Εκτύπωση του άρθρου

 

Απολαμβάνω την επιστροφή στο ειδώλιο. Για την ακρίβεια την καλωσορίζω. Ίσως η οριστικότερη απάντηση στο επίμονο ερώτημα για τη θέση της ποίησης στη σημερινή κοινωνία είναι η αντίστοιχη επιμονή της σημερινής κοινωνίας να ανακρίνει την ποίησή της. Η βεντάλια των ερωτημάτων ανοίγει, το κατηγορητήριο διευρύνεται και η ποιητική σκηνή τοποθετείται εκ νέου σε υπαρξιακά ερωτήματα. “Ποια είναι η θέση του λογοτέχνη απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα”, “πού είναι η ποίηση της κρίσης;” και αισίως “είναι αυτό ποίηση;”.
 
Τα εμπρηστικά ερωτήματα είναι αντιστρόφως καλοδεχούμενα με την πρότερη πάρεση της συζήτησης και ανακαλώ (με χαμόγελο) μία παλαιότερη παρουσίαση στην οποία παρευρέθηκα και κατά την οποία ένας από τους ομιλητές είπε “φυσικά αυτό είναι μία άποψη, δεν θα παίξουμε και ξύλο” για να λάβει την απάντηση “γιατί όχι, πλάκα θα είχε”. Μερικές φορές βαριέσαι τόσο που θέλεις να δεις να ανοίγουν μύτες. Η ποίηση δεν είναι κάτι διαφορετικό. Βρίσκω την ανάγκη αυτή ειλικρινή.
 
Έχω δει πλείστες όσες φορές το ερώτημα του τίτλου να τίθεται, σε ποιητικές παρουσιάσεις, σε σχόλια στο facebook ή σε κλειστές συζητήσεις. Υποδηλώνει από αμφισβήτηση και κριτική διάθεση μέχρι ειλικρινή απορία. Πραγματικά, ίσως κάποιοι δεν λάβαμε το memo. Ίσως να χάσαμε κάποια σκηνική εξέλιξη, να μας ξεπέρασε το meta. Και ακριβώς επειδή πρόκειται για ποίηση είναι δύσκολο να τοποθετηθεί κανείς δημόσια με αυτοπεποίθηση (ποτέ αδύνατον). Αυτό είναι μία χαρακτηριστική δυστοκία που αντιλαμβάνομαι στις καθημερινές συζητήσεις για την ποίηση. Είναι εύκολο να πεις για ένα μυθιστόρημα “είναι κακό”. Είναι δύο λέξεις, αλλά τις εκφέρεις χωρίς φόβο. Στην ποίηση τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Ο λόγος για τον οποίο κάποιοι μπορούν εύκολα να πουν πως ένα τραγούδι ή ένας πίνακας δεν τους αρέσει αλλά αδυνατούν να πράξουν το ίδιο για ένα ποίημα, από φόβο πως “δεν κατάλαβαν τι θέλει να πει ο ποιητής” είναι ένα άρθρο από μόνο του.
 
Επιστρέφω στο εδώ και τώρα. Ανοίγω το instagram. Κάνω scroll διαβάζοντας τα ποιήματα που ο κόσμος ανεβάζει. Ποιήματα της μίας, το πολύ δύο στροφών. Μικροπερίοδος λόγος, γλώσσα μάλλον “καθημερινή”, χωρίς κάποια χαρακτηριστική λυρικότητα. Αυτά δεν είναι αρνητικά χαρακτηριστικά, είναι το είδος της ποίησης που ευδοκιμεί στα social, το είδος της ποίησης στην οποία πολύς κόσμος ανταποκρίνεται και το είδος της ποίησης για το οποίο μοιραία κάποιοι θα αναρωτηθούν “είναι αυτό ποίηση;”. Η έκταση του ποιήματος είναι σχεδόν πάντοτε μικρή, συσκευασμένη για το προσεκτικά curated προφιλ του εκάστοτε λογαριασμού, χρονομετρημένη για τα ελάχιστα δευτερόλεπτα προσοχής που αφιερώνει ο χρήστης σε κάθε post, πριν το επόμενο. Και το επόμενο. Πρόκειται περί αρένας.
 
Αν η ποίηση ανταποκρίνεται στην εποχή της και η εποχή μας είναι κατακερματισμένη, γρήγορη και αγχωτική, δεν είναι λογικό αυτή η ποίηση να κυριαρχεί τουλάχιστον στις δημοφιλείς γωνιές του ψηφιακού μας κόσμου; Μικρά ποιήματα, σαφή (σημαντικό), συνήθως χιουμοριστικής διαθέσης ή ερωτικής φύσης. Ο κόσμος τα αγκαλιάζει και τα μοιράζεται, βρίσκει σε αυτά μία ξεκάθαρη γωνία σε ένα τοπίο που στρογγυλεύει και ομογενοποιείται τόσο που δεν βρίσκεις από πού να πιαστείς. Δεν είναι φυσικά η μόνη όψη. Παραμένοντας στον ψηφιακό κόσμο υπάρχουν αντίστοιχα προφίλ, συνήθως στο facebook, όπου κοινοποιούνται μεγαλύτερα σε έκταση ποιήματα. Πιστεύω πως οι θεματολογικές και τεχνικές διαφορές ανάμεσα στην ποίηση που διαβάζω στο instagram και της ποίησης που διαβάζω στο facebook υποδηλώνουν και την ηλικιακή διαφορά των χρηστών. Δεν έχω λογαριασμό tik tok αλλά δεν θα μου κάνει εντύπωση η φόρμα να είναι ακόμα μικρότερη εκεί. Είναι όμως αυτό ποίηση;
 
Θα απαντήσω στο ερώτημα παραθέτοντας ένα απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Frank Zappa με τίτλο “The Real Frank Zappa Book”, το οποίο (απόσπασμα) έχω διαβάσει online, σε πρόχειρη δίκη μου μετάφραση (το πρωτότυπο παρατίθεται στο τέλος του άρθρου):
 
Το πιο σημαντικό πράγμα στην τέχνη είναι το κάδρο. Στη ζωγραφική: κυριολεκτικά· για τις άλλες τέχνες: μεταφορικά, διότι χωρίς αυτό το ταπεινό εργαλείο δεν μπορείς να ξέρεις πού τελειώνει η τέχνη και ξεκινά ο αληθινός κόσμος. Πρέπει να βάλεις ένα “κουτί” γύρω της αλλιώς τι είναι αυτό το σκατό στον τοίχο;
 
Αν ο John Cage, για παράδειγμα, πει “βάζω ένα μικρόφωνο στον λαιμό μου και θα πιω χυμό καρότου και αυτή είναι η σύνθεσή μου” τότε αυτή η γαργάρα πληροί τις προϋποθέσεις ως σύνθεση γιατί έβαλε ένα κάδρο γύρω της και έτσι αποφάσισε. “Είτε σου αρέσει είτε όχι, αυτό θα είναι μουσική”. Από εκεί και πέρα είναι θέμα γούστου. Χωρίς το κάδρο, είναι απλά ένας τύπος που καταπίνει χυμό καρότου.[1]
 
Αισθάνομαι πως αυτό αρκεί. Χρειαζόμαστε ένα “κάδρο” και νιώθω πως αυτό το αίτημα είναι γενικό. Σε μία εποχή που όλα τα δοχεία είναι συγκοινωνούντα και το ρολόι μου γνωρίζει πότε κάποιος μου γράφει στο Viber, ένας σαφής ορισμός μοιάζει να είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για να μιλήσουμε με τη φωνή που ταιριάζει στα ψηφιακά μας χαρακώματα. Το “κάδρο” δεν είναι αυτό της τεχνικής, δεν είναι αυτό της θεματολογίας ή της μορφής. Είναι αυτό της επικοινωνίας. Αυτό δημιουργεί μορφολογικές εξαιρέσεις που ωστόσο επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
 
Απολαμβάνω να ακολουθώ το προφίλ του Κυριάκου Χαρίτου στο facebook. Γράφει υπέροχα κείμενα για τους φίλους και τους αγαπημένους του, τη ζωή όπως την παρατηρεί και όπως αυτή κινείται και πάντα συνοδεύονται από αισθαντικές φωτογραφίες. Η λυρικότητα των αναφορών και το παιχνίδι της εικονοποιίας με κάνουν να πιστεύω πως γράφει ποίηση. Πώς θα χαρακτηρίζαμε από την άλλη τα μεγαλύτερα και πεζόμορφα κείμενα που συναντάμε σε ποιητικές συλλογές όπως τον “Αντιδραστήρα” (στην ομώνυμη ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Ενύπνιο) της Ελένης Ντούξη; Σαφώς ποίηση. Κι όμως, τα όρια αρχίζουν και γίνονται δυσδιάκριτα.
 
Έτερα κείμενα των δύο στροφών που αιτούνται ανάλογη πιστοποίηση, κείμενα που μορφολογικά προσομοιάζουν σε ποίηση θα τα αποκαλέσουμε και εκείνα ποίηση και ας μοιάζουν τεχνικά, ρυθμικά και αφηγηματικά σαν μικρά πεζά. Το ζήτημα φυσικά δεν είναι να πατήσεις στην αρένα, αλλά να σταθείς. Οι πόρτες είναι ανοιχτές, όμως ποιος αντέχει;
 
Γενικεύσεις; Σποραδικά διαβάζω μεταφράσεις μεγάλων ποιημάτων σύγχρονων αμερικανικών ποιητικών φωνών. Απλοϊκό λεξιλόγιο, απουσία αναφορών ή μεταφορών, τετριμμένος ρυθμός, “ξεκάθαρη” γραφή. Κι όμως,  σφυγμομετρούν την εποχή τους. Ο κόσμος τα αγκαλιάζει, τα μοιράζεται, τα βάζει με comic sans μπροστά από φωτογραφίες. Αν η γλώσσα είναι κάτι ζωντανό που εξελίσσεται (είναι), συχνά μάλιστα σε κάτι που δεν αναγνωρίζουμε μέχρι να το συνηθίσουμε, μήπως κάτι ανάλογο συμβαίνει με συγκεκριμένες ποιητικές ανάγκες; Πιστεύω πως ένας άνθρωπος που κάνει doom scrolling[2] στην εκάστοτε εφαρμογή συλλογής προσωπικών δεδομένων έχει ανάγκη οι δόσεις ντοπαμίνης να ακολουθούν το χρονικό περιθώριο που είναι ικανός να προσφέρει σε ένα post. Πέντε δευτερόλεπτα; Δέκα; Όχι παραπάνω. Η ποίηση εισχωρεί σε αυτήν την ανεπαίσθητη χρονική ρωγμή, με την μορφή που είναι αναγκαία για να επιβιώσει στην πίεση και τη διάσπαση προσοχής που μας ταλανίζει. Και αρκεί. Φυσικά και αρκεί. Θα προσαρμοστεί στο εκάστοτε περιβάλλον και θα μιλήσει με τη φωνή αυτών που την έχουν ανάγκη. 
 
Και αυτή είναι η δική μου απάντηση στο ερώτημα. Είναι αυτό ποίηση; Το “κάδρο” το επιβεβαιώνει. Το γούστο μας; Κατά τις ανάγκες του.

[1] “The most important thing in art is The Frame. For painting: literally; for other arts: figuratively - because, without this humble appliance, you can't know where The Art stops and The Real World begins. You have to put a 'box' around it because otherwise, what is that shit on the wall?

If John Cage, for instance, says, "I'm putting a contact microphone on my throat, and I'm going to drink carrot juice, and that's my composition," then his gurgling qualifies as his composition because he put a frame around it and said so. "Take it or leave it, I now will this to be music." After that it's a matter of taste. Without the frame-as-announced, it's a guy swallowing carrot juice.”
[2] doom scrolling: η τάση να αφιερώνουμε υπερβολικό χρόνο στα κινητά και γενικά τις οθόνες μας.
 
Σπύρος Γούλας
© Poeticanet

Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Μαρτίου 2024