στα βρόχια της Ιστορίας, είναι ο ποιητής του αίματος, του αδελφικού αίματος, του Εμφυλίου.
        Μπορείς να διαβάσεις χιλιάδες σελίδες, όσες δηλαδή έχουν γραφτεί και όσες θα γραφτούν, να μελετήσεις τα αίτια και τις αφορμές, τα γεγονότα και τους αριθμούς αλλά ποτέ δε θα μπορέσεις να καταλάβεις τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, αν δεν σου έχει δοθεί η χάρη να γνωρίσεις τη νεότερη ποίησή μας. Εκεί, μόνον εκεί, βρίσκεται ατόφια η φοβερή Εποχή.
 
        Ο Αναγνωστάκης, ο Λειβαδίτης, ο Άρης Αλεξάνδρου δίνουν πτυχές της φοβερής αυτής εποχής. Το ίδιο και άλλοι, όπως ο Δούκαρης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Τίτος Πατρίκιος. Από τη σκοπιά τους και από τη θέση του ο καθένας. Από τη σκοπιά της επικείμενης ήττας, της συντελεσμένης ήττας, της εσωτερικής ήττας. Ο Σινόπουλος, μόνος αυτός, βιώνει τον Εμφύλιο, στον οποίο έλαβε μέρος ως στρατιωτικός γιατρός, ως καθολική ήττα και ως τραγωδία αμφίπλευρη. Μερικές φορές μάλιστα, τολμώ να πω, με μια Αισχύλια τόλμη, έστω και με κάποια υποχώρηση στον ρερητορευμένο λόγο.
        2. Οι ποιητές δημιουργούν τον κόσμο. Ένα κόσμο δωματίου οι ελάσσονες, ένα κόσμο ευρύχωρο οι μείζονες, το ίδιο το Σύμπαν με τον ουρανό και τα’ αστέρια, τη γη και τα υπό την γη οι ποιητές - νομοθέτες. Ο Τάκης Σινόπουλος, μείζων εκ του αποτελέσματος ποιητής, έχει δεδομένο τον κόσμο του, δεν τον δημιουργεί, τον αναπλάθειŸ και δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτόν. Είναι η Έρημη Χώρα του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής εποχής. Ένα τοπίο θανάτου είναι η πατρίδα που κατοικεί.
        Τον κόσμο αυτόν δεν προσπαθεί ούτε να τον εξηγήσει ούτε να τον αλλάξει. Αφήνει την εξήγηση στον αναγνώστη και δεν φαίνεται να πιστεύει στην ανατροπή, παρά το ότι μερικές φορές ελπίζει, όπως ο Τσέχωφ, σ’ ένα μακρινό καλύτερο κόσμο. Απλώς τον βιώνει σε κάθε βήμα του. Ακόμη και στο δωμάτιο του έρωτα.
        3. Ένα τοπίο θανάτου, μια έρημη, μια καθημαγμένη χώρα. Ναι, αλλά με ποιο τρόπο (γιατί αυτό έχει σημασία για την ποίηση) και με ποια μέσα; Περνώντας από τον Έλιοτ και τον Σεφέρη, τα cantos του Πάουντ, τους τρόπους του Pierre Zean Zouve, τους Γάλλους ποιητές που μετέφρασε και απορροφώντας με άνεση, τις ποικίλες αυτές επιδράσεις.
        Και το πετυχαίνει, όχι μόνο χάρις στο ισχυρό ταλέντο του αλλά και χάρις στη μελέτη και τη γνώση της ποίησης και της ιστορίας της τέχνης. Χάρις στον αγώνα και την αγωνία του να κατακτήσει μια γλώσσα δική του, που θα στοιχείται με τον κόσμο του. Εξ ου και οι "αντιποιητικές" λέξεις και οι εκφράσεις. Ήξερε ο Σινόπουλος πως το παιγνίδι, αν δεν είσαι ο Ρεμπώ, το κερδίζουν οι σοφοί ποιητές: ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Σεφέρης. Δεν ήταν ο Ρεμπώ, ήταν όμως ένας σοφός ποιητής. Από τον Έλιοτ απέσπασε την τέχνη της οργάνωσης του ποιήματος, από τον υπερρεαλισμό την περιπέτεια των συνειρμών, από την τέχνη του κινηματογράφου την τεχνική του φλας-μπακ. Έτσι, με αγώνα και αγωνία και ανασκάπτοντας συνεχώς τον εαυτό του, έφτασε εκεί που έφτασε, στον "Νεκρόδειπνο" δηλαδή και στο "Χρονικό" ¯ ορόσημα στην ποίηση και στην αυτογνωσία μας.
        4. Είναι λάθος (το έχουμε διαπράξει πολλοί) να βλέπουμε στην ποίηση του Σινόπουλου σταθμούς - η εποχή του Έλιοτ κ.λπ. Είναι μια ποίηση εν προόδω, "μια Νέκυια εν προόδω", όπως γράφει ο καθηγητής Γ. Π. Σαββίδης, "ή μάλλον αυτό που συντομογραφικά μπορούμε να ονομάσουμε εμπειρία του Ελπήνορα". Το ένα ποίημα περιέχει το άλλο, το επόμενο προϋποθέτει το προηγούμενο. Χωρίς το "Μεταίχμιο" (1951) δεν μπορεί να υπάρξει ο "Νεκρόδειπνος" (1972). Και δεν είναι τυχαίο που το πρώτο ποίημα στο "Μεταίχμιο" επιγράφεται "Νεκρόδειπνος". Όπως δεν είναι τυχαίο που ο Ελπήνωρ του πρώτου αυτού ποιήματος είναι, (όπως αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής), ο Φίλιππος, που τον συναντούμε στα επόμενα ποιήματά του να έρχεται και να επανέρχεται. Ο Φίλιππος, χαρακτηριστικό παράδειγμα και επιβεβαίωση αυτής της εκδοχής, εμφανίζεται πρώτη φορά στο "Μεταίχμιο" (1951), τον ξανασυναντούμε στα "Άσματα" (1953) - στο τέταρτο και στο ενδέκατο άσμα - τον βασανίζει με ένα ακέραιο ποίημα στο "Μεταίχμιο Β´" (1957), ενώ στο "Χρονικό" (1978) εμφανίζεται στο εισαγωγικό ποίημα "Καταγωγή".
        5. Ποιος ήταν ο Φίλιππος και γιατί τον βασάνισε; Ο Φίλιππος, (σύγχρονο πρόσωπο, όπως αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής), ήταν η άλλη, η ελλείπουσα συνιστώσα της ζωής του. Η παραπληρωματική. Αυτή που την απώθησε στο ασυνείδητο, που δεν την τόλμησε, και που ερχόταν στους εφιάλτες του και τον βασάνιζε.
 Ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Φίλιππος και γιατί τον βασάνισε σ’ όλη του τη ζωή; Και ποια ήταν η κούφια Λάρισα;
        Το ποιος ήταν και το πώς μπήκε στην ποίησή του μας το λέει ο ίδιος ο ποιητής σε μια δημόσια εξομολόγησή του : "Ένα μεσημέρι, καλοκαίρι του 1944, με φοβερό ήλιο και ζέστη, περνώντας από το Πεδίο του Άρεως, κάθισα εξαντλημένος από την πείνα και την κούραση της Κατοχής σ’ ένα παγκάκι. Πρέπει να με είχε ζαλίσει πολύ ο ήλιος και η εξάντληση. Ξαφνικά στον άσπρο μικρό δρόμο, μες στο φως, πέρασε μπροστά μου η φιγούρα ενός φίλου μου ποιητή, που τον σκότωσαν οι Γερμανοί έπειτα από φρικτά βασανιστήρια στην Πάτρα το 1942. Ήταν ο Φώτης Πασχαλινός. Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα τον "Ελπήνορα". Αλλά εκείνο που για μένα είχε σημασία είναι πως το όραμα αυτό σφράγισε αποφασιστικά ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο της ποίησής μου".
        Το γιατί τον βασάνισε θα το καταλάβουμε άμεσα μεν αν έχουμε υπ’ όψιν μας την εξομολόγηση του ίδιου του ποιητή σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό "Διαβάζω" λίγο πριν από το θάνατό του ("λουφάξαμε στην Κατοχή...", λέει) και αν την συνδυάσουμε με την αντιστασιακή δράση του Φώτου Πασχαλινού και το θάνατό του, έμμεσα δε αλλά βαθύτερα αν συνδυάσουμε τους στίχους του Σινόπουλου για τον Ελπήνορα-Φίλιππο με δυο στίχους του Φώτου Πασχαλινού, που έχει περιλάβει στην προσωπική του ανθολογία ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
 
... Η βροχή δεν είναι για παιδιά
κι ούτε και το χιόνι για παιγνίδι.
 
        Ο Φίλιππος, το αίμα του ακούγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά. Ο Τάκης Σινόπουλος το δικό του αίμα ακούγοντας έμεινε μονάχος περπατώντας και σφυρίζοντας μέσα στην κούφια Λάρισα.
        Και ποια ήταν η κούφια Λάρισα; Ίσως η Λάρισα του Εμφυλίου, ίσως ο Περισσός, όπου εγκαταστάθηκε από το 1951, και οπωσδήποτε η ζωή ενός γιατρού του Ι.Κ.Α. σε μια συνοικία και όσα αυτό συνεπάγεται για έναν ευαίσθητο άνθρωπο.
        6. Ο Τάκης Σινόπουλος ήταν ποιητής του βιώματος, γιατί ήξερε πως χωρίς το βίωμα δεν υπάρχει ποίηση, υπάρχουν απλώς θεωρίες και απόψεις που έρχονται και παρέρχονται. Ο Φίλιππος ήταν το δικό του βίωμα, το μεταλλείο δηλαδή από το οποίο ανασκάπτοντας, με τον καιρό, με γνώση και με τόλμη, εξόρυξε πολύτιμο μέταλλο.
        Ο Τάκης Σινόπουλος, στοιχούμενος ως προς αυτό με τον Ρίλκε, αισθανόταν πώς πετάνε τα πουλιά, ήξερε την κίνηση με την οποία ανοίγουν τα μικρά λουλούδια, ήξερε τα ποτάμια και τις πηγές τους και γνώριζε πολλές πόλεις και ανθρώπους. Όχι ως περιηγητής αμέριμνος αλλ’ ως συμμέτοχος στη ζωή τους. Και το κυριότερο, είχε παρασταθεί σε ετοιμοθάνατους, είχε ξενυχτήσει νεκρούς και ήξερε να περιμένει. Κι όταν οι αναμνήσεις του είχαν γίνει αίμα, βλέμμα και χειρονομία, 20 χρόνια μετά την εμπειρία του Εμφυλίου, ευτύχησε να γράψει το "Νεκρόδειπνο" και το "Χρονικό".
        7. Θα συνοψίσω όσα ισχυρίσθηκα με λίγους στίχους του ίδιου του ποιητή.
 
Είδα την πλάτη που τη σημαδεύει το ντουφέκι
είδα σαράντα χρόνια ματωμένο το πουκάμισο.
Τι να ξεκαθαρίσω; τι να αποκριθώ;
*
Υπάρχει ένα φαρμάκι μέσα μου, που δεν εξαγοράζεται με τίποτε.
*
ή ας πούμε ένα προσκύνημα στη φοβερή ιστορία.
 
        8. Γράφοντας αυτά που παραπάνω ανέφερα είχα τον φόβο ότι κάνω μια πολύ προσωπική ανάγνωση του ποιητή, ότι τον φέρνω πολύ στα μέτρα μου. Αλλά παρηγορήθηκα και ο φόβος μου διασκεδάστηκε, όταν, διαβάζοντας ένα δοκίμιο του Σινόπουλου για τον Σεφέρη, είδα ότι τον ίδιο φόβο είχε και αυτός για τη δική του ανάγνωση. "Το έργο διαρκεί εφ’ όσον είναι άξιο να φαίνεται σε μας διαφορετικό απ’ ό,τι το θέλησε ο δημιουργός του", γράφει ο Valery και το υιοθετεί αναφέροντάς το ο Σινόπουλος.
 
*
 
        Πηγαίνω συχνά στο σπίτι που έμενε ο Τάκης Σινόπουλος με την άχρι θανάτου αφοσιωμένη Μαρία, στον Περισσό πάντοτε, στην οδόν Τάκη Σινόπουλου (πρώην Ναζλή) 22, όπου στεγάζεται το φερώνυμο Ίδρυμα ("Τάκης Σινόπουλος - Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης"). Βλέπω το γραφείο του, την τσάντα του με τα ιατρικά ακουστικά, το κασκέτο και το μπαστούνι του. Όπως τα άφησε.
 
Εδώ στοχάζομαι δεν θα ξανάρθει ο Φίλιππος
 
        Και τα νέα παιδιά που μαζεύονται εκεί και διαβάζουν τα ποιήματά τους, πόσο μπορούν να δουν άραγε τους νεκρούς που υπερίπτανται στο δωμάτιο; Και το αίμα, το χυμένο αίμα, το σπαταλημένο.
 
 
Χρίστος Ρουμελιωτάκης 

Ημ/νία δημοσίευσης: 3 Αυγούστου 2007