Εκτύπωση του άρθρου

 

Ο Νίκος Κατσαλίδας γεννήθηκε στην Άνω Λεσινίτσα, της περιοχής Θεολόγου των Αγίων Σαράντα. Υπηρέτησε ως καθηγητής φιλόλογος στην ιδιαίτερή του πατρίδα. Κατά το 2001-2002 χρημάτισε υπουργός Επικρατείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Αλβανία. Κατά το 2004-2008 διετέλεσε Μορφωτικός Σύμβουλος στην Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Το 2002 τού απονεμήθηκε η «Ασημένια πένα» από το Υπουργείο Πολιτισμού της Αλβανίας για τη μετάφραση του Ελύτη. Το 2018 του απονεμήθηκε από την Εταιρεία Μεταφραστών Βραβείο Ευποιίας για την μετάφραση του Ελύτη και Ουράνη. Το 2012 παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Αλβανικής Δημοκρατίας με το ανώτατο μετάλλιο τάξης γραμμάτων «Μεγάλος καλλιτέχνης». Ζει στην Αθήνα και είναι τακτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Η περίπτωση της ποίησης του Νίκου Κατσαλίδα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον προ πάντων όταν συναναγνώσκεται στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο συγκείμενο. Ο ποιητής έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα με άλλους Έλληνες ποιητές της Ηπείρου: στενή συναισθηματική σχέση με τη γενέθλια γη, όπου το καταγωγικό χωριό, το πατρικό σπίτι, η αθωότητα της παιδικής ηλικίας που ταυτίζονται με την αγροτική ζωή σε αντίθεση με το αλλοτριωτικό άστυ, γεμίζουν με νοσταλγικές εικόνες τη δημιουργική αποτύπωσή τους. Το διαπιστώνουμε τόσο σε παλαιότερους ποιητές, όπως τον Κώστα Κρυστάλλη όσο και σε νεότερους, των μεταπολεμικών γενιών όπως π.χ. τον Τάσο Πορφύρη, αλλά και σε πλησιέστερες σε εμάς γενιές, όπως τη γενιά του ‘70, π.χ. τον Μιχάλη Γκανά, τον Πάνο Κυπαρίσση, τον Χρήστο Μπράβο, τον Απόστολο Ζώτο. Το ίδιο ισχύει και για αρκετούς πεζογράφους, που το έργο τους είναι γεμάτο από εικόνες του ηπειρώτικου τοπίου, χαρακτηριστικό γνώρισμα διαφορετικών γενιών, όπως ο Χρήστος Χρηστοβασίλης αλλά και νεωτέρων, όπως ο Δημήτρης Χατζής, ο Χριστόφορος Μηλιώνης, ο Νίκος Χουλιαράς, ο Βασίλης Γκουρογιάννης, ο Σωτήρης Δημητρίου. Βέβαια, η επιθυμία του νόστου φορτίζεται στον καθένα τους διαφορετικά, σε κάποιες περιπτώσεις ταυτίζεται με την ιστορία του τόπου και τις πολιτικές του περιπέτειες, σε κάποιες απομακρύνεται από το συγχρονικό και εκτείνεται στο διαχρονικό σε μια προσπάθεια να αγκαλιάσει και το απώτερο παρελθόν∙ με τον τρόπο που προσπάθησαν να κάνουν παλαιότερα κάτω από την επίδραση του ρομαντισμού αρκετοί ποιητές, δίνοντας μια εθνική ή και πατριωτική διάσταση ή γενικότερα τονίζοντας τη διάσταση της ελληνικότητας.

Οπωσδήποτε η περιφερειακή (με την έννοια της απόστασης από το εθνικό κέντρο και όχι της αξίας) ελληνική λογοτεχνία, έχοντας τις δικές της ιδιαίτερες ιστορικές περιπέτειες, ακολούθησε διαφορετική πορεία, από την κυρίως ελλαδική, πράγμα που διαπιστώνουμε πως συμβαίνει και στην περίπτωση της κυπριακής λογοτεχνίας. Η ποίηση των βορειοηπειρωτών συγγραφέων, έτσι όπως ήταν προσανατολισμένη ιδεωδώς προς το εθνικό κέντρο, μάλλον δεν γνώρισε από μέσα τα διλήμματα του «ελληνοκεντρισμού» και του εξευρωπαϊσμού, τη διαπάλη της ελληνικότητας και του μοντερνισμού του μεσοπολέμου, με τον τρόπο που αυτά βιώθηκαν στον ελλαδικό χώρο από τους λογοτέχνες της περιόδου 1900-1940. Έτσι, ο εμβολιασμός ενός παλαιότερου γλωσσικού και στιχουργικού τρόπου στο σώμα της νεότερης ποίησης ενδέχεται να απηχεί μιαν άλλη εκδοχή του ρομαντικού ιδεώδους για τη συγκρότηση της έννοιας της «εθνικής ποίησης». Το πιθανότερο βέβαια, ο εμβολιασμός αυτός του παραδοσιακού στο νεωτερικό να γίνεται «αυθόρμητα»,  χωρίς δηλαδή οι συγγραφείς που έρχονται από την περιφέρεια στο κέντρο να ενεργούν «εσκεμμένα», ακολουθώντας κάποιες συνειδητές προεπιλογές φορτισμένες με ιδεολογικές ή πολιτικές απηχήσεις.

Η ποίηση του Νίκου Κατσαλίδα,[1] συμφύροντας το λυρικό εγώ και το επικό εμείς, αναδεικνύει την αίσθηση του ελληνικού, όπως διηθείται μέσα από τα αλλεπάλληλα στρώματα της δημώδους παράδοσης. Οι στίχοι του μπορεί να μην κανοναρχούνται από την αιγαιοπελαγίτικη μυθολογία ή εκείνη τη διαθλασμένη γραμμή όπου ουρανός, νησιά, θάλασσα, γίνονται ένα στον ορίζοντα της φαντασίας, με τον τρόπο που κάτι τέτοιο γίνεται στην ποίηση του Ελύτη∙ ωστόσο οι ποιητικές του εικόνες δεν παύουν να κυριαρχούνται από το φαντασιωτικό/ονειρικό στοιχείο της μακραίωνης πορείας της λαϊκής δημιουργίας, όπως αυτή φιλτράρεται μέσα από το διαχρονικό τρίπτυχο: φύση-πατρίδα-πίστη. Ο κύριος τρόπος έκφρασης αυτού του συνθετικού πλέγματος δεν μπορεί παρά να είναι ένας ευφορικός λυρισμός και μια φυσιολατρική εποποιία της πατρίδας, διάσπαρτης από στοιχεία ενός σύγχρονου τρόπου ζωής, ο οποίος, παρολαυτά, δεν παύει να έχει ως ορίζοντά του ένα νοσταλγικό βίωμα. Κι αυτό το βίωμα, επειδή βασανίζεται από μιαν εγγενή αντίφαση: να εγκοσμιωθεί σε ένα συγχρονικό πλαίσιο, ενώ εκείνο που επιδιώκει είναι να επιστρέψει σε μια κατάσταση κοινοτικής ουτοπίας αποτελεί και το συγκινησιακά δυνατό και διαφοροποιητικό σημείο της ποίησης αυτής.


[1] Περισσότερα επί του θέματος στην Εισαγωγή του πρόσφατου ποιητικού βιβλίου του Νίκου Κατσαλίδα Το Ξύπνημα των κοιμωμένων οφθαλμών από τις εκδόσεις Νίκα (2021).

© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 1 Απριλίου 2021